Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Θεολογικά στιχηρά τοῦ ἁγιορείτη ποιητῆ

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Θεολογικά στιχηρά τοῦ ἁγιορείτη ποιητῆὉμιλία στήν ἐκδήλωση πρός τιμήν τοῦ Γέροντος Μωϋσῆ Ἁγιορείτου, πού διοργάνωσε ὁ Σύλλογος «Οἱ Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους» στήν Αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας στήν Ἀθήνα, στίς 20 Φεβρουαρίου ἐ.ἔ. Στήν ἐκδήλωση μίλησαν ἀκόμη ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου π. Ἐφραίμ, ὁ μοναχός Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης καί ὁ ὑποτακτικός τοῦ Γέροντος Μωϋσῆ Ἱερομόναχος π. Χρυσόστομος.

*

Παρουσίαση ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς "Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης" στὸ youtube: Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Θεολογικὰ στιχηρὰ τοῦ Ἁγιορείτη ποιητῆ.

*

Πανοσιολογιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Μαραθῶνος κ. Μελίτωνα, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου,

Ἀγαπητοί ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
κ. Πρόεδρε,  ἀγαπητοί παρόντες,

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Θεολογικὰ στιχηρὰ τοῦ Ἁγιορείτη ποιητῆ. Εὐχαριστῶ τόν Σύλλογο «Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πού μέ κάλεσε νά μιλήσω σήμερα γιά τόν π. Μωϋσῆ. Ἔχω μιλήσει πολλές φορές γιά τόν π. Μωϋσῆ καί ἔχω γράψει καί δυσκολεύτηκα πάρα πολύ τί πρέπει νά πῶ σήμερα γιά νά μή σᾶς ἀπογοητεύσω καί νά μήν ἐπαναλάβω πάλι τά ἴδια.

Γι' αὐτό προτίμησα νά ὁμιλήσω μέ ἕναν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον γιά πρώτη φορά ὁμιλῶ στήν ζωή μου. Θά τό κάνω ὅμως αὐτό, ἀπό ἀγάπη πρός τόν π. Μωϋσῆ καί κυρίως ἀπό ἀγάπη γιά τήν μυστική ζωή τήν ὁποία ζοῦσε ὁ π. Μωϋσῆς. Ἔτσι, θά ὁμιλήσω λίγο ἀποφατικά, ἐπαναλαμβάνω γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου, καί δέν ξέρω ἄν βρεθῆ εὐκαιρία νά ξαναμιλήσω μέ τόν τρόπο αὐτό, γιά τήν ἐσωτερική μυστική ζωή τοῦ π. Μωϋσῆ, ὅπως φαίνεται στήν ποίησή του.

*

Ἐπιτρέψτε μου νά ὁμιλήσω, ὁμήγυρη ἐκλεκτή, τάχα καί ποιητικά μέ θέμα «Τοῦ ἁγιορείτη ποιητῆ θεολογικά στιχηρά».

Στήν ὀρθόδοξη λατρεία ὀνομάζονται στιχηρά τά τροπάρια τά ψαλτά πού ἀκολουθοῦν μετά τούς στίχους τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ, τά ψαλλόμενα ποιητικά. Εἶναι τροπάρια πυρωμένα στό φλογερό καμίνι τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης, τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν κατά Χάρη θεῶν, τῶν θεουμένων θνητῶν.

Ὁ μοναχός καί ὁ λαϊκός πού ψάλλουν καί προσμένουν στήν ἀκολουθία, τοῦ Θεοῦ τήν εὐλογία καί τῶν θεουμένων τήν πρεσβεία, αἰσθάνονται τήν θεολογική εὐωδία πού ἀναδίδουν τά τροπάρια τά θαυμαστά, πού τήν ἔβαλαν σάν φωτιά, οἱ πυρποληθέντες ὑμνογράφοι ἀπό τήν οὐράνια πυρά. Εἶναι τροπάρια προσευχῆς καρδιακῆς, καί ὑμνωδίας θαυμαστῆς. Εἶναι στιχηρά εὐώδη καί θεολογικά.

Μαζί μέ τά ψαλτικά στιχηρά ὑπάρχουν καί οἱ στίχοι οἱ ψαλτικοί, ἤγουν ποιήματα θεολογικά, προορισμένα γιά τούς εὐαίσθητους ποιητές, γιά νά τά γεύωνται ἐκτός λατρευτικοῦ τυπικοῦ στήν ἡσυχία τοῦ προσωπικοῦ κελλιοῦ. Εἶναι ποιήματα μοναχικά καί θεολογικά πού προσφέρονται γιά προσευχή, ὑμνωδία, ἔμμετρη διδασκαλία, ἔνθεη δοξολογία, ἀλλά καί ἐξομολογητική ἱκεσία.

Θεολογικά στιχηρά συνέθετε καί ὁ μακάριος Μωϋσῆς μοναχός, πού ὅπως ὁ θεόπτης Μωϋσῆς ὁ θαυμαστός κατέκτησε κάποια κρυφή κορυφή τῆς θεολογικῆς ζωῆς, μέ ἄγνωστο ὕψος, καί τά κατέγραψε στίς πλάκες τῆς καρδιᾶς καί ἔπειτα στά φύλλα τῆς φθορᾶς, γιά νά τά παραδώση στό πλῆθος πού προσμένει στίς ὑπώρειες τοῦ Ὄρους, ὄχι τοῦ Σιναίου, ἀλλά τοῦ Ἀθωναίου.

Στάθηκε πολύ καιρό στό «ἀθωνικό ψαλτήρι» μέ κλαυθμό καί θυμιατήρι, ἀνέβηκε σέ μυστικές κορυφές πού εἶναι καί ἀντεστραμμένες μέσα στίς καρδιές καί ἄρχισε νά ψέλνη μέ ποιήματα καί ὠδές γιά τούς ἄγνωστους φίλους, τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές. Εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμῶ νά ἀναφερθῶ στήν ποίηση τοῦ Γέροντα Μωϋσῆ, τοῦ ἀθωνίτη ποιητῆ πού εἶναι θεολογική, βυθισμένη στήν θανατοζωή, τήν ἁγιορείτικη καί ἀναστάσιμη κραυγή, ἐσωτερική καί μυστική.

Σέ ὅλα του τά ἔργα ὁ ἁγιορείτης Μωϋσῆς εἶναι εὐαίσθητος ποιητής, μιλᾶ καρδιακά καί γράφει τρυφερά γιά τόν πόνο καί τήν ζωή, μέσα ἀπό τόν σταυρό καί τήν θανή. Περιερχόταν ὅλο τόν κόσμο μεταφέροντας τόν ποιητικό δικό του Ἄθω, τήν ἁγιασμένη ζωή πού ἔζησε μέσα στό κελλί, στό Ναό, στίς Σκῆτες καί τήν ἐρημική γῆ, διϋλισμένα μέσα ἀπό τά μάτια τοῦ θεολόγου ποιητῆ, πού μερικές φορές ἀγγίζει τήν ποιητική γραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοὐπίκλην Θεολόγου, τοῦ ὄντως ἀετοῦ τῆς θεολογικῆς ὑπερζωῆς.

1. Ἡ μυστική κραυγή τῆς ποίησης

Ἡ ποίηση εἶναι μυστική κραυγή, μιά λάβα πού ἐκπηγάζει ἀπό τό  σβηστό ἡφαίστειο τῆς καρδιᾶς καί προκαλεῖ φῶς καί φωτιά, γιά μερικούς θαυμασμό καί γιά ἄλλους φόβο καί τρομερό κλαυθμό.
Ὁ ποιητής θεᾶται τόν κόσμο μέ ἄλλα μάτια, μέ βλέμμα διεισδυτικό, διαπεραστικό πού μοιάζει μέ τόν θεολόγο τόν ἐμπειρικό, πού βλέπει τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν κτίση, τήν φθαρτή καί τήν θνητή. Οἱ κοινοί θνητοί παρατηροῦν τήν ἐξωτερική ἐπιφάνεια, τόν θρῆνο τῶν φθαρτῶν πού δέν ἔχουν καρδιά θεολογική, ἐνῶ οἱ ποιητές θεολόγοι, πνευματικά τρυφεροί, αἰσθάνονται τόν Ἀδαμιαῖο θρῆνο, τήν κραυγή τῶν κατά Χριστόν σαλῶν.

Ἔπειτα, ὁ ποιητής γιά χάρη τῶν πολλῶν ντύνει τίς ἐσωτερικές εὐαισθησίες, ἀκόμη καί πνευματικές, μέ λέξεις εἰδικές καί δυνατές. Γνωρίζει τήν λεπτότητα τῆς ἔννοιας, τῆς κραυγῆς, τῆς κίνησης καί τῆς ζωῆς, καί τήν ἐπενδύει μέ τό ἔνδυμα τό ταιριαστό. Ἔτσι, ὁ ποιητής εἶναι δημιουργός μιᾶς νέας ζωῆς, ἄγνωστης στούς πολλούς, τούς ὀπαδούς τῶν αἰσθήσεων καί τῶν αἰσθητῶν.

 

Θά ὁμιλήσω λίγο ἀποφατικά, ἐπαναλαμβάνω γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου, καί δέν ξέρω ἄν βρεθῆ εὐκαιρία νά ξαναμιλήσω μέ τόν τρόπο αὐτό, γιά τήν ἐσωτερική μυστική ζωή τοῦ π. Μωϋσῆ, ὅπως φαίνεται στήν ποίησή του.

 

Ἡ ποίηση ἀπέχει ἀπό τά κείμενα καί τίς ἀναλύσεις, τά ἄρθρα καί τίς διατριβές, εἶναι κατ’  ἐξοχήν ἐρωτική καί αἰσθαντική, ἐσωτερική καί ἐξομολογητική. Ἀναβλύζει σέ ὧρες ἔμπνευσης καί χαρισματικῆς ζωῆς, ἀναπέμπεται ὡς προσευχή στόν Θεό καί τήν οἰκουμένη, μέ ἀποβολή τοῦ προσωπείου καί τοῦ ψεύδους. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἀλλά καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ θεολόγος καί ἡσυχαστής, ἔλεγαν ὅτι ὁ πραγματικός Χριστιανός εἶναι ποιητής, γιατί εἶναι ἀληθινός ἐραστής πού ἀγαπᾶ τόν Ἐράσμιο Νυμφίο, τόν σφόδρα ἀπαιτητικό καί ζηλωτή.

Τέτοιος θεολόγος ποιητής ἦταν ὁ ἁγιορείτης μοναχός, Μωϋσῆς ὁ θαυμαστός, ὁ πονεμένος ἀσκητής πού μετέτρεπε τόν πόνο σέ οὐράνιο καημό.
Θά ἀφήσω λίγο φῶς ἀπό μερικές χαραμάδες τῆς θεολογικῆς του ποίησης πού βγαίνει ἀπό τήν λειτουργία τῶν Ναῶν, τίς σκῆτες τῶν κατά Χριστόν σαλῶν, τῶν ἁγιορειτῶν, τήν κέλλα τήν εὐλάλως σιωπηλή, ἀπό τό βάθος τοῦ ἔσω ἀνθρώπου τοῦ ἡσυχαστῆ.

Ἡ ποίηση γιά τόν Γέροντα Μωϋσῆ εἶναι ἔκφραση σιωπῆς, τῆς ἄναρθρης κραυγῆς, πού ἀκούγεται στό σκοτάδι τῆς νυκτερινῆς σιγῆς.

Γράφει ὁ θεολόγος ποιητής στούς ἀγνώστους τῆς οἰκουμένης φίλους του, πού εἶναι μυστικοί ἀδελφοί:

«Κι ἀξίζει νά πονᾶς γιά τούς ἄλλους
νά πονᾶς γιά σένα
ὁ πόνος εἶναι γιατρικό καί βάλσαμο
τό ξέρω
εἶναι εὐλογημένοι οἱ πονεμένοι...
μόνο αὐτοί μποροῦν νά γράφουν στίχους
ἔχουν κάτι σημαντικό νά μᾶς ποῦνε
πεθάνανε πρίν πεθάνουν
καλούμεθα νά τούς ἀκοῦμε
ἄγνωστοι φίλοι».

Μέ τούς στίχους του ὁ Γέρων Μωϋσῆς ἐκθέτει τά σωθικά του, τούς ἐσωτερικούς καημούς του μέ αὐτοεγχείριση θαυμαστή, κενωτική.

«Σᾶς γράφω τά μυστικά μου
σᾶς τά ἐμπιστεύομαι φίλοι».

Ὡς εὐαίσθητος δημιουργός μέ τήν ποίηση ἐκφράζει τήν εὔλαλη σιωπή, μέ τήν αἴσθηση τοῦ μεταφραστῆ.
 

«Θέλω νά μεταφράσω τή σιωπή
καί γράφω στίχους στούς τοίχους
στά καλντερίμια καί στά δένδρα
νά διαβαίνουν οἱ προσκυνητές
ν’  ἀναπαύονται, νά κατηχοῦνται
δίχως νά διακρίνουν τόν κατηχητή».

Μερικές φορές ἡ ποίησή του δέν βγαίνει, δέν θέλει νά ἐκφρασθῆ, παύει ἡ ἔμπνευση καί ἡ ροή, σάν ἕνα ἡφαίστειο πού σταματᾶ τῆς λάβας τήν ἐκροή καί κράζει μυστικά καί ἰσχυρά, Μωϋσιακά. Ὁ ποιητής παραιτεῖται ἀπό τήν δημιουργία, δέν μπορεῖ νά συνεχίση, προτιμᾶ τήν σιωπή τῆς προσευχῆς στόν παρόντα Θεό. Κράζει «Θεέ μου», πληγωμένος ἀπ' τήν ἀγάπη Του, τραυματισμένος ἀπ' τό ἄγγιγμά Του, τό τρυφερό καί εὐωδιαστό καί ἀνεκφράστως ἰσχυρό.

«Καθώς ἡ νύχτα κυλᾶ
κι ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεί κρίνον·
Καθώς παραιτοῦμαι ἀπό τήν ποίηση
τῶν ὑπερφίαλων στίχων,
Θεέ μου».

Σέ ὧρες κρίσης πού προκαλεῖ ὁ Κριτής μέ τήν παρουσία καί τήν εὐλογία, ὁ ποιητής αἰσθάνεται ὅτι «δέν ἀγάπησε ἀκόμη τήν ταπείνωση», ἀφοῦ ὁ ταπεινός εἶναι «μόνο ὁ ἀνύπαρκτος», καί κράζει ὁ θεολόγος ποιητής:

«κι ἐγώ πού ὑπάρχω
καί νομίζω πώς κάτι κάνω
μᾶλλον πλανῶμαι
ἀπατῶμαι ὁ τάλας
καί συνεχίζω νά γράφω
στίχους τάχα
γιά νά δηλώνω
πώς ἐδῶ εἶμαι
δέστε με
ὑπάρχω
ἀκόμη
ἀπόψε
Θεέ μου
γιατί...».

Κι ἀφήνεται στήν θεία Πρόνοια ἡττημένος νικητής. Ἡ ἧττα αὐτή, νίκη εὐλογητή.

2. Τά εὐαίσθητα μάτια τοῦ ποιητῆ

Ὁ θεολόγος ποιητής περιφέρει παντοῦ τήν εὐαισθησία του, τά ἁγιορείτικα μάτια του πού καταρτίσθηκαν στό φῶς τοῦ σκοταδιοῦ καί τοῦ κλειστοῦ κελλιοῦ καί βλέπει τά πάντα ὡς ἕνας οὐράνιος φακός, ὡς ἕνας ἥλιος λαμπερός, ὡς πνευματικές ἀκτίνες ὑπεριώδεις πού ἀνιχνεύουν τήν ζωή τῆς ἀθέατης μορφῆς. Ἡ ὀρθόδοξη εὐαίσθητη καρδιά εἶναι οἱ ρίζες τῶν ματιῶν.

Εἰσέρχεται ὁ ποιητής στήν θεία Λειτουργία στόν Ναό καί βλέπει παντοῦ ζωή καί γράφει εὐχαριστιακά:

«Οἱ μυστικές εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας
τά κλειστά βῆλα...
ὁ ἔνδακρυς ἱερέας
ὁ σκυμμένος διάκος»
ὅλα τοῦ μιλοῦν.
Ἀκόμη ὅλα τόν συγκινοῦν
«ἡ σιγή τοῦ "σέ ὑμνοῦμεν"
ἡ χαρά τοῦ "Ἄξιόν Ἐστι"
τό δάκρυ τοῦ Κοινωνικοῦ
τό θάμβος καί ἡ ἔκσταση
μιᾶς ἀκόμη Λειτουργίας
στό ἀρχαῖο Κυριακό τῆς Σκήτης
τῆς ἀνυπέρβλητης ὀρθόδοξης λατρείας
τοῦ μεγαλείου καί τῆς σεμνῆς της δόξας».

Ὅλο τό Μοναστήρι μέ τόν Ναό καί τό κελλί, τούς κήπους καί τήν αὐλή εἶναι θανατηφόρα μνήμη γιά τόν ἁγιορείτη ποιητή, εἶναι χῶρος ὅπου γίνονται πρόβες θανάτου, καθημερινές, μαρτυρικές, στό βάθος ὁσιακές, γι’ αὐτό ὁμολογεῖ:

«Ντυμένος τό μελανό μου ράσο
τό χωματένιο μου κορμί
στήν ἐπιθανάτια κλίνη
στό θανατερό στασίδι
στό μνῆμα τοῦ κελλιοῦ
στήν πενθήρη μνήμη...».

Στό κελλί τοῦ μελλοθανάτου, μετά τήν ἀκολουθία
«μετά τόν Ἑσπερινό καί τό Ἀπόδειπνο
δοκιμάζεται ἡ εἰλικρίνεια
ἡ ἀντοχή τῶν ὑλικῶν τῆς καρδιᾶς
ἡ ἐπιμονή τῆς ἀγαθῆς ματιᾶς.
Ἡ σιωπή Σου
κρίνει τήν πενία μου.
Ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος
ἐκέκραξα κι ἐδεήθην
μόνος
ὁ τάλας
ἡ εἰλικρίνεια
ἡ ὡραιότητα
ἡ πενία
ἡ σιωπή».

Τό κελλί εἶναι ὁ παράδεισος τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ πού ἀναζητᾶ τό πρωτόκτιστο κάλλος τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς, τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ἐξομολογητικά, ἀλλά καί μυστικά, ἴσως καί μυσταγωγικά, μονολογεῖ:

«Καί στό κελλί μου ψάχνω
τήν ἑτέρα μορφή Σου
καί στήν καρδιά μου
τήν ἐπιζωγραφισμένη εἰκόνα.
Κύριε καί Θεέ μου
ἀπόψε
ὅπου νύξ νυκτί ἀναγγέλλει γνώση
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν».
Τά λόγια περιττεύουν ὅπου ἡ καρδιά πλουτίζει καί ὀμορφαίνει. Σταθμεύει σέ μιά φωνή, μιά λέξη φωτεινή, ὅπως ὁμολογεῖ.
«Ἐπαναλαμβάνεται μία λέξη κι ἀπόψε
Χριστέ... Χριστέ...
κι ἡ καρδιά
ν’  ἀγαπήσει θέλει πιό πολύ».

Τό κελλί γιά τόν ἁγιορείτη ποιητή εἶναι ζωοποιός τάφος πού δέν σαπίζει τό σῶμα, ἀλλά τό ζωοποιεῖ, τό εὐωδιάζει καί τό μυρώνει, ἀποκαλύπτει τό βάθος, εἶναι μνῆμα μέ μνήμη καρδιακή καί μυστική, ὅπως τό φανερώνει ἐρωτικά:

«Ἀνάγκη πᾶσα νά παραμείνω στόν τάφο μου
στό ταπεινό κελλί μου
πρός καινοτόμηση τοῦ ἄστατου βίου
πρός συνάντηση τοῦ ἄγνωστου ἑαυτοῦ
πού ξεγλιστρᾶ ἐπικίνδυνα πάντα
στήν πρόωρη σκοτία
τή χθεσινοβραδυνή.
Ἡδέως μόνος
κι ὁ πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στή ρωγμή τοῦ προσωπείου
στό τρίκλισμα τοῦ Φαρισαίου
στοῦ Ἰούδα τήν ἀμοιβή
τοῦ τελώνη τόν κτύπο
τοῦ ληστῆ τοῦ λόφου ἐκείνου τήν κραυγή».

Γράφει ὁ Γέροντας Μωϋσῆς «γιά μιά ἄλλη μοναξιά» «ἀγαπητή, ἀλήθεια, κι ὡραία» πού ἀνακαλύπτει κανείς «περιοχές ἄγνωστες, χώρους τόσο κοντινούς» καί ὁμολογεῖ γιά:

«τήν κάθοδο τοῦ νοῦ
τό εὖρος τῆς καρδιᾶς
τήν ὑπερουράνια εἰρήνη
τά θερμά δάκρυα
εὐχαριστίας καί δοξολογίας
γιά τήν μόνωση κι ἀνεύρεση
τοῦ ἄγνωστου ἑαυτοῦ σου.
Μόνος μέ μόνο τόν Θεό
τά γλυκά μεσάνυχτα
δίχως λόγια
δίχως φιλίες
δίχως στηρίγματα
αἰωρούμενος
δορυφορούμενος ἀπό δάκρυα».

Αἰσθάνεται ὁ ἀθωνίτης ποιητής τήν εὐρυχωρία τῆς καρδιᾶς πού φουσκώνει σταδιακά γιά νά χωρέση τόν ἀχώρητο παντί καί νά ψηλαφήση τόν ἀψηλάφητο σαρκί καί αὐτό προκαλεῖ κρυφιομύστη σιγή καί ἀνέκφραστη σιωπή, γι’ αὐτό καί ἀμηχάνως ὁμολογεῖ:

«Καθώς εὐρύνεται ἡ καρδιά
καί ταπεινώνεται ἡ σκέψη
κι ἀρχίζει νά διακονεῖ τήν πρώτη
ἔρχεται μιά μεγάλη χαρά.
Τήν ὑποψιάζομαι
εἶναι ἕνα μυστήριο καί
σιωπῶ ἄφοβα
ἀπορῶ κι ἐξίσταμαι
δακρύω ὁ ἀνεπαρκής
εἰρηνεύω».

Περισσότερο ὁ ἁγιορείτης ποιητής ἔλεος ἐκζητεῖ «γιά τήν ἄφωνη καρδιά» του καί χύνει δάκρυα γι’  αὐτό. Καί ἔπειτα ὁμολογεῖ:

«Τώρα κτυπᾶ πιό δυνατά ἡ καρδιά
τήν ἀκούω καλά
μοῦ παραπονιέται
ἔχει δίκιο
τήν ἄφησα τόσο καιρό
τρέχω μέ τό κοσμποσχοίνι
κάτι νά προκάμω
καί κλαίω μεσάνυκτα καί κάτι».

Στόν Ναό ὁ ἡσυχαστής ποιητής τίς ἀκολουθίες τῶν αἰώνων ἐπακούει, πού κατάρτισε τῆς παράδοσης ὁ σκηνοθέτης, καί μετά εἰσέρχεται εἰς ἑαυτόν καί ἀποκαλύπτει:

«μετά τό Φῶς Ἱλαρόν τό Ἀπόδειπνο
καθώς κέκλικεν ἡ ἡμέρα καί ὁ χρόνος
περιπολεύω ἐντός μου
ἕνα παράξενο σαλπάρισμα
ἕνα γοητευτικό ταξείδι
στ’  ἄγνωστα συναρπαστικά βάθη
ὑποψιαζόμενος ἄφωτα ἐδάφη
καρδιᾶς μή καιομένης
ὀδυνηρές ρωγμές
ἡδονικές ἀνισορροπίες
πρός τακτοποίηση κι ἀποκατάσταση».

Ἔρχεται καί τό λυκαυγές τῆς Χάριτος μέ τό ἔλεος τοῦ Ἐλεήμονος πού γνωρίζει τόν καημό τόν ἐσωτερικό, τήν κραυγή τῆς ἔσω ἐκκλησιᾶς, τοῦ βαθύτατου Ναοῦ, στήν κατακόμβη τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Καί θριαμβολογεῖ μέ ταπεινό φρόνημα καί φωνή:

«Ἰδού τό λυκαυγές τῆς χάριτος
πρόωρο κι αὐτό
κατά τό Αὐτοῦ μέγα καί πλούσιον ἔλεος
κι ὄχι τήν ἡμέτερη οὐτιδανή ἀξία.
Ἀπό τόν Ναό ὁ ποιητής μεταβαίνει στό κελλί, ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλη διαδρομή, στήν ἔρημο καί στίς σκῆτες. Προσαρμόζεται στήν ἐρημική σιωπή, πού τήν μετατρέπει σέ ἁγιορείτικο κελλί καί γράφει ἀθωνικά, ποιητικά καί ἐρωτικά.

«Καθαρή Δευτέρα στήν Σκήτη
σιωπή καί ἀσιτία
χιονόνερο
τά βιβλία
τά καντήλια
οἱ εἰκόνες
μοναξιά ὡραία
σιωπή γλυκόφθογγη
ἡμέρα χάριτος
νύχτα εὐλογίας».

Καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἁγιορείτης μοναχός, ποιητής ἐξομολογητικός, βγαίνει στόν κόσμο, ὁ κοινοβιάτης καί ἐρημίτης, ὁ σκητιώτης καί κελλιώτης γιά νά τόν εὐωδιάση μέ τό ἁγιασμένο θυμίαμα καί νά τόν θερμάνη μέ τήν καρδιακή ζεστασιά καί νά τόν λαμπρύνη μέ τό ἱλαρό Φῶς τῆς ἀΐδιας δόξας.

 

 

Ἡ πᾶσα γῆ πού διέτρεξες σέ εὐγνωμονεῖ καί σέ εὐχαριστεῖ γιά τήν θεολογοῦσα ὕπαρξη καί τήν χαρισματική ζωή, πού ὕμνησες καί ἔψαλλες, σκορπίζοντας ἐλπίδα καί ἀνάπαυση στούς πονεμένους καί χαμένους γιά νά βροῦν τόν αἰώνιο Ἐραστή, τόν θεῖο καί μεγάλο Ποιητή τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.

 


Καθώς, ὅμως, τά χρόνια περνοῦν καί τά ἁγιορείτικα ἀηδόνια κελαηδοῦν, αἰσθάνεται πάνω στό πονεμένο καί σφαγιασμένο ποικιλοτρόπως σῶμα του, τό παθητό τῆς φύσης, τό θνητό τῆς πτώσης, τό φθαρτό τῆς κτίσης. Ἡ ἀρχική φύση  ἔγινε πτωτική φθίση πού φθίνει τήν φύση. Ὁ ἁγιορείτης ποιητής ὅλα αὐτά τά παρατηρεῖ μέ τόν νοῦ, τό ὄμμα τῆς ψυχῆς, καί γράφει σταυροαναστάσιμα:

«Περνᾶ ὁ χρόνος
καί λευκαίνουμε
καί μαυρίζουμε
καί καθυστεροῦμε
κι ἀναρωτιόμαστε
τί τάχα συμβαίνει
κι ἀναβάλλεται ἡ ἀναχώρησή μας.
Εἶναι γιατί δέ μέστωσε ἡ μετάνοια
καί καθυστερεῖ ἀπό ἀγάπη ὁ πατέρας
νά μᾶς παραλάβει πλησίον του
δι’  εὐχῶν τῶν Ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου
στούς ὁποίους ἐλπίζουμε
καί τούς ἐπικαλούμαστε νυχθήμερα
οἱ ταλαίπωροι ἀργοναῦτες στοῦ βίου
τή θάλασσα τήν πολυκύμαντη καί πλανεύτρα».

Καί ἡ ὥρα ἦλθε πού ὁ Πατέρας κάλεσε τόν ἕτοιμο καί μεστωμένο ἀργοναύτη καί ἐμπειρικό ἀστροναύτη, τό ἔμψυχο φυτό τοῦ περιβολιοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγιορειτῶν ἁγίων, νά κληθῆ στήν «ἄνω λαμπροφορία», γιά νά περιπολῆ ὡς μικρό φῶς τό μέγα Φῶς, νά ἐπανέλθη στήν μέλλουσα οὐράνια πόλη, ὡς οὐρανοπολίτης κι αὐτός, σέ πορεία ἀπό τήν σχάση στήν σχέση τοῦ κατά φύσιν Θεοῦ καί τῶν κατά Χάριν θεῶν.

Αὐτός ἦταν ὁ ἁγιορείτης ποιητής, ὁ ἀθωνίτης Μωϋσῆς, ὁ θεολόγος στιχουργός, καί ἐξομολογητικός πού ἔψαλλε τό μακάριο μέλος καί τήν οὐράνια κραυγή, πού ἤξερε νά κρύβεται ὡς πελεκάνος ἐρημικός καί νά κελαηδᾶ ὡς μυστικός ἀοιδός, νά ἀναπαύη τούς πονεμένους καί νά διασκεδάζη τούς ταλαιπωρημένους στά Νοσοκομεῖα καί στίς φυλακές, στήν ἐρημία τῶν πόλεων καί τῶν σπιτιῶν, ἀλλά καί στίς πόλεις τίς ἐρημικές, ὁ μακάριος Μωϋσῆς, ὁ πολιστής τῆς ἐρήμου καί ὁ ἐρημίτης πολίτης, πού ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου πέρασε στήν ἔρημο τήν σκληρή καί ἀπό ἐκεῖ ἀνοίχτηκε στήν γενέθλια γῆ.
Πάντοτε ὁ Θεός τόν εὐλογεῖ.
Ἀπό τό «Ἀθωνικό ψαλτήρι», στό ἀγγελικό ἀλληλουάριο τῆς θείας εὐφροσύνης τῆς Ἀποκαλυπτικῆς ζωῆς.

Ἁγιορείτη ποιητή, εὐλογημένε Μωϋσῆ, ἡ πᾶσα γῆ πού διέτρεξες σέ εὐγνωμονεῖ καί σέ εὐχαριστεῖ γιά τήν θεολογοῦσα ὕπαρξη καί τήν χαρισματική ζωή, πού ὕμνησες καί ἔψαλλες, σκορπίζοντας ἐλπίδα καί ἀνάπαυση στούς πονεμένους καί χαμένους γιά νά βροῦν τόν αἰώνιο Ἐραστή, τόν θεῖο καί μεγάλο Ποιητή τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.
Μακαρία σου ἡ ζωή, ἁγιορείτη ποιητή, τῆς μυστικῆς καί μαρτυρικῆς θεολογίας ἐραστή, φιλαγίων θαυμαστή, ἀθωνίτη Μωϋσῆ. –

  • Προβολές: 4214