Κύριο ἄρθρο: Ἡ θεολογία στὴν ζωή μας
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ τὴν πρώτη, εἰσαγωγικὴ ἐκπομπὴ τῆς σειρᾶς ἐκπομπῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου μὲ τίτλο «Ἡ θεολογία στὴν ζωή μας», γιὰ τὸν Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (89,5 FM), ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται κάθε Κυριακὴ 4 μ.μ. γιὰ τὴν περίοδο 2012-2013.
Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ θεολογία ἐννοοῦμε τὸν λόγο περὶ τοῦ Θεοῦ καί, βεβαίως, τί ὁ Θεὸς θέλει νὰ κάνουμε στὴν ζωή μας. Θεολόγος εἶναι αὐτὸς ποῦ γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια μεταφέρει τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὡς διδασκαλία καὶ καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, χρησιμοποιῶντας ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν βιολογική μας ζωή, ὅτι θεολόγος εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἰσπνέει τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ζωὴ τῆς ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Παράδεισο, αὐτὸ τὸ ὀξυγόνο εἰσέρχεται μέσα στὸ εἶναι του καὶ τὸν ζωοποιεῖ, καὶ στὴν συνέχεια ἐκπνέει στὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζή. Ἔτσι, ἑνώνεται ὀργανικὰ τὸ ἔσχατο μὲ τὸν ζωντανὸ ὀργανισμό, ποῦ τὸ βιώνει, καὶ μὲ τὴν παροῦσα πραγματικότητα.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἔχει παρατηρήσει ὅτι τὸ βασικὸ στοιχεῖο καὶ σημεῖο τῆς πατερικῆς θεολογίας ἦταν πάντοτε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ Μ. Ἀθανασίου καὶ τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἦταν καθαρὰ Χριστολογική. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μελετοῦσαν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποῦ ἐμφανιζόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποῦ ἦταν ὁ Ἄσαρκος Λόγος, καὶ πῶς αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἐνηνθρώπησε, δηλαδὴ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ Χριστολογία διαπερνᾶ ὅλη τὴν σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Καὶ φυσικὰ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Ἡ ὀρθόδοξη ζωὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα Χριστοκεντρικὴ καὶ Χριστολογική. Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ ὁ τελικὸς στόχος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπεκάλυψε τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τὸν Πατέρα, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω. ἰδ', 9) καὶ ὁ Χριστὸς ἀπέστειλε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖο, βέβαια, μόρφωσε τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά μας, δηλαδὴ μᾶς ἕνωσε μὲ τὸν Χριστό. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀναδημιουργία του εἶναι ἔργο τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τὸν Πατέρα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ σημεῖο ποῦ τονίζει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι εἶναι ὅτι τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν πατερικὴ θεολογία ἔχει πάντοτε διατυπωθῇ καὶ ἑρμηνευθῇ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό, ὅτι ἦταν ὁ ἄκτιστος Λόγος, Φῶς ἐκ Φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὅτι εἶχε δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ἑνωμένες στὸ πρόσωπό Τοῦ, ὅτι εἶχε δύο θελήσεις στὸ ἑνιαῖο πρόσωπό Τοῦ, δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ θεωρητικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς ἢ στοχαστικοὺς λόγους, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐφ' ὅσον ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀναγέννησή του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία περὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴν τὴν σωτηριολογικὴ προοπτικὴ τὴν συναντᾶμε πολὺ καθαρὰ στὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου ἐπισκόπου Λυῶνος, τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἐπίσης τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ὅλων τῶν μετέπειτα φιλοκαλικῶν Πατέρων.
Αὐτὴ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀναγέννησή του ἐν Χριστῷ, εἶναι ἡ βίωση τῆς καινῆς κτίσεως, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο βλέπουμε καθαρότατα στὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ὅταν διαβάζουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη, δηλαδὴ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων, τότε βλέπουμε ἀκριβῶς σὲ τί συνίσταται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀναγέννησή του, ποῦ γίνεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ διδάξη μερικὲς ἀλήθειες, ἀλλὰ νὰ δώση στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ μεταμορφωθοῦν, δηλαδὴ νὰ ἐπανέλθουν ὄχι μόνον στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀνώτερη ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας ἐπῆλθε μιὰ ἀναταραχὴ στὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ περιβάλλον καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του. Τώρα ὅμως θὰ πρέπει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ προβλήματα τῆς πτώσεως καὶ νὰ τεθῇ σὲ μιὰ νέα προοπτική, νέα τροχιὰ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἐσχατολογικὴ προσδοκία ἀλλὰ καὶ παροῦσα πραγματικότητα.
Ἑπομένως, ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ Χριστολογία, διὰ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἡ ἀναγέννησή μας. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ δημιουργήση μιὰ νέα θρησκεία, οὔτε γιὰ νὰ δημιουργήση καινούρια ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ παραδόσεις, οὔτε φυσικὰ γιὰ νὰ ἐνώση τὴν ἑλληνικὴ σκέψη μὲ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη καὶ νὰ δημιουργήση μιὰ νέα παράδοση. Αὐτὰ βέβαια εἶναι συνεπόμενα καὶ ἔγιναν μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ διάφορα ρεύματα τὰ ὁποία παρουσιάσθηκαν καὶ γιὰ νὰ ἐκφρασθῇ ἡ ἐν Χριστῷ ζωῇ στὴν καθημερινή μας πορεία.
Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε γιὰ νὰ νικήση τὰ τρία μεγάλα κακὰ τὰ ὁποία ἀπασχολοῦν τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Μόνο μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ βλέπουμε τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τονίζεται ἔντονα στὴν Καινὴ Διαθήκη, δηλαδὴ στὰ Εὐαγγέλια, τὶς Πράξεις, τὶς Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Ὅταν διαβάση κανεὶς μὲ πνεῦμα μαθητείας τὰ Καινοδιαθηκικὰ αὐτὰ βιβλία, παρατηρεῖ ποιό ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἦλθε γιὰ νὰ νικήση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, νὰ νικήση τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο ποῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅποιος ἑρμηνεύει τὰ κείμενα αὐτὰ μέσα ἀπὸ ἄλλη προοπτική, δηλαδὴ ἱστορική, θρησκειολογική, κοινωνιολογική, ἠθικιστική, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ κλίμα τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ καὶ τὰ κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ποῦ συνεχίζουν αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῶν Ἀποστόλων, ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναφέρονται, δηλαδὴ στὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βλέπουμε τὸ ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ διάβολος εἶναι μιὰ συγκεκριμένη ὀντότητα ποῦ ἀνῆκε πρῶτα στὸ τάγμα τῶν ἀγγέλων, γέννησε τὸ κακό, ἔγινε σκοτεινὸς δαίμονας, διακρίνεται γιὰ τὸ μῖσος ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ εἶναι νεκρὸ πνεῦμα, δηλαδὴ δὲν ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ καὶ μεταδίδει ὅλη αὐτὴν τὴν νέκρωση καὶ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀποδέχονται. Εἶναι διάβολος, γιατί διαβάλλει τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεὸ καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ διαβάλλη καὶ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτὸς ποῦ δημιουργεῖ συνεχῶς προβλήματα, θέτει λογισμοὺς στοὺς ἀνθρώπους ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, λογισμοὺς ἀπογνώσεως, ἀπελπισίας, ἀπιστίας καὶ συγχρόνως παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν ἀνυπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει, δηλαδή, αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπετέλεσε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα καὶ τελικὰ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἁμαρτία συνιστᾶ τὴν ἀποστασία καί, φυσικά, ὅταν ἀπομακρύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, τότε γίνεται σκοτεινός, χάνει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία ἀρχίζει μὲ τὴν προσβολὴ τῶν λογισμῶν ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου, συνεχίζει μὲ τὴν ἐπιθυμία, γίνεται ἡ πράξη καὶ ἡ ἐπαναλαμβανομένη πράξη γίνεται πάθος. Μὲ τὴν ἁμαρτία διαστρέφεται ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀντὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς νὰ πορεύωνται κατὰ φύση καὶ ὑπὲρ φύση πορεύονται παρὰ φύση. Ὁ θάνατος εἶναι συνέχεια καὶ συνέπεια τῶν προηγουμένων, δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἐγὼ εἰμί... ἡ ζωὴ» (Ἰω. ἰα', 25 καὶ ἰδ', 6). Ἐφόσον ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, κάθε τί ποῦ ζὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ βρίσκεται στὸν χῶρο τοῦ θανάτου. Ἔτσι, ὑπάρχει θάνατος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς καὶ θάνατος τοῦ σώματος. Προηγεῖται ὁ πνευματικὸς θάνατος καὶ ἀκολουθεῖ καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος.
Τὰ τρία αὐτὰ μεγάλα θεολογικὰ ἀτοπήματα, δηλαδὴ ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος, εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποία κρατοῦσαν τὸν ἄνθρωπο δέσμιο στὴν φθορὰ καὶ τὴν θνητότητα καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀποδεσμευθῇ καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁπότε, μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀποστασία, κατασκεύαζε θεοὺς δικούς του, ποῦ ἦταν στὴν πραγματικότητα ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος ἦταν διεστραμμένος μέσα στὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὰ λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη, δηλαδὴ προσέλαβε τὴν θνητότητα καὶ τὴν παθητότητα, χωρὶς τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ τὰ νικήση πάνω στὸ σῶμα Τοῦ. Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ. Ἔτσι ἔγινε τὸ ἀντίδοτο, τὸ φάρμακο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ποῦ συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ μπορεῖ ἐντεταγμένος μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κοινωνῶντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Τοῦ νὰ φθάση στὸ νὰ βιώση καὶ αὐτὸς τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὴ ἡ νίκη, ἢ ὅπως τὴν ὀνομάζουμε θρίαμβο, δὲν γίνεται μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, μὲ τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὶς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν ἐποχὴ μᾶς ποῦ ἐπικρατεῖ ὁ οὑμανισμός, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἐπίλυση τῶν θεμάτων γίνεται μὲ τὶς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ αὐτὸ τὸ οὐμανιστικὸ πνεῦμα μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν ἡ φιλοσοφία, ἡ ψυχολογία, ἡ κοινωνιολογία, πρέπει νὰ ἀντιτάξουμε τὴν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ προβήματος εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, ποῦ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐπιστῆμες ποῦ ἀνέφερα προηγουμένως βοηθοῦν στὴν ἐπίλυση τῶν ἐξωτερικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ἀπαλλάξουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ βασανιστικὰ προβλήματα, δηλαδὴ τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ στὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, δὲν τὸ ἐννοοῦμε θεωρητικά, ἠθικιστικά, ἀλλὰ μιὰ πρακτικὴ διάσταση. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴδαμε προηγούμενως, ἔκανε λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι κατὰ βάση Χριστολογικὴ καὶ ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας, τόνισε καὶ μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, ὅτι αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννησή του γίνεται μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἐπιτυγχάνεται αὐτὴ ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Ὅπως τονίζει ἐπιγραμματικὰ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, τὸ θέμα περὶ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἕνα «παράρτημα» στὴν Χριστολογία, δὲν εἶναι μιὰ προέκταση τῆς Χριστολογικὴς ἀρχῆς, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησιολογία, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη, εἶναι ὀργανικὸ τμῆμα τῆς Χριστολογίας. Οἱ Πατέρες δὲν ἀνέπτυξαν εἰδικὰ καὶ ἰδιαίτερα τὰ θέματά περί τῆς ἐκκλησιολογίας, γιατί εἶδαν τὴν Ἐκκλησία μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἕνα «παράρτημα», ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία σώζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστιανισμὸς κάνει ὅλες τὶς ἐφαρμογές του μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησιολογία ἕνα διαφορετικὸ κεφάλαιο ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν Χριστολογία. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ποτὲ μόνος Τοῦ, ἀλλὰ πάντοτε εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ Σώματός Τοῦ, οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν κεφαλή της, τὸν Χριστό. Ἐπίσης, ὁ Χριστὸς εἶναι πάντοτε ἑνωμένος μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ὅπως λέγει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι «ὁ Λυτρωτὴς καὶ οἱ λυτρωθέντες βρίσκονται ἀχώριστα μαζί».
Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, βιώνεται μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦμε τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, δηλαδή, νὰ μετέχη κανεὶς τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τῆς θείας Εὐχαριστίας, τοῦ γάμου κλπ. ἀλλὰ πάντοτε μέσα στὴν προοπτικὴ νὰ τηρῇ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινή του ζωή. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφκσι ἐκτὸς τῶν ἄλλων ποῦ ἀναφέραμε προηγούμενως, ὅτι δηλαδὴ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατὰ βάση Χριστολογική, ὅτι ἀναφέρεται στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλο αὐτὸ βιώνεται μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὅλη ἡ παραδοσιακὴ ὁδὸς καὶ ἡ πατερικὴ θεολογία καὶ ἡ πατερικὴ εὐσέβεια βιώνεται μέσα στὸ lex crendedi καὶ lex orandi. Τὸ lex crendedi εἶναι ὁ νόμος τῆς πίστεως καὶ τὸ lex orandi εἶναι ὁ νόμος τῆς προσευχῆς. Τὰ δύο αὐτὰ συνδέονται στενὰ μεταξύ τους καὶ δὲν μπορεῖ τὸ ἕνα νὰ βιώνεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ lex crendedi, τὸν νόμο τῆς πίστεως, συμπεριλαμβάνονται ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν μετέπειτα Πατέρων μέχρι τὶς ἡμέρες μας, δηλαδὴ τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ ὅλων τῶν ἀσκητικῶν καὶ φιλοκαλικῶν Πατέρων. Κυρίως σὲ αὐτὸν τὸν νόμο τῆς πίστεως ὑπάγονται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποῦ εἶναι κριτήρια ἀληθείας καὶ ζωῆς. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καὶ νὰ ἀγνοῇ αὐτὴν τὴν παράδοση τῶν ἁγίων.
Ἐπίσης, στὸ lex orandi ὑπάγεται ὅλη ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στὴν λατρεία της, στὴν θεία Λειτουργία καὶ στὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ Μυστήρια ἔχει εἰσαχθῇ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι Μυστήρια τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ εἶναι Μυστήρια καὶ εὐχὲς ποῦ φανερώνουν τὴν Χριστολογικὴ ἔμφαση καὶ τὴν Χριστολογικὴ διάσταση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν λατρεία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀναφορὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου ποῦ γίνεται πρὸς τὸν Πατέρα ἔχει τὴν ἀποκορύφωσή της στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος», καὶ ἀποβλέπει στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ζωντανὴ συνάντηση μαζὶ Τοῦ. Ἀκόμη στὸ lex orandi ὑπάγεται ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστιανοῦ, ἡ γνωστὴ εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», ἡ λεγομένη νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, ἡ ὁποία γίνεται μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς λατρείας καὶ ὁδηγεῖ πρὸς συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁπότε, τὸ lex crendedi καὶ τὸ lex orandi συνδέονται στενὰ μεταξύ τους. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν βλέπουμε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συνδυάζονται ἀπόλυτα μὲ τὴν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή, ποῦ εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
- Προβολές: 3624