Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Μιχαίας, 14 Αὐγούστου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ Προφήτης Μιχαίας γεννήθηκε στὴν πόλη Μορασθῆ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Μορασθίτης. Ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν δώδεκα μικρῶν Προφητῶν. Ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748-696 π.Χ., στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποῦ τὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα ὑπέφερε ἀπὸ συνεχεῖς ἐπεμβάσεις τῶν Ἀσσυρίων. Ἦταν σχεδὸν σύγχρονος τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα. Τὸ βιβλίο του, ποῦ γράφηκε στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, διακρίνεται γιὰ τὴν γλαφυρότητα καὶ τὴν σαφήνεια τῶν φράσεών του καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ κεφάλαια. Στὰ πρῶτα τρία κεφάλαια προαναγγέλλεται ἡ καταστροφὴ τῆς Σαμά¬ρειας. Στὰ ἑπόμενα δύο προφητεύεται ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Καὶ σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἴ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα ἐκ σοῦ μοὶ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τὼ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος... καὶ ποιμανεῖ τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν ἰσχύϊ Κύριος, καὶ ἐν τῇ δόξη ὀνόματος Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν ὑπάρξουσι, διότι νὺν μεγαλυνθήσονται ἕως ἄκρων τῆς γῆς». Στὰ δύο τελευταῖα κεφάλαια ὁ Προφήτης ἐλέγχει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, τὸν προτρέπει σὲ μετάνοια καὶ ὑπὸ τύπον ἐρωτήσεως τοῦ ὑπενθυμίζει τὸ πῶς πρέπει νὰ πορεύεται στὴν ζωή του. Τοῦ λέγει: «Τί ζητᾶ ἀπὸ σένα ὁ Θεός, παρὰ μόνον νὰ εἶσαι δίκαιος, εὐσπλαχνικὸς καὶ πρόθυμος νὰ πορεύεσαι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου;». Αὐτὴ ἡ ὑπενθύμηση εἶναι ἀσφαλῶς διαχρονικὴ καὶ ἐπίκαιρη.
Ὁ Προφήτης Μιχαίας δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τὶς παρανομίες τοῦ βασιλέα Ἀχαάβ, γι’ αὐτὸ καὶ διώχθηκε ἀρκετὲς φορές. Τελικὰ συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίσθηκε, ἐπὶ βασιλείας τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰωράμ. Τὸ σῶμα του περισυνέλεξαν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν Μορασθή.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Οἱ περισσότεροι Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχαν μαρτυρικὸ τέλος. Αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ συναξάρια, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶπε στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους -μετὰ τὰ σκληρὰ ἐκεῖνα οὐαὶ ποῦ τοὺς ἀπηύθηνε- τὰ ἑξῆς: «διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταὶς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ὅπως ἔλθη ἐφ ὑμᾶς πὰν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου... Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν!» (Μάτθ. κγ', 34-37). Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ κλῆρος τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι οἱ θλίψεις καὶ τὸ μαρτύριο. Ἀλλὰ οἱ θλίψεις τῶν δικαίων δὲν εἶναι ἀπαράκλητες, ἀφοῦ τοὺς ἐπισκιάζει ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοὺς παρηγορεῖ, τοὺς ἐνισχύει καὶ τοὺς λυτρώνει, ὅπως τονίζει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος... λυτρώσεται Κύριος ψυχὰς δούλων αὐτοῦ» (Ψάλ. λγ', 20, 23). Καθώς, ἐπίσης, δείχνει ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἀγαποῦν τὸ Φῶς, ἐπειδὴ γίνονται φανερὰ τὰ πονηρὰ ἔργα τὰ ὁποία πράττουν «ἐν τὼ κρυπτῷ», δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν τὸ καθαρὸ καὶ φωτεινὸ κήρυγμα τῆς ἀγάπης, ποῦ ἐξαγγέλλουν οἱ Προφῆτες ὅλων τῶν ἐποχῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ πολεμοῦν ὅσους «ὀρθοτομοὺν τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας» καὶ μὲ διαφόρους τρόπους προσπαθοῦν νὰ τοὺς φιμώσουν καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσουν. Ὡστόσο ὅμως ὑπάρχει καὶ τὸ «ἐκλεκτὸν λῆμμα», ὁ νέος Ἰσραήλ, «ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος», ποῦ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος, οἱ «βεβαπτισμένοι καὶ βεβαιόπιστοι». Δηλαδή, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν βαπτισθῇ καὶ ἀγωνίζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ ζοὺν μὲ δικαιοσύνη, νὰ εἶναι εὐσπλαχνικοὶ καὶ νὰ ἐφαρμόζουν μὲ προθυμία τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν «μικρὰν ζύμην», ἡ ὁποία ζυμώνει «ὅλον τὸ φύραμα», καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ πνευματικὸ ἁλάτι ποῦ συγκρατεῖ τὴν κοινωνία ἀπὸ τὴν σήψη καὶ τὴν ἀποσύνθεση.
Δεύτερον. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Προφήτης Μιχαίας προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι δίκαιοι, νὰ ἔχουν ἀγάπη καὶ νὰ ζοὺν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς ἐμακάρισε ἐκείνους ποῦ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνη, καθὼς ἐπίσης ἐδίδαξε τὴν τέλεια ἀγάπη ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς. Μάλιστα τὴν ταύτισε μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Τοῦ, λέγοντας ὅτι «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς οὗτὸς ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με». Ἡ δικαιοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι συνδεδεμένες μεταξύ τους, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Τοῦ, αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς συνανθρώπους του, καθὼς καὶ ὅλη τὴν κτίση, καὶ ἀγωνίζεται νὰ εἶναι δίκαιος. Ἄλλωστε, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ, καὶ ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν δίκαιος μὲ τὴν νομικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, τότε θὰ τιμωρούμασταν καθημερινὰ ὅλοι, ἀφοῦ συνεχῶς ἁμαρτάνουμε καὶ ἴσως νὰ μὴ παρέμενε κανένας ζωντανὸς πάνω στὴν γῆ.
Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν θυσία, ἐκεῖ ὑπερβαίνεται τὸ δίκαιο. Ἀντίθετα, ὅταν μειώνεται ἢ χάνεται ἡ ἀγάπη τότε ὁ καθένας ψάχνει νὰ βρὴ τὸ δίκαιό του. Π.χ. μιὰ μητέρα ποῦ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τὸ παιδί της δὲν ψάχνει νὰ βρὴ τὸ δίκαιό της, ἀλλὰ θυσιάζεται γιὰ τὸ παιδί της, ἔστω καὶ ἂν τὴν ἔχη πικράνει μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο, ἐπειδὴ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη σκεπάζει καὶ ὑπομένει τὰ πάντα. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν συζύγων ὅταν παύση νὰ ὑπάρχη ἡ ἀγάπη, τότε καταφεύγουν στὴν δικαιοσύνη καὶ ὁ καθένας ψάχνει νὰ βρὴ τὸ δίκαιό του.
Τὸ κήρυγμα τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπακοῆς στὸν Τριαδικὸ Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, σὲ μιὰ κοινωνία στὴν ὁποία ἐπικρατοῦν οἱ μηχανορραφίες, οἱ δολοπλοκίες, ἡ ἀνειλικρίνεια καὶ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, σίγουρα προκαλεῖ ἀντιδράσεις. Ἀλλὰ ριζώνει, ἀνθίζει καὶ καρποφορεῖ ἐκεῖ ποῦ ὑπάρχει ἀγαθὴ διάθεση, ταπείνωση καὶ εἰλικρίνεια.
- Προβολές: 4696