Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ,

ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΑΤΡΩΝ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ Ε.Ε.

Καὶ πάλι, Σεβασμιώτατε ἅγιε Πατρῶν, ἡ ἀγάπη σας μὲ προσκάλεσε νὰ παρευρίσκομαι στὸν πανηγυρίζοντα Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς πόλεως Πατρῶν, τὴν μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καὶ σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας. Ἐπίσης, σᾶς εὐχαριστῶ καὶ γιὰ τὴν καλὴ καὶ εὐλογημένη ἐκκλησιαστικὴ γειτονία τὴν ὁποία ἔχουμε. Τὰ λόγια τὰ ὁποία εἴπατε γιὰ τὸ πρόσωπό μου εἶναι πηγαῖα καὶ εἰλικρινῆ. Παρακολουθῶ τὸν ζῆλο σας, τὴν ἀγάπη σας καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ θὰ ἔλεγα καὶ τὸ μοναχικό σας ἦθος καὶ αὐτὸ μὲ χαροποιεῖ. Ἐπειδὴ σήμερα εἶναι Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορῶ νὰ διαβεβαιώσω ὅτι ποιμαίνετε μὲ ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοζωΐα.

Ἐπέλεξα, Σεβασμιώτατε καὶ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὴν σημερινὴ ὁμιλία μου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, νὰ σχολιάσω θεολογικὰ ἕνα τροπάριο ποῦ παρουσιάζει τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ λέγη στὸν ἄγγελο ποῦ τῆς μετέδωσε τὴν εἴδηση ὅτι θὰ γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ: «τέξομαι τὸν ἄσαρκον, σάρκα ἐξ ἐμοῦ δανεισάμενον, ὅπως ἀναγάγη τὸν ἄνθρωπον ὡς μόνος δυνατὸς εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα διὰ τῆς συγκράσεως».

Πρόκειται γιὰ μία πολὺ σημαντικὴ φράση ποῦ δείχνει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τρία σημεῖα εἶναι ἐνδιαφέροντα.

1. Γράφεται στὸ τροπάριο: «Τέξομαι τὸν ἄσαρκον, σάρκα ἐξ ἐμοῦ δανεισάμενον». Γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἄσαρκο καὶ σεσαρκωμένο Λόγο. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐμφανιζόταν πάντοτε τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀσάρκως, καὶ αὐτὸν ἔβλεπαν οἱ Προφῆτες καὶ εἶχαν κοινωνία μαζὶ Τοῦ. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ ἄσαρκος Λόγος σαρκώθηκε καὶ ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Παναγία. Αὐτὴ εἶναι μιὰ οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πάντως, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

2. Στὸ τροπάριο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου «εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα». Τὸ «ἀρχαῖον ἀξίωμα» εἶναι ἡ ἀρχικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση καὶ ἡ ὁρμὴ τὴν ὁποία εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβε τὸ κατ' εἰκόνα καὶ ἔπρεπε νὰ φθάση στὸ καθ' ὁμοίωση. Τὸ κατ' εἰκόνα εἶναι τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο ποῦ ἔπρεπε νὰ ὁδηγῆται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση μὲ τὴν θεία ἐνέργεια. Ἡ βούληση-θέληση ἦταν ὄρεξη τῆς φύσεως καὶ αὐτὸ τὸ φυσικὸ θέλημα ἔπρεπε νὰ ὁδηγῆται πρὸς τὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος ἔχει καθορίσει αὐτὴν τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο, γράφοντας: «ἔδει γὰρ τὸν ἄνθρωπον πρῶτον γενέσθαι καὶ γενόμενον αὐξῆσαι καὶ αὐξήσαντα ἀνδρωθῆναι καὶ ἀνδρωθέντα πληθυνθῆναι καὶ πληθυνθέντα ἐνισχῦσαι καὶ ἐνισχυθέντα δοξασθῆναι καὶ δοξασθέντα ἰδεῖν τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην». Αὐτὴ ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν γέννηση μέχρι τὴν θέωση συνιστᾶ τὴν ὁρμὴ τὴν ὁποία εἶχε, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρχαῖο ἀξίωμα ποῦ τοῦ εἶχε δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας του. Ὅμως, μὲ τὴν πτώση του τὸ φυσικὸ θέλημα ἔγινε γνωμικὸ καὶ διεκόπη αὐτὴ ἡ προοπτικὴ τῆς ἀκατάσχετης ὁρμῆς πρὸς τὸν Θεό. Τώρα, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρέπει ἐν Χριστῷ νὰ γίνη ἡ ἀτρεψία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος καὶ νὰ γίνη φυσικὸ θέλημα.

3. Στὸ τροπάριο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνέλθη στὸ «ἀρχαῖον ἀξίωμα» καὶ ἔτσι νὰ ἐπιτευχθῇ ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας του. Καὶ αὐτὸ γίνεται «διὰ τῆς συγκράσεως». Ἡ λέξη «σύγκρασις» δηλώνει τὴν ἕνωση μεταξὺ δύο οὐσιῶν, δύο πραγμάτων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ σύγκρασις «ἡ κατὰ σύνθεσιν ἕνωσὶς ἐστιν» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἔργα 2, ΕΠΕ, σέλ. 202). Ἡ ὡραία αὐτὴ λέξη ἔχει βαθύτατη θεολογία, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἐφαρμογή της καὶ στὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο «τὰ γὰρ ἀμφότερα (ὁρατὸν καὶ ἀόρατον) ἐν τῇ συγκράσει Θεοῦ μὲν ἐνανθρωπήσαντος, ἀνθρώπου δὲ θεωθέντος» (βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ἔργα 4, ΕΠΕ σέλ. 440).

Στὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ ἔγινε ἡ σύγκραση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ὄχι ἡ ἀφομοίωση. Ἄλλο εἶναι ἡ σύγκραση καὶ ἄλλο ἡ ἀφομοίωση. Ἡ σύγκραση εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν δύο φύσεων ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, «ἡ καθ' ὑπόστασιν ἕνωσὶς ἐστιν» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ.) ἐνῷ ἡ ἀφομοίωση σημαίνει ὅτι ἀφομοιώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν θεία φύση.

Οἱ Μονοφυσίτες πιστεύουν στὴν ἀφομοίωση τῶν δύο φύσεων, ἀφοῦ κατ' αὐτοὺς ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀφομοιώθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση, γι' αὐτὸ κάνουν λόγο γιὰ σύνθετη φύση, ἐνῷ οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ σύνθετη ὑπόσταση. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ σύνθετης φύσεως καὶ σύνθετης ὑποστάσεως. Ἡ σύνθετη φύση δείχνει ὅτι ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις καὶ ἀποτελέσθηκε μία τρίτη, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἑνώνονται δύο οὐσίες –ὑδρογόνο καὶ ὀξυγόνο– καὶ ἀποτελοῦν κάτι καινούριο, τὸ νερό, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ σύνθετη ὑπόσταση, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου στὴν ὁποία ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρωπίνη. Ὁπότε, ἡ σύγκραση φανερώνει τὴν ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό.

Στὸν ἄνθρωπο γίνεται ἡ θέωση «διὰ τῆς συγκράσεως» καὶ ὄχι διὰ τῆς συζυγίας ἢ τοῦ παρυφισταμένου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐνεργεῖ στὸν ἄνθρωπο ἔξωθεν, ἀλλὰ ἔσωθεν διὰ τῆς καρδίας. Ὅταν οἱ ἅγιοι φθάνουν στὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, δὲν βλέπουν τὸ Φῶς ἔξω ἀπὸ αὐτούς, γιατί ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἔσωθεν, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β' Κόρ. δ', 6). Ἐπίσης, σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γίνεται λόγος γιὰ τὸν «ἔσω ἐν τῇ καρδία ἄνθρωπο» (Ρώμ. ζ' 22, Β' Κόρ., δ' 16, Ἐφ. γ' 16). Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κάνει λόγο γιὰ τὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» (Α' Πέτρ. γ' 4)

Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται «εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα» μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, «διὰ τῆς συγκράσεως». Αὐτὸ ποῦ ἔγινε μὲ τὴν Παναγία ἐφ' ἅπαξ, δηλαδὴ δέχθηκε τὸν Χριστὸ μέσα στὴν κοιλία της, καὶ ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ αὐτήν, κυοφορήθηκε καὶ γεννήθηκε, αὐτὸ γίνεται μὲ κάθε ἄνθρωπο ἰδιαίτερα μὲ τὸν θεούμενο πνευματικὰ διὰ τῆς καρδίας, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Τὴν μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου θὰ πρέπει νὰ βλέπουμε καὶ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἐκφράζεται στὰ τροπάρια, τὰ ὁποία ψάλλουμε γιὰ νὰ δοξολογήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μας θέωση καί, βεβαίως, ζῶντας μέσα τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ φθάσουμε «εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα, διὰ τῆς συγκράσεως». Ἀμήν.

  • Προβολές: 2636