Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Α)

Ἡ Σύνοδος πού ἔγινε τό 879-880 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, τότε πού ἦταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μ. Φώτιος, ἡ μεγάλη αὐτή πατερική φυσιογνωμία, ἔχει πολύ μεγάλη σημασία καί ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον ἀπό κάθε πλευρά, κυρίως γιατί ἔγινε αὐτή ἡ Μεγάλη Σύνοδος πρίν τήν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπό τούς Φράγκους καί τήν εἰσαγωγή ἐπισήμως τοῦ Filioque καί βεβαίως πρίν τήν ἀκοινωνησία πού ἐπεβλήθη ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στόν Πάπα τῆς Ρώμης τό 1009. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θά δοῦμε μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς Η’ Οἰκουμενική, τά ὁποῖα σημεῖα ἔχουν ἔντονο ἐνδιαφέρον, κυρίως στίς ἡμέρες μας.

Γιά τήν μελέτη τοῦ θέματος αὐτοῦ διάβασα πρωτίστως τά διασωθέντα Πρακτικά τῆς Συνόδου, ἀλλά καί διάφορες θεολογικές μελέτες γιά τήν Οἰκουμενική Σύνοδο.

1. Τά γεγονότα πού προηγήθηκαν τῆς σύγκλησης τῆς Συνόδου τοῦ 879-880


Ὁ Μέγας ΦώτιοςὉ Μ. Φώτιος ἀνέβηκε στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 858, παρά τήν θέλησή του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ σέ ἐπιστολή του στόν Πάπα Νικόλαο Α’, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἐκθρονίσθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος. Οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἰγνατίου ἀπευθύνθησαν στόν Πάπα Νικόλαο τόν Α’ μέ τήν κατηγορία ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἐκθρονίσθηκε ἀδίκως, καί ὁ Φώτιος ἐνθρονίσθηκε ἀντικανονικῶς στήν θέση τοῦ Ἰγνατίου, ἀλλά καί ἀναβιβάσθηκε ἀπό λαϊκός, δηλαδή ἡ χειροτονία του ἔγινεν «ἀθρόον».

Ὁ Πάπας Νικόλαος Α’ ἦταν ἀρκετά φιλόδοξος καί αἰσθανόταν τόν ἑαυτό του ὡς παγκόσμια ἐκκλησιαστική κεφαλή, ἐμφορούμενος στόν Ἐκκλησιαστικό τομέα ἀπό τίς φράγκικες ἀντιλήψεις καί μάλιστα ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ Καρλομάγνου. Ὁ Νικόλαος μέ τίς ἰδέες του αὐτές ἀπέστειλε ἐπιστολή στόν Φώτιο καί τοῦ διαμήνυσε ὅτι δέν ἀναγνωρίζει τήν ἐκλογή του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν εἰσῆλθε στήν δικαιοδοσία ἄλλης Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί αὐτό γινόταν κατά παράβαση τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀφοῦ κάθε αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἔχει τήν κανονική ἁρμοδιότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πρώτου αὐτῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Πάπας Νικόλαος ἐξεδήλωνε καθαρά τό πρωτεῖο του σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ, κατά τίς θεωρίες του, αὐτός ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά ἀναγνωρίζη ἤ μή τήν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς Πατριάρχου σέ ἄλλες Ἐκκλησίες.

Ὁ Φώτιος συγκάλεσε τό ἔτος 861 Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, τήν λεγομένη Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, καί μάλιστα εἰδοποίησε τόν Πάπα νά ἀποστείλη ἀντιπροσώπους του, ὅπως καί ἔγινε. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἐπικύρωσε τήν ἐκλογή τοῦ Φωτίου ὡς Πατριάρχου καί τήν ἐκθρόνιση τοῦ Ἰγνατίου, μέ τό αἰτιολογικό ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἐξελέγη ἀντικανονικῶς, μέ τήν ἐπέμβαση τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅλοι οἱ παρόντες ὑπέγραψαν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ἀκόμη καί οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα.

Ὁ Πάπας Νικόλαος Α΄ θύμωσε γι’ αὐτήν τήν ἀπόφαση καί τό ἔτος 863 συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ρώμη στήν ὁποία παρευρίσκονταν μόνον οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἰταλίας. Ἡ Σύνοδος αὐτή καθήρεσε τόν Φώτιο, ὅπως τό ἴδιο ἔκανε καί γιά ὅσους Ἐπισκόπους χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Φώτιο, καί συγχρόνως ἀνεγνώρισε ὡς κανονικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόν Ἰγνάτιο. Αὐτό τό ἔκανε γιατί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὡς παγκόσμιο Πατριάρχη καί εἶχε κανονική ἁρμοδιότητα στό νά ἐπεμβαίνη στά ἐκκλησιαστικά πράγματα σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες.

Συγχρόνως τήν ἐποχή ἐκείνη, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα Νικολάου Α΄, ἐστάλησαν Φράγκοι ἱεραπόστολοι στήν Βουλγαρία, οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν ἀπό ἐκεῖ τούς ἱεραποστόλους πού ἐστάλησαν ἀπό τόν Φώτιο, ἀφοῦ τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τήν κανονική ἁρμοδιότητα τῆς περιοχῆς, βάσει τοῦ κη’ Κανόνος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ Φράγκοι ἱεραπόστολοι ἀπέβαλαν τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα πού εἶχαν διδαχθῆ οἱ Χριστιανοί τῆς Βουλγαρίας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, καί ἐπέβαλαν τά φράγκικα ἤθη καί ἔθιμα καί κυρίως ἐπέβαλαν στήν λατρεία τῶν Βουλγάρων τήν αἵρεση τοῦ Filioque πού εἶχε καθιερωθῆ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό ἔτος 794. Πρόκειται καθαρά γιά μιά ἀντικανονική ἐπέμβαση σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, τήν παράβαση τοῦ προαναφερθέντος κη΄ Κανόνος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τήν εἰσαγωγή τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, ὅτι δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.

Ὁ Πατριάρχης Φώτιος, ἀφοῦ ἐνημέρωσε ὅλες τίς Ἐκκλησίες γιά τά θέματα αὐτά, συγκάλεσε τό ἔτος 867 Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Σύνοδος αὐτή πραγματοποιήθηκε μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος καί πολλῶν Ἐπισκόπων καί ἀφ' ἑνός μέν καθήρεσε τόν Πάπα Νικόλαο Α’ γιά τήν ἀντικανονική του ἀνάμειξη στήν Βουλγαρία, ἀφ' ἑτέρου δέ κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Filioque.  Τό ἴδιο, ὅμως, ἔτος ὁ Πάπας Νικόλαος πέθανε, πρίν πληροφορηθῆ τά τῆς καθαιρέσεώς του. Ὁ διάδοχός του Ἀδριανός τό ἑπόμενο ἔτος, ἤτοι τό 868, συγκάλεσε στήν Ρώμη Σύνοδο, στήν ὁποία συμμετεῖχαν μόνον Ἐπίσκοποι τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τόν Φώτιο καί ἔκαψε τά Πρακτικά τῆς Συνόδου τοῦ 867.

Τὴν ἐποχή ἐκείνη ἔγινε πολιτική ἀλλαγή στήν Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ ἀνέβηκε στόν θρόνο της ὁ Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδών μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθῆ καί ἐξορισθῆ ὁ Φώτιος καί νά ἐπανέλθη στόν πατριαρχικό θρόνο ὁ Ἰγνάτιος. Γιά τήν ἐπικύρωση αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλλαγῆς ὁ Αὐτοκράτωρ συνεργάσθηκε μέ τόν Πάπα Ἀδριανό γιά νά γίνη Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά ἐγκριθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικές ἀλλαγές. Πράγματι, συνῆλθε Σύνοδος στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 869-870, μέ τήν παρουσία τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα καί ὀλίγων Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς ἐπέβαλε τό Παπικό πρωτεῖο στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις σύμφωνα μέ τόν παπικό λίβελο, τόν Libellus Satisfactionis, πού εἶχε προηγηθῆ. Στήν Σύνοδο αὐτή ἀναθεματίσθηκε ὁ Φώτιος, καθαιρέθηκαν ὅλοι ὅσοι χειρονήθηκαν ἀπό αὐτόν καί ἀφορίσθηκαν οἱ μοναχοί καί λαϊκοί ὀπαδοί του. Μάλιστα, στήν Σύνοδο αὐτή καταστράφηκαν τά Πρακτικά τῶν Συνόδων πού συνεκλήθησαν ἀπό τόν Μ. Φώτιο (861 καί 867).

Λίγο μετά συμφιλιώθηκαν ὁ Ἰγνάτιος καί ὁ Φώτιος, καί μετά τήν ἐκδημία τοῦ Ἰγνατίου ἐπανῆλθε ὁ Φώτιος τό ἔτος 878 γιά δεύτερη φορά στόν Πατριαρχικό θρόνο. Ἔτσι, τό ἑπόμενο ἔτος 879-880 συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη καί στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας μιά μεγάλη Σύνοδος, στήν ὁποία ἐκλήθη νά παραστῆ καί ὁ νέος Πάπας Ἰωάννης ὁ Η’, πράγμα πού ἔγινε μέ τούς ἀπεσταλμένους του. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀκύρωσε τούς ἀναθεματισμούς πού ἐπεβλήθησαν στόν Φώτιο ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 869-870, κατεδίκασε τό Filioque, ἀντιμετώπισε θέματα ἐκκλησιαστικά, καί οὐσιαστικά ἀρνήθηκε τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες. Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι πολύ σημαντική ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς καί ἔχει πολύ μεγάλη σημασία. Πέρα ἀπό τό δογματικό θέμα τοῦ Filioque, καθόρισε τήν αὐτοκεφαλία τῆς κάθε Ἐκκλησίας καί τῆς μή ἐπεμβάσεως τοῦ Πάπα στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, ὁπότε οὐσιαστικά ἀρνήθηκε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Θά τά δοῦμε αὐτά τά θέματα ἀναλυτικά πιό κάτω.

Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ Ἰγνατίου καί τοῦ Φωτίου. Καί οἱ δύο εἶχαν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί εἶχαν καλές διαθέσεις, ἀλλά ὁ Ἰγνάτιος καί οἱ ὀπαδοί του δέν εἶχαν ἀντιληφθῆ ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη παίζονταν μεγάλα παιχνίδια στά δογματικά, κανονικά καί πολιτικά ζητήματα, ἀφοῦ ὁ Πάπας ἐπεδίωξε νά κατοχυρώση τήν ἀπόλυτη κυριαρχία του σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, καθώς ἐπίσης οἱ Φράγκοι ἐπεδίωκαν νά ἐπεκταθοῦν καί πρός ἀνατολάς καί νά σφετερισθοῦν καί περιοχές τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα, ὁ Φώτιος, ἐκτός ἀπό τήν ἁγιότητα καί τήν σοφία του, ἦταν εὔστροφος, ἔξυπνος, ἱκανός διπλωμάτης καί διεῖδε τόν πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό κίνδυνο καί μέ αὐτήν τήν προοπτική ἀντιμετώπισε τήν κατάσταση. Τό πρόβλημα δέν ἦταν ὁ θρόνος, ἀλλά τά θεολογικά, ἐκκλησιαστικά καί ἐθνικά ζητήματα πού ἀντιμετωπίζονταν τήν ἐποχή ἐκείνη.

2. Τά Πρακτικά τῆς Συνόδου

Ὅταν διαβάση κανείς τά δημοσιευθέντα Πρακτικά τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879-880, τότε θά ἀντιληφθῆ τήν μεγάλη ἀξία τῆς Συνόδου πού ἔγινε σέ ἑπτά πράξεις.  

Η Οἰκουμενική Σύνοδος 879/880

Ἡ πρώτη πράξη ἀφορᾶ τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου πού ἔγινε τήν 14η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 879, ἡμέρα Σάββατο, στό μεγάλο σέκρετο τοῦ Πατριαρχείου. Ἔγινε συνάντηση ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα. Ἀκολούθησε ἡ προσευχή, οἱ προσφωνήσεις, ἀντηλλάγησαν οἱ πρῶτες σκέψεις γιά τά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία.

Ἡ δεύτερη Πράξη τῆς Συνόδου ἔγινε τήν 17η τοῦ μηνός Νοεμβρίου, ἡμέρα Τρίτη, στό δεξιό μέρος τῶν κατηχουμένων τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κατά τήν πράξη αὐτή ἀναγνώσθηκαν διάφορες ἐπιστολές, ἤτοι τοῦ Πάπα Ἰωάννου στόν Βασιλέα Βασίλειο τόν Μακεδόνα καί στόν Πατριάρχη Φώτιο, τοῦ Μιχαήλ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας στόν Βασιλέα Βασίλειο καί τούς υἱούς του καί στόν Πατριάρχη Φώτιο, τοῦ Θεοδοσίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων στόν Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, τοῦ Θεοδοσίου Πατριάρχου Ἀντιοχείας στόν Πατριάρχη Φώτιο, τοῦ Μητροπολίτου Ἀβραμίου Σαμοσάτων στόν Φώτιο.

Ἡ τρίτη Πράξη τῆς Συνόδου ἔγινε τήν 19η Νοεμβρίου, ἡμέρα Πέμπτη, στό ἴδιο μέρος ὅπου καί προηγουμένως. Κατά τήν Συνεδρίαση αὐτή ἀναγνώσθηκε ἡ ἐπιστολή τοῦ Πάπα Ἰωάννου πρός τήν Σύνοδο, τοῦ Θεοδοσίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων στόν Βασιλέα Βασίλειο. Ἐπίσης ἀναγνώσθηκε τό «Κομμονιτώριον», ἤτοι «ἔνταλμα» τοῦ Πάπα Ἰωάννου πρός τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει τοποτηρητάς του, πού περιεῖχε τίς ἐντολές τοῦ Πάπα πρός τούς ἐκπροσώπους του γιά τήν στάση πού θά τηρήσουν κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, γιά τό ὁποῖο θά γίνη πιό κάτω ἀνάλυση.

Ἡ τέταρτη Πράξη ἔγινε τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, ἡμέρα Πέμπτη, στό μεγάλο σέκρετο τοῦ Πατριαρχείου. Κατά τήν Συνεδρίαση αὐτή ἀναγνώσθηκε ἡ ἐπιστολή τοῦ Θεοδοσίου Πατριάρχου Ἀντιοχείας πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο, ἐπιστολή τοῦ Ἠλία, νέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο. Στήν Συνεδρίαση αὐτή συζητήθηκαν μερικές θέσεις τοῦ «Κομμονιτωρίου» καί τό θέμα τῆς ἀκυρώσεως τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 869-870 πού ἀναθεμάτισε τόν Φώτιο ὅπως καί τό θέμα τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῶν ἀντιφωτιανῶν Ἐπισκόπων. Στήν συνέχεια τελέσθηκε ἡ θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι.

Ἡ πέμπτη Πράξη τῆς Συνόδου ἔγινε τήν 26η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 880, ἡμέρα Τρίτη, στό δεξιό μέρος τῶν κατηχουμένων τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κατ’ αὐτήν ἀκυρώθηκε ἡ Σύνοδος τοῦ 869-870, καθώς ἐπίσης ἐπικυρώθηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, τήν ὁποία εἶχε ἐπικυρώσει καί ἡ ἀκυρωθεῖσα Σύνοδος τοῦ 869-870. Ἐπίσης, ἐκδόθηκαν τρεῖς σημαντικοί ἱεροί κανόνες πού ἀναφέρονται σέ βασικά ἐκκλησιολογικά ζητήματα καί εἶναι χαρακτηρισμένοι στό κανονικό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱεροί Κανόνες τῆς «ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἁγίας Σοφίας Συνόδου».

Ἡ ἕκτη Πράξη τῆς Συνόδου ἔγινε τήν 3η Μαρτίου, ἡμέρα Πέμπτη, στήν πολυτελῆ καί ἐπισημότερη αἴθουσα τοῦ Παλατίου, προκαθεσθέντων τῶν Βασιλέων Βασιλείου, Λέοντος καί Ἀλεξάνδρου. Ἔγινε στό Παλάτι ἡ Συνεδρία τῆς Συνόδου, γιατί ὁ Βασιλεύς, λόγω πένθους, δέν μποροῦσε νά παρουσιασθῆ δημοσίως καί ἔπρεπε νά ὑπογράψη τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, προκειμένου νά γίνουν νόμοι τῆς Αὐτοκρατορίας. Κατά τήν Συνεδρίαση αὐτή ὁμίλησε ὁ Βασιλεύς ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά γίνη αὐτή ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά ὑπάρξη ἑνότητα στήν Ἐκκλησία, πρότεινε νά τεθῆ ὡς σφραγίδα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, καί νά ἰσχύση σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες, χωρίς καμμιά προσθήκη ἤ ἀφαίρεση. Μέ αὐτήν τήν πρόταση ὑπονοοῦνται οἱ Φράγκοι πού προσέθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque, δέν ἀναφέρονται ὅμως ὀνομαστικά γιά τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Μετά ὑπεγράφησαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἀπό τόν Βασιλέα καί τούς υἱούς του, γιά νά γίνουν νόμοι τῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἡ ἕβδομη Πράξη, ἡ τελευταία τῆς Συνόδου, πραγματοποιήθηκε τήν 13η Μαρτίου, ἡμέρα Κυριακή, στό δεξιό μέρος τῶν Κατηχουμένων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κατά τήν Συνεδρίαση αὐτή ἀναγνώσθηκε περίληψη τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου, ὥστε νά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό ὅλους οἱ ἀποφάσεις πού εἶχαν ληφθῆ προηγουμένως. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ παρόντες ἀπέδωσαν τόν ὀφειλόμενο σεβασμό στόν Πατριάρχη Φώτιο. Μάλιστα οἱ τοποτηρητές τοῦ Πάπα Ρώμης ἐπήνεσαν τόν Φώτιο γιά τήν «ἀγαθή φήμη» του σέ ὅλον τόν κόσμο, ὄχι μόνον στήν Γαλλία, τήν Ἰταλία, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο, καί τό μαρτυροῦν αὐτό «οὐχί μόνον οἱ τήν ἑλλάδα μετιόντες γλῶσσαν, ἀλλά καί αὐτό τό βαρβαρικόν καί ὠμότατον γένος». Εἶναι σημαντικός αὐτός ὁ λόγος, γιατί μέ αὐτόν τόν χαρακτηρισμό οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα ἐννοοῦσαν τούς Φράγκους πού ἐνεργοῦσαν βαρβαρικές ἐνέργειες. Ὅλοι αὐτοί ὁμολογοῦν γιά τόν Φώτιο, κατά τόν λόγο τῶν λεγάτων τοῦ Πάπα: «ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ ὅμοιος ἐν σοφίᾳ καί γνώσει, οὔτε ἐν ἐλεημοσύνῃ καί συμπαθείᾳ, οὔτε ἐν χρηστότητι καί ταπεινοφροσύνῃ· καί ὅτι πάντοτε τά ἔργα αὐτοῦ πλείονα τῶν λόγων αὐτοῦ».

Καί ἡ Σύνοδος καταλήγει μέ ἕναν ὕμνο γιά τόν Μ. Φώτιο. Οἱ τοποτηρητές τοῦ Πάπα καί ὁ Καρδινάλιος Πέτρος εἶπαν: «Εἴ τις αὐτόν οὐκ ἔχει Πατριάρχην ἅγιον καί τήν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν οὐκ ἀσπάζεται, ἔστω ἡ μερίς αὐτοῦ μετά τοῦ Ἰούδα, καί μή συγκαταταγείη ὅλως μετά τῶν Χριστιανῶν». Καί ὅλη ἡ ἁγία Σύνοδος «ἐξεβόησεν»: «Ἅπαντες τό αὐτό φρονοῦμεν καί δοξάζομεν, καί εἴ τις αὐτόν οὐκ ἔχει ἀρχιερέα Θεοῦ, μή ἴδοι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. καί ταῦτα εἰπόντες ἐπευφήμησαν· πολλά τά ἔτη τῶν βασιλέων».

3. Τά θέματα πού ἀντιμετώπισε ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 879-880, πού χαρακτηρίζεται ὡς Η’ Οἰκουμενική, ἀσχολήθηκε μέ τά θέματα πού ἀνέκυψαν τό προηγούμενο χρονικό διάστημα, ἤτοι τήν ἐπικύρωση τῆς ἀναβιβάσεως τοῦ Φωτίου στόν Πατριαρχικό θρόνο καί τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τῆς Συνόδου τοῦ 869-870, τήν ἀναγνώριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων καί παραδόσεων κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἡ «ἀθρόον» χειροτονία Ἐπισκόπων, τήν ἰσχύ τῶν ἀποφάσεων κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, τήν θέση τοῦ Ἐπισκόπου μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν σχέση μεταξύ Ἐπισκόπου καί μοναχοῦ, ὅπως φαίνεται στούς ἱερούς Κανόνες πού συνέταξε ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος, τήν κανονική δικαιοδοσία στήν ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque.

Στήν συνέχεια, ὅμως, θά τονισθοῦν τέσσερα σημαντικά σημεῖα πού, κατά τήν γνώμη μου, ἀποτελοῦν τήν πεμπτουσία τῆς σημαντικῆς αὐτῆς Συνόδου.

α) Οἱ δύο μορφές ἐκκλησιολογιῶν, ἀνατολική καί δυτική

Στήν ἀρχή τῆς Συνόδου, κατά τήν διάρκεια τῶν πρώτων συζητήσεων, φάνηκε καθαρά ὅτι συγκρουόταν ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πάπας θεωροῦσε ὅτι αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχει τό πρωτεῖο τῆς ἐξουσίας σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνώριζαν σέ αὐτόν τό πρωτεῖο διακονίας, χωρίς νά τοῦ δίδουν ἁρμοδιότητες νά εἰσέρχεται μέσα στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες.

Ἡ δυτική κοινωνία εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φεουδαλιστική ἀντίληψη τήν ὁποία ἔφεραν οἱ Φράγκοι στήν Εὐρώπη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπάρχει μιά πυραμική ὀργάνωση τοῦ Κράτους. Αὐτή ἡ πυραμική ὀργάνωση υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὁ Πάπας θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὡς οἰκουμενικό Πατέρα καί διοικητή ὅλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, καί ἐκεῖνος πού θά ἐπικύρωνε ἤ ὄχι τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.
Μποροῦμε νά σχηματοποιήσουμε αὐτήν τήν νοοτροπία καί διαφορά στήν μή ἀποδοχή ἀπό τόν Πάπα δύο βασικῶν Κανόνων, ἤτοι τοῦ λδ΄ Κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τοῦ κη’ Κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ λδ’ Ἀποστολικός Κανών καθορίζει τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο στά βασικά δογματικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα, τά λεγόμενα «περιττά», ὁ Πρῶτος δέν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τούς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ἐπαρχίας, ἀλλά καί οἱ Ἐπίσκοποι δέν ἀποφασίζουν χωρίς τήν γνώμη τοῦ Πρώτου. Αὐτό πού ἰσχύει γιά τό μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως ἰσχύει καί γιά τό συνοδικό διορθόδοξο σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ὁ κη’ κανών τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι τῶν βαρβαρικῶν διοικήσεων θά χειροτονοῦνται ἀπό τόν Θρόνο τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας.

Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης δέν δεχόταν στήν πράξη καί τούς δύο αὐτούς βασικούς κανόνες, γιατί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται ὑπεράνω τῶν Συνόδων, καθώς ἐπίσης θεωροῦσε ὅτι εἶχε τήν δυνατότητα ὡς παγκόσμιος ἐκκλησιαστικός ἡγέτης νά εἰσέρχεται στά ἐσωτερικά ζητήματα ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων, ὅπως στό θέμα τῆς ἐκλογῆς καί τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, καί στήν χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων στήν Βουλγαρία.   Ἡ διαφορά αὐτή τῶν δύο ἐκκλησιολογιῶν φάνηκε καθαρά στίς συζητήσεις κατά τήν πρώτη Συνεδρίαση, ὅταν οἱ Παπικοί λεγάτοι ἐπέμεναν νά περάσουν τήν δική τους ἐκκλησιολογία στήν Σύνοδο, καθώς ἐπίσης φάνηκε καί στίς ἑπόμενες πρῶτες Συνεδριάσεις. Καθώς ὅμως προχωροῦσαν οἱ συζητήσεις καί ἔφθαναν στίς τελικές ἀποφάσεις ἐπικράτησε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Θά παρατεθοῦν μερικά χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τόν διάλογο τῆς πρώτης ἡμέρας τῶν Συνεδριάσεων, στά ὁποῖα φαίνεται ἔντονα αὐτή ἡ διαφορά.

Μετά ἀπό τίς πρῶτες προσφωνήσεις ὁ Πέτρος, καρδινάλιος καί τοποτηρητής τοῦ Πάπα Ἰωάννου, εἶπε στόν Φώτιο: «Ἐπισκέπτεται ὑμᾶς ὁ ἅγιος Πέτρος», δηλαδή στό πρόσωπο τοῦ Πάπα ἐπισκέπτεται τήν Σύνοδο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τοῦ ὁποίου εἶναι διάδοχος ὁ Πάπας καί τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπάντησε: «Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν διά τοῦ κορυφαίου τῶν μαθητῶν Πέτρου, οὗ τήν μνήμην ἡ σή ἐποιήσατο εὐλάβεια, ἐλεήσοι πάντας ἡμᾶς καί τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἀξίους ἀναδείξοι». Σαφέστατα ἐδῶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἔκανε λόγο γιά τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ὁπότε ἡ ἀρχιερωσύνη κάθε Ἀποστόλου ἀνάγεται στόν Χριστό.

Ὁ Καρδινάλιος Πέτρος συνέχισε ἀποκαλώντας τόν Πάπα Οἰκουμενικό: «Προσκυνεῖ τήν ἁγιωσύνην ὑμῶν ὁ ἁγιώτατος καί οἰκουμενικός πάπας Ἰωάννης». Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπάντησε μέ θεολογικό καί πνευματικό τρόπο: «Ἀντιπροσκυνεῖται παρ’ ἡμῶν ἐγκαρδίῳ πόθῳ· καί αἰτούμεθα χαρισθῆναι ὑμῖν τάς ἁγίας εὐχάς καί τήν τιμίαν ἀγάπην αὐτοῦ. καί γένοιτο αὐτῷ τῆς πρός ἡμᾶς γνησίας ἀγάπης καί εἰλικρινοῦς διαθέσεως παρά τοῦ κοινοῦ Δεσπότου». Καί ἐδῶ ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλῶς ἀτομική, προερχομένη ἀπό τόν Πάπα στόν Πατριάρχη, ἀλλά ἀνάγεται στήν ἀγάπη τοῦ κοινοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.

Ὁ Καρδινάλιος συνεχίζει τόν διάλογο, ἀναφέροντας τήν ἀξίωση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Πάπα: «Θέλει τήν σήν τιμιότητα ἔχειν ἀδελφόν καί συλλειτουργόν καί συνιερέα». Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπαντώντας ἀναφέρεται στόν Χριστό πού εἶναι πληρωτής τῶν πάντων καί ἀποκαλεῖ τόν Πάπα μόνον Πνευματικό Πατέρα καί κατ' ἐπέκταση ὄχι προϊστάμενό του: «Ὁ πληρωτής πάντων τῶν ἀγαθῶν, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν, τελειῶσαι τό θέλημα αὐτοῦ οὐρανίῳ βουλῇ· καί ἡμεῖς δέ ἐπιγραφόμεθα αὐτόν ἀδελφόν καί συλλειτουργόν καί πνευματικόν ἡμῶν πατέρα».

Ὁ Καρδινάλιος στήν συνέχεια, προσπαθώντας νά ἐπιβάλη τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀναφέρεται στήν ἐπιστολή πού ἀπέστειλε ὁ Πάπας στόν Φώτιο, ὥστε ὅλοι νά γνωρίσουν ὅτι ὁ Πάπας φροντίζει καί ἐπιμελεῖται τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται γιά σαφέστατο ὑπαινιγμό γιά τά κανονικά δικαιώματα πού θεωροῦσε ὅτι ἔχει ἡ Πάπας σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία: «Ἀπέστειλε τῇ ἁγιωσύνῃ ὑμῶν ἐπιστολήν, ἵνα δι’ αὐτῆς γνῶσι πάντες ὁποίαν φροντίδα καί ἐπιμέλειαν κέκτηται εἰς τήν κατά σέ ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν, καί ὁποίαν ἀγάπην καί πίστιν ἔχει εἰς τήν σήν ἁγιωσύνην». Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπάντησε καταλλήλως ὅτι ἐγνώριζε αὐτήν τήν φροντίδα τοῦ Πάπα καί πρό τῶν γραμμάτων, ἀλλά τώρα τά γράμματα «οὐ διδασκαλίας γίνεται, ἀλλά τῶν προεγνωσμένων προσθήκη καί ἐπιβεβαίωσις». Τό ἀρχιερατικό ἐνδιαφέρον τοῦ Πάπα γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στήν θέση «πατρός καί φροντιστοῦ», προφανῶς δέν ἔχει κανονικά δικαιώματα. Ὁ Πάπας μιμήθηκε τόν Χριστό, «τόν πρῶτον καί μέγαν ἀρχιερέα», ὁ ὁποῖος ἐκένωσε τόν ἑαυτό Του, προσλαβόμενος τήν μορφή τοῦ δούλου. Ὁπότε ὁ Πάπας ἐνδιαφέρθηκε «ὡς ἄν ἀποστάντες τῆς προκατασχούσης αὐτούς σχισματικῆς πλάνης, ὅλοι τῷ Χριστῷ, τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν, τῇ κοινῇ πάντων κεφαλῇ κολληθῶσι καί εἰς ἕνα ἄρτιον αὐτοῦ ἀποτελεσθῶσι σῶμα».

Στήν συνέχεια ὁ Φώτιος ἐρώτησε γιά τήν ὑγεία τοῦ Πάπα. Ὁ Καρδινάλιος εἶπε: «Καλῶς διά τῶν ἁγίων εὐχῶν ὑμῶν». Καί ἀκολούθως ὁ Φώτιος ἐρώτησε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης πού ἀνήκει στόν Πάπα, προφανῶς γιά νά τό ἀντιπαραθέση στήν ἀντίληψη περί οἰκουμενικότητος τήν ὁποία εἶχε ὁ Πάπας καί τήν διάθεση ἐπεμβάσεώς του σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες: «Ἡ κατ’ αὐτόν ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία καί πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς πῶς ἔχουσι;». Ὁ Καρδινάλιος κατάλαβε τό νόημα αὐτῆς τῆς ἐρωτήσεως καί ἔστρεψε τόν λόγο στήν περίπτωση τοῦ Φωτίου: «Ὑγιαίνουσι πάντες διά τῶν ἁγίων εὐχῶν ὑμῶν· ἀλλά τήν ἀγάπην καί τήν πίστιν, ἥν ἔχει ὁ ἁγιώτατος πάπας πρός τήν σήν ἁγιωσύνην, τίς διηγήσεται;». Τότε ὁ Φώτιος ἀναφέρθηκε στήν ἀγάπη πού ἐκφράζεται μέ ἔργα: «Ἡ τῶν λόγων ἰσχύς ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνεται περιφανείᾳ. ὁ δέ ἁγιώτατος πάπας, ὁ πνευματικός ἡμῶν πατήρ, τά ἔργα προκατεβάλετο τῶν λόγων…». Καί ἐδῶ ὁ Πάπας χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό Φώτιο «πνευματικός πατήρ» καί ὄχι Ποιμήν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Τότε ὁ Καρδινάλιος ἐστράφη πρός τούς Ἐπισκόπους πού παρίσταντο στήν Σύνοδο καί ἀφοῦ τούς μετέφερε τόν χαιρετισμό τοῦ Πάπα καί ὅτι μέ τήν παρουσία του στήν Σύνοδο, ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Πάπα, «ἐπισκέπτεται ὑμᾶς ὁ ἁγιώτατος πάπας», μετέφερε τήν ἐπιθυμία τοῦ Πάπα νά εἰρηνεύση καί ἑνωθῆ ἡ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας τόν Φώτιο ὡς Πατριάρχη: «Ἀδελφοί καί συλλειτουργοί, ὅν τρόπον φιλόστοργος πατήρ τά ἑαυτοῦ τέκνα ἐπιζητεῖ, ἀλλά μήν καί ἀγαθός ποιμήν τά ἑαυτοῦ πρόβατα, διά τῶν αὐτοῦ ἐπιστολῶν καί τοποτηρητῶν νουθετῶν καί ὁδηγῶν καί ἐπισκεπτόμενος ὑμᾶς, βουλόμενος πᾶσαν τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία ἑνωθῆναι καί γενέσθαι μίαν ποίμνην καί ἕνα ποιμένα». Ἐδῶ σαφέστατα ἐκφράζεται καί πάλιν τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς ποιμένα ὅλων τῶν Χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι εἶναι καί πρόβατά του. Μέ αὐτήν τήν ἐξουσία προτρέπει τούς Ἐπισκόπους νά ἀναγνωρίσουν τόν Φώτιο ὡς Πατριάρχη.

Τότε ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας Ἰωάννης ἀπάντησε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων ὅτι τό θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Φωτίου ὡς Πατριάρχου λύθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἔχει καί τήν κανονική ἁρμοδιότητα γιά τό θέμα αὐτό, καί ἀποκαταστάθηκε ὁ Φώτιος στόν θρόνο, ὁπότε αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός τους ποιμήν καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης: «Εὐχαῖς ἁγίαις αὐτοῦ προεγένετο μία ποίμνη, καί ἔχομεν ἕνα ἀληθῆ ποιμένα, ὅσιον καί ἄκακον, Φώτιον τόν ἁγιώτατον ἡμῶν δεσπότην καί οἰκουμενικόν Πατριάρχην». Ἔτσι, μέ τόν τρόπο αὐτό ἀρνήθηκαν τήν κανονική ἐξουσία τοῦ Πάπα στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Αὐτά ἔγιναν κατά τήν πρώτη Πράξη τῆς Συνόδου. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἑπομένων Πράξεων γινόταν ἀπό τούς παπικούς λεγάτους προσπάθεια νά περάσουν οἱ ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις τοῦ Πάπα, ἀλλά τελικά ἐπικράτησαν πλήρως οἱ θέσεις τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν υἱοθετήθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο οἱ παπικές ἀπόψεις, ὅπως συμπεριλαμβανόταν στό «Κομμονιτώριον», καί ἔτσι ἀπορρίφθηκε τό Πρωτεῖον ἐξουσίας τοῦ Πάπα σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.

β) Τό «Κομμονιτώριον»

Τό «Κομμονιτώριον» πού σημαίνει ἐντολές καί ὁδηγίες, εἶναι ἀποφάσεις τῆς Συνόδου πού συγκλήθηκε στήν Ρώμη γιά τόν σκοπό αὐτό καί οἱ ὁποῖες ἀπεστάλησαν στήν Κωνσταντινούπολη μέ τόν Καρδινάλιο Πέτρο, ὥστε νά συντονισθοῦν μέ τίς νέες αὐτές ἀποφάσεις τοῦ Πάπα οἱ παπικοί λεγάτοι Παῦλος καί Εὐγένιος πού βρίσκονταν ἤδη στήν Κωνσταντινούπολη, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων πού ἐπρόκειτο νά συζητηθοῦν στήν Σύνοδο ἡ ὁποία συγκλήθηκε γιά τόν σκοπό αὐτόν. Οἱ ἐντολές αὐτές ἀναφέρονται σέ δέκα συγκεκριμένα ζητήματα.

  1. Οἱ παπικοί ἀπεσταλμένοι νά ἐπικοινωνήσουν πρῶτα μέ τόν Αὐτοκράτορα καί μετά μέ τούς ἄλλους.
  2. Νά μή συζητήσουν τίποτε μέ τόν Αὐτοκράτορα, πρίν ἐκεῖνος διαβάση τό Κομμονιτώριο καί τήν ἐπιστολή πού τοῦ ἀπέστειλε ὁ Πάπας.
  3. Δέν θά ἀναφερθοῦν στό περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν πού ἀπέστειλε στήν Σύνοδο καί τόν Φώτιο, πρίν τίς διαβάση ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτωρ.
  4. Ἀφοῦ ὁ Αὐτοκράτωρ διαβάση τίς ἐπιστολές, τότε τήν ἑπομένη ἡμέρα οἱ ἀπεσταλμένοι θά ἐπικοινωνήσουν μέ τόν Φώτιο καί θά τοῦ ἐπιδώσουν τήν ἐπιστολή τοῦ Πάπα πρός αὐτόν καί θά τοῦ ποῦν ὅτι ὁ Πάπας κοινωνεῖ μαζί του.
  5. Θά πληροφορήσουν τόν Φώτιο ὅτι ὁ Πάπας θέλει νά ἀποκατασταθοῦν ὅλοι οἱ ἐκδιωχθέντες Ἰγνατιανοί Ἐπίσκοποι.
  6. Οἱ παπικοί λεγάτοι ἀποστέλλονται ἀπό τόν Πάπα στήν Σύνοδο προκειμένου νά εἰρηνεύσουν τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί νά ἐπέλθη ἡ ὁμόνοια σέ αὐτήν.
  7. Ὅσοι ἀπό τούς Ἐπισκόπους δέν συμμορφωθοῦν θά ἀφορισθοῦν.
  8. Νά μή γίνονται στό ἑξῆς «ἀθρόον» χειροτονίες Ἐπισκόπων, δηλαδή κατά τόν τρόπον πού ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Φώτιος καί μερικοί ἄλλοι Ἐπίσκοποι.
  9. Ὁ Φώτιος νά μήν ἀποστέλη στό ἑξῆς ἀνθρώπους του στήν Βουλγαρία.
  10. Ἀκυρώνεται ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869-870 πού καθήρεσε τόν Φώτιο.

Ἀπό τίς ἐντολές αὐτές γίνεται φανερός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἐνεργοῦσε ὁ Πάπας, ἀφ' ἑνός μέν διότι θά ἀναφερόταν πρωτίστως στόν Αὐτοκράτορα καί ἔπειτα στόν Φώτιο καί τήν Σύνοδο, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι παρουσιάζεται ὅτι αὐτός ὑπερέχει τῆς Συνόδου καί θέλει νά ἐπιβάλη τίς ἀποφάσεις του, τίς ὁποῖες πρέπει ἡ Σύνοδος νά ἀποδεχθῆ. Ὁπότε, τό συνοδικό πολίτευμα δέν μπορεῖ νά ἰσχύση, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις εἶναι προειλημμένες καί ἔτσι ἐκφράζεται πλήρως τό Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.

Εἶναι, ὅμως, χαρακτηριστικός καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον διαβιβάζονται οἱ ἐντολές καί ὁδηγίες τοῦ Πάπα στήν Σύνοδο πού συγκλήθηκε γιά τόν σκοπό αὐτόν. Ὑπάρχουν μερικές φράσεις πολύ ἐκφραστικές, πού δηλώνουν τήν ἐξουσία πού θέλει νά ἔχη ὁ Πάπας πάνω στήν Σύνοδο. «Κελεύομεν, ἵνα ἐνώπιον ἡμῶν ἔλθῃ εἰς τήν Σύνοδον (ὁ Φώτιος) καί ἀποδέξηται αὐτόν πᾶσα ἡ Ἐκκλησία». «Κατά τήν διάταξιν τῶν γραμμάτων ἡμῶν ἀποδέξασθε αὐτόν καί ὑμεῖς». «Ἀναστάντες εἴπατε αὐτῷ (τῷ Φωτίῳ)· Κελεύει ὁ κύριος ἡμῶν, ὁ ἁγιώτατος πάπας…» . «Ἀποδέξηται (ὁ Φώτιος) αὐτούς ὡς πατήρ τέκνα...». «Ὁ Κύριος ἡμᾶς, ὁ ἁγιώτατος πάπας πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν, φροντίδα ποιμένος καί τήν ἡμετέραν σωτηρίαν…». «…ποιήσατε αὐτούς ἀκοινωνήτους καί παντός τάγματος ἐκκλησιαστικοῦ ἀφορίσατε, ἕως ἄν ἑνωθῶσι τῷ οἰκείῳ πατριάρχῃ…». «Θέλομεν ἐνώπιον τῆς Συνόδου, ἵνα τόν προρρηθέντα Φώτιον τόν ἁγιώτατον Πατριάρχην παρακαλέσαι…».

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τοῦ «Κομμονιτωρίου» δύο φορές ἔγινε συζήτηση. Κατ' ἀρχάς, μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ἕκτου ὅρου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα ἦλθαν στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά εἰρηνεύσουν τήν Ἐκκλησία, οἱ παπικοί λεγάτοι ἐρώτησαν: «Ἔστι τοῦτο καλόν ἤ οὐχί;». Τότε ἡ Σύνοδος εἶπε: «Ὅσα πρός εἰρήνην καί ὁμόνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰσί, καί καλά καί ἀποδεκτά ἡγούμεθα». Ἔπειτα, κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ «Κομμονιτωρίου» καί ἰδιαιτέρως τῆς δεκάτης ἐντολῆς γιά τό ὅτι ἀκυρώνεται ἀπό τόν Πάπα ἡ Σύνοδος τοῦ 869-870 οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο ἐκείνη εἶπαν ὅτι αὐτοί μέ ἔργα ἀπεκήρυξαν, ἀπέβαλαν καί ἀναθεμάτισαν τήν Σύνοδο ἐκείνη μέ τό νά ἑνωθοῦν μέ τόν Φώτιο, τόν ἁγιώτατο Πατριάρχη, ἀναθεμάτισαν δέ καί ἐκείνους πού δέν ἀπέβαλαν ὅλα ὅσα εἶχαν πῆ καί γράψει στήν Σύνοδο αὐτή (τοῦ ἔτους 869-870).

Καί ἀπό αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ Πάπας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό δίνει ἐντολές καί μάλιστα σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο.
Ὅπως προαναφέραμε, τό «Κομμονιτώριον» ἀναγνώσθηκε κατά τήν τρίτη Πράξη τῆς Συνόδου. Στήν τέταρτη ὅμως Πράξη τῆς Συνόδου ἐτέθησαν, μεταξύ τῶν ἄλλων, οἱ ἀξιώσεις τοῦ Πάπα γιά τήν μή ἀνάμειξη τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας καί τήν μή χειροτονία στό ἑξῆς Ἐπισκόπων ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, ὅπως ἔγινε μέ τόν Φώτιο καί μερικούς ἄλλους.

Ὡς πρός τό πρῶτο θέμα ἡ ἀξίωση τοῦ Πάπα ἦταν: «Ὥστε μηκέτι εἰς Βουλγαρίαν χειροτονεῖν τόν Κωνσταντινουπόλεως, μήτε ὠμόφορον ἀποστέλλειν, μήτε, εἰ δεσμήσωμεν αὐτούς, καί καταφύγωσι πρός τήν ὑμετέραν ἁγιωσύνην, συμπαθείας ἀξιοῦσθαι». Ἡ Σύνοδος δέν ἀποδέχθηκε αὐτήν τήν ἀξίωση τοῦ Πάπα καί ἀποφάσισε ὅτι αὐτό δέν εἶναι τῆς παρούσης στιγμῆς νά κριθῆ, ἀλλά παραπέμπεται στόν Αὐτοκράτορα νά τό ἐπιλύση, ἰδίως ὅταν ἀποκατασταθῆ ἡ Αὐτοκρατορία «εἰς τά ἀρχαῖα ὅρια»: «Ὁ περί ἐνοριῶν λόγος τῆς παρούσης διέστηκεν ὑποθέσεως καί καιρόν ἴδιον ἐπιζητεῖ· ὅμως οὖν μεθ’ ὑμῶν συμπαρακαλοῦμεν τόν εὐσεβέστατον ἡμῶν βασιλέα περί τούτου, καί ὡς ἄν ὁ Θεός ὁδηγήσῃ αὐτόν, καί ποιήσει, τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων συμπνεομένων καί διασωζομένων ἡμῖν στέργομεν καί συνευδοκοῦμεν καί ἡμεῖς». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέρριψε τήν ἀξίωση τοῦ Πάπα γιά νά ἔχη κανονική δικαιοδοσία στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας.

Ὡς πρός τό δεύτερο θέμα, δηλαδή τήν μή ἀνύψωση στό ἑξῆς κάποιου λαϊκοῦ στόν πατριαρχικό βαθμό ἡ ἀξίωση τοῦ Πάπα ἦταν: «Ὥστε μηκέτι ἀπό λαϊκῶν εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως προάγεσθαι θρόνον, τά γάρ γινόμενα σπάνια, εἰ καί λίαν ἀγαθά εἴη, νόμος τοῖς μετέπειτα καθίστασθαι οὐ δύνανται». Αὐτό εἶχε σχέση μέ τό ὅτι ὁ Πάπας τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε πρόβλημα στήν Ἐκκλησία του ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν Ἐπισκόπους ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου ἦταν: «Ἕκαστος θρόνος ἔσχεν ἀρχαῖα τινα παραδεδομένα ἤθη. καί οὐ χρή περί τούτων πρός ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καί ἐρίζειν».

Ἑπομένως, οἱ βασικές ἀξιώσεις-ἐντολές τοῦ Πάπα δέν ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς Συνόδου. Ὁπότε, ἐπεκράτησε τό συνοδικό σύστημα στήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἀπολυταρχία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά ἐπιβάλη τίς ἀπόψεις του.

γ) Τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα

Τά προηγούμενα φανερώνουν τό πῶς ἐκφραζόταν ἀπό τούς δυτικούς τό πρωτεῖον, κατά τήν πρώτη χιλιετία. Δέν ἦταν πρωτεῖον τιμῆς, ὡς Πρώτου στό σύστημα τῆς Πενταρχίας, ἀλλά ἦταν πρωτεῖον ἐξουσίας, μέ τήν προσπάθεια τοῦ Πάπα νά ἐπιβάλη τίς ἀπόψεις του σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία θεωροῦσε ὅτι εἶχε κανονική ἁρμοδιότητα καί ὑπευθυνότητα.

Οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα στήν Σύνοδο προσπάθησαν νά περάσουν τήν ἄποψη ὅτι μόνον ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί οἱ διάδοχοί του ἔχουν λάβει ἀπό τόν Χριστό τήν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καί λύειν» καί ἔχουν τήν κυρία ἁρμοδιότητα σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Πάπας εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς ἱερωσύνης καί γι’ αὐτό ὁ Πατριάρχης Φώτιος δέν εἶχε ἐξουσία ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη του, ἀλλά ἀπό τόν Πάπα. Ἔπειτα, στά Πρακτικά τῆς Συνόδου φαίνεται ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὑπεράνω τῆς Συνόδου, εἶναι ἐκεῖνος πού προσδιορίζει τίς ἀποφάσεις της καί τίς ἐπικυρώνει. Ἀκόμη, στήν ἐπιστολή πού ἦταν γραμμένη στήν λατινική γλώσσα καί τήν ὁποία ὁ Πάπας ἀπέστειλε στήν Σύνοδο γιά νά ρυθμίση τό θέμα τοῦ Φωτίου, δινόταν ἐντολή νά ζητήση ὁ Φώτιος συγγνώμη γιά τά προβλήματα πού δημιούργησε στήν Ἐκκλησία καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Πάπας στήν πραγματικότητα ἔθετε τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους Πατριάρχες.

Αὐτή ἡ παπική ἀντίληψη περί πρωτείου, πού ἀναπτύχθηκε στήν πρώτη χιλιετία ἀπό τόν Πάπα, δέν πέρασε στήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ Μ. Φώτιος εἶχε ἀποκρυσταλλώσει τίς ἀπόψεις του πού στηρίζονταν στήν κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό πέρασε στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου.

Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀνεγνώριζε τό πρωτεῖο τιμῆς στόν Πάπα, γι’ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσε ἀδελφό, συλλειτουργό καί Πνευματικό Πατέρα. Ἀλλά αὐτό τό πρωτεῖο τιμῆς δέν μπορεῖ νά τεθῆ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, πάνω ἀπό τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα εἶναι διακονικό καί συνιστᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό ἐκφράζεται διά τῆς κενώσεως καί τῆς θυσίας, ὅπως ἀκριβῶς τό βλέπουμε στό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Μάλιστα δέ στόν α΄ Κανόνα πού συνέταξε ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος, κατά τήν πέμπτη Πράξη της, γίνεται λόγος γιά τά προνόμια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης: «μηδέν τῶν προσόντων πρεσβείων τῷ ἁγιωτάτῳ θρόνῳ (τῆς) τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίας μηδέ τῷ ταύτης προέδρῳ τό σύνολον καινοτομουμένων μηδέ νῦν μήτε εἰς τό μετέπειτα».

Ἔτσι, ἀναγνωρίζεται μέν τό πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἀλλά αὐτό πρέπει νά λειτουργῆ μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς πρωτεῖον διακονίας καί τιμῆς καί ὄχι πρωτεῖον ἐξουσίας ὑπεράνω τῆς Συνόδου. Δηλαδή, πρέπει καί στήν περίπτωση αὐτή νά ἰσχύση ὁ λδ΄ Ἀποστολικός Κανόνας. Καί βέβαια αὐτό νοεῖται ὅτι ἡ δυτική «Ἐκκλησία» θά ἐπιστρέψη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν ἀποβολή ὅλων τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῶν ἄλλων καινοτομιῶν.

δ) Τό Filioque

Στήν ἕκτη Πράξη τῆς Συνόδου συζητήθηκε τό δογματικό θέμα τοῦ Filioque.
Εἶναι γνωστόν ἀπό ἄλλες ἀναλύσεις ὅτι τό Filioque, ἡ ἄποψη δηλαδή ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, εἰσήχθηκε ἀπό τούς Φράγκους καί μάλιστα ἀντέδρασαν καί οἱ ἴδιοι οἱ Πάπες τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Φράγκοι ἱεραπόστολοι στήν Βουλγαρία, μαζί μέ ἄλλα λειτουργικά ἔθιμα, εἰσήγαγαν καί τήν προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολον τῆς Πίστεως. Στήν Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο τήν ὁποία μελετοῦμε (879-880), συζητήθηκε καί τό δογματικό αὐτό ζήτημα.

Τό θέμα τό εἰσηγήθηκε ὁ Αὐτοκράτωρ Βασίλειος μέ τό σκεπτικό ὅτι πρέπει νά ἑνωθοῦν «ἐν ὁμονοίᾳ καί βαθείᾳ εἰρήνῃ» καί νά ἀναγνώσουν τόν ὅρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος «οὐ καινόν τινα καί παρείσακτον, ἀλλ’ ὅν ἡ ἁγία καί μεγάλῃ ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος ἐθεμελίωσε». Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τόν καινό καί παρείσακτο ὅρο τοῦ Filioque ἀπό τούς Φράγκους στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Μέ αὐτήν τήν πρόταση συμφώνησαν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου, οἱ τοποτηρηταί τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί ὁ Πατριάρχης Φώτιος.

Στήν συνέχεια ἀνεγνώσθη τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως», ὅπως καταρτίσθηκε στήν Α’ καί τήν Β’ Οἰκουμενική Συνοδο. Καί μετά τήν ἀνάγνωσή του ὅλος ὁ παρών «ἱερός σύλλογος ἐβόησε»:
«Πάντες οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω πιστεύομεν, ἐν ταύτῃ τῇ ὁμολογίᾳ ἐβαπτίσθημέν τε καί τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἠξιώμεθα. τούς ἑτέρως δέ παρά ταῦτα φρονοῦντας ὡς ἐχθρούς Θεοῦ καί τῆς ἀληθείας ἡγούμεθα. εἴ τις παρά τοῦτο τό ἱερόν σύμβολον τολμήσει ἕτερον ἀναγράψασθαι ἤ προσθεῖναι ἤ ὑφελεῖν, καί ὅρον ὀνομάσαι ἀποθρασυνθείη, κατάκριτος καί πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητος. τό γάρ ἀφαιρεῖν ἤ προσθεῖναι τήν εἰς τήν ἁγίαν καί ὁμοούσιον καί ἀδιαίρετον Τριάδα μέχρι τῆς σήμερον ἀνέκαθεν ὁμολογίαν δείκνυσιν· ἀποστολικῆς παραδόσεως καί τῆς τῶν Πατέρων διδασκαλίας καταγινώσκει. εἴ τις τοίνυν εἰς τοῦτο ἀπονοίας ἐλάσας τολμήσει, ὡς ἀνωτέρω λέλεκται, ἕτερον ἐκθέσθαι σύμβολον καί ὅρον ὀνομάσαι ἤ προσθήκην ἤ ὑφαίρεσιν ἐν τῷ παραδεδομένῳ ἡμῖν παρά τῆς ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς ἐν Νικαίᾳ τό πρῶτον μεγάλης Συνόδου ποιῆσαι, ἀνάθεμα ἔστω».

Ἀκολούθως ὁ Πατριάρχης Φώτιος πρότεινε –ἄν συνευδοκοῦσαν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου– ὁ Βασιλεύς νά ὑπογράψη, σφραγίση καί ἐπικυρώση ὅλα τά «παρά τῆς συνόδου πραχθέντα τε καί ὁρισθέντα». Οἱ Πατέρες τότε ἀνεφώνησαν ὅτι ὄχι μόνον συνευδοκοῦν, ἀλλά καί δέονται καί παρακαλοῦν τόν Βασιλέα ὅπως διά τῆς ὑπογραφῆς του ἀποδεχθῆ καί ἐπισφραγίση ὅλα ὅσα τελέσθησαν στήν ἁγία καί Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο.

Καί ἀπό αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου τό ἔτος 879-880 ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κυρίως αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ θεματολογία καί οἱ ἀποφάσεις ἦταν δογματικές καί ἐκκλησιολογικές, κυριαρχοῦσα μορφή ἦταν ὁ Πατριάρχης Φώτιος, πού ἦταν πνευματοκίνητος ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται καί ἀπό ἄλλα κείμενά του, ἦσαν παρόντες ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων καί τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, οἱ ὁποῖοι καί ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις, ἀλλά καί ὅτι συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπικύρωσε τά Πρακτικά τῆς Συνόδου.

Μελετώντας κανείς τά Πρακτικά τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαπιστώνει ὅτι τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε εἶναι θέματα δογματικά, ὅπως τό Filioque καί ἡ ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· θέματα ἐκκλησιολογικά, ὅπως τό πρωτεῖο καί τό ἔκκλητο τοῦ Πάπα, ἡ μή ἐκλογή Ἐπισκόπων ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, ἡ κανονική δικαιοδοσία στήν ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας, δηλαδή θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως καί τήν εἰρήνευση μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν· καθώς καί διάφορα κανονικά ζητήματα.

Συγχρόνως, ἀπό τίς συζητήσεις πού ἔγιναν κατά τήν διάρκεια τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαφαίνεται καί ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τίς προτεραιότητες τῶν θεμάτων. Δηλαδή, ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία ἐπιδίωκε τήν ἐπίλυση σοβαρῶν θεολογικῶν θεμάτων, ἤτοι τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν καταδίκη τοῦ Filioque, ἐνῶ ἡ Δυτική Ἐκκλησία, πού εἶχε ἐκκοσμικευθῆ, ἐπιζητοῦσε τήν ἐπίλυση ἐξωτερικῶν θεμάτων, ἤτοι τήν ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου καί τοῦ ἐκκλήτου τοῦ Πάπα, τήν κατάργηση τοῦ «ἀθρόον», δηλαδή τήν μή χειροτονία Ἐπισκόπων ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν καί τήν ἀπόκτηση τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας. Καί εἶναι φανερόν ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα δέν μπόρεσαν νά περάσουν καμμιά θέση τους, ὁπότε στήν Σύνοδο αὐτή κυριάρχησε πλήρως ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προαναφέρθηκε.

Tὸ Β μέρος: Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Β)

  • Προβολές: 7410