Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον

Ἡ εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν ἐκδήλωση γιὰ τὴν «Ναυπακτιακὴ Πίττα 2012».

Θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὴν Ὁμοσπονδία Συλλόγων Ναυπακτίας (ΟΣΥΝ) καὶ τὴν Ἑταιρεία Ναυπακτιακὼν Μελετῶν (ΕΝΑΜ) γιὰ τὴν πρόσκλησή τους νὰ παραστῶ στὴν κοπὴ τῆς Ναυπακτιακῆς Βασιλόπιττας τοῦ ἔτους 2012 καὶ νὰ ὁμιλήσω σὲ αὐτὴν τὴν σημαντικὴ ἐκδήλωση ποὺ συναντῶνται ὅλα τὰ βασικὰ στελέχη ποὺ συνδέονται μὲ τὴν πολιτιστικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς Ναυπακτίας. Θεωρῶ δὲ σημαντικὸ ὅτι στὴν σημερινὴ ἐκδήλωση θὰ τιμηθῇ οὐσιαστικὰ ὁ ἐθελοντισμός, οἱ Πολιτιστικοὶ Σύλλογοι ποὺ ἀσχολοῦνται ἐθελοντικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαραίτητο στὶς σύγχρονες περιστάσεις, στὶς ὁποῖες καταρρέουν ἰδεολογίες καὶ θεσμοί. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος θέλησα στὴν σημερινὴ συνάντηση νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ἕνα θέμα ποῦ, κατὰ τὴν γνώμη μου, εἶναι ἐπίκαιρο καὶ ἔχει τὸν τίτλο «ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον».

1. Ὁ Θεὸς καὶ ὁ πλησίον

Κάθε κοινωνία στηρίζεται σὲ μερικὲς ἀρχές, γιατί διαφορετικὰ δὲν θὰ ὑπάρχη ἰσορροπία καὶ κοινωνικὴ συνοχή. Μιὰ βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε πάντοτε στὴν παράδοσή μας ἦταν ὅτι ἡ κοινωνία γιὰ νὰ ἰσορροπῇ πρέπει νὰ στηρίζεται σὲ δύο βασικὰ θεμέλια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ ὑπῆρχε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὴν ἐπανέλαβε ὁ Χριστός: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία σου... ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάτθ. κβ', 37-39). Πρόκειται γιὰ τὴν κατακόρυφη καὶ τὴν ὁριζόντια διάσταση κάθε ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας.

Ἡ κατακόρυφη διάσταση εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ Θεὸς ἦταν ἡ βάση τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι γνωστὴ ἡ φράση: «ἀπὸ Θεοῦ ἄρχεσθαι». Πράγματι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἐκδήλωση ποὺ δὲν συνδεόταν μὲ τὴν ἐπίκληση τῶν θεῶν. Ἀκόμη καὶ οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες ἄρχιζαν μὲ τὴν θυσία στοὺς θεούς. Παράλληλη ἔκφραση εἶναι τὸ «ἀφ' Ἑστίας ἄρχου». Ἡ Ἑστία ἦταν μυθολογικὴ θεότητα, ἡ ὁποία ζήτησε νὰ λάβη τὸ προνόμιο ἀπὸ τὸν Δία νὰ ἀποδίδωνται σὲ αὐτὴν οἱ ἀπαρχὲς τῶν θυσιῶν. Ἐπίσης, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα «ἐλεγείων» τοῦ καταγομένου ἀπὸ τὴν Χίο Ἕλληνος ποιητοῦ Ἴωνος (5ος αἰ. π.Χ.) συναντᾶμε τὸν στίχο: «ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι πίνωμεν». Ἐπίσης, ὁ Ξενοφῶν ἔχει γράψει τὴν ἄποψη τοῦ Σωκράτη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «πειρᾶσθαι σὺν τοὶς θεοῖς ἄρχεσθαι παντὸς ἔργου». Δηλαδή, θὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τὴν ἀρχὴ κάθε ἔργου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὁριζόντια διάσταση εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πλησίον. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη πλησίον λεγόταν αὐτὸς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ποὺ βλέπουμε, ποὺ αἰσθανόμαστε ποὺ μποροῦμε νὰ ἀγγίξουμε. Ἡ λέξη πλησίον δηλώνει αὐτὸν ποὺ πλησιάζουμε ἢ μᾶς πλησιάζει, ὁπότε τὸ ρῆμα συνδέεται καὶ μὲ τὸ οὐσιαστικό: πλησιάζω, πλησίον. Γιὰ τὸν Ἑβραῖο πλησίον ἦταν ὁ ὁμοεθνής του, ὁ ὁποῖος πίστευε στὸν ἴδιο Θεό. Γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, διότι πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ζῆ στὸ πιὸ ἀπομονωμένο μέρος τῆς γῆς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ θρησκεία, ἐθνικότητα, φῦλο, ἐπάγγελμα κλπ.

Θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Κάποιος πλησίασε τὸν Χριστὸ ζητῶντας νὰ μάθη τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ νὰ σωθῇ. Στὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπήση τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον ἐκεῖνος ἐρώτησε: «καὶ τὶς ἐστὶ μοῦ πλησίον;» (Λούκ. ἰ', 29). Δηλαδή, ζητοῦσε νὰ μάθη ποιός εἶναι ὁ πλησίον στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ δείξη ἀγάπη. Ἀπαντῶντας ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση εἶπε τὴν περίφημη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ Λευίτης δίπλα ἀπὸ τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ δείξουν ἀγάπη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔκανε ὁ Σαμαρείτης ποὺ δὲν ἦταν Ἰουδαῖος. Ἔτσι, ἐκείνη τὴν στιγμὴ «πλησίον» γιὰ τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο δὲν ἦταν ὁ ὁμοεθνής του καὶ ὁμόθρησκός του, ἀλλὰ ὁ ἀλλόθρησκος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ φροντίδα (Λούκ. ἰ', 30-37).

Ἂν προσέξουμε ἰδιαιτέρως θὰ δοῦμε τὴν ἀλλαγὴ τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Χριστὸς ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον. Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ εἶναι ὅτι ἐπεξέτεινε τὴν ἔννοια αὐτή, ὁπότε πλησίον δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὸν ἴδιο Θεό, ὁ ὁμόθρησκος καὶ ὁ ὁμοεθνής, ὅπως ἑρμηνευόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀλλοεθνής. Ἡ δεύτερη οὐσιαστικὴ καὶ κύρια ἀλλαγὴ εἶναι ὅτι ἄλλαξε οὐσιαστικὰ τὸ ἐρώτημα. Τὸ ἐρώτημα ἦταν, ὅπως προαναφέρθηκε, «τὶς ἐστὶ μοῦ πλησίον», «ποιός εἶναι γιὰ μένα ὁ πλησίον;». Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπάντησε στὸ ποιός εἶναι ὁ πλησίον του, ἀλλὰ ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ γίνη πλησίον σὲ κάθε ἄλλον: «τὶς οὔν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοὶ γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς; ὁ δὲ εἶπεν ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ αὐτοῦ. εἶπεν οὔν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λούκ. ἰ', 36-37). Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, διότι δείχνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀρκούμαστε στὸ ποιός εἶναι ὁ πλησίον μας, γιατί αὐτὸ κρύβει μιὰ ἐγωϊστικὴ νοοτροπία, ἀλλὰ στὸ ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν ἄλλο καὶ νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλησίον τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν βοηθήσουμε στὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει.

Ἑπομένως, ὁ Θεὸς καὶ ὁ πλησίον εἶναι ἡ βάση κάθε κοινωνικῆς ζωῆς, καὶ ἡ κατακόρυφη καὶ ὁριζόντια διάσταση δείχνει τὴν ὡριμότητα κάθε ἀνθρώπου.

2. Ἡ σύγχρονη κοινωνία

Ἐνῷ αὐτὴ ἡ βάση συνιστοῦσε τὴν διαχρονικὴ παράδοση τοῦ Γένους μας καὶ γενικότερα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, σήμερα ἔχουν ἀλλάξει τὰ πράγματα καὶ γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ κοινωνία μας εἶναι ἀνισόρροπη καὶ δημιουργοῦνται τεράστια προβλήματα. Δηλαδή, σήμερα βλέπουμε στὴν κοινωνία νὰ ἐπικρατὴ ὁ θάνατος καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον, ὁπότε καταργοῦνται ἢ διαταράσσονται οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς ὁριζόντιας καὶ κατακόρυφης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία. Παρατηροῦμε στὴν ἐποχή μας ὅτι ἐπικρατεῖ ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, ἡ λεγομένη θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Ὁ 19ος αἰῶνας, ἦταν ὁ αἰῶνας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Νίτσε εἶχε διακηρύξει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός. Εἶχε προηγηθῇ βέβαια ὁ 18ος αἰ. τοῦ διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖο γκρεμίστηκε τὸ κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς. Βέβαια, πολλοὶ διαφωτιστὲς δὲν ἦταν ἄθεοι, ἀλλὰ δυϊστές, πίστευαν δηλαδὴ σὲ ἕναν θεό, σὲ μιὰ δύναμη ἀόρατη ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν πίστευαν στὸν προσωπικὸ Θεό. Φαίνεται ὅτι ἡ μεταφυσική, ὁ σχολαστικισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμός, ποὺ συνδέονται καὶ μὲ τὸν ἐθνικισμὸ ποὺ κατέληξαν σὲ διαμάχες καὶ θρησκευτικοὺς πολέμους, ὁδήγησαν στὸ σημεῖο νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο δὲν χρειαζόταν ἕνας θεὸς ποὺ ἦταν ἐκδικητικός, ἄσπλαχνος, φεουδάρχης κλπ., ὅπως ἐκφραζόταν στὴν Δύση, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν, ἀφοῦ δὲν τοὺς χρειαζόταν. Ἔτσι, δὲν πέθανε ὁ Θεός, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα πέθανε ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν Θεό.

Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐπηρέασε πάρα πολὺ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Τὸν τελευταῖο καιρὸ συζήτησα μὲ διαφόρους Εὐρωπαίους γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ διεπίστωσα ὅτι στὴν Εὐρώπη ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κῦμα ἀθεΐας, ἀπιστίας καὶ γενικὰ ἀδιαφορίας γιὰ τὸ ἐὰν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Θεός. Ἄλλωστε, ἡ εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα στηρίζεται πάνω στὴν οἰκονομία, ὅπως τὸ ὁρίζουν καὶ διάφοροι ὅροι ποὺ ἐπικρατοῦν, ἤτοι «Οἰκονομικὴ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης», «Νομισματικὴ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης», «Εὐρωζώνη ἢ Ζώνη τοῦ εὐρὼ» κλπ. Πρόκειται γιὰ μιὰ Εὐρώπη ποὺ δὲν στηρίζεται στὸν πολιτισμό, ὁ ὁποῖος σαφῶς ἔχει καὶ τὸ στοιχεῖο τὸ θρησκευτικό, ἀλλὰ μόνον στὸ χρῆμα, γιὰ αὐτὸ καὶ καταρρέει τὸ οἰκοδόμημα αὐτό.

Σήμερα στὴν Εὐρώπη παρατηρεῖται ἀδιαφορία γιὰ θρησκευτικὰ ζητήματα. Καὶ ὅπως μοῦ ἔλεγε κάποιος Γάλλος ὀρθόδοξος κληρικὸς ἡ Εὐρώπη εἶναι πεθαμένη ὡς πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κυκλοφορία διαφόρων χριστιανικῶν βιβλίων. Τὰ χριστιανικὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδονται ἀπὸ Προτεστάντες, Ἀγγλικανοὺς κλπ. ἀναφέρονται σὲ ἕνα χριστιανικὸ ἢ καὶ θρησκευτικὸ συγκρητισμό, δηλαδὴ κάνουν λόγο γιὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς σκέψης, χωρὶς νὰ στηρίζονται στὴν πίστη καὶ στὶς διάφορες ὁμολογίες. Ἀκόμη καὶ τὰ ὀρθόδοξα βιβλία ἐκδίδονται στὴν Ἀμερικὴ καὶ μικρὸ ποσοστὸ αὐτῶν ἔρχονται στὴν Εὐρώπη. Στὸ θέμα αὐτὸ μπορῶ νὰ καταθέσω καὶ μιὰ προσωπικὴ μαρτυρία. Τὰ βιβλία μου τὰ ὁποία μεταφράσθηκαν στὰ ἀγγλικὰ κυκλοφοροῦν κυρίως στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐλάχιστος ἀριθμὸς κυκλοφορεῖ στὴν Εὐρώπη. Εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ ἔνδειξη ὅτι ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπικοινωνία μαζί Του.

Ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία, μὲ προφητικὴ ἐνάργεια εἶχε ἀναγγείλει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος ὅτι ὁ κρυφὸς πόθος πολλῶν ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι «ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεόν». Ἐρωτᾶ: Ἡ Εὐρώπη ἀφοῦ υἱοθέτησε τὴν ἀρχὴ τοῦ Νίτσε ὅτι ὁ Θεὸς «ἀπέθανε», τότε τί ἔμεινε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἔξοδο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ σῶμα της; Ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: Ἔμεινε ἕνα «πτῶμα», ὅπως πτῶμα γίνεται τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν φεύγη ἡ ψυχή. Ὁ Ντοστογιέφσκι εἶπε κάποτε: «Θέλω νὰ πάω εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ γνωρίζω ὅτι μεταβαίνω εἰς νεκροταφεῖον».

Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα γράφονται στὸ βιβλίο τοῦ Luigi Zoja «ὁ θάνατος τοῦ πλησίον» γιὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν σύγχρονη κοινωνία. Ἐὰν ὁ 19ος αἰῶνας ἦταν ὁ αἰῶνας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ὁ 20ὸς καὶ 21ος αἰ. εἶναι ὁ αἰῶνας τοῦ θανάτου τοῦ πλησίον, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του, ζὴ σὲ ἕνα φίλαυτο ἐγωκεντρικὸ περιβάλλον, ὁ ἀτομισμὸς εἶναι κυρίαρχο στοιχεῖο στὴν ζωή μας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀδιαφορία τὴν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν συνάνθρωπό του. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο, τὸ ὅτι κατὰ τὸν 19ο καὶ 20ὸ αἰ. κυριαρχεῖ ἡ ψυχανάλυση, ἀφοῦ «ἡ ἀπομόνωση κερδίζει ἔδαφος», «τὰ πλέον εὐαίσθητα ἄτομα σπαράσσονται ἀπὸ μιὰ ἀγωνία στὴν ὁποία δίδεται τὸ ὄνομα νεύρωση. Μέσῳ τῆς ψυχανάλυσης θὰ ἀναδομήσουν τὴν ἀνθρώπινη σχέση, ὄχι μὲ κάποιον πλησίον, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἐπαγγελματία. Ἡ ἀνάγκη τους γιὰ ἐγγύτητα εἶναι τόσο βίαιη ποὺ δημιουργεῖ ἕνα πλεόνασμα οἰκειότητος μὲ ἐκεῖνον: αὐτὸ καλεῖται μεταβίβαση καὶ μὲ τὴν σειρά της θεωρεῖται νευρωτική. Ὁ Φρόϊντ ὑποδεικνύει τεχνικὲς γιὰ νὰ τὴν συγκρατήση καὶ νὰ τὴν ἐμπεριέξει. Θέτει τὸν ἀσθενὴ στὸ ντιβάνι γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὸ βλέμμα του».

Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικὸ ὃν καὶ οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχουν κάποιον δίπλα τους. Σήμερα, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι, κυρίως στὶς μεγαλουπόλεις, δὲν αἰσθάνονται δίπλα τους ἄλλους ἀνθρώπους, ζοὺν μόνοι τους, αἰσθάνονται μιὰ μοναξιά, αἰσθάνονται τὸν πλησίον τους ὡς ἀπειλὴ τῆς ὕπαρξής τους. Μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντᾶ κάθε μέρα χιλιάδες ἀνθρώπους στὸν δρόμο, στὴν ἐργασία, ἀλλὰ εἶναι ἄγνωστα πρόσωπα σ' αὐτούς. Ἔχει παρατηρηθῇ ὅτι στὴν ἀρχαιότητα μόνο ἡ Ρώμη ξεπερνοῦσε τὸ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκων καὶ τὸ 1820 μόνον τὸν Λονδῖνο. Στὰ 1900 οἱ πόλεις ποὺ κατοικοῦνταν περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἑκατομ. κατοίκους ἦταν ἕνδεκα, τὸ 2000 ἦταν σχεδὸν 400 καὶ τὸ 2015 θὰ εἶναι 550. Αὐτὸ δείχνει ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ζοὺν μέσα σὲ μεγαλουπόλεις. Στὴν πολυκοσμία μὲ τοὺς μετανάστες καὶ τοὺς ξένους ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐντελῶς μόνος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφη στὸ σπίτι του μετὰ τὴν καθημερινὴ ἐργασία, εἶναι «ἀποπροσανατολισμένος ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ ἄπειρα νέα πρόσωπα ποῦ, ἀντίθετα πρὸς ὅ,τι ἀναζητᾶ ἡ παρόρμηση, δὲν τοῦ προσφέρουν γνώση, διότι λείπει εἴτε ὁ χρόνος, εἴτε ἡ δυνατότητα γνώσεως». Ἀλλὰ καὶ «ὅταν ἀνοίγει τὴν τηλεόραση, μπορεῖ νὰ συναντήσει σὲ ἐλάχιστες στιγμές, χιλιάδες ἄλλα ἄτομα, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐλάχιστα ὑπαρκτά». Ἔτσι, ἔχει χαθῇ ἡ ἔννοια τοῦ ζωντανοῦ πλησίον.

Ἐπίσης παρατηροῦμε ὅτι κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος οἱ διπλανοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν ἀντικατασταθῇ ἀπὸ τὶς μηχανές. Ὁ Τζὼρτζ Ὄργουελ τὸ 1949 ἔκανε λόγο γιὰ τὸν μεγάλο ἀδελφό. Πρόκειται γιὰ τὴν παντοδύναμη ἐξουσία, ἡ ὁποία εἰσχωροῦσε στὰ σπίτια. Ὁ Ρέϊ Μπράντμπερι τὸ 1953 περιέγραψε μιὰ κοινωνία, στὴν ὁποία τὰ βιβλία ἦταν ἀπαγορευμένα καὶ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν περικυκλωμένοι ἀπὸ ὀθόνες τὶς ὁποῖες ὀνόμαζε «ἡ οἰκογένειά μου». «Σὲ ἀμφότερα τὰ διηγήματα, ὁ πολίτης δὲν ἔβλεπε ὅτι ἡ ἐξουσία ἐξαφάνιζε τοὺς γείτονες: γείτονας ἦταν πλέον μόνο ἡ ὀθόνη». Ἑπομένως, «στὸ προτεχνολογικὸ κόσμο, ἡ γειτνίαση τῶν ἀνθρώπων ἦταν οὐσιαστική, τώρα δεσπόζει ἡ ἀπόσταση, ἡ ἔμμεση σχέση καὶ ἡ σχέση διὰ τῶν μέσων ἐνημέρωσης. Ἡ ἐντολὴ (ἀγάπα τὸν πλησίον σου) κενώνεται. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἔχουμε πλέον κανένα νὰ ἀγαπήσουμε». Χάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση γίνεται ἔμμεση, ὁπότε ἐπανεμφανίζεται μὲ διαστρεβλωμένη μορφή, ὅπως φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις.

Ὁπότε, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει χάσει καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ πλησίον, ὁ Θεὸς πέθανε γιὰ αὐτόν, ὁ οὐρανὸς κενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ πέθανε καὶ ὁ πλησίον γιὰ αὐτόν, δηλαδὴ κενώθηκε καὶ ἡ γῆ, καὶ τὸ κυριότερο καὶ ὁ ἴδιος ἔπαυσε νὰ εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν πραγματικότητα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο. «Εἴτε ἀπὸ τὴν κατακόρυφη ὀπτική, –πέθανε ὁ Οὐράνιος Πατήρ του–, εἴτε ἀπὸ τὴν ὁριζόντια –πέθανε ἐκεῖνος ποὺ στεκόταν στὸ πλάϊ του. Συνεπῶς, ὅπου καὶ νὰ ρίξει τὸ βλέμμα, νιώθει ὀρφανός». Ἔτσι, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ τοῦ Νίτσε, ἀκολούθησε ὁ θάνατος τοῦ πλησίον μὲ τὴν μετα-τεχνολογικὴ καὶ μετα-θρησκευτικὴ ἐποχὴ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πλησίον ἀκολουθεῖ καὶ ἡ μετα-ἀνθρώπινη ἐποχή.

Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βλέπω τὴν κρίση τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Δὲν πρόκειται γιὰ κρίση ἁπλῶς οἰκονομική, ἀλλὰ γιὰ κρίση κοινωνική, ἀνθρωπιστική, πολιτιστικὴ καὶ θεολογική. Ἡ ὀρφάνια μαστίζει τοὺς ἀνθρώπους, ὀρφάνια ἀπὸ Θεὸ καὶ πλησίον. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλη νὰ στηριχθῇ πάνω σὲ οἰκονομικὰ μεγέθη, καὶ τότε αἰσθάνεται τὴν μοναξιά, ἀφοῦ δὲν ἱκανοποιοῦνται οἱ ὑπαρξιακές του ἀναζητήσεις. Σὲ αὐτὴν τὴν δύσκολη ἐποχὴ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πλησίον. Τὸ Θεὸ πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε μέσα στὴν καρδιά μας ὡς ἀγάπη καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς Πατέρα, καὶ τὸν συνάνθρώπό μας πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε ὡς ἀδελφό μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ πορευόμαστε πρὸς τὸν Θεό, καθὼς ἐπίσης νὰ κινούμαστε καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο, νὰ γινόμαστε πλησίον τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ὑποφέρει καὶ πονᾶ. Ἑπομένως, ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τιμοῦμε κάθε ἐθελούσια προσφορὰ καὶ κάθε κενωτική-θυσιαστικὴ ἀγάπη.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὡς ποιμενάρχης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου συγχαίρω τὴν ΟΣΥΝ καὶ τὴν ΕΝΑΜ, γιατί ἀποφάσισαν νὰ τιμήσουν τοὺς Πολιτιστικοὺς Συλλόγους καὶ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ προσφέρουν τὸν χρόνο καὶ τὰ χαρίσματά τους γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τοὺς ἀδελφούς, καθὼς ἐπίσης συγχαίρω καὶ τοὺς τιμωμένους σήμερα Συλλόγους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα τῆς κοινωνίας μας. Χαίρομαι γιὰ τὰ πνευματικά μου παιδιὰ ποὺ δραστηριοποιοῦνται στὸν χῶρο τῆς κοινωνίας καὶ εὔχομαι τούτη τὴν χρονιὰ νὰ βάλουμε ὡς θεμέλιο τῆς ζωῆς μᾶς τὸν βασικὸ αὐτὸ κανόνα: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία σου... ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάτθ. κβ', 37-39).

  • Προβολές: 3068