Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: «Συντηρητικός» καί «αριστερός» λιτός βίος

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Οι απόψεις πού διαβάσαμε σ’ ένα «συντηρητικό» άρθρο, αλλά καί κάποιες παράλληλες μέ αυτές πού συναντήσαμε σέ μιά «αριστερή» συνέντευξη, μάς δίνουν τήν αφορμή νά μιλήσουμε γιά ορισμένα από τά βασικά στοιχεία τής αγνοημένης λαϊκής μας παραδόσεως, πού είναι εμποτισμένη από τό ζωογόνο «ύδωρ τού Πνεύματος», τής αποστολικής καί πατερικής διδασκαλίας.

Ούτε τό «συντηρητικό» άρθρο, ούτε η «αριστερή» συνέντευξη είχαν άμεσες αναφορές στήν λαϊκή ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, ούτε επίσης έδειχναν νά έχουν έστω καί κάποιους αμυδρούς θεολογικούς επηρεασμούς. Απλώς διατύπωναν μερικά αυτονόητα πράγματα, τά οποία μέσα στήν κρίση πού διερχόμαστε πιστεύουμε ότι είναι πλήρως αποδεκτά, ενώ πρίν από δύο ή τρία χρόνια ήταν όχι μόνον δυσπαράδεκτα, αλλά χαρακτηρίζονταν καί «αντιδραστικά». Έτσι, είδαμε διατυπωμένα στοιχεία τού «ζωτικού πυρήνα» τής παραδόσεώς μας, τού τρόπου ζωής πού μάς παρέδωσαν οι παλαιότερες γενιές, τά οποία όμως οι περισσότεροι από τούς σύγχρονους Έλληνες δέν θελήσαμε στήν πράξη νά παραλάβουμε, κι’ αυτό είναι μιά από τίς αιτίες πού μάς οδήγησαν στήν κρίση.

Τό άρθρο είναι τού καθηγητή Ν. Μαραντζίδη καί έχει τίτλο: «Οι ξεχασμένες αξίες τού ελληνικού συντηρητισμού» (Καθημερινή, 18.3.2012), καί η συνέντευξη είναι τής συγγραφέως Μάρως Δούκα (στόν δημοσιογράφο Γ. Ν. Μπασκόζο) καί τιτλοφορείται: «Η Αριστερά πρέπει νά εφευρεθεί ξανά» (Τό Βήμα, 18.3.2012). Κοινό στοιχείο τών δύο κειμένων είναι η κατάφαση στόν μετρημένο, λιτό βίο, πού συνοδεύει τήν παραδοχή ότι η ευημερία τών τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν πλασματική. Όλα τά άλλα είναι μάλλον διαφορετικά. Διαφορετική η θεμελίωση τής λιτότητας στήν καθημερινή ζωή καί διαφορετικές οι προοπτικές τού ατομικού καί κοινού μας βίου. Αξίζει νά δούμε κάποιες βασικές θέσεις τους.

Ο κ. Μαραντζίδης γράφει: «Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες καί επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά, απεχθάνονταν τά δάνεια καί τά δανεικά καί προγραμμάτιζαν προσεκτικά τή ζωή τους χωρίς σπατάλες. Έχοντας εμπειρίες πολέμων καί οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν τό μέλλον μέ συστολή καί συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ήταν, μέ άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι». Στήν συνέχεια αναφέρεται στό πώς αυτός ο «συντηρητισμός» είχε θεμελιώσει τόν εθνικό μας βίο σέ ανάλογες αξίες. Γράφει: «Αυτός ο συντηρητισμός είχε αναγορεύσει σέ θεμέλια τής κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στούς νόμους, η εγκράτεια. Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, πού σήμερα τίς θεωρούμε παλιομοδίτικες καί συχνά αντιδραστικές». Μέ αυτά πού γράφει δέν θέλει νά ωραιοποιήση τό «συντηρητικό» παρελθόν, ξεχνώντας τίς στρεβλώσεις του, γι’ αυτό σημειώνει: «Δέν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι παραπάνω αξίες έπαιρναν συχνά στήν πράξη μορφή καρικατούρας. Ο σεβασμός στούς κανόνες γινόταν άκριτη πειθαρχία, η αποδοχή τών ιεραρχιών υποτέλεια στούς ισχυρούς, η ηθική μετατρεπόταν σέ υποκρισία, η αποταμίευση σέ μιζέρια, οι οικογενειακοί δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός, η αγάπη γιά τήν πατρίδα εθνικισμός, η αίσθηση τού νά έχη κανείς ρίζες κλειστοφοβικός επαρχιωτισμός».

Είναι γεγονός ότι αυτές οι στρεβλώσεις οδήγησαν στίς διαλυτικές ακρότητες πού ταλαιπώρησαν τήν ελληνική κοινωνία, κυρίως από τήν δεκαετία τού 70 καί μετά, καί αποσάθρωσαν ζωτικά τμήματά της. Μιά αιτία αυτής τής αποσάθρωσης ήταν ότι όλες οι παραδοσιακές αξίες, πού συνοψίζονταν στήν μετρημένη, λιτή ζωή, δέν ήταν προσωπική επιλογή τής πλειονότητας τών «συντηρητικών» Ελλήνων. Επιβάλλονταν σ’ αυτούς από τήν ανάγκη ή από τήν κρατούσα ανελαστική νοοτροπία, χωρίς νά αφομοιώνωνται δημιουργικά. Ο επιβαλλόμενος σεβασμός, η λιτότητα καί η πειθαρχία άφηναν κενά, πού έπρεπε νά γεμίσουν από ένα υψηλότερο νόημα ζωής, από ένα ζωογόνο πνεύμα ασκητικής ελευθερίας, τό οποίο (πρέπει νά παραδεχθούμε) υπάρχει διαρκώς ενεργό μόνο μέσα στήν ζωή τής Εκκλησίας. Όμως, ο νεοελληνικός συντηρητισμός δέν ήταν πάντα (ή γιά όλους) οργανικά συνδεδεμένος μέ τήν ορθόδοξη Χριστιανική πίστη καί τήν φιλοκαλική της άσκηση. Δέχθηκε, όπως όλος ο εθνικός μας βίος, ξένες επιρροές, πού τόν αποξένωσαν εν πολλοίς από τήν ζωή τής παράδοσής μας. Οπότε η λιτή ζωή δέν ήταν, γιά τούς πολλούς, συνειδητή προσωπική επιλογή. Ήταν υπόθεση ανάγκης.

Στήν «αριστερή» Μάρω Δούκα, όμως, η λιτότητα φαίνεται ότι δέν είναι έξωθεν επιβαλλόμενη. Δέν είναι «τέκνο τής ανάγκης», γιά νά παραφράσουμε τόν ποιητή, καί η ίδια δέν είναι «ώριμο τέκνο τής οργής». Δέν τήν ωρίμασε η οργή της γιά τόν λιτό της βίο. Ο βίος αυτός είναι προσωπική της επιλογή ή μάλλον, όπως λέει η ίδια, είναι ιδίωμα τού χαρακτήρα της. Γι’ αυτό, όταν ο δημοσιογράφος διατύπωσε τήν παρατήρηση: «Από τά πεζογραφήματά σας φαίνεται ότι όλα αυτά τά χρόνια δέν σάς άγγιξε ο κόσμος τής ψευδαίσθησης καί τής ευημερίας τού 2004», η κ. Δούκα είπε: «Έτσι ή αλλιώς ήταν μιά ευημερία πλασματική. Αλλά πέρα από αυτό, εγώ ως άνθρωπος ποτέ δέν αισθάνθηκα τήν ανάγκη νά ζήσω μέ πολλά, νά έχω περισσότερα από δύο ζευγάρια παπούτσια ή ένα παλτό. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, νά ζώ λιτά καί νά μήν επηρεάζομαι από τόν πλούτο. Πολλές φορές πηγαίνω σέ σπίτια πλούσιων φίλων καί τά καμαρώνω σάν νά είναι δικά μου, δέν ζηλεύω. Αυτό τό οφείλω κυρίως στόν χαρακτήρα μου. Δέν ήμουν ποτέ τό παιδί τής φτωχής οικογένειας πού φιλοδόξησε νά ανέβει κοινωνικά. Τήν όποια επιβεβαίωσή μου τήν κέρδισα μέσα από τό γράψιμο».

Μέσα στό πλαίσιο τής δικής της ζωής αισθάνεται ικανοποίηση από τό αναγκαίο καί δέν ζητά τό περιττό, τό οποίο όταν τό συναντά μπορεί νά τό «καμαρώνη», αλλά δέν τό ζηλεύει. Αυτό συνδέεται μέ τήν γενικότερη συγκρότησή της, πού φαίνεται καί σέ άλλες τοποθετήσεις της. Σ’ ένα σημείο τής συνέντευξής της λέει: «Επειδή ως άνθρωπος έχω τή ματιά μου μετωπικά στό παρόν, προσπαθώ καί ως συγγραφέας νά ανακαλύψω τίς βαθύτερες πτυχές του». Δέν θέλει νά μένη στήν επιφάνεια τών πραγμάτων. Ψάχνει «τίς βαθύτερες πτυχές» τού παρόντος. Αυτό τήν βοηθάει νά σέβεται κοινωνικά ή πολιτικά σχήματα, χωρίς νά δεσμεύεται από αυτά, νά ελπίζη καί νά φοβάται κρατώντας τήν κυριαρχία τού εαυτού της. Ερμηνεύοντας μιά φράση λατίνου ιστορικού, στήν οποία βρίσκει μιά προσέγγιση τής επιθυμητής σέ όλους ελευθερίας, σημειώνει: «Να ελπίζουμε, αλλά να μη γινόμαστε δέσμιοι της ελπίδας μας. Να φοβόμαστε, αλλά να μην υποκύπτουμε στους φόβους μας. Να είμαστε ενταγμένοι σε ένα κόμμα, αλλά να μην τυφλωνόμαστε...».

Πολλοί όμως φαίνεται ότι τυφλώθηκαν. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο κ. Μαραντζίδης, σύντομα όλα άλλαξαν, σέ σχέση μέ τήν παλιά συντηρητική νοοτροπία. Οι ελπίδες τού εύκολου πλουτισμού, η τύφλωση από ανεδαφικές πολιτικές εξαγγελίες, η κώφευση στούς ισχνόφωνους προφήτες τών επερχομένων δεινών (πού τώρα ζούμε), έφερε τήν αλλαγή τής νοοτροπίας. Έτσι, «τή θέση τής αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός καί ο υπερδανεισμός. Τή θέση πώς ο πλούτος δέν φέρνει τήν ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα γιά πλούσια ζωή καί πολυτελή διαβίωση. Χάρη στά νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε νά οδηγεί στόν γρήγορο πλουτισμό... Μέσα σέ όλα αυτά, η αφοσίωση στήν ιεραρχία αντικαταστάθηκε από τήν αντίληψη πώς η αναίδεια καί η αγένεια απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη γιά τήν αξία τής τήρησης τών νόμων κλονίστηκε από τήν αίσθηση τής ατιμωρησίας...».

Καί τώρα, «πού κατρακυλήσαμε πιό βαθιά στού κακού τήν σκάλα», πρέπει ν’ ακούσουμε «τής αγάπης τόν Θεό» καί νά «γδυθούμε τής αμαρτίας τό ντύμα», προσλαμβάνοντας τό ήθος καί τήν ζωή τής Εκκλησίας Του, πού μπορεί νά μάς δώση «τά φτερά τά πρωτινά μας τά μεγάλα».

Η διαρκής εργασία, σωματική καί πνευματική, η ολιγάρκεια καί η αποδέσμευση από τά μή αναγκαία υλικά πράγματα, μέ στροφή τού νού σέ «άλλες σφαίρες υπάρξεως», όχι απαραίτητα μόνο γιά τήν αντιμετώπιση τής σύγχρονης πολυμέτωπης κρίσης, αλλά κυρίως γιά τήν ευσταθή πορεία μας στόν κατά Χριστόν ανωφερή βίο, είναι βασικά στοιχεία τής λαϊκής ελληνορθόδοξης παράδοσεώς μας, πού αντλούνται ως μηνύματα μέσα από τήν Αγία Γραφή καί τούς αγίους Πατέρες.

Αυτές οι παραδοσιακές αρχές, πού προϋποθέτουν ότι η αναφορά όλης τής ζωής μας είναι θεολογική, ότι δηλαδή κέντρο μας είναι ο Χριστός, μπορούν νά μάς δώσουν (καί πάλι) τήν δυνατότητα σέ όλα τά ενδοκοσμικά μας συστήματα νά είμαστε ταυτόχρονα ολιγαρκείς καί αποδοτικά δραστήριοι.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3340