Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Μάρτυς Μαρίνος - 16 Δεκεμβρίου

Ὁ ἅγιος μάρτυς Μαρίνος ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., δηλαδή τήν περίοδο τῶν διωγμῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν Ρώμη καί ἔλαβε τό ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ἡ πραότητα, ἡ καλωσύνη καί τό ἀνεξίκακο τοῦ χαρακτήρα του, καθώς ἐπίσης καί ἡ μεγάλη ἀγάπη του, ἰδιαίτερα γιά τούς πτωχούς καί τούς ἀναξιοπαθοῦντες, δημιούργησαν ὑπόνοιες σέ πολλούς συναδέλφους του, οἱ ὁποῖοι δέν ἄργησαν νά ἀνακαλύψουν ὅτι εἶναι Χριστιανός. Καί ἐπειδή τόν φθονοῦσαν γιά τά πολλά του χαρίσματα, τόν ἄμεμπτο βίο του καί τόν ἄψογο τρόπο συμπεριφορᾶς του, τόν κατήγγειλαν καί συνελήφθη μέ αὐτοκρατορική διαταγή. Ὁ ἅγιος ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἀρνήθηκε νά θυσιάση στά εἴδωλα, μέ ἀποτέλεσμα νά καταδικασθῆ σέ θάνατο. Ὑπέμεινε τά βασανιστήρια μέ θαυμαστή καρτερία καί ὑπομονή καί στό τέλος τόν ἀποκεφάλισαν. Τό πολύαθλο καί μαρτυρικό σῶμα του ἐνταφιάσθηκε ἀπό Χριστιανούς, ἡ δέ ψυχή του «πέταξε» στά οὐράνια σκηνώματα καί ἀγάλλεται μαζί μέ τούς μάρτυρες καί ὅλους τούς ἁγίους.

Μάρτυς Μαρῖνος - 16 Δεκεμβρίου

Ὁ ἱερός Συναξαριστής σημειώνει ὅτι, ὅταν ὁ μάρτυς Μαρίνος ὁδηγεῖτο στόν τόπο τῶν βασανιστηρίων καί τῆς ἐκτέλεσής του, εἶδε μερικούς ἀπό τούς φίλους του νά κλαῖνε καί ἀπευθυνόμενος πρός αὐτούς τούς εἶπε νά μή κλαῖνε καί νά λυποῦνται, ἀλλά νά χαίρονται, ἐπειδή αὐτός πορεύεται ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τόν χῶρο τοῦ σταδίου στά βραβεῖα καί ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ φθόνος εἶναι φοβερό πάθος, ἀφοῦ σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν τόν ἀφήνει νά καταλάβη ποιό εἶναι τό ἀληθινό συμφέρον του. «Φθόνος γάρ οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον». Ἄλλωστε, τό μεγαλύτερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν, πού εἶναι ἡ καταδίκη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ σέ σταυρικό θάνατο, εἶχε ὡς αἰτία του τόν φθόνο. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι ὁ Πιλάτος γνώριζε ὅτι «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν (τόν Χριστό)».

 

 

Τούς εἶπε νά μή κλαῖνε καί νά λυποῦνται, ἀλλά νά χαίρονται, ἐπειδή αὐτός πορεύεται ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τόν χῶρο τοῦ σταδίου στά βραβεῖα καί ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή.

 

 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὀνομάζει τόν φθόνο ἀρχέκακο πάθος, πατέρα τοῦ θανάτου, πρώτη εἴσοδο στήν ἁμαρτία, ρίζα τῆς κακίας, γέννηση τῆς λύπης, μητέρα τῶν συμφορῶν, προϋπόθεση τῆς ἀπείθειας, ἀρχή τῆς αἰσχύνης. Ἀλλά καί θανατηφόρο κεντρί, κρυμμένο ὅπλο, ἀρρώστια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, δηλητήριο τῆς χολῆς, ἑκούσιο μαράζωμα, πικρό βέλος, καρφί τῆς ψυχῆς, φωτιά πού καίει τήν καρδιά καί φλόγα πού φουντώνει τά σπλάχνα. Καί λέγει ὅτι ὁ φθόνος μᾶς ἔβγαλε ἀπό τό σπίτι μας, τόν παράδεισο, παίρνοντας τήν ὄψη τοῦ φιδιοῦ κατά τῆς Εὔας. Ὁ φθόνος μᾶς χώρισε μέ τεῖχος ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς, μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπό τά ἱερά φορέματα καί μᾶς σκέπασε ντροπιασμένους μέ τά φύλλα τῆς συκιᾶς. Ὁ φθόνος ὅπλισε τόν Κάϊν κατά τῆς φύσεως κι ἐκτέλεσε τόν πρωτάκουστο θάνατο, τόν ἄξιο γιά ἑπταπλή τιμωρία. Ὁ φθόνος ἔκανε δοῦλο τόν Ἰωσήφ. Τέλος τονίζει ὅτι, δυστυχία γιά τόν φθονερό ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ δική του συμφορά, ἀλλά ἡ ξένη εὐτυχία. Καί εὐτυχία γι’ αὐτόν δέν εἶναι τό δικό του καλό, ἀλλά ἡ δυστυχία τοῦ διπλανοῦ. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια ὁ φθονερός βασανίζεται καί ὑποφέρει ἀπό τήν εὐτυχία τῶν συνανθρώπων του καί χαίρεται γιά τίς συμφορές τους, γι’ αὐτό καί τόν παρομοιάζει μέ τούς γύπες. Δηλαδή, ὅπως οἱ γύπες τρῶνε τά ψοφίμια καί νιώθουν εὐχαρίστηση ἀπό τήν βρωμερή μυρωδιά, ἐνῶ ἀπό τήν εὐωδιά πεθαίνουν, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού πάσχει ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ φθόνου, «τρέφεται» μέ τήν δυστυχία τῶν διπλανῶν του, ἐνῶ ὑποφέρει καί καταφθείρεται ἀπό τήν εὐτυχία τους, σάν νά εἶναι μῦρο.

Δεύτερον. Τό φοβερό πάθος τοῦ φθόνου, πού εἶναι ἀσθένεια τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, θεραπεύεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς ὅταν λειτουργῆ φυσιολογικά, στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ ὅταν διαστρέφεται καί λειτουργῆ παρά φύση, στρέφεται ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά ἀκόμη καί ἐναντίον τῆς ἄλογης κτίσης, τήν ὁποία βλάπτει καί καταστρέφει. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θυμός εἶναι ἀνδρεία τῆς ψυχῆς, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν βοηθᾶ στόν ἀγώνα του κατά τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή εἶναι τό χαλινάρι τό ὁποῖο συγκρατεῖ τόν θυμό καί δέν τόν ἀφήνει νά μεταβληθῆ σέ φθόνο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο ἀκόμα καί στό ἔγκλημα, γι’αὐτό καί προτρέπει: «τό θυμικό τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον».

Οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ἔβλεπαν τόν Χριστό νά εὐεργετῆ τούς ἀνθρώπους, νά θεραπεύη τίς σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειές τους, καί ἀντί νά χαίρονται, ἀγανακτοῦσαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί, μάλιστα, τυφλωμένοι ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τόν φθόνο ἀπέδιδαν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ στόν διάβολο. Ἔλεγαν, δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστός ἐκβάλλει τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονιζομένους μέ τήν δύναμη τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Ἔτσι, διέπρατταν τό μεγάλο ἁμάρτημα πού ὀνομάζεται βλασφημία κατά τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, καί τό ὁποῖο δέν συγχωρεῖται, ἁπλούστατα ἐπειδή ὁ ὑπερήφανος καί φθονερός ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ. Τό ἁμάρτημα αὐτό τό διαπράττουν, δυστυχῶς, καί σήμερα πολλοί ἀπό ἐκείνους πού πάσχουν ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία γεννᾶ τόν φθόνο.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, σέ ὅλες τίς ἐποχές, φθονοῦνται, διώκονται, συκοφαντοῦνται, ἀλλά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ τούς σκεπάζει, τούς προστατεύει, τούς παρηγορεῖ καί τούς ἐνισχύει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι ὅσο ἀνεβαίνει κανείς στά ὑψηλότερα σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόσο παραμένει ἄτρωτος ἀπό τά βέλη τοῦ φθόνου, ὅπως συνέβη μέ τόν Προφήτη Μωϋσῆ, τόν ὁποῖον ἐφθόνησε ἀκόμη καί ἡ ἀδελφή του Μαριάμ. Ἀλλά αὐτός βρισκόταν τόσο ψηλά, οὕτως ὥστε δέν μπόρεσαν τά βέλη τοῦ φθόνου νά τόν φθάσουν καί νά τόν τραυματίσουν καί ἔτσι παρέμεινε ἀλώβητος.

Ὅποιος ἐνίκησε τά πάθη του, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα, αὐτός ἀπέκτησε τήν ἀληθινή ἀγάπη, γι’ αὐτό καί «χαίρει μετά χαιρόντων» καί «κλαίει μετά κλαιόντων». Ἀλλά καί τά βέλη τοῦ φθόνου δέν μποροῦν νά φυγαδεύσουν ἀπό τήν καρδιά του -μέσα στήν ὁποία ἐνοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- τήν χαρά καί τήν εἰρήνη.–

 

 

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 4467