Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Γ')
τοῦ Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου
(συνέχεια ἀπό τό τεῦχος 224: Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Β'))
Ἔφυγε κι ἔκλεισε τήν πόρτα. Πόσην ὥρα πέρασα μόνος, ἐκεῖ μέσα, μέ τόν ἑτοιμοθάνατο γέροντα, δέν μπορῶ νά ὑπολογίσω. Ἴσως πολύ ἴσως λίγο, μά αὐτό το διάστημα χρόνου εἶταν τόσο πυκνό, τόσο ἔντονο, πού ζυγίζει σήμερα στή μνήμη μου περισσότερο ἀπό ὁλόκληρες δεκαετίες. Στήν ἀρχή, ἔμεινα καί τόν κοίταζα βουβός, ἀπορροφημένος ἀπό τήν ἀπροσδιόριστη γοητεία πού ἀσκοῦσε ἀπάνω μου. Ἔνιωθα τώρα, στή μορφή του, κάτι πού δέν εἴτανε μονάχα ἀνθρώπινο, μά καί ἀγγελικό, σάν νά βρισκότανε κιόλας ἡ ψυχή τουἀνάμεσα στό ἐνθάδε καί τό ἐπέκεινα. Κουνοῦσε ὁλοένα τά χείλια του σιωπηλά, σάν νά ἔλεγε άτι ἀπό μέσα του ἐπίμονα, πάντα τό ἴδιο. Μιά – δυό φορές, πού βγῆκε ἀπό τό στόμα του ἕνας ψίθυρος, τόν ἄκουσα νά προφέρει τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.Ἕνας ἀέρας μυστηρίου καί μυσταγωγίας μέ συνεπῆρε. Τό βλέμμα τοῦ γέροντα στράφηκε πρός ἐμένα.
- Μίλησε, μοῦ εἶπε σιγανά, χωρίς νά διακόψει αὐτό πού ἔλεγε κατ’ ἰδίαν.
Μίλησα. Ἄνοιξα ὁλότελα τήν καρδιά μου, τήν ἄφησα νά χυθεῖ ἔξω. Τά εἶπα ὅλα ὅσα μέ βάραιναν, τό μεγάλο ἔρωτά μου γιά τή Θεανώ, τόν ἀμοιβαῖο πόθο μας, τήν ἕνωση τῶν σωμάτων μας,πού δέν τήν εἶχε εὐλογήσει ἡ ἐκκλησία, τήν εὐτυχισμένη ζωή μας, πού ποτέ δέν τήν εἶχα παραδεχτεῖ γιά ζωή ἁμαρτίας, τό πάθος μου γιά τόν πόλεμο, τήν ἀκατανίκητη ἀνάγκη μου νά τόν συνεχίσω, τίς ἐξηγήσεις πού ἔδινα στόν ἑαυτό μου γιά νά δικαιώσω τή διαγωγή μου. Μά ὅποιες κι ἄν εἶταν οἱ δικαιολογίες μου δέν μποροῦσα νά κάμω ἀλλιῶς΄ ἡ ἀπόφασή μου εἶταν ὁριστική εἶχα μπεῖ σ’ ἕνα δρόμο ὅπου δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πισωδρομήσω. Εἶχα ἐγκαταλείψει τή Θεανώ, ἀγαπώντας την παράφορα, τή Θεανώ πού τόσην εἶχε τώρα ἀνάγκη ἀπό μένα. Εἶπα τήν ἀγωνία μου, τό χάος πού ἔβλεπα στή ζωή μου καί στή ζωή τοῦ κόσμου. Τά εἶπα ὅλα, ἔτσι ὅπως μοῦ ἤρθανε, νευρικά, συγκεχυμένα, μέ ὀδύνη.
Ἡ διάφανη μορφή τοῦ στάρετς εἶχε γίνει ὁλόφωτη, σάν νά τήν ἔφεγγε μιά λάμψη πού νόμισα πώς ἔβγαινε ἀπό μέσα της. Εἶταν ἕνα φῶς ἀπερίγραφτο, σάν νά μήν εἶταν τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκτινοβολοῦσε τόσο ἔντονα ὥστε είτανε σάν νά ἔσβηνε ὁλόγυρα τό καθετί.
Κάποτε σταμάτησα. Ὁ γέροντας κοίταζε ἵσια μπροστά του καί ὁλοένα κουνοῦσε τά χείλια. Νά μέ εἶχε τάχα ἀκούσει,νά μέ εἶχε καταλάβει; Περίμενα ἕνα νεῦμα του γιά νά κρίνω τί ἔπρεπε νά κάμω. Ὅμως αἰσθανόμουν μιά ξαλάφρωση, τό ἄδειασμα τῆς ψυχῆς μου μέ εἶχε ὠφελήσει.
Γύρισε πάλι καί μέ εἶδε. Αἰσθάνθηκα στό βλέμμα του μιά μεγάλη γλυκύτητα, μιάν ἀπέραντη καλοσύνη πού μέ ζέσταινε καί μέ παρηγοροῦσε. Μά δέν εἴτανε μόνο καλοσύνη. Μέ κοίταζε σάν κάποιος πού μέ γνώριζε καλά, ἀπό τά πιό μικρά μου χρόνια, κάποιος πού εἶχε ὑπ΄ ὄψη του ὁλόκληρη τήν ὥς τή μέρα ἐκείνη ζωή μου,ἀλλά καί τά τωρινά προβλήματά της τίς δυνατότητές της, τό δρόμο πού ἀνοιγότανε μπροστά της. Εἶταν ἡ καλοσύνη τοῦ πατέρα πού ἀγαπᾶ τό παιδί του καί τό γνωρίζει καλά καί μαντεύει τά ὅριά του καί τά μελλούμενά του καί τό ἀφήνει νά λέει, χωρίς νά το διακόψει καί νά τοῦ ἐναντιωθεῖ,γιατί τό καταλαβαίνει καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνο καταλαβαίνει τόν ἑαυτό του.
- Παίρνω ἀπάνω μου τά λάθη σου, εἶπε, σάν νά ‘τανε δικά μου. Μετανοῶ καί προσεύχομε γιά σένα.
Ξανάρχισε, λίγη ὥρα, νά κουνᾶ τά χείλια, σιωπηλά. Κρατοῦσα τήν ἀναπνοή μου.
- Πήγαινε στό δρόμο σου, συνέχισε. Ὁ Κύριος σέ δοκιμάζει. Ἀργότερα, μπορεῖ νά ξανάρθεις ἐδῶ μοναχός σου.
Σώπασε πάλι. Ἄραγε πόσην ὥρα; Στό τέλος, πρόφερε μιάν ἀκόμα φράση πού, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, μοῦ εντυπώνεται βαθύτερα καί κρατᾶ τό πνεῦμα μου σέ ἐγρήγορση καί ἀναμονή.
- Ὅταν θά εἶσαι ἄξιος, εἶπε, θά λάβεις ἐντολή.
Ἔξαφνα, εἶχα μιά παράξενη ἐντύπωση πού δέν μποροῦσα ποτέ νά τήν ἐξηγήσω – καί πού δέν ξέρω καί σήμερα ἄν εἶταν ἐντύπωση μιᾶς στιγμῆς ἤ κάτι πού βάσταζε ὥρα - ὅτι ἡ διάφανη μορφή τοῦ στάρετς εἶχε γίνει ὁλόφωτη, σάν νά τήν ἔφεγγε μιά λάμψη πού νόμισα πώς ἔβγαινε ἀπό μέσα της. Εἶταν ἕνα φῶς ἀπερίγραφτο, σάν νά μήν εἶταν τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκτινοβολοῦσε τόσο ἔντονα ὥστε εἴτανε σάν νά ἔσβηνε ὁλόγυρα τό καθετί. Δέν ἔβλεπα πιά παρά μόνο τή μορφή αὐτή, ἀνάλαφρη καί μετέωρη, πού θά ἔλεγες ὅτι εἶχε ἀποσπαστεῖ ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς ὕλης. Γονάτισα και τοῦ φίλησα τό χέρι. Δέν μέ πρόσεχε πιά ἀπορροφημένος ἀπό τήν ἔκστασή του. Βγῆκα ἀθόρυβα καί κλείστηκα στήν καμαρά μου. Μέ κατεῖχε ὁλόψυχα ἕνα αἴσθημα ὑπέρτατης εὐδαιμονίας πού δέν εἶχα ζήσει, ὥς τότε, ποτέ. Οὔτε ἤξερα οὔτε εἶχα τήν ἱκανότητα νά σκεφτῶ τί θά εἶταν ἄραγε αὐτό πού ἔνιωθα καί πῶς μοῦ εἴτανε δυνατό, στίς δραματικές ἐκεῖνες περιστάσεις, νά αἰσθάνομαι τόσο εὐτυχισμένος. Οὔτε κάν ποῦ βρισκόμουν οὔτε ποῦ πήγαινα μποροῦσα πιά νά κρίνω.Συνέπαιρνε τήν καρδιά μου κάτι τό ἄπειρο, τό αἰώνιο, πού μέ πλημμύριζε γλυκύτητα καί ἀγάπη. Ὅλες μου οἱ ἀγωνίες εἶχαν καταλαγιάσει μέσα μου καί δέν αἰσθανόμουν τίποτα ἄλλο παρά αὐτήν τήν προσέγγιση μέ τήν αἰωνιότητα καί τό ξεχείλισμα, στήν ψυχή μου, τῆς ἀγάπης. Πολύ ἀργά, μέ πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός καί κομμένος και, κάθε φορά πού ξυπνοῦσα στριφογυρίζοντας στό σκληρό μου κρεβάτι, μέ γέμιζε πάλι τό ἴδιο αἴσθημα εὐτυχίας πού μοῦ φαινότανε σάν νά καταύγαζε ὅλη τήν πλάση.
Αὐτός ὅμως τούς γύρισε πίσω ἄπρακτους, ἀφοῦ τούς ἔδωσε τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση πού ἔμεινε στό Σινᾶ ἱστορική: Πηγαίνετε νά πεῖτε στόν ἀνηψιό μου νά προσέχει, μήπως μ’ αὐτήν τήν κάτω βασιλεία χάσει τήν ἀπάνω.
Τήν ἄλλη μέρα, μίλησα γιά τά γεγονότα αὐτά στόν πατέρα Θεοφάνη.
«Πάντοτε χαίρετε, εἶπε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε. Τό πνεῦμα μή σβέννυτε. Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ιησοῦ Χριστοῦ μέθ’ ἡμῶν».
Στόν Πανάγιο Τάφο
Φυγαδεύτηκε καί ὁ Μαρίνος στή Μέση Ἀνατολή μέ τό δίκτυο τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ἔφτασε στά Ἱεροσόλημα. Περιῆλθε πολλά ἱστορικά μέρη. Ἔφτασε καί στόν Πανάγιο Τάφο καί διηγεῖται: «Μπῆκα στόν κεντρικό, ἑλληνικό Ναό τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος καί στύλωσα, ἀπό μακριά, τά μάτια μου στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, πού βρίσκεται στό τέμπλο. Τραντάχτηκα. Ἡ μορφή του μοῦ ἔδινε ἕνα δυνατό κλονισμό, ψυχικό καί σωματικό. Δέν ἔβλεπα τίποτα ἄλλο τριγύρω μου μόνο αἰσθανόμουν, στό μισόφωτο, μέσ’ στό ἄρωμα τοῦ λιβανιοῦ, ὅλο τόν πλοῦτο ἀπ’ τά βαθύχρωμα εἰκονίσματα, τά ἀσήμια, τίς καντῆλες, τούς πολυελαίους, τά μανουάλια, τά λάβαρα, τήν πυκνή κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδοξίας πού καμιά λατρεία στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά τήν φτάσει. Πλησίασα, ἀκούμπησα στό χέρι ἑνός στασιδιοῦ καί τότε ὅλη μου ἡ ἀβάσταχτη ὁρμή ἔγινε κλάμα...Ξεθύμανα, κάθησα στό στασίδι, σκούπισα τά μάτια μου, ἀνάσανα λίγη ὥρα, χωρίς νά κοιτάζω ἄλλο τήν εἰκόνα. Ὁ Κύριος δέν ἦταν πιά παρών, ἡ εἰκόνα εἶχε ξαναγίνει ξύλο ζωγραφισμένο, τό μυστήριο εἶχε τελειώσει. Ἔκαμα τό σταυρό μου ἄναψα ἔνα κερί καί ξαναβγῆκα στό δρόμο ἐλαφρωμένος».
Ἀσυναίσθητα κείνη τήν ὥρα ἔρχεται στό νοῦ τοῦ ἀναγνώστη ὁ πανύψηλος πέτρινος κῶνος μέ τήν πατροπαράδοτη εἰκονογραφία τοῦ Σινᾶ, ἡ ἀγία κορυφή τοῦ Μωυσῆ, τό ὄρος Χωρήβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού τήν ἐπισκέφτηκε ὁ Θεοτοκᾶς σέ ἄλλο ταξίδι του. Τρισήμισυ χιλιάδες σκαλοπάτια ὀδηγοῦν στήν κορυφή αὐτοῦ τοῦ προαιώνιου μνημείου τοῦ Θεοβάδιστου Ὄρους. Ἀρχίζουν κοντά στή μονή καί τραβοῦν ἀπότομα πρός τά ὔψη, μέσα ἀπό στενά χωρίσματα τῶν λίθινων βουνῶν. Πρέπει νά ἔχει ὁ ὁδοιπόρος ἐμπιστοσύνη στήν καρδιά του, προτοῦ ξεκινήσει σ’ αὐτόν τό δρόμο.
Το Σινᾶ δέν προσφέρεται. Πρέπει νά τό κερδίσει κανείς μέ ἐπιμονή, μέ ἀγώνα, σωματικό καί ψυχικό, πιέζοντας τήν καρδιά του, ἀναπνέοντας δύσκολα καί βασανίζοντας μέσα του ἀκραῖα προβλήματα πού τοῦ τά ὑποβάλλουν, σέ κάθε βῆμα, τό τοπίο, τά μνημεῖα, ὁ φόρτος τριγύρω του τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν γενεῶν.
Ἀπέναντί του εἶναι μιά μικρή ἐκκλησία πού σκεπάζει τό σπήλαιο τοῦ Ἠλία. Ἐκεῖ, κατά τήν παράδοση, κρυβότανε ὁ προφήτης, κατατρεγμένος ἀπό τούς ὁμοφύλους του, ὅταν τοῦ δόθηκε ν’ ἀκούσει κι αὐτός ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Κοντά στό σημεῖο αὐτό, λίγο ψηλότερα, σ’ ἕνα καλύβι πού ὑπάρχει ἀκόμα, ἀσκήτεψε ὁ τελευταῖος ἐρημίτης τοῦ Σινᾶ, ὀνόματι Δανιήλ, πού ζοῦσε ὥς πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Εἶταν θεῖος τοῦ μακαρίτη Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, καί ἄνθρωπος, καθώς λέγεται, μέ βαθιά πίστη καί μεγάλην ἀρετή. Ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ Ἑλλάδα ἀπό τήν ἐχθρική κατοχή καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔγινε Ἀντιβασιλέας, θέλησε νά φέρει τό θεῖο του κοντά του, νά τόν τιμήσει καί νά τόν γεροκομίσει. Τοῦ ἔστειλε λοιπόν δύο ἀρχιμανδρίτες γιά νά τόν πείσουν νά κατέβει ἀπό τήν ἔρημο. Αὐτός ὅμως τούς γύρισε πίσω ἄπρακτους, ἀφοῦ τούς ἔδωσε τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση πού ἔμεινε στό Σινᾶ ἱστορική:
Πηγαίνετε νά πεῖτε στόν ἀνηψιό μου νά προσέχει, μήπως μ’ αὐτήν τήν κάτω βασιλεία χάσει τήν ἀπάνω.
Ἡ κορυφή εἶναι πολύ μικρή, σκεπασμένη ἀπό δύο κτίσματα – μιάν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ἕνα τζαμί κι ἀπό τά ἐρείπια ἑνός μεγαλύτερου ναοῦ πού εἶχε στήσει ἐκεῖ ὁ Στέφανος, ὁ ἀρχιτέκτονας τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Πλάϊ στήν καινούργια ἐκκλησία βρίσκεται ἡ θρυλική «ὀπή τῆς πέτρας» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου, χωμένος καί πεσμένος μπρούμυτα ὁ Μωυσῆς, ἄκουσε τόν Ἰεχωβᾶ νά τοῦ μιλᾶ.
Αἰσθάνεσαι σάν νά καταλύονται οἱ ἔννοιες τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου καί σάν νά σέ περιβάλλει μιά πνευματική δύναμη αἰώνια, ἀκατάλυτη, ἑλληνική καί οἰκουμενική ταυτόχρονα, ἱκανή νά διαρκεῖ ἀπεριόριστα καί νά ἀκτινοβολεῖ στόν κόσμο.
Τό μάτι, ὅπου, ἀγκαλιάζει τήν πέτρινη ἔρημο νά ξεπετιέται στα ὕψη μέ ἀμέτρητες, λεῖες, κοφτερές κορυφές πού ἀστράφτον στό σκληρό, ἄπλετο φῶς. «Ἕνα ἐξωτικό τοπίο χωρίς νερό, χωρίς δένδρο, χωρίς σύννεφο, ἔρημο σάν τοπίο τῆς σελήνης»,γράφει ὁ Καζαντζάκης. Ναί, τέτοιο εἶναι, ἀλλά μοῦ φάνηκε, ὡστόσο, ζωντανό καί πράο, μέ ἀλλόκοτο τρόπο. Τό διαπερνᾶ, θαρρεῖς, μιά ἀκατανόητη πνοή ζωῆς, μιά σιωπηλή μουσική τῶν σχημάτων καί τῶν χρωμάτων, πού ἀπό δῶ ἀπάνω ἔχουν προσλάβει, ἀναπάντεχα, ἁπαλότητα καί γλυκύτητα. Τό ἄγριο καί τό μεγαλόπρεπο, στήν ἔσχατη αὐτή τους ὁλοκλήρωση, ἔξαφνα ἡμερεύουν, ξαναβρίσκουν καί προσφέρουν τή γαλήνη. Εἶναι ἡ ἀμοιβή γιά τήν προσπάθειά μας. Αἰσθάνεσαι σάν νά καταλύονται οἱ ἔννοιες τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου καί σάν νά σέ περιβάλλει μιά πνευματική δύναμη αἰώνια, ἀκατάλυτη, ἑλληνική καί οἰκουμενική ταυτόχρονα, ἱκανή νά διαρκεῖ ἀπεριόριστα καί νά ἀκτιινοβολεῖ στόν κόσμο. Δέν εἶταν ἐθνικιστική ἡ διάθεσή μου καί, ἄν εἶταν, θά τό θεωροῦσα ἀσέβεια. Δέν ἔχουν θέση, σέ τέτοιο ὕψος, οἱ ἐγωκεντρικοί ἐθνικισμοί μας. Χρειάζεται ἐκεῖ καρδιά πλατιά, ἀνθρώπινη. Ποτέ ὅμως δέν αισθάνθηκα σάν κάτι τόσο ζωντανό, τόσο πραγματικό καί τόσο εὐργετικό αὐτό πού ὁ Καβάφης ὀνόμασε «τό μέγα Πανελλήνιον».
Στό Ἀλαμέιν
Ὁ μοναχός Τιμόθεος βρισκόταν ἀκόμα στά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἡ ἐξόριστη ἑλληνική κυβέρνηση ἀγωνιζόταν νά στήσει ταξιαρχίες. Μάζευε γι’αὐτό τό σκοπό, ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά της. Μερικά συντρίμμια τοῦ πρώην στρατοῦ μας, πού πέρασαν στήν Αἴγυπτο ὕστερα ἀπ’ τή μάχη τῆς Κρήτης, κάποιους Ἕλληνες ἀπ’ τίς παροικίες τῆς Ἀφρικῆς. Ἕτσι σχηματίστηκε ἡ πρώτη ταξιαρχία μας, στήν ὁποία βρέθηκε νά ὑπηρετεῖ στή διοίκηση σάν διαγγελέας ἀξιωματικός καί ὁ Μαρίνος. Οἱ Ἄγγλοι ξόδευαν γιά νά τή συντηροῦν. Ὅλοι δέχτηκαν τήν πρόσκληση μ’ ἕνα ξέσπασμα χαρᾶς καί περηφάνειας. Γιά ὅλους ἦταν μιά μεγάλη ὥρα, ὕστερα ἀπ’ τήν ὁλοκληρωτική συντριβή τοῦ Ἀπρίλη 1941. Ἡ ζωή στήν ἔρημο ἀνυπόφορη. Ἔδαφος σαθρό, ἄγονο, κιτρινωπό, πέτρες ἀσπριδερές καί κάποια ξερά ἀγριόχορτα. Πεθαμένη γῆ. Ἡ ἄμμος καίει τά μάτια, τρίζει στό στόμα τῶν στρατιωτῶν. Παντοῦ ἀπέραντη ἐρημιά. 23 τοῦ Ὀκτώβρη 1942, ἡμέρα Παρασκευή, ὥρα ἐννέα καί μισή τό βράδυ.
(Συνεχίζεται: Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Δ'))
- Προβολές: 3586