Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Σχόλια σέ «διομολογιακούς» τίτλους
Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Οἱ τίτλοι δύο εἰσηγήσεων σέ θεολογικό (διομολογιακό) συνέδριο πού ἔγινε στήν Μονή Boze τῆς Ἰταλίας, ἀπό 9 ἕως 12 Σεπτεμβρίου 2015, εἶναι ἡ ἀφορμή ὅσων θά σημειώσουμε παρακάτω.
Γιά νά εἴμαστε πιό ἀκριβεῖς, ὄχι μόνον οἱ τίτλοι τῶν εἰσηγήσεων, ἀλλά καί ἡ σχετική εἰδησεογραφία, ὅπως ἀποτυπώθηκε στόν ἠλεκτρονικό τύπο, μᾶς δίνουν ἀφορμή νά ἀναφερθοῦμε ἀκροθιγῶς σέ ὁρισμένα πολύ σημαντικά θέματα, τά ὁποῖα στίς μέρες μας ὁρισμένοι τά αἰσθάνονται ὡς ἐνοχλητικές παρονυχίδες, τίς ὁποῖες μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά ἀφαιρέσουν.
Τό γενικό θέμα τοῦ συνεδρίου ἦταν: «Ἔλεος καί Συγχώρηση», τό ὁποῖο κατά τούς διοργανωτές εἶχε ὡς ἀφετηρία τόν πέμπτο μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» καί πιό εἰδικά τήν ἑρμηνεία τοῦ μακαρισμοῦ αὐτοῦ ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Αὐτό, βέβαια, δέν σήμαινε ὅτι ὅλα ὅσα θά ἀκούγονταν μέσα στό συνέδριο ἔπρεπε νά κινοῦνται μέσα στό πλαίσο τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἄλλωστε, ἡ «δημιουργικότητα» στήν θεολογία (γιά τούς «δημιουργικούς», «συναφειακούς» καί «διομολογιακούς» θεολόγους) δέν κλείνεται σέ προκαθορισμένα πλαίσια, ἔστω καί ἄν αὐτά τά πλαίσια καθορίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέσω τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ «θεολογική δημιουργικότητα» ἀγαπᾶ τήν καινοτομία. Ἔχει διατυπωθῆ, ἄλλωστε, ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχουν δύο τρόποι θεολογίας: ὁ ἕνας εἶναι τῆς θεολογικῆς καινοτομίας καί τῆς ἐξέλιξης καί ὁ ἄλλος εἶναι τῆς ἀντιγραφῆς τοῦ παρελθόντος καί τῆς στασιμότητας (π.Π. Μανουσάκης).
Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε μιά χρήσιμη παρέκβαση, πρίν ἔλθουμε στούς προκλητικούς τίτλους τῶν εἰσηγήσεων.
Ἡ «καινοτόμος θεολογία» χρειάζεται πολλή φαντασία. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά ἐπινοήση κανείς κάτι δογματικά καινούργιο, νά πῆ ἕναν θεολογικό λόγο διαφορετικό ἀπό τόν λόγο πού διατύπωσαν οἱ θεόπτες Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες.
Οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες ὅμως, στούς ὁποίους δέν «ἀναπαύονται» οἱ καινοτόμοι στήν θεολογία, χαρακτηρίζουν τήν φαντασία «ἐπάρατο». «Λίαν ἀνθίσταται ἡ ἐπάρατος τῇ καθαρᾷ προσευχῇ καί τῇ ἑνιαίᾳ καί ἀπλανεῖ τοῦ νοῦ ἐργασίᾳ» (Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, ἀπό Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ Ἰατρική ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη», σ.139). Ἡ ἐπάρατος φαντασία καί ἡ παράγωγός της θεολογική καινοτομία ἀντιστέκονται στήν καθαρά προσευχή καί στήν ἀπλανῆ ἐργασία τοῦ νοῦ. Ἄλλωστε, καί μόνον ἡ διάθεση γιά καινοτομία στήν θεολογία αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ στήν πλάνη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τήν φαντασία «ἀνυπόστατη θεωρία». Ἐπίσης, «κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ἡ φαντασία καί ὅλες οἱ εἰκόνες πού προσφέρει στόν ἄνθρωπο εἶναι λεπίδες τῆς ὀπτικῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει αὐτές τίς λεπίδες εἶναι ἀδύνατον νά δῆ τόν Θεό καί νά πληροφορηθῆ τήν διδασκαλία περί Θεοῦ καί τῶν θείων»(ἔνθ. ἀν. σ.176). Αὐτές οἱ λεπίδες καί ἡ ὀπτική ἀδυναμία πού δημιουργοῦν, δίνει τήν ἄνεση γιά θεολογικές ἐπινοήσεις, μέ ψευδαισθήσεις προοδευτικότητας, μιά ἐκδήλωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀγνόηση (καί ὄχι ἡ ἐπίλυση) τῶν δογματικῶν διαφορῶν πού μᾶς κληροδότησε τό παρελθόν, ἀφοῦ ἡ «ἀντιγραφή τοῦ παρελθόντος» εἶναι γιά τούς «ἐξελικτικούς θεολόγους» ταυτόσημη μέ τήν «καθυστέρηση» καί τόν «ἐπαρχιωτισμό».
Ἄς ἔλθουμε ὅμως στούς προκλητικούς τίτλους τῶν εἰσηγήσεων, πού προαναφέραμε. Ὁ ἕνας ἦταν: «Χριστιανική συγχώρηση και καταλλαγή μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν», καί ὁ ἄλλος: «Συγχώρηση μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν: ὁ Τόμος Ἀγάπης».
Οἱ τίτλοι ἀναφέρονται στήν συγχωρητικότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή μεταξύ θεσμῶν μέ δογματικό θεμέλιο, ὄχι μεταξύ ἀνθρώπων. Ἡ συγκεκριμένη συγχωρητικότητα, μάλιστα, σημαίνει ὅτι «συν-χωροῦμε», δηλαδή προχωροῦμε μαζί ὡς «Ἐκκλησίες», συμπορευόμαστε πρός κοινό στόχο, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τίς διαφορές μας ὡς πρός τά δόγματα τῆς πίστεως, γεγονός πού ὑποδηλώνει ὅτι, στήν συνείδηση τῶν θιασωτῶν αὐτῆς τῆς «συγχωρητικότητας», δέν ἔχει καμμιά σχέση ἡ ζωή (ἡ ἐξέλιξή της καί ὁ λόγος της) μέ τίς ἐμπειρικά διακριβωμένες ἀλήθειες, τίς ὁποῖες διατύπωσαν ὡς δόγματα οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δηλαδή, τό ποῦ καί σέ τί προσανατολίσαμε καί ἀποθέσαμε τήν πίστη μας δέν ἔχει καμμιά ἐπίδραση στήν ζωή μας. Κατ΄ αὐτήν τήν ἄποψη εἶναι τό ἴδιο γιά τόν ἄνθρωπο, εἴτε πιστεύει σέ ἀνύπαρκτο θεό, σέ εἴδωλο, σέ πλάσμα τῆς φαντασίας, εἴτε στό ζωντανό Θεό ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται καί διαλέγεται μέ τούς ἀνθρώπους. Ἤ, σέ οἰκειότερη περίπτωση, οἱ κήρυκες τῆς συγχωρητικότητας ἀνάμεσα στίς Ἐκκλησίες δείχνουν νά θεωροῦν ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, εἴτε ἔχουμε τήν ἄποψη ὅτι ἡ Χάρις πού παρέχεται μέ τά μυστήρια εἶναι κτίσμα, εἴτε ζοῦμε μέ τήν πίστη ὅτι ἡ Χάρις αὐτή εἶναι ἄκτιστη ὡς φυσική ἐνέργεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ!
Οἱ παραπάνω «διομολογιακές» ἀπόψεις ἐκφράζουν ἕναν ἄκρατο ἠθικισμό, χωρίς τίς παραμικρές προσμίξεις ὀρθόδοξης θεολογίας.
Σέ αὐτό τό θέμα χρειάζονται, ὅμως, διευκρινίσεις, τίς ὁποῖες θά ἐπιχειρήσουμε παραπέμποντας σέ δύο ἁγίους πού ἔζησαν κοντά στήν ἐποχή μας: στόν ἅγιο Νεκτάριο καί στόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης.
Τό πρῶτο πού πρέπει νά διευκρινιστῆ εἶναι ἡ σχέση τῆς ἀναλλοίωτης χριστιανικῆς ἀγάπης μέ τήν προβληματική συγχωρητικότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στό βιβλίο του Ποιμαντική, στήν παράγραφο γιά τήν σχέση «τοῦ Ἐπισκόπου πρός τάς τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησίας», μεταξύ ἄλλων σημειώνει: «τό δόγμα δέν καταπολεμεῖ τήν ἀγάπην·... ἡ χριστιανική ἀγάπη ἐστίν ἀναλλοίωτος, δι’ ὅ οὐδ’ ἡ τῶν ἑτεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν’ ἀλλοιώσῃ τό πρός αὐτούς τῆς ἀγάπης συναίσθημα». Καί πιό κάτω μέ ἐμφαντικότητα γράφει: «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε χάριν δογματικῆς τινός διαφορᾶς πρέπον νά θυσιάζεται». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος μιλᾶ γιά τό ἀναλλοίωτο τῆς ἀγάπης τῶν Ὀρθοδόξων ποιμένων, τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐπηρεάση τίποτε, οὔτε ἀκόμη καί ἡ «χωλαίνουσα πίστις» τῶν ἑτεροδόξων. Δέν μιλᾶ γιά συγχωρητικότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν. Δέν γράφει γιά παραθεώρηση τῶν δογμάτων. Μιλᾶ γιά ἀγάπη ἀνθρώπων πρός ἀνθρώπους. Ἐπισημαίνει μάλιστα: «Διά τῆς ἀγάπης εἶναι λίαν πιθανόν νά ἑλκύσῃ πρός ἑαυτόν [ὁ ποιμένας] καί τήν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπῆς κρίνουσαν δογματικόν τι ζήτημα ἑτερόδοξον ἐκκλησίαν». Μέ τήν ἀγάπη μπορεῖ νά κάνη ἱεραποστολή. Νά «ἑλκύσῃ πρός ἑαυτόν», ὁ ἕνας ποιμένας, ὁλόκληρη ἑτερόδοξη «ἐκκλησία». Δέν συγκοινωνεῖ στήν πίστη, οὔτε συμπορεύεται μέ τούς ἑτεροδόξους. Τούς ἀγαπᾶ ἀπροϋπόθετα. Καί μέ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού συνδέεται μέ βαθύ πόνο γιά τήν «χωλαίνουσα πίστι», «εἶναι λίαν πιθανόν νά ἑλκύσῃ πρός ἑαυτόν» τούς ἑτεροδόξους, δηλαδή νά τούς ἑλκύση στήν ὀρθή πίστη του, ἡ ὁποία ἐμπνέει τήν «ἀναλλοίωτη ἀγάπη».
Τό δεύτερο εἶναι τό κατά πόσον ἡ μακαριζομένη ἐλεημοσύνη μπορεῖ νά «συγχωρεθῆ» μέ τήν χωλαίνουσα πίστη τῶν ἑτεροδόξων.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἑρμηνεύοντας τόν πέμπτο Μακαρισμό, πού ἀφορᾶ τήν ἐλεημοσύνη, ἀπευθυνόμενος σέ ἀκροατήριο πού ἀπαρτιζόταν ἀπό ἁπλοϊκούς καί μορφωμένους Χριστιανούς, ἔλεγε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ σωματικά, ἀλλά καί μέ πνευματικά ἔργα. Μιλώντας γιά τά πνευματικά ἔργα, σημειώνει:
«Οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι μποροῦν νά δείξουν ἔλεος στούς συνανθρώπους τους ἄν διδάξουν τούς ἀναλφάβητους, ἄν φροντίσουν νά διαδώσουν σωστές ἀπόψεις γιά τήν ζωή, τήν πίστη, τό σκοπό τῆς ἐπίγειας ζωῆς, τά ἐπίγεια ἀγαθά, τό θάνατο, τή δικαιοσύνη τοῦ θεοῦ καί τήν τελική κρίση ἤ, ἀκόμα, κατακρίνοντας καί καταδικάζοντας τίς κοινωνικές ἀποκλίσεις καί κακίες». Καί παρακάτω: «Ὁ ἐφημέριος μπορεῖ νά δείξη τό ἔλεός του προσπαθώντας διαρκῶς καί μ’ ἀγωνία νά σώζη τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, νά τούς διδάσκη τό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά ‘ναι πάντα ἕτοιμος καί πρόθυμος νά ἐξυπηρετήση τίς λειτουργικές κι ἄλλες ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν του, νά τούς συμβουλεύη, νά τούς νουθετῆ καί νά τούς παρηγορῆ».
Ἀπαριθμώντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης τά πνευματικά ἔργα τοῦ ἐλέους, ὡς πρῶτο τοποθετεῖ τό ἀκόλουθο: «Νά μεταστρέφης ἕναν ἁμαρτωλό ἀπό τό δρόμο τῆς ἁμαρτίας μέ τίς συμβουλές σου. Αὐτό μπορεῖ νά γίνη μέ κάποιον ἄπιστο, μ’ ἕναν ἑτερόδοξο χριστιανό, σχισματικό, μέθυσο ἤ μοιχό, σπάταλο κ.λπ.».
Εἶναι φανερό ὅτι οἱ ἐλεήμονες πού μακαρίζονται ἀπό τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης, δέν εἶναι αὐτοί πού παραθεωροῦν τά δόγματα γιά νά ἐπιτύχουν τήν «συγχώρηση μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ μέ ἄλλη διατύπωση τήν (δῆθεν) «χριστιανική συγχώρηση και καταλλαγή μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν». Εἶναι αὐτοί πού μεταστρέφουν τόν ἁμαρτωλό, τόν ἄπιστο, τόν ἑτερόδοξο, τόν σχισματικό ἀπό τήν ὁδό τῆς πλάνης του, μέ τήν ἀναλλοίωτη (κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο) ἀγάπη, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὅπου ζῆ ἀναλλοίωτη, ἀκαινοτόμητη καί ἀνεξέλικτη (ὡς ἔχουσα τό ἀναυξές καί ἀμείωτον) πίστη τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.
Τά πέρα ἀπό αὐτή τήν ζωή καί πίστη εἶναι ποιμαντικές καί θεολογίες τῆς ἐπάρατης φαντασίας.
- Προβολές: 3106