Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Περὶ νεφελώδους ἀγαπολογίας

Πρώτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅλο τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας περικλείεται μέσα στὸν «θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ «ἐν τὼ Χριστῷ» ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, κάθε τί ἔχει αἰώνιο νόημα, ἐφόσον ὑπάρχει ἢ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς ἔλεγε: «Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ χωρὶς ὀργανικὴ σχέση μὲ τὴν χαρισματικὴ καὶ ἱεραρχικὴ δομή της, οὔτε ἄσκηση, οὔτε πίστη, οὔτε κοινωνικὸς ἢ θρησκευτικὸς ἐπί μέρους θεσμὸς ἔχει σωτηριολογικὴ σημασία καὶ ἐνέργεια. Ἕνας ποῦ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅση καὶ ὅποιας μορφῆς ἄσκηση καὶ ἂν κάνη, ὅση πίστη καὶ ἂν νομίζη ὅτι διαθέτει, ὅσες ὁμάδες ἢ συνοδίες μαθητῶν, «πνευματικῶν τέκνων» ἢ ὀπαδῶν καὶ ἂν συγκροτήση, βρίσκεται αὐτὸς καὶ ὅλο του τὸ ἔργο ἔξω ἀπὸ τὴν «σωστικὴ κιβωτό».

Τὰ παραπάνω, καὶ ὅσα στὴν συνέχεια διατυπώσουμε, ἔχουν ἀφορμὴ τὴν ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ ἐπέκταση τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου καὶ τὴν ἔναρξη τῆς διαδικασίας ἄρσεως τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας τῆς Μονῆς. Σκοπὸς τοῦ σημειώματος αὐτοῦ δὲν εἶναι νὰ παρουσιάση καὶ νὰ ἐρμηνεύση τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση, ἀλλὰ νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν ὑποδομὴ κάποιων ἀντιδράσεων –ὑπερασπιστικῶν δῆθεν τῆς Μονῆς– ποῦ βρίσκονται σὲ κραυγαλέα ἀντίθεση πρὸς τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐν Χριστῷ ζωῇ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ σκλήρυνση στὴν ἐκκλησιολογικὴ ἰδιορρυθμία φαίνεται ἔντονα στὴν ἐπιστράτευση θεολογικῶν καὶ ποιμαντικῶν στρεβλώσεων –μὲ ἐπικάλυμμα μιὰ νεφελώδη συναισθηματικὴ ἀγαπολογία– προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦν τὰ ἐκκλησιολογικῶς ἀδικαιολόγητα. Ἐπισημαίνουμε δύο, κατὰ τὴν γνώμη μας, σημαντικὲς στρεβλώσεις:

Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένα περιγράφεται σὰν μιὰ πλαδαρὴ συναισθηματικὴ ἀγάπη. Θεωρεῖται ἀπὸ μερικοὺς ὅτι ὁ Ποιμένας πρέπει μόνον νὰ ἀνέχεται. Δὲν πρέπει νὰ δημιουργῇ πόνο στὸ ποίμνιο. Ἡ δημιουργία τοῦ πόνου ταυτίζεται μὲ τὴν σκληρότητα, τὴν ἀπουσία τῆς ἀγάπης καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνύστακτη μέριμνα γιὰ περιφρούρηση τῆς ὀρθῆς πίστεως τοῦ ποιμνίου καὶ τὴν ὑπόδειξη σ’ αὐτὸ τῆς «τεθλιμμένης ὁδοῦ», ποῦ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνιο ζωή. Ἡ πρόσκληση σὲ μετάνοια θεωρεῖται «δεσποτικὴ» καὶ ὄχι «πατρικὴ» συμπεριφορά. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀγαπολογικὴ μέριμνα ἀποτροπῆς τῆς μετανοίας. Ἐνέργεια πράγματι δαιμονική.

Δεύτερον, οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ποῦ μιλοῦν γιὰ ἐπιτίμια, ἀκοινωνησία καὶ ἀφορισμό, παρουσιάζονται ὡς ἀντίθετοι πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κατηγοροῦνται, δηλαδή, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι δὲν εἶχαν «νοὺν Χριστοῦ», ὅτι ἦταν σκληροὶ καὶ ἀκύρωναν τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη. Ἡ κατηγορία αὐτὴ συνιστᾶ κατάργηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ ἄγνοια τοῦ πῶς δρὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ εἰκόνα, πάντως, τοῦ Χριστοῦ ποῦ δημιουργεῖ αὐτὴ ἡ ἄποψη θυμίζει τὸν «γλυκὺ Ἰησοῦ» τῶν ρομαντικῶν ζωγράφων τῆς Δύσεως καὶ ὄχι τὸν Χριστὸ τῶν Εὐαγγελίων, ποῦ εἶπε τὰ περίφημα «οὐαὶ» στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ἢ ποῦ λίγες μέρες μετὰ τὸ θαῦμα στὸν γάμο τῆς Κανά, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸν Ναό, «ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστὼν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε»(Ιωάνν. β',15). Οὔτε εἶναι ὁ Χριστὸς ποῦ συμβουλεύει: «Ἐὰν ἀμαρτήση εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου» καὶ δὲν ἀκούση ἐσένα, οὔτε τοὺς δύο ἢ τρεὶς ποῦ θὰ πάρης μαζί σου, «εἰπὲ τὴ Ἐκκλησία ἐὰν καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὦσπερ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ τελώνης»(Ματθαίου, ἰη',17). Οὔτε εἶναι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπ. Παύλου (ποῦ εἶχε «νοὺν Χριστοῦ»), ὁ ὁποῖος εἶπε στοὺς Κορινθίους γιὰ τὸν αἱμομίκτη, νὰ «ἐξαρθῇ ἐκ μέσου» αὐτῶν καὶ νὰ παραδοθῇ «τὼ Σατανᾶ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Α' Κορινθ. ε',2-5).

Σὲ σχέση μὲ τὰ παραπάνω πρέπει νὰ σημειωθοῦν ὁρισμένα πράγματα ἀκόμη. Ὅσοι, χωρὶς δική τους ὑπαιτιότητα, ἀγνοοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του ἔχουν κάποια ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὶς τυχὸν ἀστοχίες τους. Οἱ μὴ ἀγνοοῦντες ὅμως –ἰδιαίτερα αὐτοὶ ποῦ αὐτοθεωροῦνται «πνευματικοὶ πατέρες»– γιὰ κάθε ἰδιορρυθμία στὸν βίο ἢ τὴν ποιμαντική τους, ποῦ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν θεσμοθεσία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ἐλαφρυντικά. Γι’ αὐτοὺς ἡ «ὑπὲρ νοὺν» ἐνυπόστατη ἀγάπη, δηλαδὴ ὁ Χριστός, λέει: «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλὰς» (Λουκᾶ ἰβ',47). Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν μεγάλη πεποίθηση στὰ ἔργα τοὺς καὶ τὶς ἀπόψεις τους, ἀκόμη καὶ «ἐν ἐκείνῃ τὴ ἡμέρα» τῆς κρίσεως θὰ ποὺν στὸν Χριστό: «Κύριε, Κύριε, οὐ τὼ σὼ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τὼ σὼ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τὼ σὼ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; Καὶ τότε», μᾶς λέει ὁ Χριστός, «ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.» (Ματθαίου, ζ', 22-23). Τὸ σημαντικὸ γιὰ μᾶς εἶναι νὰ μᾶς γνωρίζη ὁ παντογνώστης Χριστός. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ τὸν γνωρίσουμε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας κάθε ἰδιορρυθμία ποῦ ὑποθάλπεται ἀπὸ τὰ ἀθεράπευτα πάθη μας, ὥστε νὰ ἐνεργῆ ἀπρόσκοπτα μέσα μας ἡ Χάρη Του. Καὶ φυσικὰ δὲν ὑπάρχει Χριστὸς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ «ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ βγάζουν δαιμόνια, κάνουν θαύματα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοὺς ἴδιους δὲν τοὺς γνωρίζει. Ἐνεργεῖ μέσῳ τῆς ἱερωσύνης Του, τὴν ὁποῖα φέρουν, ἀλλὰ καὶ χάρη στὴν πίστη τοῦ λαοῦ ποῦ τοὺς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια. Ἡ δύναμη τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ (τὴν ὁποῖα σφετερίζονται, θεωρῶντας τὴν δική τους ἰδιότητα), καθὼς καὶ ἡ εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, τοὺς παγιώνουν στὴν «ἀνομία» τους. Τοὺς πείθουν ὅτι εἶναι ἀληθινοὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἅς ἐπισημαίνονται οἱ ἐκτροπὲς τοὺς «ἐκ τε τῆς εὐαγγελικῆς καὶ κανονικῆς ὁδοῦ» ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συνόδους ἐπισκόπων καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ ἐγνωσμένη ἀσκητικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ πεῖρα.

Γιὰ ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα Της, ἡ ἀκοινωνησία ἢ ὁ ἀφορισμός του, μὲ ἐνεργοποίηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων –μετὰ τὴν ἐξάντληση ὅλων τῶν ὁρίων τῆς οἰκονομίας– εἶναι ἕνα τραγικὸ γεγονός. Δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ διοικητικὴ πράξη, χωρὶς σωτηριολογικὲς συνέπειες. Εἶναι μιὰ πράξη ποῦ συνδέεται μὲ τὴν μυστηριακὴ λειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μιὰ πιστοποίηση τῆς ἀσυμφωνίας τοῦ βίου καὶ τῆς πράξεως τῶν «ἀκοινωνήτων» πρὸς τὴν ζωὴ ποῦ δίδαξε καὶ φανέρωσε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς καὶ ἐμπνέει στὰ μέλη τοῦ Σώματός Του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁπότε δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς τοῦ ὁποίου ἡ τραγικότητα μπορεῖ νὰ διασκεδασθῇ μὲ νομικίστικες κατασκευὲς ἢ μὲ ἀγαπολογικὲς συναισθηματικὲς ἑρμηνεῖες –μᾶλλον σκόπιμες παρερμηνεῖες– τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς καὶ τῆς ἐν Χριστῷ λειτουργίας τοῦ θεσμοῦ τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατ' ἐξοχὴν ὁ Ἐπίσκοπος, εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα «θεραπευτής». Κατὰ τὴν θεραπευτικὴ διαδικασία μπορεῖ νὰ δεχθῇ τὰ «ραπίσματα» τῶν θεραπευομένων, ὅπως οἱ γιατροί, ὅταν ἀναγκάζονται νὰ κάνουν ὀδυνηρὲς ἐπεμβάσεις στοὺς ἀσθενεῖς τους. Αὐτὰ τὰ ραπίσματα ὀφείλει ὁ Ποιμένας νὰ τὰ ὑπομένη, ὡς τὸν σταυρὸ τῆς διακονίας του, ποῦ διαχέει στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν καθαρτικὴ καὶ φωτιστικὴ χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὴν τὴν διαδικασία προϋποτίθενται δύο παράγοντες: Ὁ θεραπευόμενος ποῦ δέχεται τὴν θεραπεία, ἡ ὁποία πονᾶ τὸν ἐθισμένο στὰ πάθη ψυχοσωματικὸ ὀργανισμὸ τοῦ καὶ τὸν θεραπευτῆ ποῦ ἐνεργεῖ τὴν θεραπεία. Ὅταν τὰ ραπίσματα δὲν δίνονται ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ δέχονται τὴν θεραπεία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ προκλητικὰ τὴν ἀπορρίπτουν, τότε θυμίζουν τὰ ραπίσματα τῶν στρατιωτῶν τοῦ Πιλάτου, ποῦ χλεύαζαν τὸν Χριστό, κι ἀκόμη πιὸ πολὺ θυμίζουν τὸ ράπισμα τοῦ δούλου τοῦ Ἀρχιερέως μέσα στὸ Συνέδριο, τὸ ὁποῖο ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε ἀναπάντητο. Δὲν τὸ δέχθηκε σιωπηλά, οὔτε ἔστρεψε στὸν ραπίσαντα δοῦλο καὶ τὴν ἄλλη σιαγόνα Του, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσαν οἱ ἀγαπολόγοι, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «εἰ κακῶς ἐλάλησα μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ, εἰ δὲ καλῶς τί μὲ δέρεις»(Ιωάνν. ἰη',23). Ὁ Ποιμένας δὲν ἐκθέτει τὸν ἑαυτό του σὲ ἄσκοπα ραπίσματα, ὅπως ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ ἐκθέτη τὸν ἑαυτό του σὲ ἄσκοπους κινδύνους. Ἄλλωστε καὶ στὴν περίοδο τῶν διωγμῶν δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ αὐτόβουλη ἔκθεση στὸ μαρτύριο. Ὁ ἐπιχώριος Ποιμένας ἀναφέρεται καὶ βρίσκεται σὲ ἑνότητα μὲ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, στὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νὰ ὑπακούουν. Ἡ Σύνοδος ἔχει τὸν τελικὸ λόγο γι αὐτοὺς ποῦ χλευαστικὰ ἀπορρίπτουν τὴν σύμφωνη μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες θεραπεία τῶν ἐκτροπῶν τους.

Πάντως, ἡ μετάνοια εἶναι δυνατὴ ἀκόμη καὶ στοὺς διῶκτες τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς χλευαστικὰ ραπίζοντες τὸ πρόσωπό Του. Ἀρκεῖ, φυσικά, νὰ τὴν συναισθανθοῦν καὶ νὰ τὴν τολμήσουν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2956