Τά Μοναστήρια τῆς Ναυπακτίας: Ἱερά Μονή Προφήτη Ἁγίου Δημητρίου Κρυονερίων
Ἀρχιμανδρίτου π. Ειρηναίου Κουτσογιάννη
Στή θέση “Σέλπερη”, νότια του χωριοῦ Κρυονέρια, στή μέση της πλαγιᾶς “Ἀετοράχη”, βρίσκεται τό διαλυμένο ἀπό τό 1833 μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ἡ ἵδρυσή του συνδέεται μέ τόν πρῶτο ἡγούμενό του Δαμιανό. Μία νύχτα τοῦ 1805 ὁ Κρυονερίτης βοσκός Δημήτριος Τσουνόπουλος, “ὠνηρεύθη μίαν ἱεράν εἰκόνα εἰς ἕν μέρος πλησίον του χωριοῦ Κουτολίστας καί ὅτι ὑποχρεοῦτο ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο νά τοῦ ἀνεγείρη ἐκεῖ ναόν, εἰς τόν ὁποῖον καί νά ἀφιερωθῆ φαμελιακῶς... Ξύπνησε, πῆγε στόν ὠρισμένο τόπο, ἔσκαψε. Τό εἰκόνισμα ἦταν θαμμένο ἐκεῖ. Ἔτρεξε ὅλο το χωριό. Εἶπε τό περιστατικό, διαλάλησε τό ὄνειρό του. Ἄλλοι τόν πίστεψαν, ἄλλοι ὄχι. Προθυμία ὅμως δέν ἔδειχνε κανείς νά δώση γρόσια γιά ἐκκλησία καινούργια...”.
Ο Δ. Τσουνόπουλος ὅμως δέν ἀπογοητεύτηκε. Πῆγε στά Γιάννενα καί ζήτησε τήν ἄδεια τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ (στή δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν ἡ περιοχή) γιά νά κάνη ἔρανο καί νά κτίση τό μοναστήρι. Ἀφοῦ πῆρε τήν σχετική ἄδεια περιόδευσε τά χωριά τῶν Κραββάρων, συγκεντρώνοντας ἀρκετά χρήματα. Ἔκτισε τό μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Δαμιανός.
Ἀργότερα τό 1819, ὁ Δαμιανός πέτυχε νά ἐκδοθῆ “Σιγίλιο” τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ἐ’, μέ τό ὁποῖο τό μοναστήρι ἀνακηρύχθηκε Πατριαρχικό καί Σταυροπηγιακό.
Τό Καθολικό του μοναστηριοῦ διασώζεται μέχρι σήμερα. Ἔχει διαστάσεις 12ί6,40 μ. καί παραδοσιακή δόμηση. Στήν πέτρινη σκεπή τοῦ προεξέχει ἕνας μικρός τρουλλίσκος, μέ πέντε μικρούς φεγγίτες στά πλάγια. Ἐπάνω ἀπό τήν μεσημβρινή εἴσοδο τοῦ ναοῦ ὑπάρχει ἡ κτιτορική πλάκα μέ ἀνάγλυφο σταυρό καί τήν χρονολογία 1805.
Σέ ἀπόσταση 25 περίπου μ. βόρεια ἀπό τόν ναό, ὑπάρχει μικρό παρεκκλήσι (γνωστό καί σάν “μετόχι”) ἀφιερωμένο στόν Προφήτη Ἠλία. Ἔχει διαστάσεις 5,30ί4,20 μ. καί κτίσθηκε τό 1818.
Κοντά στό μετόχι βρισκόταν καί ὁ “Στύλος”, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Δαμιανός. Κτίσθηκε καί αὐτός τό 1818 καί σήμερα σώζεται ἡ βάση τοῦ διαστάσεων 2,5ί2,5 μ. Νοτιοδυτικά του Καθολικοῦ σώζονται ἐρείπια ἀπό τίς κτιριακές ἐγκαταστάσεις τοῦ παλιοῦ μοναστηριοῦ.
Ἐκτός ἀπό τόν ἱδρυτή Δαμιανό ἄλλοι γνωστοί μοναχοί του μοναστηριοῦ εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Χρύσανθος. Διετέλεσε ἡγούμενος ἀπό τό 1825 μέχρι τό 1834 καί παρέμεινε στό μοναστήρι μέχρι καί μετά τό 1845. β) Ζωσιμᾶς. Καταγόταν ἀπό τήν Λομποτινά καί ἐγκαταστάθηκε στό μοναστήρι τό 1805 μέ τά δύο παιδιά του, τόν Ἄνθιμο καί τόν Ἀγαθάγγελο. γ) Ἀγάπιος, Νικόδημος, Κωνστάντιος καί Κυπριανός πού ἀναφέρονται τό 1845.
Ἡ πρώτη περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ προῆλθε ἀπό τά πατριακά κτήματα τοῦ ἡγουμένου Δαμιανοῦ. Στήν συνέχεια τό μοναστήρι ἐκμεταλλεύτηκε δύο χωράφια τῆς γυναίκας του, καθώς ἐπίσης καί τά κτήματα τοῦ μοναχοῦ Ζωσιμᾶ στήν Ἄνω Χώρα.
Τό 1833 πού διαλύθηκε τό μοναστήρι εἶχε στήν κυριότητά του τά ἑξῆς κτήματα καί μετόχια: α) Τῆς γύρω περιοχῆς τοῦ μοναστηριοῦ μέ ἀγρούς, ἀμπέλια καί διάφορα δένδρα. β) Τῆς Λομποτινᾶς. γ) Τῆς Βοϊτσᾶς μέ ναό - μετόχι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. δ) Τῆς Τέρνοβας. ε) Τοῦ Κονταρᾶ στή Γαυρολίμνη μέ ναό - μετόχι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἡ ὑπολογίσημη αὐτή περιουσία περιῆλθε τελικά στό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο πού ἱδρύθηκε στίς 1 Δεκεμβρίου 1834.
Τά ἅγια λείψανα καί τά ὑπόλοιπα ἱερά κειμήλια τοῦ μοναστηριοῦ, μετά τήν διάλυσή του, μεταφέρθηκαν καί παραλήφθηκαν ἀπό τόν ἔπαρχο Ναυπάκτου καί στήν συνέχεια παραδόθηκαν σέ ἄλλα διατηρημένα μοναστήρια.
Πολλές προσπάθειες (1837, 1845, 1846, 1862) τῶν κατοίκων τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας γιά τήν ἐπανίδρυση τοῦ μοναστηριοῦ, δέν ἔφεραν ἀποτέλεσμα, παρ’ ὅτι τό 1845 ὑπῆρχε ἀδελφότητα ἕξι μοναχῶν.
- Προβολές: 2743