Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Α')
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) ὑπῆρξε μιὰ μεγάλη μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ ἔζησε μερικὰ χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐκφράσθηκε στὶς σλαβικὲς χῶρες, καὶ κυρίως στὴν Οὐκρανία, τὴν Μολδαβία καὶ τὴν Βλαχία, ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλο τὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων, τῆς Ρωσίας καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκπληκτικὴ προφητικὴ φυσιογνωμία στὸν χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ τὸν 18ο αἰῶνα ποὺ ἐπανέφερε τὸν μοναχισμὸ τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Ρωσίας στὶς πατερικὲς ἀρχαῖες πηγές του, ἀφοῦ ὁ μοναχισμὸς εἶχε ἀλλοιωθῇ ἀπὸ τὶς μεταρρυθμίσεις ποὺ ἔγιναν ἐπὶ Μεγάλου Πέτρου, ὅταν εἰσέρρευσε στὴν Ρωσία τὸ δυτικό, διαφωτιστικὸ καὶ ρομαντικὸ πνεῦμα τῆς Δύσεως.
Ἀπὸ τὶς μελέτες μου ἐγνώριζα γενικὰ γιὰ τὴν δράση καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, καὶ κυρίως ὅτι ἔζησε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ ὅτι μετέφρασε στὰ ρωσοσλαβονικὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση, δηλαδὴ κείμενα ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν γνωστὴ «Φιλοκαλία». Δὲν ἀρκέσθηκε, ὅμως, στὸ νὰ ἀνακαλύψη καὶ νὰ μεταφράση αὐτὰ τὰ σημαντικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἔκανε καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογή τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσελκύση πολλοὺς μοναχοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν αὐτὴν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ στοὺς ὁποίους καὶ τὴν δίδαξε γενόμενος πνευματικός τους διδάσκαλος στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή.
Ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, ποὺ δίδαξε γιὰ χρόνια τὴν ἱστορία τῶν Σλαβικῶν καὶ λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀσχολήθηκε ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση στὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ρωσία, ἀφοῦ ἡ διδακτορική του διατριβῆ εἶχε ὡς θέμα Ἐπιδράσεις τοῦ ἡσυχασμοῦ εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν πολιτικὴν ἐν Ρωσίᾳ, καὶ ἀκόμη ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, ἀφοῦ ἡ διατριβή του ἐπὶ ὑφηγεσία εἶχε τίτλο Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ Σχολή του. Αὐτὲς καὶ ἄλλες μελέτες του ἀπεκάλυψαν τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Οὐκρανοῦ ἀσκητοῦ.
Τελευταῖα (2009) ὅμως, ὁ ἴδιος Καθηγητὴς κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο μὲ τίτλο Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἔκδοση τοῦ Uniνersity Studio Press. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶχε ἤδη δημοσιευθῇ σὲ ἄλλες γλῶσσες, μὲ τὴν αὐτοβιογραφία καὶ τὴν βιογραφία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Οὐκρανοῦ ἡσυχαστοῦ μοναχοῦ καὶ μὲ τὴν ἔκδοση αὐτὴ μεταφράσθηκε καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Συγκεκριμένα τὸ βιβλίο αὐτό, τὸ ὁποῖο θεωρῶ πολὺ σημαντικό, διαιρεῖται σὲ τρία κεφάλαια. Στὸ πρῶτο παρατίθεται ἡ αὐτοβιογραφία τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι ποὺ τελειώνει μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ μετέβη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνεται ἡ βιογραφία τοῦ ὁσίου Παϊσίου ποὺ γράφηκε ἀπὸ τὸν μαθητή του ἱερομόναχο Μητροφάνη, ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ διακόπτεται ἡ αὐτοβιογραφία μέχρι τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἡσυχαστοῦ Πατρός. Καὶ στὸ τρίτο κεφάλαιο δημοσιεύεται ἡ ἀφήγηση τοῦ ἰδίου τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι στὸν ἡγούμενο Θεοδόσιο τοῦ ἐρημητηρίου τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου στὴν Ρωσία γιὰ τὴν ἀνακάλυψη στὸ Ἅγιον Ὅρος τῶν συγγραμμάτων τῶν νηπτικῶν Πατέρων καὶ τὴν μετάφρασή τους στὴν ρωσοσλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν εἰσαγωγή, ποὺ προηγεῖται τοῦ ὅλου ἔργου, ὁ Καθηγητὴς Ἀντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, μὲ ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια καὶ ἰδιαίτερη γνώση, κάνει εὔστοχες παρατηρήσεις πάνω στὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν, καὶ κυρίως στὴν αὐτοβιογραφία τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι τὴν ὁποία ἀνακάλυψε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σέκου ἡ ἀείμνηστη Βαλεντίνα Πελὶν καὶ μετέφρασε ὁ Καθηγητής. Ἐπίσης, σημαντικὲς παρατηρήσεις, ποὺ διευκολύνουν τὸν ἀναγνώστη, καταγράφονται στὶς ὑποσημειώσεις ποὺ παρατίθενται στὰ κείμενα. Ἡ καταγραφὴ τῆς βιβλιογραφίας στὸ τέλος τοῦ βιβλίου δείχνει τὴν μεγάλη προσφορὰ τοῦ ὁσίου Παϊσίου.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ πρέπει νὰ διαβασθῇ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ θέματα αὐτά, γιατί συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Μολδαβία, τὴν Ρουμανία, τὴν Ρωσία, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ἡ μετάφραση τῶν σημαντικῶν αὐτῶν νηπτικῶν κειμένων στὴν ρωσοσλαβωνικὴ γλῶσσα, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Βλαχική-Ρουμανική γλῶσσα, βοήθησε πολλοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔζησαν αὐτὴν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, μάλιστα δὲ αὐτὴν τὴν Φιλοκαλία εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ προσκυνητῆς στὸ περίφημο βιβλίο Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ.
Στὴν συνέχεια θὰ ἐντοπισθοῦν πέντε σημεῖα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Οὐκρανοῦ νηπτικοῦ καὶ ἡσυχαστοῦ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας.
1. Ἡ πορεία του πρὸς τὸν μοναχισμό
Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομά του ἦταν Πέτρος καὶ γεννήθηκε στὴν Πολτάβα τῆς Οὐκρανίας, τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, ὅπως λεγόταν ἡ Οὐκρανία, τὸ ἔτος 1722. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ ἡλικία 4 ἐτῶν. Στὴν ἡλικία τῶν δέκα χρόνων διάβαζε τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, τὸ βιβλίο Μαργαρίτης τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο καὶ ἄλλα βιβλία. Μὲ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ γεννήθηκε μέσα του ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχισμό.
Ὅταν σπούδαζε στὸ Κίεβο ἔδειχνε περισσότερο ζῆλο γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα, παρὰ γιὰ τὰ σχολαστικὰ μαθήματα ποὺ διδάσκονταν τότε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή. Ὁ ἴδιος περιγράφει ἕναν χαρακτηριστικὸ διάλογο μὲ τὸν Σχολάρχη του ποὺ δείχνει τὸν πρώϊμο ζῆλο του γιὰ τὴν πατερικὴ ἡσυχαστικὴ Παράδοση. Ἐπισκεπτόταν τὴν σπηλαιώτικη Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν μοναχῶν ἀναπτυσσόταν μέσα του ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή, μὲ τὴν πλήρη ξενιτεία.
Διαβάζοντας κανεὶς τὴν ἀφήγησή του παρατηρεῖ τὸν μεγάλο ζῆλο του γιὰ τὸν ἡσυχαστικὸ μοναχισμὸ ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν ἐφηβική του ἡλικία. Ὑπάρχουν μερικὲς φράσεις ποὺ ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ στὴν αὐτοβιογραφία του καὶ δείχνουν τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ μάλιστα τὸν ἡσυχαστικὸ μοναχισμὸ ποὺ κυρίευσε τὴν ψυχή του. Διηγεῖται ὁ ἴδιος:
«Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχισμὸ ὑπερίσχυε στὴν ψυχή μου, καὶ δὲν μὲ ἔσπρωχνε πιὰ στὸ νὰ φοιτῶ στὰ μαθήματα, παρὰ μὲ ἐξωθοῦσε στὸ νὰ ἀπαρνηθῶ τὸν κόσμο καὶ ὅσο τὸ δυνατὸ γρηγορότερα νὰ γίνω μοναχός». «Ἐρχόμουν τὰ βράδια, καὶ μὴ γνωρίζοντας ἐκεῖ κανέναν καθὼς ἤμουν ξένος, περνοῦσα τὴ νύχτα εἴτε κάπου στὴν πλησιέστερη σπηλιὰ κοντὰ στὴν ἐκκλησία, εἴτε στὸ μεγάλο μοναστήρι κοντὰ στὸ μεγάλο καμπαναριό, ὅπου ἔμενα ὥσπου νὰ σημάνει γιὰ τὸν Κανόνα». «Μακάριζα τὴν τρισμακάριστη ἡσυχία». «Τόσο ἔκαιγε στὴν ψυχή μου ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἕνα πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀκατόρθωτο, ὥστε, ἂν ἦταν δυνατόν, δὲν θὰ ἤθελα μὲ κανέναν τρόπο νὰ φύγω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἱερὰ σπήλαια, παρά, παραμένοντας ἐκεῖ, νὰ τελειώσω μέσα σ’ αὐτὰ τὴ ζωή μου. Βλέποντας ὅμως ὅτι αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο, ἔφευγα ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σπήλαια μὲ θλίψη καὶ στεναγμό».
Μὲ συμμαθητές του στὴν Σχολὴ ποὺ εἶχαν τὸν ἴδιο πόθο ὑποσχέθηκαν: «Νὰ ξενιτευθοῦμε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας σὲ κάποιον ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο, καὶ ἀφοῦ βροῦμε γιὰ τὶς ψυχές μας κάποιον ἔμπειρο ὁδηγό, νὰ παραδοθοῦμε στὴν ὑπακοή του καὶ ὅταν ἔρθει ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ λάβουμε ἀπὸ αὐτὸν τὴ μοναχικὴ κουρά». Ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν «ἕως τὴν τελευταία μας (τοὺς) πνοὴ μέσα στὴ μοναχικὴ πτωχεία», «μέσα στὴν κακοπάθεια».
Ἀναζητοῦσε ἀσκητές, ἐρημῖτες Πατέρες καὶ ὠφελεῖτο ἀπὸ τὴν παρουσία τους καὶ τὰ λόγια τους. «Ἐγώ, στέκοντας ἐκεῖ κοντά, ἄκουα ψυχωφελεῖς λόγους καὶ μοῦ φαινόταν ὅτι ἦταν ρήματα ζωῆς αἰωνίου».
Γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ μεγάλου του πόθου νὰ μονάση μέσα σὲ ξενιτεία, ἡσυχία καὶ κακοπάθεια ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του στὸ Κίεβο, καθὼς ἐπίσης ἀποχωρίσθηκε τὴν μητέρα του, μέσα σὲ μιὰ συγκινητικότατη καὶ συναισθηματικὰ φορτισμένη ἀτμόσφαιρα. Εἶναι ἐκπληκτικὸς ἀφ' ἑνὸς μὲν ὁ ζῆλος τοῦ γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἡ ἰσχυρή του θέληση γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου του.
Ἐκπλήσσεται κανεὶς διαβάζοντας τὶς ταλαιπωρίες τοῦ γιὰ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς κατάλληλου τόπου, τὴν ἐπίσκεψή του σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα καὶ τὴν συνάντησή του μὲ ἐρημῖτες στοὺς ὁποίους ἤθελε νὰ κάνη ὑπακοὴ γιὰ τὴν σωτηρία του, χαρακτηριστικὴ δὲ περίπτωση εἶναι ὁ ἐρημίτης Ἡσύχιος. Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, μὲ πολλὲς δυσκολίες, μὲ ἀφάνταστες καὶ ἀπερίγραπτες ταλαιπωρίες.
Ὅταν κατατάγηκε σ’ ἕνα Μοναστήρι, ὡς δόκιμος μοναχός, ὁ Ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ φορέση, ἂν θέλη, μερικὰ ροῦχα μοναστηριακά. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ τοῦ ἔβαλα μετάνοια καὶ παίρνοντας τὴν εὐλογία του πῆγα στὸ κελλί μου, ἔβγαλα τὰ κοσμικά μου ροῦχα καὶ μὲ τέτοια χαρὰ ντύθηκα αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ ἡγούμενος, ποὺ τὰ φίλησα πολλὲς φορὲς σὰν νὰ ἦταν κάτι τὸ ἱερό. Καὶ τὰ φοροῦσα συνέχεια, ὥσπου ἔλιωσαν ἐπάνω μου, καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Θεό, ποὺ ἀντὶ γιὰ τὰ κοσμικὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσα ἕως τώρα, ἀξιώθηκα αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, τὰ μοναστηριακά».
Στὴν ἀναζήτηση κατάλληλου τόπου ἔφθασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ βρίσκεται στὸν ποταμὸ Τιασμίνα καὶ ὀνομάζεται Μεντβέντοβσκι, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ μικρὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Πλάτων. Ὁ διωγμός, ὅμως, ποὺ ξέσπασε ἐναντίον τῆς Μονῆς, ἀφοῦ οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς περιοχῆς τοὺς πίεζαν νὰ προσχωρήσουν στὴν Οὐνία, τὸν ἐξανάγκασε νὰ ἐπιστρέψη στὴν Σπηλαιώτικη Λαύρα τοῦ Κιέβου.
Εὑρισκόμενος ἐκεῖ ὠφελήθηκε ψυχικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία μεγάλων ἀσκητῶν Πατέρων, ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν ἄσκησή τους καὶ τὶς ἀρετές τους. Ὁ ἴδιος δηγεῖται γιὰ κάποιον μοναχό: «Καὶ ἀπὸ μόνη τὴ θέα του ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου δεχόταν ὠφέλεια». Ἀναφερόμενος σὲ μεγάλους ἀσκητὲς διηγεῖται: «Αὐτὰ βλέποντας καὶ σκεπτόμενος φλέχθηκα ὁλόκληρος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἅγιο αὐτὸν τόπο καὶ ἀπ' ὅλη τὴν ψυχή μου εὐχαρίστησα τὸν Θεό, γιατί μὲ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἀνάξιο νὰ βρεθῶ σὲ τέτοια ἅγια Λαύρα».
Οἱ ἀσκητές, ὅμως, αὐτοὶ δὲν δέχονταν συνήθως νὰ καθοδηγήσουν ἄλλους, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀναζητοῦσε πνευματικὸ καθοδηγὸ γιὰ τὴν πνευματική του ζωή. Γι’ αὐτὸ ἀναζήτησε αὐτὸν τὸν πνευματικὸ καθοδηγὸ στὴν Μολδαβία, περνῶντας διάφορα μέρη μέσα στὸ χιόνι ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ γόνατο, ἀντιμετωπίζοντας ἀπροσδόκητες δυσκολίες ὅταν περνοῦσε τὰ σύνορα μὲ ἄλλους συνοδοιπόρους του. Στὴν πορεία του αὐτὴ συνάντησε πολλοὺς καλοὺς ἀσκητὲς ποὺ ζοῦσαν μὲ βαθειὰ καὶ μεγάλη ἄσκηση. Γράφει κάπου: «Μαζεύονταν οἱ ἀδελφοὶ μὲ τὸν γέροντα στὸν ἴδιο τόπο καὶ συζητοῦσαν ἕως τὰ μεσάνυχτα. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς καθόμουν καὶ ἐγὼ ὁ ἔσχατος καί, ἀκούοντας προσεκτικὰ τὰ λεγόμενα, χαιρόμουν χαρὰ ἀνείπωτη καὶ δόξαζα τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα, διότι μὲ ἀξίωσε στὴ νεότητά μου νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὸ στόμα τέτοιου πνευματικοῦ ἀνθρώπου παρόμοια λόγια γεμᾶτα ἀπὸ πολλὴ ὠφέλεια, ποὺ γιὰ ὅλη μου τὴ ζωὴ μοῦ ἦταν ὁδηγός».
Στὴν σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ἀσκητές, ἐρημῖτες πατέρες ποὺ ζοῦσαν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ἐκεῖ διδάχθηκε ὁ ὅσιος Παΐσιος «τί εἶναι ἐργασία καὶ θεωρία καὶ ἀληθινὴ νοερὰ ἡσυχία. Ἐκεῖ, ὄχι μόνο ἔμαθε τὴν νήψη καὶ προσοχὴ ποὺ τελεῖται στὴν καρδιὰ διὰ τοῦ νοὸς καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ καὶ ἀπήλαυσε στὴν καρδιὰ τὴ θεία ἐνέργεια ποὺ κινεῖται ἀπὸ αὐτήν».
Ἡ θεία, ὅμως, Πρόνοια ἤθελε τὸν ὅσιο Παΐσιο στὸ Ἅγιον Ὅρος «ὥστε νὰ ἐπαυξήσει τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ δώσει ἀφθόνως σὲ ὅλους ποὺ ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν πνευματικὴ διδασκαλία». Ἀναζητοῦσε ἐκεῖ «κάποιον πεπειραμένο πνευματικὸ πατέρα, ποὺ θὰ ζοῦσε στὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ παραδοθεῖ στὴν ὑπακοή του μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, καὶ γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς πνευματικῆς ζωῆς».
Ἔφθασε στὴν Μεγίστη Λαύρα, ἑόρτασε μὲ τοὺς Πατέρες τὴν πανήγυρη τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Σκήτη τῆς Μονῆς Παντοκράτορος. Ἐγκαταστάθηκε σὲ μιὰ καλύβη καὶ ἀναζητοῦσε τὸν κατάλληλο πνευματικὸ ὁδηγό. Ζοῦσε μὲ μεγάλη ἄσκηση, μετάνοιες, ἐγκράτεια, ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη, πτωχεία, σκληραγωγία, ἀκόμη καὶ στὸ κρεβάτι, συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μνήμη θανάτου, ψαλμωδία, ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀλλὰ καὶ συνεχῆ δάκρυα, γιατί δὲν βρῆκε ἡσυχαστὴ Πνευματικὸ Πατέρα γιὰ νὰ τοῦ κάνη ὑπακοή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτῆς τῆς ἀσκήσεως «ἀνερχόταν ἀπὸ μιὰ δύναμη πνευματικὴ σὲ ἄλλη, πραγματοποιῶντας στὴν καρδιά του ἀνάβαση. Φλεγόμενος ἔτσι ἀπὸ θεῖο ζῆλο γιὰ μεγάλους ἄθλους, ἀπόλαυσε τὴν ἡσυχία ἐπὶ δυόμισι χρόνια».
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα περὶ τὸ ἔτος 1750. Ἦταν τότε σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν καὶ μετονομάσθηκε ἀπὸ Πλάτων σὲ Παΐσιο. Καὶ ἀφοῦ δὲν εἶχε κατάλληλο πνευματικὸ ὁδηγό, ἀκολουθοῦσε τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διάβαζε στὰ συγγράμματά τους.
Ἔτσι, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία, ἱκανοποιήθηκε μὲ τὴν δωρεὰ τοῦ μεγάλου μοναχικοῦ σχήματος, καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴν μοναχικὴ ζωή.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Β')
- Προβολές: 4885