Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Γ')
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Β'))
5. Τὸ ὁσιακὸ τέλος του
Τὸ τέλος ἑνὸς τέτοιου ἁγίου ἦταν ἀντάξιο τῆς ζωῆς του. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ζοῦσε μὲ ἡσυχία καὶ νοερὰ προσευχή, καὶ ἔτσι ἔπρεπε νὰ τελειώση τὸν βίο του καὶ νὰ περάση στὴν αἰωνιότητα. Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ βιογράφου τοῦ Μητροφάνη «πολλὲς ἡμέρες νωρίτερα ἔλαβε εἰδοποίηση ἀπὸ τὸν Κύριο περὶ τοῦ θανάτου του, διότι σταμάτησε πιὰ τὴ μετάφραση τῶν πατερικῶν ἔργων». Τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ κελλί του καὶ τὸν εἶδε «ἐξαιρετικὰ χαρούμενο». Τοῦ ἔθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικὰ ἐρωτήματα» καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε καλὲς ἐξηγήσεις. Ὅταν ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ κελλί του, τότε ὁ ἀδελφὸς ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε «κλείδωσε τὴν πόρτα καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ μπεῖ μέσα. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἀρρώστησε. Τότε δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὴν ἐπιδεινωθεῖ ἡ κατάστασή του».
Ὑπέφερε τρεὶς ἡμέρες καὶ τὴν Κυριακὴ ποὺ αἰσθάνθηκε καλύτερα πῆγε στὴν θεία Λειτουργία. Πολὺ δύσκολα ἐπέστρεψε στὸ κελλί του. «Ἀπὸ τότε ἡ ἀρρώστια του ἐπιδεινώθηκε καὶ σὲ κανέναν δὲν ἐπέτρεπαν νὰ τὸν ἐπεσκεφθεῖ, ἐπιθυμῶντας νὰ τελειώσει ὁ μακαριστὸς μέσα σὲ ἡσυχία». «Ὅταν ἔφθανε τὸ τέλος κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καὶ ἀφοῦ κάλεσε δύο πνευματικούς, διὰ τῶν ὁποίων μετέφερε σ’ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς εὐλογία καὶ εἰρήνη, ἀποδήμησε σὰν νὰ κοιμήθηκε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχὴ τοῦ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀφήνοντας τὴν ἀδελφότητα, σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τῆς κοινῆς σύναξης, νὰ ἐκλέξει Γέροντα καὶ ποιμένα».
Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐκδημία τοῦ ὁσίου Παϊσίου «συνάχθηκε πλῆθος μοναχῶν καὶ ἐγγάμων ἱερέων καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων, καὶ ἔγινε κοινὸς θρῆνος ὅλων, καὶ ἡμῶν καὶ ἐκείνων, τὸν ἐνταφιάσαμε δὲ μὲ τιμὲς μέσα στὸν ναό».
Ἐκοιμήθη τὴν 15η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1794. Ὁσιακὴ ζωή, ὁσιακὴ καὶ ἡ κοίμηση. Ζωὴ ἡσυχαστική, κοίμηση καὶ ἐκδημία πρὸς τὸν Κύριο ἡσυχαστική.
6. Ἡ φιλοκαλικὴ κίνηση στὸν ὀρθόδοξο χῶρο
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξη, συνδέθηκε μὲ ἕνα γεγονὸς μεγάλης σημασίας ποὺ παρατηρήθηκε τὸν 18ο αἰῶνα στὸν ὀρθόδοξο χῶρο καὶ αὐτὸ λέγεται φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση ποὺ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀναβίωση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ ἀνέδειξε νέους ἁγίους Πατέρες καὶ Νεομάρτυρες.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Εὐρώπη τὸν 18ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ἕνα ἰδεολογικὸ ρεῦμα ποὺ ὀνομάσθηκε Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ τὸ κομοσμοείδωλο τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στηρίχθηκε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς. Τέτοιες διαφωτιστικὲς ἰδέες, ἔστω καὶ μὲ μετριότερη μορφὴ μετέφεραν στὴν Ἑλλάδα οἱ Ἕλληνες διαφωτιστές, ὅπως ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ συγγραφέων.
Αὐτὴν τὴν περίοδο στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἐμφανίσθηκαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ἢ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταράς, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος κ. ἅ., οἱ ὁποῖοι κινήθηκαν σὲ ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἐκινοῦντο οἱ Διαφωτιστές, δηλαδὴ ἀναζητοῦσαν καὶ δημοσίευαν κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως κείμενα ποὺ ἀναφέρονταν στὴν ὀρθόδοξη ἡσυχία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη μέθοδος Θεογνωσίας.
Ὁ ἅγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταρὰς (1731-1805) ἐργάσθηκε πολὺ γιὰ τὴν εὕρεση καὶ συγκρότηση τῶν συγγραμμάτων τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔδωσε σὲ αὐτὰ τὸν τίτλο Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀναφέρεται σὲ αὐτὸν τὸν μεγάλο ἡσυχαστὴ Ἐπίσκοπο ποὺ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ τὴν ἀνεύρεση καὶ συλλογὴ αὐτῶν τῶν νηπτικῶν κειμένων. Κάνει ἐντύπωση ποὺ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ ὅσιος Παΐσιος γράφει: «Ὅταν ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὅρος». Γνωρίζουμε, ὅμως, ὅτι ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1775, ἐνῷ ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1763. Ἔτσι, αὐτὸ τὸ «ἦρθε» τοῦ ὁσίου Παϊσίου δείχνει ὅτι αἰσθανόταν καὶ ἐνεργοῦσε ὡς ἁγιορείτης, καίτοι ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Μολδαβία.
Πάντως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀναφέρεται μὲ πολὺ ὡραῖα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Μακάριο, Ἐπίσκοπο πρώην Κορίνθου, ἀφοῦ εἶχαν τὴν ἴδια ἐπιθυμία καὶ τὴν ἴδια ἀναζήτηση. Γράφει:
«Ὁ Πανιερώτατος κὺρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, ἀπὸ τὴ νεανική του ἀκόμη ἡλικία, Θεοῦ συνεργοῦντος, εἶχε τόση ἀπερίγραπτη ἀγάπη γιὰ τὰ πατερικὰ συγγράμματα, τὰ ἀναφερόμενα στὴ νήψη, καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ νοός, τὴν ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ἤτοι τὴ διὰ τοῦ νοὸς τελουμένη στὴν καρδιὰ τῶν ἐργαζόμενων αὐτήν, ὥστε ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ τὴν ἀφιερώσει στὴν ἀναζήτησή τους καὶ μὲ τὸ φίλεργο χέρι του, ὡς ἐμπειρότατος στὴ θύραθεν παιδεία καὶ χωρὶς φειδὼ σὲ ἔξοδα, παράγγειλε τὴν ἀντιγραφή τους».
Στὴν συνέχεια ἀφηγεῖται πῶς ὁ Ἐπίσκοπος Μακάριος ἐρεύνησε ὅλες τὶς Βιβλιοθῆκες τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, πῶς ἀνακάλυψε αὐτὸν τὸν «ἀνεκτίμητο θησαυρὸ» στὴν Μονὴ Βατοπεδίου, «δηλαδὴ βιβλίο περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ, συλλογὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους, ποὺ εἶχε γίνει σὲ ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλους ζηλωτές», ὅπως καὶ ἄλλα συγγράμματα ποὺ ἦταν ἄγνωστα μέχρι τότε. Ὁ Ἐπίσκοπος Μακάριος τὰ ἀντέγραψε, μὲ τὴν βοήθεια ἐμπείρων ἀντιγραφέων, τὰ διάβασε μὲ ἐπιμέλεια ἀπὸ τὸ πρωτότυπο καὶ τὰ διόρθωσε ἐγκύρως. Ἔγραψε δὲ καὶ σύντομη βιογραφία τῶν ἁγίων ποὺ τὰ συνέταξαν. «Τότε ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ ἀνείπωτη χαρά, σὰν νὰ εἶχε βρεῖ στὴ γῆ οὐράνιο θησαυρὸ καί, ἀφοῦ ἦρθε στὴν ἔνδοξη μικρασιατικὴ πόλη Σμύρνη, τὰ ἀπέστειλε στὴν Βενετία μὲ πολλὰ χρήματα, τὰ ὁποία συνέλεξε ἀπὸ ἐλεημοσύνες Χριστιανῶν», γιὰ τὴν ἔκδοσή τους. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἐπαινεῖ τὸν ἅγιο Μακάριο γιὰ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο ποὺ ἐπιτέλεσε, διότι κατάλαβε τὴν ἀξία αὐτῶν τῶν συγγραμμάτων «καὶ σχεδὸν ὁλόκληρη τὴ ζωή του τὴν ἐξάντλησε στὴν ἐντατικὴ ἀναζήτηση αὐτῶν τῶν συγγραμμάτων παντοῦ, προπάντων ὅμως στὸ Ἅγιον Ὅρος Ἄθω». Μάλιστα αὐτὰ τὰ συγγράμματα, ὅπως γράφει, εἶναι γιὰ τοὺς ἀθλητὲς τοῦ μοναχικοῦ βίου στὸν ἀγῶνα μὲ τὰ ἀόρατα πνεύματα «πιὸ ἀπαραίτητα καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀναπνοή».
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ὕστερα ἀπὸ παρότρυνση τοῦ ἁγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸ 1777 τὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ τὸν συνάντησε. Ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος, ὁ παραδελφὸς τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀναφέρεται στὴν περίπτωση αὐτή:
«Εἰς δὲ τοῦ 1777 ἦλθεν ὁ ἅγιος Κορίνθου Μακάριος καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἱερῶν Μαναστηρίων ἦλθεν εἰς ταὶς Καραὶς καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν "Ἅγιον Ἀντώνιον" ἀπὸ ἕνα συντοπίτην τοῦ Γερο-Δαβίδ. Καὶ ὄντας αὐτοῦ ἔκραξε καὶ τὸν Νικόδημον καὶ τὸν ἐπαρακάλεσεν νὰ θεωρήση τὴν "Φιλοκαλίαν". Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἄρχισεν ὁ εὐλογημένος-μὰ τί ἄρχισεν; ἀπορῶ, δὲν ἠξεύρω τί νὰ εἰπῶ• νὰ εἰπῶ πνευματικοὺς ἀγῶνας ἢ ὑπερβολικοὺς κόπους τοῦ νοὸς καὶ τῆς σαρκός του; ὄχι μόνον αὐτὰ εἶναι, ὁποὺ εἶπα, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν φθάνει ὁ νούς μου νὰ τὰ στοχασθῇ-ἄρχισε λέγω ἀπὸ τὴν "Φιλοκαλίαν". Καὶ αὐτοῦ βλέπομεν τὸ ὡραιότατον Προοίμιον, τοὺς ἐν συνόψει μελισταγεὶς βίους τῶν θεσπεσίων Πατέρων».
Ὁ αὐθεντικός, ὅμως, αὐτὸς βιογράφος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μᾶς δίνει καὶ τὴν σημαντικὴ μαρτυρία, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχεν ἀκούσει γιὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. «Καὶ ἐκεῖ ὄντας (στὴν Μονὴ Διονυσίου) ἤκουσε τὴν καλὴν φήμην τοῦ κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, ὅπου ἦτον εἰς τὴν Μπογδανίαν (Μολδαβία) καὶ εἶχε ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφοὺς εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του, καὶ ὅτι ἐδίδασκεν τὴν νοερὰν προσευχήν. Καὶ ἀγαπῶντας καὶ αὐτὸς αὐτὴν τὴν θείαν ἐργασίαν ἐμβῆκεν εἰς καράβιον, διὰ νὰ ὑπάγη εἰς ἀναζήτησιν τῆς φιλουμένης του θείας προσευχῆς. Καὶ ἀρμενίζοντας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα τοὺς ηὗρε φουρτούνα καὶ ἐκινδύνευσαν ἕως νὰ φθάσουν τὸν λιμένα τῆς Παναγίας εἰς τὴν Θάσον. Καὶ ἐκεῖ εὐγαίνοντας ἄλλαξε τοὺς σκοποὺς τοῦ ἀπὸ τὴν φουρτούναν κατὰ τὸ φαινόμενον, τὴ δὲ ἀληθεία νεῦσις Θεοῦ τὸν ἐγύρισε, διὰ νὰ ἐπιχειρισθὴ τὸ μέγα τοῦτο καλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ». Προφανῶς κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐπιμέλεια ἐκδόσεως διαφόρων Πατερικῶν κειμένων.
Ἐδῶ προξενεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ αὐτῶν τῶν τριῶν μεγάλων μορφῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἤτοι τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ἐπισκόπου πρώην Κορίνθου, καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀγαποῦσαν καὶ οἱ τρεὶς τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ζωή, τὴν θεωροῦσαν ὡς τὴν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀγωνίσθηκαν γιὰ νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ ἀνακαλύψουν τὰ νηπτικὰ συγγράμματα τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων καὶ ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ τὰ ἐκδώσουν καὶ νὰ τὰ διαδώσουν. Κυρίως, ἀγάπησαν τὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ τὴν νοερά-καρδιακὴ προσευχή, καὶ κατάλαβαν τὴν ἀξία τους γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς κατέστησε ἁγίους στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι γράφει καὶ γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία:
«Μὲ τὴν ἀνέκφραστη τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία, κατὰ τοὺς ἐσχάτους καιρούς, ἡ πάσης Ρωσίας Ἐκκλησία μας ἀξιώθηκε νὰ λάβη τὴν ἁγία ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἁγία πίστη ἔλαβε καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῶν ἁγίων διδασκάλων καὶ τὰ πατερικά, τὰ μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ Ἑλληνογραικικά. Αὐτὰ εἶναι οἱ πηγὲς τῶν σλαβικῶν βιβλίων, διότι ἀλλιῶς δὲν θὰ προέκυπταν σλάβικα βιβλία».
Ἔτσι, οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες ἅγιος Μακάριος Νοταράς, ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης κ.ἄ. συνετέλεσαν στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἀντιστάθηκε στὸ ρεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ ἐπιδίωκε τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, περιφρονῶντας ὅλη τὴν ἐνδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερικὴ περίοδο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι ἀντιστάθηκε μὲ θετικὸ τρόπο σὲ ὅλο τὸ διαφωτιστικὸ ρεῦμα ποὺ εἶχε εἰσχωρήσει στὴν Ρωσία καὶ τὴν γύρω περιοχή, ὅπως, ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος τὸ εἶχε συναντήσει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, ὡς ἱεροσπουδαστής.
Ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ἀντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος στὴν μελέτη του μὲ τίτλο «Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ Σχολή του», ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα τῶν πηγῶν, μᾶς δίνει σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας» στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὴν μετάφρασή της στὴν σλαβονικὴ καί, βεβαίως, συσχετίζει τὶς παράλληλες προσπάθειες τοῦ ὁσίου Παϊσίου καὶ τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρὰ Ἐπισκόπου Κορίνθου.
Ἤδη ὁ ὅσιος Παΐσιος γιὰ νὰ καλύψη τὴν ἀπουσία πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καὶ προκειμένου νὰ καθοδηγήση τὴν ἀδελφότητά του ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν εὕρεση, μελέτη καὶ μετάφραση νηπτικῶν κειμένων τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων. Ἔχει ἐντοπισθῇ προηγούμενως αὐτὴ ἡ προσπάθειά του.
Ὅταν εἶχε ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ βρισκόταν στὴν Μολδαβία πληροφορήθηκε τὴν παράλληλη κίνηση τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρὰ γιὰ τὴν εὕρεση καὶ συγκέντρωση τῶν κειμένων τῶν νηπτικῶν Πατέρων. Οἱ πληροφορίες μεταφέρονται σὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸν μαθητὴ τοῦ μοναχὸ Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν πλησίον τοῦ ἁγίου Μακαρίου. Ὅταν ἡ ἑλληνικὴ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ἐξεδόθη τὸ 1782, τότε ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλαβε ἀντίτυπο αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως καὶ τότε τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ ἀναθεώρησαν τὴν μετάφραση πολλῶν κειμένων τους. Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ μετάφραση τῶν πατερικῶν κειμένων, στὴν συνέχεια τυπώθηκε ἡ σλαβονικὴ Φιλοκαλία στὸ Συνοδικὸ Τυπογραφεῖο τῆς Μόσχας τὸ 1793, ἤτοι ἕνδεκα χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς ἑλληνικῆς Φιλοκαλίας. Ὅμως, ἡ σλαβονικὴ Φιλοκαλία περιλάμβανε τὰ συγγράμματα 24 ἐπὶ συνόλου 36 συγγραφέων τῆς ἑλληνικῆς ἐκδόσεως. Ἀργότερα ἡ σλαβονικὴ Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στὴν ρουμανικὴ καὶ τὴν ρωσικὴ γλῶσσα.
Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς σὲ ἰδιαίτερο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Ἡ Μονὴ Ὄπτινα κληρονόμος τοῦ πνεύματος τῆς Σχολῆς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσι» καταγράφει τὸ πῶς οἱ Ρῶσοι μοναχοί, μαθητὲς τοῦ ὁσίου Παϊσίου, τὸ 1779, μετὰ τὴν Συνθήκη τοῦ Κιουτσοὺκ Καναϊρτζὶ καὶ ἀργότερα μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου, ἐπαναπατρίσθηκαν στὴν Ρωσία καὶ μετέφεραν τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Μετέφεραν καὶ τὴν προφορικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ χειρόγραφα μεταφράσεων ἀσκητικῶν ἔργων ποὺ εἶχαν γίνει ἀπὸ τὴν Σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Νεάμτς. Οἱ μαθητὲς αὐτοὶ τοῦ ὁσίου Παϊσίου κατέλαβαν διάφορες θέσεις στὰ Ρωσικὰ Μοναστήρια, ἔγιναν Ἡγούμενοι καὶ Πνευματικοὶ Πατέρες καὶ αὐτὸ βοήθησε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ.
Ἔχει ὑπολογισθῇ ὅτι 103 Μονὲς τῆς Ρωσίας εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ, ὅπως τὸ ἐξέφραζε ὁ ὅσιος Παΐσιος. Ὅμως ἡ Μονὴ Ὄπτινα ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀποδείχθηκε ἡ κατ' ἐξοχὴν «κληρονόμος» τῆς μεγάλης ἀσκητικῆς παραδόσεως τῆς Σχολῆς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὄπτινα ἀπέκτησε μεγάλη δόξα κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου (1788-1860). Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἀνέλαβε τὴν ἔκδοση ἀσκητικῶν συγγραμμάτων «τὰ ὁποία ἐκληροδότησεν εἰς τὴν Ρωσίαν ἡ σχολὴ τοῦ Παϊσίου».
Ἡ περίοδος αὐτὴ στὴν Ρωσία ἦταν πολὺ σημαντικὴ γιατί μεταφέρονταν ἀπὸ τὴν Δύση ἡ λογικοκρατία καὶ ἡ γερμανικὴ φιλοσοφία ποὺ ἐπηρέασαν πολλοὺς διανοουμένους. Ἦταν ἑπόμενο ὅτι παράλληλα πρὸς τὸν δυτικὸ γερμανικὸ διαφωτισμὸ ἀναπτυσσόταν καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐξέφραζε ὁ ὅσιος Παΐσιος. Ἔτσι ἀναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στὴν ρωσικὴ κοινωνία, ἤτοι τὸ ρεῦμα τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τὸ ρεῦμα τοῦ ἡσυχασμοῦ ἀπὸ τοὺς σλαβόφιλους, ὅπως ἄλλωστε τὸ συναντοῦμε ἔκδηλα στὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκι «Ἀδελφοὶ Καραμάζοφ».
Στὸ μυθιστόρημα αὐτὸ ὁ Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τὰ ρεύματα τὰ ὁποία ἐπικρατοῦσαν στὴν Ρωσία τὴν ἐποχή του. Τὰ τρία παιδιὰ τοῦ Θεοδώρου Καραμάζοφ, ἤτοι ὁ Μίτια-Ντημίτρι, ὁ Ἰβὰν καὶ ὁ Ἀλεξέϊ-Αλιόσια ἐκφράζουν τὰ τρία ρεύματα τῆς ρωσικῆς κοινωνίας. Ὁ Μίτια ἐκπροσωπεῖ τὴν παλιὰ πρωτόγονη αἰσθησιακὴ καὶ διονυσιακὴ Ρωσία. Ὁ Ἰβὰν ἐκπροσωπεῖ τὴν ρωσικὴ διανόηση, ποὺ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν δυτικὸ διαφωτισμὸ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν διανοούμενος, ἀγνωστικιστὴς καὶ ἐκπρόσωπος τῶν στοχαστῶν. Καὶ ὁ Ἀλιόσια ἐκπροσωπεῖ τὸν διανοητικὸ κόσμο ποὺ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ ἐκφράζει τὸν τρόπο σκέψεως τῶν σλαβοφίλων. Ὁ δὲ Στάρετς Ζωσιμάς, ὅπως τὸν παρουσιάζει ὁ Ντοστογιέφσκι, ἐκφράζει τὸν Μακάριο καὶ τὸν Ἀμβρόσιο τῆς Μονῆς Ὄπτινα καὶ ὅλη τὴν παράδοσή της.
Πάντως, οἱ 103 ρωσικὲς Μονές, ἰδίως δὲ ἡ Μονὴ Ὄπτινα ὑπῆρξαν κέντρα μελέτης τῆς Φιλοκαλίας καὶ τῶν πατερικῶν κειμένων. Μάλιστα δὲ ἡ Μονὴ Ὄπτινα ἐπηρέασε πάρα πολὺ τὴν ρωσικὴ κοινωνία καὶ τὸν διανοητικὸ κόσμο, ἀφοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λαὸ σύχναζαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ θεολόγοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἀλεξέϊ Χομιακώφ, ὁ Νικολάϊ Γκόγκολ, ὁ Λέον Τολστόϊ κ.ἄ. Ἔτσι ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ δημιούργησε ὁ ἐκπληκτικὸς ὅσιος Παΐσιος ἐπηρεάσθηκαν μοναχοὶ μέχρι καὶ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ποὺ θεωρεῖται ὡς πνευματικὸς ἀπόγονος τοῦ ὁσίου Παϊσίου, καὶ ἄλλοι θεολόγοι, λογοτέχνες καὶ φιλόσοφοι.
Ἐπίλογος
Ἡ πορεία καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794) εἶναι θαυμαστῆ καὶ ἐκπληκτική. Ἡ μητέρα του ἤθελε νὰ τὸν ὀδηγήση στὸν γάμο καὶ τὴν ἱερωσύνη, ὥστε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ παραμείνη στὴν ἱστορία τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογενείας. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ μητέρα του, ὅπως διηγεῖται ὁ ὅσιος Παΐσιος, ἔχασε τὸν ἱερέα σύζυγό της καὶ παρέμεινε αὐτὸς τὸ μοναχοπαίδι της, «ἡ μόνη γιὰ τὰ γηρατειὰ φροντίδα γιὰ τὸ σπίτι καὶ κατὰ Θεὸν παρηγοριά». Ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀκολούθησε ἄλλο δρόμο καὶ τελικὰ ἔσωσε χιλιάδες ἀνθρώπους, ἀναδείχθηκε ἕνας νέος Μωϋσὴς στὴν Μολδαβία, τὴν Βλαχία, τὴν Ρωσία καὶ ὅλη τὴν γύρω περιοχή, ὁπότε παρέμεινε λαμπρὸ τὸ ἐπίθετό του στοὺς αἰῶνες. Ἀκόμη δὲ καὶ ἡ ἴδια ἡ μητέρα του, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη θλίψη της, ἔγινε μοναχὴ καὶ ἐκοιμήθη ὡς μοναχή.
Ὁ ἴδιος μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν ζῆλο του γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀλλὰ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποὺ προϋπῆρχε σὲ αὐτό, καίτοι ἀπὸ πολλοὺς ἦταν ξεχασμένη, ἀλλὰ διαφυλασσόταν καὶ στὶς βιβλιοθῆκες καὶ σὲ μεμονωμένους ἀσκητές. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἡ ἴδια διὰ μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβῇ αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, οὔτε ἡ σχολαστικὴ θεολογία, οὔτε ἡ λεγομένη νεοπατερική-ρωσικὴ θεολογία.
Ὁ Καθηγητὴς Ἀντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος γράφει εὔστοχα στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου:
«Ἡ μελέτη τῆς ἀναβίωσης τῆς ἡσυχαστικῆς πνευματικότητας στὸν ὀρθόδοξο κόσμο κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα ἀναποφεύκτως ὁδηγεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ καὶ κοινοβιάρχη, ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ὁ ὁποῖος ἐπανεισήγαγε τὸν σλαβικὸ καὶ ρουμανικὸ κόσμο στὸν χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς μορφῆς. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὑπῆρξε αὐτὸς ποὺ συνετέλεσε στὴν ἀναβίωση τοῦ κοινοβιακοῦ βίου στὸν ρουμανικὸ μοναχισμό, μὲ βάση τὸ ἁγιορειτικὸ πρότυπο, καὶ στὴν στροφὴ πρὸς τὴν ἡσυχαστικὴ πνευματικότητα, ὅπως αὐτὴ εἶχε ἀνθίσει στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν 14ο αἰῶνα. Τὸ ἔργο του πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ὑπῆρξε μία παράλληλη προσπάθεια μὲ ἐκείνη τὴν ὁποία εἶχε κάνει μέσα στὸν ἑλληνικὸ κόσμο ὁ σύγχρονός του ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταράς, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο χρησίμευε ὡς ὑπόδειγμα γιὰ τὸν Παΐσιο».
Καὶ πάλι θέλω νὰ εὐχαριστήσω καὶ νὰ συγχαρῶ τὸν Ὁμότιμο Καθηγητὴ κ. Ἀντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο γιὰ τὴν ὅλη προσφορὰ τοῦ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλά, ἰδιαιτέρως, γιὰ τὴν παρουσίαση τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ποὺ εἶναι ἕνα λαμπρὸ τέκνο τῆς ζωῆς ποὺ ὑπάρχει πλούσια μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.–
- Προβολές: 3394