Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Περὶ τῆς ὁδοῦ»

Συχνὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα ἂν ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία ἢ Ἐκκλησία. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δόθηκαν διάφορες ἀπαντήσεις, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων κατατείνουν στὸ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐκφράζεται περισσότερο ὡς Ἐκκλησία παρὰ ὡς θρησκεία. Σὲ αὐτὸ ἔχω καταλήξει στὸ βιβλίο μου «Θρησκεία καὶ Ἐκκλησία στὴν κοινωνία».

Μεταμόρφωσις

Ὁ ὅρος θρησκεία χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὴν αἵρεση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (Πράξ. κστ', 4-5), καὶ τὴν «θρησκεία τῶν ἀγγέλων», ποὺ ἐπαγγελλόταν ὁ γνωστικισμὸς (Κόλ. β', 18-19). Κυρίως, ὅμως, ἡ λέξη θρησκεία χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο ποὺ κάνει λόγο γιὰ «θρῆσκο», ὁ ὁποῖος δὲν χαλιναγωγεῖ τὴν γλῶσσα του, ἀλλὰ ἀπατᾶ τὴν καρδία του καὶ γι’ αὐτὸ ἡ θρησκεία του εἶναι μάταιη. Καὶ στὴν συνέχεια, κάνει λόγο γιὰ «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντον» ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα ποὺ σημαίνει «ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοῦς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακ. α', 26-27). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἐπιμένει κυρίως στὸν ὅρο Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Κόλ. Α', Τίμ. γ', 15. Α’ Κόρ. ἰβ', 12-30. Ἐφ. δ', 11-16 καὶ ε', 29-30 καὶ ἀλλοῦ).

Σὲ σχετικὸ κείμενό μου ἀνέλυσα ὅτι στὴν Καινὴ Διαθήκη χρησιμοποιοῦνται καὶ ἄλλοι ὅροι γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὅπως Εὐαγγέλιο, Βασιλεία καὶ στρατεία. Βέβαια, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὅροι εἶναι κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα ποὺ θέλουν νὰ ἐκφράσουν, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα, τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη ποὺ εἶναι μέθεξη τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος, ποὺ γίνεται χωρὶς κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα, καὶ ἄλλο εἶναι ἡ μεταφορὰ αὐτῆς τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα.

Εἰδικότερα σήμερα θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕναν καινοδιαθηκικὸ ὅρο ποὺ χαρακτηρίζει τὴν νέα πραγματικότητα στὸν κόσμο, ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Πεντηκοστή. Καὶ αὐτὸς ὁ ὅρος εἶναι ἡ «ὁδός».

1. «Τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ»

Στὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» ὁ Χριστιανισμὸς χαρακτηρίζεται ὡς ὁδὸς καὶ οἱ Χριστιανοὶ ὡς βαδίζοντες αὐτὴν τὴν ὁδόν. Γράφοντας γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἀπεστάλη ὡς Σαοὺλ στὴν Δαμασκὸ γιὰ νὰ συλλάβη τοὺς Χριστιανούς, σημειώνει: «Ἠτήσατο παρ’ αὐτοῦ (παρὰ τοῦ ἀρχιερέως) ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐὰν τινας εὕρη τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναίκας, δεδεμένους ἀγάγη εἰς Ἱερουσαλὴμ» (Πράξ. θ', 2). Δηλαδή, ἐδῶ μὲ τὸν ὅρο «τῆς ὁδοῦ ὄντας» ἐννοεῖ τοὺς Μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς Χριστιανούς. Σὲ ἄλλο σημεῖο λέγεται: «Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ» (Πράξ. ἰθ', 23), δηλαδὴ περὶ τῆς νέας πίστεως. Στὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ στὸν Χριστό, παρέμεινε τρεὶς μῆνες καὶ πήγαινε στὴν συναγωγὴ «διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ», ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους «ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους» (Πράξ. ἰθ', 8-9), δηλαδὴ κακολογοῦσαν τὴν ὁδό, τὴν νέα πίστη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς καὶ ζοῦσαν μὲ αὐτὴν οἱ Μαθητές Του. Στὴν ἀπολογία του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἐνώπιον τοῦ χιλιάρχου ὀνομάζει πάλι τὸν Χριστιανισμὸ ὁδόν, ὅταν λέγη «ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα μέχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναίκας» (Πράξ. κβ', 4). Ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος Φήλικος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογήθηκε γιὰ τὴν νέα πίστη, τὴν ὁποῖα οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκαλοῦσαν αἵρεση καὶ τὴν χαρακτηρίζει ὁδόν. «Ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἥν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τὼ πατρώω Θεῶ» (Πράξ. κδ', 14). Μετὰ τὴν ἀπολογία του ὁ ἡγεμόνας Φήλιξ ἀνέβαλε νὰ ἐκδώση ἀπόφαση, γιατί γνώριζε καλύτερα τὰ τῆς νέας πίστεως-διδασκαλίας, γι’ αὐτὸ γράφουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων»: «Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φήλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ» (Πράξ. κδ', 22). Ἡ νέα χριστιανικὴ πίστη πολλὲς φορὲς ὀνομάσθηκε «ὁδὸς σωτηρίας» (Πράξ. ἰστ', 17), «ὁδὸς τοῦ Κυρίου» (Πράξ. ἰη', 25), καὶ «ὁδὸς τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ἰη', 26).

Ὑπάρχουν τρία χωρία στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ Χριστιανούς, (Πράξ. ἰα', 26. κστ', 28. Α’ Πέτρ. δ', 16), ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καμμία λέξη ποὺ νὰ χαρακτηρίζη τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς ὡς Χριστιανισμό. Ἀντίθετα, ὑπάρχουν ἄλλοι ὅροι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ ὁδός, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ τοῦ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ δέχθηκε καὶ τὴν διδασκαλία του, κάνει λόγο γιὰ «τὰς ὁδοὺς μοῦ τὰς ἐν Χριστῷ» (Α' Κόρ. δ', 17). Στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, ἀναφερόμενος στὴν «εἴσοδον τῶν ἁγίων ἐν τὼ αἵματι τοῦ Ἰησοῦ», λέγει: «ἥν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν πρόσφατον καὶ ζῶσαν διὰ τοῦ καταπετάσματος τοὺτ’ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ» (Ἐβρ. ἰ', 19-21).

Ἡ νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ὁδός, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ μιὰ πορεία μέθεξης τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μυήσεως στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰω. ἰδ', 6). Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι πορεία στὴν νέα ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα. Ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του αὐτὸν τὸν λόγο γράφει ὅτι «αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) μὲν ἐστιν, ὧ δυνάμεθα βαδίζειν, αὐτὸς ἐστιν ἡ ὁδός, καὶ πρὸς γὲ ὅτι τὸ κατάλυμα τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ πέρας».

Φαίνεται ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἔκαναν πολὺ λόγο γιὰ τὴν ὁδό, τὴν νέα πορεία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν «Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὶς δύο ὁδούς. «Ὁδοὶ δύο εἰσί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου, διαφορὰ δὲ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν». Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος χαρακτηρίζει τοὺς Χριστιανοὺς «συνόδους», δηλαδὴ συνοδοιπόρους, ποὺ εἶναι ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἐστὲ οὔν καὶ σύνοδοι πάντες, θεοφόροι καὶ ναοφόροι, χριστοφόροι, ἁγιοφόροι». Ἀκόμη ἀποκαλεῖ τοὺς Χριστιανοὺς «θεοδρόμους», γιατί ἡ ὄδός αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸν Οὐρανό.

Ἡ ὁδὸς τὴν ὁποῖα ἀκολουθοῦν οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Προφήτη καὶ καταλήγει στὸν Χριστό, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη προχωροῦν στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τῶν Προφητῶν προχωροῦν στὴν μέθεξη τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου καὶ δι’ Αὐτοῦ ἀνέρχονται στὸν οὐρανό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τοῦ Λόγου ἢ περὶ τοῦ Λόγου, ὁδηγούμαστε στὴν θεωρία τοῦ Λόγου. Καὶ βέβαια, αὐτὸ δὲν σημαίνει τὴν γνώση μόνον τοῦ κατὰ σάρκα Χριστοῦ, ἀλλὰ κυρίως τοῦ κατὰ πνεῦμα Χριστοῦ, τοῦ Χριστοῦ τῆς ἀποκαλύψεως, τῆς φανερώσεως (πρβλ. Β', Κόρ. ε', 16).

Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς νέας ὁδοῦ εἶναι ἡ πρώτη κλήση τοῦ Ἀνδρέου καὶ Ἰωάννου στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ποὺ ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ ἐκλήθηκαν στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Βρίσκονταν μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ὅταν τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς ὑποδεικνύη τὸν Χριστό: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», καὶ ἀμέσως Τὸν ἀκολούθησαν. Τότε ἐστράφη ὁ Χριστὸς «καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς τί ζητεῖτε;» Καὶ ὅταν οἱ μαθητὲς ζήτησαν νὰ μάθουν ποὺ μένει, Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε». Καὶ ὁμολογεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς: «ἦλθον οὔν καὶ εἶδον ποὺ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην» (Ἰω. α’, 35-41).

Ἑρμηνεύοντας κανεὶς αὐτὸ τὸ περιστατικὸ μπορεῖ νὰ δώση μιὰ ἐξωτερικὴ ἱστορικὴ καὶ κοινωνικὴ ἑρμηνεία, ποὺ κάνει λόγο γιὰ μιὰ περιέργεια γιὰ τὸ ποὺ μένει ὁ Χριστός, γιὰ τὴν πρόσκληση καὶ τὴν ἀποδοχή της, ὡς καὶ τὴν διαμονή τους στὴν οἰκία ποὺ ἔμενε ὁ Χριστός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ὁδό, ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο στὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν πορεία ἀπὸ τὸν προφητικὸ λόγο στὴν μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Λόγου, ἀπὸ τὴν κάθαρση στὴν θεωρία.

Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας προσφέρει αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἑρμηνεία. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης «τοῦ ἀτρόφου ἦσαν μαθηταί», δηλαδὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, καὶ ἀφοῦ τὸν ἄκουσαν νὰ ὁμιλῇ περὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀκολούθησαν καὶ Ἐκεῖνος ἔδειξε τὴν δόξα τοῦ προσώπου Του. «Πρὸς τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ στρέφεται ὁ Ἰησοῦς, καὶ δεικνύει αὐτοῖς τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον». Πρόκειται γιὰ ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸν Ἴδιον τὸν Χριστὸ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν. Τὸ νὰ ἀκολουθῇ κανεὶς τὸν Χριστὸ σημαίνει νὰ τηρῇ τὸν λόγο Του, διὰ τῆς πρακτικῆς ζωῆς καὶ τότε φθάνει στὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως. «Εἰ μὴ γὰρ διὰ τῆς ἀγαθῆς πράξεως ἀκολουθήσης τὼ Ἰησοῦ, οὐκ ἂν φθάσης εἰς θεωρίαν τοῦ προσώπου Κυρίου, οὐδὲ ἀπελεύση πρὸς τὴν κατανομὴν αὐτοῦ, τοὐτέστιν, οὐ φθάσεις εἰς τὸν τῆς θείας γνώσεως φωτισμόν». Αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί «οἰκία τοῦ Χριστοῦ τὸ φώς."Φώς γάρ, φησίν, οἰκῶν ἀπρόσιτον"». Καὶ συμπεραίνει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος: «Ὁ γὰρ τοὶ μὴ καθάρας ἑαυτόν, καὶ διὰ τῆς καθάρσεως ἀκολουθήσας, πῶς ἐν γνώσει φωτισθήσεται;».

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τῆς συναντήσεως τῶν δύο Μαθητῶν μὲ τὸν Χριστὸ δὲν κινεῖται ἁπλῶς στὴν ἐπιφάνεια, δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικό-ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στοὺς δύο Μαθητές. Πρόκειται γιὰ ἕνα περιστατικὸ μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, μιὰ θαβώρεια ἐμπειρία.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ζωή. Πρῶτα κανεὶς ἀκούει γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς Προφήτας, ἔπειτα ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, δέχεται τὴν φανέρωση τοῦ προσώπου Του, καὶ ὁδηγεῖται στὸ Φώς, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ οἰκία Του.

Τὴν ὁδὸ ὡς τρόπο βιώσεως τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε μὲ δύο ἐπὶ μέρους ἔννοιες, ἤτοι τὴν «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» καὶ τὴν «κοινωνία θεώσεως».

2. «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»

Πολλὲς φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται λόγος γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ὅρο χαρακτηρίζεται ἡ μέθεξη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός, στὶς Παραβολές Του, ἔκανε ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μάλιστα καὶ στὴν Κυριακὴ προσευχὴ παρακαλοῦμε τὸν Πατέρα λέγοντας: «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου» (Μάτθ. στ', 10).

Τὰ περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύονται ἀπὸ ἕναν σημαντικὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Μαθητάς Του. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσὶ τινες τῶν ὦδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει» (Μάρκ. θ', 1). Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι σὲ ποιά Βασιλεία ἀναφέρεται ὁ Χριστός, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Βασιλεία καὶ πῶς ἔρχεται ἐν δυνάμει, πρὶν τὴν γεύση τοῦ θανάτου. Ἀπὸ τὰ ἑπόμενα, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν Μεταμόρφωσή Του στὸ ὅρος Θαβώρ, φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο παρευρέθηκαν τρεὶς Μαθητές, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στὸ Φώς, ποὺ γίνεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ὅραση αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς εἶναι ἡ μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι χαρακτηριστικὴ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτὸ λέγει ὅτι «πανταχοῦ ἐστιν ὁ τοῦ παντὸς βασιλεὺς καὶ πανταχοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία αὐτοῦ». Ὁπότε, τὸ «ἔρχεσθαι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» δὲν σημαίνει ὅτι ἔρχεται «ἄλλοθεν ἀλλαχόσε», «ἀλλὰ τὸ φανεροῦσθαι ταύτην τὴ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος». Καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἔρχεται στοὺς τυχόντας, ἀλλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ στέκονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο «τουτέστι τοὶς ἐστηριγμένοις ἐν τῇ πίστει αὐτοῦ καὶ τοὶς κατὰ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην καὶ τούτους ἀναφερομένους ὑπὸ τοῦ λόγου πρότερον εἰς ὅρος ὑψηλόν, δηλονότι τῆς φυσικῆς ἡμῶν ταπεινότητος ὑπεραναβιβαζομένοις». Σὲ μιὰ τέτοια θεοπτία ὁ Θεὸς καταβαίνει «τῆς οἰκείας περιωπῆς» καὶ αὐτὸς ἀνάγει ἡμᾶς «ἐκ τῆς κάτωθεν ταπεινώσεως, ἵνα χωρισθῇ μετρίως γοὺν γεννητὴ φύσει καὶ ὅσον ἀσφαλὲς ὁ ἀχώρητος».

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μιὰ κτιστὴ πραγματικότητα, δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου σὲ κάποιο μέρος, δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ καὶ μηχανικὴ παρακολούθηση ἑνὸς γεγονότος, ἀκόμη καὶ ἡ συμμετοχή μας στὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ποὺ γίνεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται σὲ μιὰ τέτοια πνευματικὴ κατάσταση ὥστε νὰ μεθέξουν τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὡς Παραδείσου. Αὐτὸ γίνεται καὶ στὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνέβηκαν στὸ ὅρος τῆς θεοπτίας, μαζὶ μὲ τοὺς τρεὶς Ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη.

3. «Κοινωνία θεώσεως»

Τὸν ὅρο «κοινωνία θεώσεως» γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸν συναντοῦμε στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει πῶς ἐννοεῖται ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφερόμενος σὲ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τοὺς τρεὶς σεισμούς, ἀναλύει τὸ θέμα αὐτό. Λέγει ὅτι πρῶτος σεισμὸς ἔγινε ὅταν θαυματουργοῦσε ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ μὲ αὐτὸν οἱ Ἑβραῖοι μετατέθηκαν «ἀπὸ τῆς τῶν εἰδώλων προσκυνήσεως ἐπὶ τὴν ἀμυδρὰν μέν, ἀληθῆ δὲ θεογνωσίαν». Ὁ δεύτερος σεισμὸς ἔγινε «ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι μεταρρυθμίζονταν ἀπὸ τὸν νόμο στὸ Εὐαγγέλιο καὶ κάθε ἔθνος ἐκαλεῖτο «πρὸς τὴν εὐαγγελιζομένην κοινωνίαν τῆς θεώσεως». Καὶ ὁ τρίτος σεισμὸς ἔγινε ὅταν ὁ Χριστὸς βάδιζε μόνος διὰ τοῦ σταυροῦ στὴν ἀληθινὴ ἔρημο, δηλαδὴ τὸν θάνατο καὶ τὸν ἅδην καὶ φανερωνόταν στὸ μέσον τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἡ γῆ σείσθηκε αἰσθητῶς διὰ τῆς θεοσημίας ἐκ τῶν οὐρανῶν.

Ἀπὸ τὸ παράθεμα αὐτὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ θὰ ἤθελα νὰ κρατήσω τὰ τοῦ δευτέρου σεισμοῦ, ὅταν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ κάθε ἔθνος ἐκαλεῖτο «πρὸς τὴν εὐαγγελιζομένην κοινωνίαν τῆς θεώσεως». Αὐτὴ ἡ φράση δείχνει ὅτι ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ καὶ μηχανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι «κοινωνία θεώσεως», ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ Χριστιανοί, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκονται σὲ πορεία θεώσεως, εἶναι θεούμενοι, μετέχουν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς τῆς θεοποιοῦ ζωῆς. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου κλπ γίνονται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στοὺς ἀναβαθμοὺς ψάλλουμε: «Ἁγίῳ Πνεύματι προσπηγάζει πᾶσα σοφία ἔνθεν χάρις Ἀποστόλοις καὶ τοὶς ἄθλοις καταστέφονται Μάρτυρες καὶ Προφῆται ὁρῶσιν».

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ Πρόσωπο-Υπόσταση, τὸ ἐνεργητικὸ εἶναι ἡ φύση, ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, ποὺ εἶναι ἐνυπόστατη, καὶ τὸ ἐνέργημα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας. Ἔτσι, ὅταν ἡ ἐνέργεια δημιουργῇ τὴν κτίση λέγεται οὐσιοποιός, ὅταν τὴν ζωοποιὴ λέγεται ζωοποιός, ὅταν τὴν συντηρῇ χαρακτηρίζεται προνοητική, ὅταν δίδη σοφία καὶ γνώση λέγεται σοφοποιὸς καὶ ὅταν θεώνη τὸν ἄνθρωπο ὀνομάζεται θεοποιὸς ἐνέργεια. Μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ καθαρτική, ποὺ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ πάθη του, ἡ φωτιστικὴ ποὺ φωτίζει τὸν νοῦ του καὶ ἡ θεοποιὸς ποὺ τὸν θεώνει.

Τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «κοινωνία θεώσεως» δηλώνει ὅτι τὰ μέλη της συμμετέχουν, κατὰ διαφόρους βαθμούς, στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ αὐτὸ δὲν ἐννοεῖται ἡ οὐσιοποιός, ζωοποιὸς καὶ σοφοποιὸς ἐνέργεια στὴν ὁποῖα μετέχει ὅλη ἡ κτίση, ἀλλὰ κυρίως ἡ θεοποιός, ποὺ συντελεῖ στὴν πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι προηγεῖται ἡ καθαρτικὴ καὶ φωτιστικὴ ἐνέργεια.

Γίνεται φανερὸ ὅτι, ὅταν κανεὶς δέχεται τὰ περὶ προσώπου – ὑποστάσεως στὸν Θεό, ὅταν ἀποδέχεται τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας στὸν Θεό, καὶ ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτή, ἐνῷ ἡ οὐσία Του εἶναι ἀμέθεκτη, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν ἀποδέχεται τὰ περὶ καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ἔχει σοβαρὴ ἔλλειψη στὴν θεολογία του καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν ἐκκλησιολογία του, δὲν ἀνήκει στὴν «κοινωνία τῆς θεώσεως».

Θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθῇ ἕνα καταπληκτικὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸ πῶς οἱ Χριστιανοὶ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἔχουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ κατὰ πόσον ἀνήκουν στὸν Χριστό.

Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἰσὶν υἱοὶ Θεοῦ. οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας» (Ρώμ. ἡ', 14).

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι υἱοὶ Θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ δημιουργημένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ λέγονται κτίσματα, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν ἐν Χάριτι ἀναγέννησή τους καὶ ὅσοι ἄγονται, δηλαδὴ καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι μία στατικὴ καὶ τυπικὴ κατάσταση, ἀλλὰ μία δυναμικὴ πορεία, μία ὁδός, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας.

Στὴν συνέχεια, γράφει ὁ Ἀπόστολος: «ἐν ὧ κράζομεν ἀββᾶ ὁ πατὴρ» (Ρώμ. ἡ', 16). Ἡ ἐν Πνεύματι υἱοθεσία δὲν εἶναι μία ἰδεατὴ καὶ κληρονομικὴ κατάσταση, ἀλλὰ πραγματική, ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ στὴν καρδιὰ καὶ μάλιστα τὴν νοερή-καρδιακὴ προσευχή. Κράζομεν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ἀποκαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἡ αἴσθηση τῆς πατρότητος ἀποδεικνύεται ἐμπειρικά, διὰ τῆς προσευχῆς. Οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ ἔνοιωθαν τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ προσεύχονταν σὲ Αὐτόν.

Ἀμέσως μετὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὴν συνέργεια μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, στὸ πῶς μεταφράζεται καὶ βιώνεται αὐτὴ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ὅταν γράφη: «Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεὶ τὼ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ» (Ρώμ. ἡ', 16). Πρόκειται γιὰ μιὰ συμμαρτυρία, ἀφοῦ ἡ ψυχή μας, τὸ πνεῦμα μας, συμμαρτυρεὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι εἴμαστε τέκνα Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ συμμαρτυρία εἶναι ἡ νοερά-καρδιακὴ προσευχή, ὅπως τὴν συναντοῦμε στὰ μετέπειτα πατερικὰ κείμενα ποὺ εἶναι ἔνδειξη καὶ φανέρωση τῆς θείας υἱοθεσίας.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅσοι ζοὺν κατ’ αὐτὸν τὸν πνευματικὸ τρόπο τὴν υἱοθεσία, αὐτοὶ εἶναι πραγματικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ γράφει: «ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλὰ ἐν πνεύματι, εἶπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν» (Ρώμ. ἡ', 8). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα στὴν καρδιά του εἶναι σαρκικὸς καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο «τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη» (Ρώμ. ἡ', 7). Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι νεκρὸς κατὰ Χάριν. Καὶ βεβαίως «εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἐστιν αὐτοῦ» (Ρώμ. ἡ', 9), δηλαδὴ δὲν ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ δὲν εἶναι πραγματικὸ μέλος Τοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Του.

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μικρὴ ἀνάλυση ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ υἱοθεσία τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ φανερώνεται μὲ τὴν μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν νοερά-καρδιακὴ προσευχή. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι οἱ ὕμνοι καὶ οἱ ὠδὲς οἱ πνευματικὲς ποὺ ἄδει κανεὶς στὴν καρδιὰ (Ἐφ. ε', 19). Ὅσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν προσευχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τους συμμαρτυρεὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι τέκνα Θεοῦ, δὲν εἶναι σαρκικοί, ἀλλὰ πνευματικοί, δὲν εἶναι νεκροὶ πνευματικά, ἀλλὰ ἔχουν ζωή, καὶ αὐτοὶ ἀνήκουν στὸν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὴν «Μυσταγωγία» του, κάνει λόγο γιὰ τρεὶς κινήσεις. Ἡ πρώτη κίνηση εἶναι ἡ εἴσοδος στὸν Ναό, ποὺ σημαίνει τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀπίστων ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν πλάνη τους στὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν μετατόπιση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴν ἀγνωσία στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γνώση. Ἡ δεύτερη κίνηση εἶναι μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων, ποὺ γίνεται μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἑπομένως δηλώνει τὴν ἀπομάκρυνση τῶν ὑλικῶν καὶ τὴν εἴσοδο τῶν ἀξίων «εἰς τὸν νοητὸν κόσμον, ἤτοι τὸν νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ», δηλαδὴ τὴν βίωση τῆς ἐσχατολογικῆς πραγματικότητας ὡς παρούσας κατάστασης. Καὶ ἡ τρίτη κίνηση εἶναι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της στὰ σχήματα καὶ τὶς μορφὲς ποὺ προκαλεῖ ἡ προσενατένιση στὰ αἰσθητά, στὴν «ἐν πνεύματι φυσικὴν θεωρίαν» καὶ στὴν «ἐπὶ τὴν γνῶσιν τῆς ἐκφανοῦς αὐτὴν ἄγοντα θεολογίας, μετὰ τῶν πάντων διάβασιν καὶ τὴν ἴσην τοὶς ἀγγέλοις κατὰ τὸ ἐφικτὸν αὐτὴ παρεχόμενον νόησιν».

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ «Μυσταγωγία», δηλαδὴ ἡ θεία Εὐχαριστία, δὲν ἑρμηνεύεται μόνον ἱστορικά, ὡς μετάβασή μας στὸν Ναό, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐσχατολογικά, ὡς βίωση τῶν ἐσχάτων, καὶ ἐπὶ πλέον ἀσκητικά-νηπτικά-ἡσυχαστικά. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, συνδέονται στενότατα τὰ μυστήρια μὲ τὴν βίωση τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, τῆς φυσικῆς θεωρίας καὶ τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὅπως φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του. Ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ νοὸς στὴν καρδιά, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴν συνέχεια ἡ ἀνάβασή του στὸν Θεὸ καὶ ἡ μέθεξη ὅλων τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ὅποιος ἀπορρίπτει τὸν ἡσυχασμὸ μειώνει τὴν ἐσχατολογικὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στὶς ἡμέρες μας γίνεται εὐρύτατος λόγος γιὰ τὸ ἂν ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία ἢ Ἐκκλησία. Βεβαίως, δὲν εἶναι θρησκεία μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδίδεται σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ἀφοῦ εἶναι «θρησκεία καθαρά», ἀλλὰ εἶναι κυρίως καὶ πρὸ παντὸς Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο καὶ ὁ ὅρος Ἐκκλησία νὰ ἰδεολογοποιηθὴ καὶ νὰ ἐκκοσμικευθῇ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ τὴν ἐννοοῦμε ὡς Σῶμα Χριστοῦ μὲ τὶς τρεὶς αὐτὲς φράσεις ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως, ἤτοι «ὁδὸς» πρὸς τὴν ζωή, «Βασιλεία Θεοῦ» καὶ «κοινωνία θεώσεως».

Πρόκειται γιὰ μιὰ διαρκῆ πορεία πρὸς τὴν μέθεξη τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μιὰ πορεία ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο αὐτὴ ἡ ὁδὸς εἶναι «ἀεικίνητος στάσις» καὶ «στάσιμος κίνησις». Δὲν εἶναι μιὰ στατικὴ κατάσταση καὶ ἐνέργεια, ἀλλὰ μιὰ διαρκὴς πορεία ἀνακαινίσεως καὶ ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἅγιον Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιον Χρῖσμα εἶναι ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς, ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χῶρος τῆς φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ χρειάζεται μιὰ διαρκὴς μετάνοια καὶ ἀνακαίνιση, ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μας συνέργεια, γιὰ τὴν προσωπικὴ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βλέπω καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ μέλη τῆς ποὺ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι οἱ διαρκῶς βαδίζοντες τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν σωτηρία.

Αὐτὰ εἶναι «τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ». Μακάριοι οἱ ὁδοιπόροι πρὸς τὴν ζωή.–

Ἀναγεννητικὴ πορεία

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιὰ κάλυμμα στὸ πρόσωπο καὶ γιὰ ἀνακεκαλυμμένο πρόσωπο. Τὸ κάλυμμα στὸ πρόσωπο τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων συνδέεται μὲ τὸ κάλυμμα τῆς καρδίας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἄρση τοῦ καλύμματος εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγῖδα τοῦ ἀρραβῶνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά. Ἐδῶ δίνεται μιὰ ἑρμηνεία τοῦ τί εἶναι τὸ προσωπεῖο=κάλυμμα=μάσκα καὶ τί εἶναι τὸ πρόσωπο κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Πρόκειται γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ πωρώσεως τῆς καρδίας καὶ σφραγῖδας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά. Τὸ πρόσωπο ἐδῶ δὲν ἑρμηνεύεται μὲ φιλοσοφικοὺς ὅρους, μὲ κοινωνικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς στοχασμούς, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά. Ἂν δὲν ὑπάρχη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὴν καρδιά, τότε ὑπάρχει τὸ κάλυμμα, τὸ προσωπεῖο.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει καὶ μιὰ ἄλλη ἐμπειρία τοῦ ἀνακεκαλυμμένου προσώπου, ἀφοῦ τὸ συνδέει μὲ τὸν κατοπτρισμὸ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ' εἰκόνα Θεοῦ, καὶ αὐτὸ τὸ κατ' εἰκόνα εἶναι ὁ καθρέπτης διὰ τοῦ ὁποίου βλέπει τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται ἔσωθεν διὰ τῆς καρδίας. Αὐτὴ ἡ ὅραση εἶναι μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, γιατί γίνεται «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν».

Σὲ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κατάσταση λάμπει τὸ Φὼς στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν θέωση καὶ ἀποκτᾶ τὴν πραγματικὴ θεολογία ποὺ εἶναι ἡ γνώση «τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β' Κόρ. δ', 6). Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, ὄχι ἁπλῶς ἐπειδὴ ἔχει ἐλευθερία καὶ λογικὴ καὶ σκέπτεται ἐλεύθερα, ἀλλὰ γιατί ἐνεργοποιεῖ τὴν λεγομένη ὑποστατικὴ ἀρχὴ στὴν καρδιά του. Τὸ πρόσωπο συνδέεται στενὰ μὲ τὴν χρίση καὶ σφραγῖδα τοῦ ἀρραβῶνος τοῦ Πνεύματος στὴν καρδιά, μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ καλύμματος τῶν παθῶν ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διαρκῆ μεταμόρφωση ἀπὸ δόξης σὲ δόξα, συνδέεται μὲ τὴν ὅραση τοῦ Φωτὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, πρόσωπο εἶναι ἡ ἀναγεννητικὴ πορεία ἀπὸ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος στὴν ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡσυχία καὶ θεοπτία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου)

  • Προβολές: 2752