Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Ε')
τοῦ Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου
(συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Δ'))
Τό γράμμα τῆς Θεανῶς
Πέρασε ἀρκετός χρόνος καί μιά μέρα παίρνει ἕνα γράμμα. Ἦταν ἀπ’τή Θεανώ, μιά πανέφορφη ἑλληνίδα ἠθοποιό μέ τήν ὁποία συνδέθηκε ἐρωτικά πρίν ξεκινήσει ὁ πόλεμος καί ὑποσχέθηκαν νά παντρευτοῦν, ὅταν θά γύριζε εκεῖνος ἀπ’τόν πόλεμο. Τοῦ περιέγραφε τήν τραγική ζωή τῆς Ἀθήνας, μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν γερμανοϊταλῶν κατακτητῶν σ’ αὐτήν. Πρώτα ἡ πείνα καί ἡ ἐξαθλίωση. Ὕστερα οἱ βάρβαρες πράξεις τους. Δέν ὅριζε κανένας ἕλληνας τιμή καί περιουσία. Οἱ κάτοικοι, μορφές σκελετωμένες, ὀρθά κουφάρια, πρόσωπα ρουφηγμένα, βάδιζαν ἀργά, σιωπηλά ἄσκοπα κι ἄξαφνα σωριάζονταν ἀναίσθητα στούς ἔρημους δρόμους. Πεινασμένα ἀλητόπαιδα κυκλοφορούσαν κοπαδιαστά, ἀγριεμένα καί ρήμαζαν τίς ἀποθῆκες τροφίμων. Ὕστερα οἱ τουφεκισμοί γιά τήν παραμικρή αἰτία ἤ μόνον ὑποψία. Ὅταν ὀργανώθηκε ἡ Ἐθνική Ἀντίσταση τά πράγματα ἀγρίεψαν περισσότερο. Σαμποτάζ, ἀνατινάξεις, μάχες ἀνάμεσα στούς ἄντρες τοῦ Ε Α Μ καί τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας σέ κάθε ἀπόμερη συνοικία. Δέν εἶχε ἀλλάξει μόνο ἡ ζωή τῆς Ἀθήνας μά καί ἡ ψυχή τῶν κατοίκων. Φόβος καί τρόμος παντοῦ. Καί ἰδιαίτερα ὁ κίνδυνος παραφύλαγε τίς ὄμορφες καί νέες ἀθηναίες. Ἡ πανέμορφη Θεανώ λόγω καί τῆς ἐργασίας της ὥς ἠθοποιοῦ διέτρεχε κίνδυνο ἀπ’ τήν πρώτη στιγμή. Τό εἶχε καταλάβει καί φυλαγόταν ὅλη τή μέρα ἀπομονωμένη. Δέν τά κατάφερε ν’ ἀποφύγει τά ἐρωτικά βλέμματα τοῦ γερμανοῦ ἀξιωματικοῦ. Ἀπό κείνη τή στιγμή ἡ μοίρα της ἦταν ἀδυσώπητη, δέν ὑπῆρχε διέξοδος.
Κάποια μέρα κάποιος προδότης κατέδωσε στήν Γκεστάμπο πώς ἕνας νέος Ἕλληνας ἦταν σημαντικό μέλος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης. Ἀμέσως ἀποφασίστηκε ὁ τουφεκισμός του. Ἡ ἀντιστασιακή ὀργάνωση ἔτρεξε στή Θεανώ νά μεσολαβήσει στό Γερμανό ἀξιωματικό Χίλλεμπρον ν’ἀποσωβηθεῖ ὁ τουφεκισμός. Ὁ Γερμανός μέ δυσκολία δέχτηκε τήν παράκλησή της γιά νά πετύχει βέβαια τόν ἀνήθικο σκοπό του. Ἥμουνα γράφει, ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, τρυφερό, μιά ντροπαλή Ἰφιγένεια πού ἀναζητοῦσε τή στοργή, τήν προστασία τοῦ πατέρα μου, νά μέ ἀγκαλιάσει, νά μέ ὑπερασπιστεῖ, ἐνώ ἔβλεπα τό γερμαναρά νά μέ ζυγώνει, νά μέ καίει ἡ ἀνάσα του, ν’ ἀπλώνει τά νύχια του νά μ’ ἁρπάξει. Εἶδε τή δεινή μου κατάσταση, μέ λυπήθηκε καί δέχτηκε νά μήν ἐκτελεστεῖ ὁ νέος ἀντιστασιακός. Πόσες φορές δέν ἐπαναλήφτηκαν παρόμοιες περιπτώσεις! Καί πόσοι πατριώτες δέν ἀπέφυγαν τό θάνατο καί μάλιστα χωρίς νά μουντζουρωθεῖ ἡ δική της τιμή. Κάποιοι ὅμως ὑπερπατριῶτες τήν κατηγόρησαν ὅτι εἶχε ἐρωτικές σχέσεις μέ τό Γερμανό ἀξιωματικό καί ἕνα βράδυ τή σκότωσαν.
Ἔπεσε τό γράμμα ἀπό τά χέρια τοῦ Τιμόθεου ἐνώ τά μάτια του πλημμύρισαν. Ἀναστατώθηκε ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Τί νά πρωτοκλάψει: τό κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν ἤ τήν ἀπώλεια τῆς ἀγαπημένης του Θεανοῦς πού τόσα ὄνειρα εἶχαν κάνει κάποτε μαζί γιά τό μέλλον τους.
Ὁ Τιμόθεος ἐγκαταλείπει τό μοναστήρι. Τό μεσημέρι σέ συγκέντρωση τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς ὁ ἡγούμενός της Ἰωάσαφ, εἶπε στόν Τιμόθεο: Φεύγεις; Το ἀποφάσισες;
-Φεύγω μέ τήν εὐλογία σας, ἀποκρίθηκε ὁ Τιμόθεος.
-Δέ συμφωνῶ, πρόσθεσε ὁ ἡγούμενος. Ὅμως δέ μπορῶ νά σ’ ἐμποδίσω. Τήν εὐλογία μου στή δίνω. Μοῦ μένει ὅμως μιά ἀπορία: πῶς εἶναι δυνατό ἄνθρωπος μέ τή δική σου πνεματικότητα, μέ τή δική σου ψυχική διάθεση, πού προσαρμόστηκε τόσο τέλεια στό μοναχισμό μας, πού γεύτηκε τόσα χρόνια τή ζωή μας στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄνθρωπος πού ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἔφτασες ἐσύ, νά τά παρατήσει ὅλα, ἔξαφνα, καί νά γυρίσει στόν κόσμο;
-Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος σιγανά.
-Ἀνάγκη μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτήν πού σ’ ἔφερε μιά μέρα ἐδῶ;
Ὅταν ξεπεράσουν τά δεινά τους, ὅταν πραγματοποιήσουν αὐτό πού οἱ κοινωνίες τους θεωροῦν ὡς εὐτυχία, ἀρχίζουν καί ὑποφέρουν ἀπό μιάν ἀγωνία πού δέν κατορθώνουνε νά τήν ἐξηγήσουν στόν ἑαυτό τους.
-Ἡ ἴδια ἀνάγκη μ’ ἄλλον τρόπο ἐκφρασμένη.
-Ξύπνησε μέσα σου ὁ παλιός ἑαυτός σου, εἶπε ὁ πατήρ Ἱωάσαφ, κουνώντας τό κεφάλι – Ξύπνησε ὁ Μαρίνος Βελής πού ἔβγαζε ἐφημερίδες, πού ἀνακατωνότανε στά πολιτικά, πού ἔγραφε βιβλία γιά νά διορθώσει τήν κοινωνία, πού ἔκανε πολέμους γιά νά σώσει τόν κόσμο. Σέ τυραννεῖ ὁ παλιός ἄνθρωπος καί δέν καταφέρνεις νά τόν ὑποτάξεις. Το σαράκι εἶχε μείνει μέσα σου καί τώρα πάλι σέ γέμισε.
-Θέλω νά βοηθήσω, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος.
-Μία εἶναι ἡ ὑπέρτατη βοήθεια πού μποροῦμε ἐμεῖς νά δώσουμε, ἀποκρίθηκε ὁ ἡγούμενος, μία καί μόνη καί δέν χρειάζεται ἄλλη: νά κρατοῦμε τήν ἐπαφή. Νά γνωρίζει ὁ κόσμος ὅτι βρίσκεται κάπου μιά γωνιά γῆς, μιά ἀπομονωμένη χερσόνησος, ὅπου σώζεται, χωρίς ποτέ νά ἔχει κοπεῖ, ἡ ἱερή παράδοση τῶν ἐρήμων τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας, μιά γωνιά γῆς, ἀνασηκωμένη πρός τά ὕψη, πού προσεύχεται ἀκατάπαυστα γιά τήν ἀνθρωπότητα, πού τῆς προσφέρει τό παράδειγμά της ὡς φάρο μές τή νύχτα καί τή θύελλα, πού φέρνει κάποτε στή γῆ τή θεία ἔμπνευση, πού βλέπει κάποτε τό Ἄκτιστον Φῶς.
-Θά προσπαθήσω, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος, ὅσο εἶμαι ἄξιος, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, νά κρατήσω κι ἐγώ τήν ἐπαφή.
-Μή βαυκαλίζεσαι μά φροῦδες ἐλπίδες. Ἡ ἐπαφή ὅπως τή νιώθουμε ἐμεῖς ἐδῶ, δέν εἶναι δυνατό νά κρατηθεῖ μές στήν ἀναστάτωση καί τόν πάταγο τῆς κοινωνίας, στήν ἀγωνία της καί τήν τρελλή της κίνηση. Ὁ δικός μας ὀρθόδοξος μοναχισμός, ἔτσι πού μᾶς τόν δίδαξαν οἱ Πατέρες εἶναι καθημερινή λειτουργική βίωση καί ἀλύγιστη ἄσκηση μές στή μοναξιά καί στή σιγή, προσευχή ἀδιάλειπτη καί ὑπακοή ἀπόλυτη πού ἀποδεσμεύει τήν ψυχή ἀπό τίς καιρικές φροντίδες κι ἀπό τήν περηφάνεια. Αυτοί εἶναι οἱ ὅροι οἱ ἀπαράβατοι πού καθαρίζουνε τήν ψυχή καί τήν ἑτοιμάζουνε νά πλησιάσει ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ προορισμός της. Ποῦ θά τά βρεῖς αὐτά μές στίς πολιτεῖες; Χωρίς μιά τέτοια, ἀσταμάτητη, ἑτοιμασία, μήν περιμένεις πολλά.
-Πιστέψετέ με, ἅγιε καθηγούμενε΄ αὐτό πού μοῦ συμβαίνει εἶναι μιά ὀρμή τῆς ψυχῆς τόσο δυνατή, τόσο ἐπίμονη, πού δέ μπορῶ νά ἀμφιβάλω ὅτι μοῦ τή στέλνει ὁ Κύριος.
-Τή ζύγισες καλά μέσα σου;
-Ἕναν ὁλόκληρο Χρόνο, κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Δέν τήν ἐμπιστεύτηκα ἀπό τήν ἀρχή. Θέλησανά τή δοκιμάσω. Τώρα εἶμαι βέβαιος. Μιά λέξη γυρνᾶ ὁλοένα στό νοῦ μου: ἐντολή.
Ὁ πατήρ Τιμόθεος ἀφαιρέθηκε λίγες στιγμές κι ὕστερα πρόφερε:
-«Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ’ Αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ».
Ὁ ἀρχιμαντρίτης Ἰωάσαφ παραδεχότανε τήν εἰλικρίνεια τοῦ πατρός Τιμοθέου, δέν πίστευε ὅμως πώς ὁ Κύριος εἶχε καμιά σχέση μά τήν ὑπόθεση αὐτή. Ἑρμήνευε τήν περίπτωση πολύ πιό ἁπλά : ὁ Μαρίνος Βελής εἶταν ἀκόμα σχετικά νέος καί, κατά τά φαινόμενα, τό Ἅγιον Ὄρος δέν τόν εἶχε ὁλότελα ἀφομοιώσει. Τώρα εἶχε ξυπνήσει μέσα του κάποια ἐνεργητικότητα πού δέν θά κατάφερνε νά τήν ξοδέψει ἀλλιῶς, παρά σέ μιά καινούρια κοσμική δράση.
-Καί ἀποφάσισες λοιπόν , ρώτησε, νά ἐπιδοθεῖς στό σαμαρειτισμό ;
Στόν τόνο τῆς φωνῆς του, ὑπῆρχε κάποια περιφρόνηση καθώς πρόφερε τήν τελευταία αὐτή λέξη. Σίγουρα στή συνείδησή του, ἡ μετάβαση ἀπό τήν ἁγιορείτικη ἄσκηση σ’ αὐτό πού ἔλεγε «σαμαρειτισμό» εἴτανε μιά πτώση, ἕνας συμβιβασμός τοῦ πνεύματος μέ τή σάρκα, μιά ἐκδήλωση ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, πού μποροῦσε ὁ ἡγούμενος νά τήν καταλάβει, νά τήν συγχωρέσει, ἀκόμα καί νά τήν εύλογήσει, ὄχι ὅμως νά τήν ἐκτιμήσει.
-Οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος. Ὑποφέρουν ἀπό τή στέρηση, ἀπό τήν ἀδικία καί τόν τρόμο. Κι ὅταν ξεπεράσουν τά δεινά τους, ὅταν πραγματοποιήσουν αὐτό πού οἱ κοινωνίες τους θεωροῦν ὡς εὐτυχία, ἀρχίζουν καί ὑποφέρουν ἀπό μιάν ἀγωνία πού δέν κατορθώνουνε νά τήν ἐξηγήσουν στόν ἑαυτό τους. Ὁ κόσμος εἶναι ἄρρωστος, ὅπως τότε πού προτοῆρθε Ἑκεῖνος. Ἔχει ἀνάγκη ἀπό συμπαράσταση : ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας νά δώσει.
-Ἀφοῦ πιστεύεις πώς εἶναι θέλημά Του, πήγαινε, εἶπε ὁ ἡγούμενος. Χώσου ξανά μές στό συρφετό τους ἀνακατώσου μαζί τους, πάλεψε, χτυπήσου, ξέσκισε τίς σάρκες σου, ὅσο βαστᾶς. Ὅταν αἰσθανθεῖς πώς δέν ἀντέχεις περισσότερο, γύρνα πίσω. Ἡ θέση σου ἐδῶ θά σέ περιμένει.
-Σᾶς εὐγνωμονῶ, ἅγιε καθηγούμενε. Ἄς ἐλπίσω πώς δέν θά κουραστῶ εὔκολα.
-Θά κρίνεις μόνος σου. Ὁ κόσμος σκλήρανε πολύ, Τιμόθεε. Σκλήρανε, ξεράθηκε καί ἄδειασε. Πέρασε τά ὅρια. Μικρές καλοσύνες, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἕνας Χριστιανός πάντα ὑπάρχει τρόπος νά προσφέρει, μά ὁ κόσμος δέν σώζεται πιά. Τί νά βγεῖ ἀπό τίς μικρές καλοσύνες; Ὁ κόσμος αὐτός χάθηκε΄ ὅποιος ἔχει τά μάτια ἀνοιχτά τό βλέπει καί τό παίρνει ἀπόφαση, μιά γιά πάντα. Χάθηκε μές στήν ἀλαζονεία τῶν ἐπιστημῶν του, μές στήν ἀπανθρωπία τῶν μιχανῶν του μές στήν φρενίτιδά του, πού τή λέει πρόοδο, στό ἀέναο στριφογύρισμά του στό κενό, δίχως ἕρμα, δίχως σκοπό. Ὁ δύστηνος πλανήτης κλονίστηκε ἀνεπανόρθωτα, ἔχασε τήν ἰσορροπία του. Δέν τό αἰσθάνεσαι νά τρικλίζει κάτω ἀπ’ τά πόδια σου; Ἄς πασχίσουμε, ἐμεῖς πού μένουμε ἐδῶ, νά πλησιάσουμε, ὅσο ἀντέχουμε, τό Ἐπέκεινα, καί ἄς προσευχόμαστε γιά τόν κόσμο πού σέρνεται ἀκράτητος, ἀπό τήν ἴδια δαιμονική ὁρμή του, πρός τήν τελική συντριβή. Μερικοί θά βλέπουν τοῦτον τόν ἀναμμένο φάρο μας΄ μοῦ φτάνει ἐμένα ἕνας τέτοιος προορισμός. Ἐνῶ ὁ κόσμος θά σβήνει, ὁ φάρος θά φωτίζει ἀκόμα τίς ὕστατες στιγμές του, θά σώζει, ὥς τό τέλος, μερικές ψυχές. Δέν ἐλπίζω πιά ἄλλο τίποτα, Τιμόθεε. Ζοῦμε τήν τελευταία ὥρα τῆς ἀνθρωπότητας καί τοῦ κόσμου της, τήν ὥρα πού μπορεῖ νά βαστάξει ἕναν αἰώνα ἤ μερικούς αἰῶνες, μά δέν πρόκειται νά ἔχει συνέχεια. «Ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς Αὐτοῦ καί τίς δύναται σταθῆναι;»
Σηκώθηκε ἐπίσημος καί προχώρησε πρός ἕνα παράθυρο. Ξεχάστηκε μερικές στιγμές κοιτάζοντας, πέρα, τίς πυκνόφυλλες πλαγιές τῆς χερσονήσου, σκισμένες ἀπό βαθιές χαράδρες, τήν ἀπέραντη, βαθυγάλαζη, ἀνήσυχη θάλασσα καί τό ἀμόλυντο στερέωμα, πλημμυρισμένο ἀπό φῶς. Μιλώντας πιά στόν ἑαυτό του, συνέχισε:
-«Καί εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν΄ ὁ γάρ πρῶτος οὐρανός καί ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καί ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι...»
Ἀνάσανε βαθιά καί στράφηκε ξανά πρός τό συνομιλητή του, τόν σταύρωσε καί τοῦ ἔδωσε τό χέρι.
-Πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ , εἶπε.
Μέ τό συμβολικό αὐτό ἔργο ὁ Θεοτοκᾶς σκόπευε νά διερευνήσει τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς τεχνολογικῆς ἐποχῆς.
Ὁ πατήρ Τιμόθεος ἔσκυψε, φίλησε τό χέρι καί ἀποσύρθηκε, χωρίς νά ξαναμιλήσουν. Κατέβηκε στήν ἐσωτερική αὐλή τῆς Μονῆς καί μπῆκε στό καθολικό. Στάθηκε κάτω ἀπ’ τόν κεντρικό τροῦλλο, ἀπέναντι στό πανύψηλο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, κι ἄφησε νά τόν συνεπάρει, μιά τελευταία φορά, ἡ ἔντονη, κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγιορείτικης ἐκκλησίας. Λίγοι μοναχοί εἴχανε μείνει ἐκεῖ, ὕστερα ἀπό τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἀσάλευτοι σέ στασίδια ἀκουμπισμένα στούς τοίχους, σάν μέρος κι αὐτοί τῆς τοιχογράφησης πού σκέπαζε, ἀπό μέσα, ὁλόκληρο τό ναό. Οἱ καπνοί τῶν θυμιαμάτων εἶχαν ἀκινητήσει μές στίς αχτίνες τοῦ ἥλιου, πού ἔπεφταν ἀπό τά μικρά παράθυρα τῶν τρούλλων. Τριγύρω ὅλα εἶταν χρώματα βαθιά, παθητικές μορφές ἁγίων, μέταλλα καί κρύσταλλα πού ἄστραφταν, τρεμάμενες φλόγες ἀπό καντῆλες καί ἁγιοκέρια.
Φαίνεται, ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Π.Δ. Μαστροδημήτρης, ὅτι μέ τό συμβολικό αὐτό ἔργο ὁ Θεοτοκᾶς σκόπευε νά διερευνήσει τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς τεχνολογικῆς ἐποχῆς. Ἡ ἔλλειψη συναισθηματικῆς πίστης καί ἀνθρώπινης ἀγάπης, ἡ ἔλλειψη πνευματικότητας, καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν λῶρο τῆς πατρικῆς πίστης, ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ὁλική παραφροσύνη. Κάποια στιγμή ὁ πρωταγωνιστής θα πεῖ: Στηριζόμαστε στό τίποτα. Σάν τούς ἀστροναῦτες μέ τά σκάφανδρα, κολυμποῦμε κι ἐμεῖς στό κενο. Ὅλο λοιπόν τό ἔργο κινεῖτε μέσα στό ψυχοφθόρο κενό, στήν ἀνατριχιαστική ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, μόνος του συνθλιβόμενος μέσα στίς μεγαλουπόλεις ἐκεῖνες πού ὁ συγγραφέας μας τις εἶδε στό ταξίδι του στήν Ἀμερική, ἄγεται σταθερά πρός τήν σχιζοφρένεια, ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης μεταφυσικῆς ἀναφορᾶς καί θεμελίωσης. Ὁ ἥρωας τοῦ τελευταίου ἔργου τοῦ Θεοτοκᾶ ἔχει χάσει ἀκόμη καί τόν ἑαυτό του. Ἔχει μείνει ἐντελῶς μόνος.
( «ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ σ. 45 τετράδιο εὐθύνης »).
- Προβολές: 2976