Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Θεῖος ἔρως κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο
Ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ δεύτερη ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγαπᾶ κανείς τόν Θεό καί νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τόν πλησίον του, ἀλλά οὔτε νά ἀγαπᾶ τόν πλησίον καί νά ἀγνοῆ τόν Θεό. Ἡ ζωή τοῦ Χριστιανοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κατακόρυφη διάσταση πρός τόν Θεό καί τήν ὁριζόντια μέ τούς ἀνθρώπους. Τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀνθρώπους δέν προέρχεται ἀπό κάποια κοινωνική καί πολιτική ἰδεολογία καί ἀπό ἕναν οὑμανιστικό ἀλτρουϊσμό, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Μεγάλη σημασία στήν Χριστιανική ζωή ἔχει ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό ἀγαπᾶ καί ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτήν τήν ἀγάπη οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν ἔρωτα, καί, γιά νά τόν ἀντιδιαστείλουν ἀπό κάθε ἄλλο ψευδῆ ἔρωτα, κάνουν λόγο γιά θεῖο ἔρωτα. Σέ αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα ἀναφέρεται πολλές φορές ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά του. Θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά σέ αὐτό τό θέμα γιά νά φανῆ καί ἐδῶ ὁ συνδυασμός μεταξύ νηπτικότητας καί κοινωνικότητας πού παρητηρεῖται στήν διδασκαλία του.
Κατ᾿ ἀρχάς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά χωρία του εἶναι ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θέτει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ νά λέγη στόν ἄνθρωπο: «ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ· μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς…. ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή, καί ἀδελφός, καί ἀδελφή, καί μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ· καί ἀλήτης διά σέ· ἐπί σταυροῦ διά σέ· ἐπί τάφου διά σέ· ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοί σύ, καί ἀδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;».
Σέ κάποια ἄλλη ὁμιλία του, μιλώντας γιά τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νά μᾶς συνάψη μαζί Του, χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἐραστοῦ καί ὀνομάζει τόν Θεό ἐραστή. Ὁ Θεός ὁμοιάζει «καθάπερ τις ἐραστής σφοδρός, μᾶλλον δέ παντός ἐραστοῦ σφοδρότερος ὤν». Ὁ Χριστιανός πού ἀποκτᾶ αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπᾶ περισσότερο τόν Θεό καί αὐτή ἡ ἀγάπη λέγεται ἔρως.
Στίς ὁμιλίες του κάνει λόγο γιά τόν ἔρωτα στά ἀνθρώπινα πράγματα καί πολλές φορές τόν συγκρίνει καί τόν ἀντιπαραβάλλει μέ τόν θεῖο ἔρωτα, τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό.
Ὁ θεῖος ἔρωτας δέν εἶναι ἀνθρωπίνης προέλευσης, ἀλλά θεϊκῆς, γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιά τρώση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό: «Ὁ γάρ τρωθείς τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ…». Ἑπομένως, ὁ θεῖος ἔρωτας δέν εἶναι ψυχολογικῆς προελεύσεως, οὔτε ἀναμεμειγμένος μέ τόν σωματικό ἔρωτα, ἀλλά εἶναι ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄλλης προελεύσεως, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καθαρότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἁρπαγῆς τοῦ νοῦ του ἀπό τόν Θεό.
Ὑπάρχουν πολλές μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐκφράζεται ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Μιά τέτοια μορφή εἶναι ὁ πόθος. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφόρητο πόθο πρός τόν Θεό καί θέλει νά ἑνωθῆ μαζί Του, ὅπως τό εἴδαμε στό χωρίο πού παραθέσαμε πρό ὀλίγου: «Ὁ γάρ τρωθείς τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ…». Ὁ θεῖος αὐτός ἔρωτας εἶναι μιά «κατάσχεση»-κυρίευση ἀπό τόν πόθο τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ καί ἔρωτας τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὁ πόθος αὐτός ἐκφράζεται μέ πῦρ - φωτιά. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό αἰσθάνεται μέσα του μιά φλόγα πού κατακαίει τήν καρδιά του. Σέ μιά ὁμιλία του ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα. Λέγει: «Ἐπειδάν τις πυρωθῇ τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ,…». Τά λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου» θεωροῦνται «πεπυρωμένης ψυχῆς ρήματα».
Τό πνευματικό αὐτό πῦρ τοῦ ἔρωτος δημιουργεῖ θερμότητα στήν καρδιά. «Ἡ γάρ τοῦ πυρός ἐκείνου θερμότης εἰς τήν ψυχήν εἰσιοῦσα» διώχνει κάθε νωθρότητα καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονῆ ὅλα τά ἐγκόσμια. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζῆ διαρκῶς μέ κατάνυξη καί δάκρυα «πηγάς συνεχεῖς ἀφιείς δακρύων, καί πολλήν ἐντεῦθεν καρπούμενος τήν ἡδονήν». Τά πεπυρωμένα αὐτά δάκρυα ἑνώνουν τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα, ἐνῶ κατοικεῖ μέσα στίς πόλεις, νά αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται στά ὄρη καί τά βουνά καί «οὐδένα τῶν παρόντων ὁρῶν,...». Πρόκειται γιά μιά προσωπική του ἀσφαλῶς ἐμπειρία.
Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ ψαλμοῦ «ἐρῶ τῷ Θεῷ, ἀντιλήπτωρ μου εἶ», λέγει ὅτι τά ρήματα αὐτά εἶναι ρήματα «ψυχῆς γάρ ζεούσης καί θερμῆς καί διακαιομένης ὑπό τοῦ πόθου».
Ὁ θεῖος αὐτός ἔρως εἶναι συνεχής καί ἀδιάλειπτος, «ἀκμάζει διηνεκῶς καί ἀνθεῖ» καί δέν γνωρίζει γεράματα, οὔτε δέχεται τήν παλαιότητα, οὔτε κάποια μεταβολή καί τροπή τοῦ μέλλοντος. Οἱ ἅγιοι διακατέχονταν ἀπό αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα καί γι᾿ αὐτό δέν αἰσθάνονταν κατάνυξη μιά, δυό ἤ τρεῖς ἡμέρες, «ἀλλά καί διηνεκῶς καί καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐρῶντες διετέλουν μετ᾿ εὐλαβείας, καί τήν ἀγάπην ἐπέτεινον»
Ἕνας τέτοιος πνευματικός ἔρωτας δέν εἶναι ἀνυπόστατος καί ἀπρόσωπος, ἀλλά συνδέεται στενά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού θά καταληφθῆ ἀπό αὐτόν τόν πόθο δέν βλέπει κανένα ἄλλον, «ἀλλά διηνεκῶς ἐκεῖνον φαντάζεται τόν ποθούμενον, καί ἐν νυκτί, καί ἐν ἡμέρᾳ, καί κοιταζόμενος, καί διανιστάμενος». Ὁ θεῖος αὐτός ἔρωτας δέν ἔχει μεταπτώσεις, ἀλλά εἶναι «ἄπειρος, ἀτελεύτητος».
Ἡ ἀγάπη - ἔρωτας πρός τόν Θεό ἔχει καί πολλές συνέπειες γιά τόν ἐρωμένο, ἀφοῦ μετατρέπει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του καί τήν φέρει σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ἐκεῖνος πού εὐφραίνεται μέ τόν Θεό ἀποβάλλει κάθε «βιωτικήν ἡδονήν». Στήν πραγματικότητα ὑπερβαίνει τήν ἐγκόσμια ἡδονή μέ τήν θεία ἡδονή καί, ὅταν ἔχη αὐτήν τήν ἡδονή, δέν θέλει νά αἰσθάνεται ἄλλη σωματική καί ἐγκόσμια ἡδονή. Αὐτή ἡ θεία ἡδονή καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «μετάρσιον» καί «πρός οὐρανόν πτεροῖ» αὐτόν.
Ἔπειτα, ἐκεῖνος πού καταλαμβάνεται ἀπό αὐτόν τόν ἔρωτα καί τρέφεται μέ τίς ἐλπίδες τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν δέν καταποντίζεται σέ κανένα ἀπό τά παρόντα, οὔτε παρασύρεται ἀπό τά λυπηρά τοῦ παρόντος βίου. Ἡ ψυχή πού πυρώνεται ἀπό τό θεῖο πῦρ δέν ἐπιθυμεῖ τίποτε τό ἐγκόσμιο. «Ὅταν πυρωθῇ ψυχή τῷ πυρί τῷ θείῳ, πρός οὐδέν τῶν ἐν τῇ γῇ λοιπόν ὁρᾷ, οὐ πρός δόξαν, οὐ πρός αἰσχύνην, ἀλλ᾿ ἑνός ἐστι μόνου, τῆς κατεχούσης αὐτήν φλογός». Μάλιστα σέ μιά ἄλλη ὁμιλία του κάνει λόγο γιά τό ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἐρωμένου βαφῆ γνησίως ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, τότε «πρός οὐδέν ἐπιστρέφεται τῶν παρόντων».
Ἀκόμη, ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό τηρεῖ τίς ἐντολές Του ὄχι ἀπό τόν φόβο καί τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, οὔτε ἀπό τήν ὑπόσχεση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά «διά τόν νομοθετήσαντα», γιά τήν ἀγάπη τοῦ νομοθέτου.
Ὅλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἡ ἀνάλυση τοῦ θείου ἔρωτος, πού κάνει σέ διάφορες ὁμιλίες του πρός τό ποίμνιό του, δείχνουν ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε καταληφθῆ ἀπό αὐτόν τόν θεῖο πόθο καί τόν πνευματικό ἔρωτα, ἡ ψυχή του καί ὅλη ἡ ὕπαρξή του ἦταν πεπυρακτωμένη ἀπό τό πνευματικό καί οὐράνιο πῦρ· ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη δράση του, ἀλλά καί οἱ ὁμιλίες του πού εἶναι ἀπαύγασμα αὐτοῦ τοῦ οὐρανίου πόθου. Συγχρόνως δείχνει ὅτι μέ αὐτό τό πρίσμα καί μέ αὐτό τό «πνεῦμα» ἤθελε νά διαπαιδαγωγήση τούς Χριστιανούς, ἀκόμη καί αὐτούς πού κατοικοῦσαν μέσα στίς πόλεις καί ἐργάζονταν τά συνήθη ἐπαγγέλματα στούς ὁποίους συνήθως ὁμιλοῦσε. Γνώριζε ὅτι μέσα ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο ὅλα τά προσωπικά καί κοινωνικά προβλήματα.
- Προβολές: 3849