Ἔπαινος-παρουσίαση τιμωμένου ὑπὸ τοῦ Ἀναπληρωτῆ Πρύτανη, Καθηγητῆ Ἰατρικῆς Ἀνδρέα Φωτόπουλου
Τελετὴ ἀναγόρευσης τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱεροθέου σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων
Μ α κ α ρ ι ώ τ α τ ε,
Σ ε β α σ μ ι ώ τ α τ ο ι,
Κ ύ ρ ι ε Π ρ ύ τ α ν η,
Κ υ ρ ί ε ς κ α ὶ Κ ύ ρ ι ο ι,
Ἡ ἀποψινὴ ἀναγόρευση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κυρίου Ἱεροθέου σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων ἀποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὸ Ἵδρυμα καὶ παράλληλα ἐπίσημη ἔνδειξη ἀναγνώρισης τῆς μεγίστης προσφορᾶς του στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ τῆς ἀξιόλογης πνευματικῆς δράσης του.
H σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ξεχωριστή, διότι ὁ πνευματικὸς πλοῦτος τοῦ Πανεπιστημίου μας διευρύνεται. Ὁ Σεβασμιώτατος ἀποτελεῖ ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα σπουδαίου κληρικοῦ, ἀξιόλογου ἀνθρώπου καὶ διακεκριμένου ἐπιστήμονα μὲ πλούσιο πνευματικὸ ἔργο.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κύριος Ἰερόθεος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Βλάχος, γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ ἔτος 1945.
Ἔλαβε τὴν ἐγκύκλιο μόρφωση στὴν πατρίδα του καὶ στὸ Ἀγρίνιο, ὅπου γνώρισε τὸν ἀείμνηστο Καλλίνικο τότε Πρωτοσύγκελο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας. Ἐνεγράφη στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου μας ἀλλὰ σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τὴ χρονικὴ περίοδο 1964-1968 ἀπ’ ὅπου ἔλαβε τὸ πτυχίο μὲ «ἄριστα».
Χειροτονήθηκε Διάκονος τὸ 1971 καὶ Πρεσβύτερος τὸ 1972 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας Καλλίνικο. Ὑπηρέτησε ὡς Ἱεροκήρυκας στὴν Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα 1969 - 1987.
Ἵδρυσε καὶ κατευθύνει ὡς Πνευματικὸς μοναστικὴ Ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἰερά Μητρόπολη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας καὶ τώρα βρίσκεται στὴν Ἰερά Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καὶ Λεβαδείας.
Τὸ 1987 ὑπηρέτησε γιὰ ἕνα ἑξάμηνο ὡς Ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας. Καὶ ἀπὸ τὸ 1987 ἕως τῆς ἀναδείξεώς του σὲ Μητροπολίτη (1995) ὑπηρέτησε στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ὡς Ἱεροκήρυκας καὶ Διευθυντὴς τοῦ Γραφείου Νεότητος. Τὰ ἔτη 1988 - 1990 διακόνησε ὡς Καθηγητὴς στὴν Μπελεμέντειο Θεολογικὴ Σχολὴ «Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Στὶς 20 Ἰουλίου 1995 ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Στὶς 25 Σεπτεμβρίου 2008 τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐκτιμῶντας τὴν προσφορά του στὰ Θεολογικὰ γράμματα, τὸν ἀναγόρευσε σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα.
Ἐπιστημονικὰ Ἐπιτεύγματα
Ὁ Σεβασμιώτατος συμμετεῖχε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ διάφορα Συμβούλια Ὀργανισμῶν, τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται μὲ θέματα Ἰατρικῆς Δεοντολογίας, ὅπως ἡ Ἐθνικὴ Ἐπιτροπὴ κατὰ τοῦ AIDS, τὸ Κέντρο Ἐλέγχου Εἰδικῶν Λοιμώξεων (ΚΕΕΛ), ὁ Ὀργανισμὸς κατὰ τῶν Ναρκωτικῶν (ΟΚΑΝΑ), καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν Κώδικα Ἰατρικῆς Δεοντολογίας.
Εἰδικὰ στὸν Κώδικα Ἰατρικῆς Δεοντολογίας παρενέβη σὲ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἀμβλώσεις, τὴν εὐθανασία, τὶς ἔρευνες στὰ βλαστοκύτταρα κλπ.
Στὰ Συμβούλια αὐτὰ συμμετεῖχαν καθηγητὲς Ἰατρικῶν Σχολῶν καὶ συνεργάσθηκε στενὰ μὲ αὐτοὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων καὶ πάντοτε μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς σχέσεως ἰατρικῆς καὶ θεολογίας.
Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν οἱ καθηγητές: Γεώργιος Μερίκας, Νικόλαος Ματσανιώτης, Γεώργιος Παπαευαγγέλου, Ἰὠάννης Στρατηγός , Ἀντώνιος Κουτσελίνης, Ἀνδρέας Ραμπαβίλας, Νικόλαος Ἀνάγνου, Κωνσταντῖνος Στεφανῆς, Δημήτριος Τριχόπουλος, Ἄγγελος Χατζάκης, κ.α.
Ἀποτέλεσμα τῆς πείρας ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων σὲ θέματα βιοϊατρικῆς καὶ βιοηθικῆς εἶναι ἡ συγγραφὴ βιβλίων καὶ ἄρθρων γιὰ τὸ AIDS, τὰ ναρκωτικὰ καὶ γενικότερα τὶς λοιμώξεις. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ βιβλίο «AIDS, ἕνας τρόπος ζωῆς», καθὼς ἐπίσης καὶ διάφορα ἄρθρα γιὰ τὰ ναρκωτικά.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ εὐρύτερο φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο του, ἡ ἐπιστημονική του προσφορὰ ἀποτυπώνεται στὸ πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο καθὼς ἔχει διακριθεῖ γιὰ τὴ συγγραφική του παραγωγή, ἀφοῦ ἔχει συγγράψει ἐνενῆντα τέσσερα (94) βιβλία μὲ θεολογικό, ἐκκλησιολογικό, κοινωνικὸ περιεχόμενο, βασισμένα στὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπὸ αὐτὰ πάνω ἀπὸ ἑβδομῆντα (70) βιβλία ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ εἴκοσι μία 21 γλῶσσες ὅπως Ἀγγλικά, Ἀραβικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ἱσπανικά, Ρωσικά, Σερβικά, Οὑγγρικά, Ρουμανικά, Σουαχίλι, Κῖνέζικα, Βουλγαρικά, Οὐκρανικά, Τσέχικα, Ὁλλανδικά, Ἀλβανικά, Ἰταλικά, Φινλανδικά, Γεωργιανά, Οὐρντοῦ-Πακιστανικὰ καὶ Κορεατικά. O συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν βιβλίων, ἀνατύπων καὶ δημοσιεύσεων, πέρα ἀπὸ τὰ διάφορα ἄρθρα, ἀνέρχεται στὰ τριακόσια (300). Ἔχει μάλιστα γραφεῖ ὅτι εἶναι ὁ πιὸ μεταφρασμένος Ἕλληνας μετὰ τὸν Νῖκο Καζαντζάκη.
Τὰ βιβλία ἀσχολοῦνται μὲ θέματα θεολογικά, ἐκκλησιολογικά, πατερικὰ καὶ ἑρμηνεύουν τὴν σύγχρονη πνευματικότητα μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ προοπτική.
Βιβλία του χρησιμοποιοῦνται ὡς διδακτικὰ ἐγχειρίδια σὲ Θεολογικὲς Σχολὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ γίνονται ἀντικείμενο διδακτορικῶν διατριβῶν σὲ Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ εἰσηγήσεων σὲ συνέδρια.
Τὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Τὸ Πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση» βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ὡς τὸ καλύτερο θεολογικὸ βιβλίο τῆς πενταετίας (1990-1995).
Παράλληλα μὲ τὴν συγγραφὴ βιβλίων ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν δημοσίευση ἄρθρων στὸν ἡμερήσιο καὶ ἑβδομαδιαῖο Τύπο. Ἀρθρογράφησε καὶ ἀρθρογραφεῖ στὸν ἀθηναϊκὸ Τύπο, στὸν τοπικὸ Τύπο της Ναυπάκτου, στὸ διαδίκτυο καθὼς καὶ στὴν ἐφημερίδα τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση» (www.parembasis.gr), τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἵδρυσε ὡς Μητροπολίτης, καὶ τὰ κείμενά του ἀναδημοσιεύονται σὲ πολλὲς ἄλλες ἐφημερίδες, περιοδικὰ καὶ ἱστοσελίδες. Τὰ ἄρθρα του ἀποτελοῦν παρεμβάσεις στὶς σύγχρονες κοινωνικοπολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές ἐξελίξεις καὶ προσφέρουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἑρμηνεία τῶν γεγονότων.
Στὶς Ἡ.Π.Α ἂνέπτυξε θέματα στὴ Θεολογική Σχὸλή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, πραγματοποίησε εἰσηγήσεις σὲ Σεμινάριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς (OCA), στὸ Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ (1995) καὶ στὴν Ἀτλάντα τῶν Ἠνωμένων Πολιτειῶν (1997), μίλησε στὴν κεντρικὴ αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Seattle (1999) κατόπιν προσκλήσεως τῆς Σὺγκλήτου τοῦ Πανεπιστημίου, ἂνέλαβε Σεμινάριο στὸ ὁποῖο δίδαξε στὴν Tacoma τῆς Washington State (1999 καὶ τὸ 2007). Μίλησε στὸ Λουθηρανικὸ Πανεπιστήμιο τῆς Tacoma Pacific Lutheran University (2007). Μίλησε σὲ Σὺνέδρια καὶ διαλέξεις ποὺ διοργάνωσε ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὸ Seattle τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν (1995, 1997, 1999 καὶ 2007), καὶ σὲ διεθνὲς Συνέδριο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸ Σικάγο (Σέπτ. 2007).
Ἐπειδὴ τὰ βιβλία του μεταφράσθηκαν σὲ πολλὲς γλῶσσες, ἐκλήθη στὶς διάφορες χῶρες νὰ παραστεῖ καὶ νὰ μιλήσει κατὰ τὴν παρουσίαση τῶν βιβλίων του καὶ γιὰ νὰ ἀναλύσει σημεῖα ποὺ εἶναι πρωτοποριακὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας στὴν σύνδεση μεταξὺ ἰατρικῆς ἐπιστήμης καὶ θεολογίας.
Ἔτσι ἐπισκέφθηκε καὶ μίλησε στὶς ἑξῆς χῶρες: Ἀμερική, Καναδᾶ, Συρία, Λίβανο, Γερμανία, Γεωργία, Συμφερούπολη Κριμαίας, Ρωσία, Ρουμανία , Βουλγαρία , Ἰταλία , Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ἀγγλία.
Οἱ γνώσεις του γύρω ἀπὸ τὰ βιοηθικὰ θέματα εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ σὲ διάφορα ἰατρικὰ Συνέδρια καὶ νὰ ἀναπτύξει διάφορα θέματα. Ἐπίσης, πολλὲς φορὲς εἰσηγήθηκε θέματα στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς μεταμοσχεύσεις ὀργάνων καὶ τὴν ἰατρικῶς ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή.
Γενικὰ εἰσηγήθηκε περίπου σὲ 500 Ἐθνικὰ καὶ Διεθνῆ Συνέδρια, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος, σὲ θέματα θεολογικά, φιλοσοφικὰ καὶ βιοηθικά.
Θεολογία καὶ Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη
Τὸ ὅλο ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ποὺ ἀναφέρεται στὴ σχέση μεταξὺ ἰατρικῆς ἐπιστήμης καὶ θεολογίας ἐπικεντρώνεται σὲ τρία σημεῖα:
Πρῶτον, στὴν ἄποψή του, τὴν ὁποία στηρίζει στὸν καθηγητὴ πατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διακρίνεται ἀπὸ τὴν δυτικὴ θεολογία, διότι συνδέεται μὲ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ ὄχι μὲ τὴν κλασικὴ καὶ δυτικὴ μεταφυσική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ μέσα ἀπὸ ἰατρικοὺς ὅρους καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικούς. Εἶναι πρακτικὴ ἐπιστήμη καὶ ὄχι θεωρητική.
Στὸ ἔργο του ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς θεραπευτήριο-Νοσοκομείο, οἱ Κληρικοὶ πνευματικοὶ ἰατροί-θεραπευτές, ἡ θεολογία ὡς πνευματικὴ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ προστρέχει στὴν Ἐκκλησία γιὰ βοήθεια ἐκλαμβάνεται ὡς πνευματικὰ ἀσθενής, τὰ δόγματα καὶ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικὰ φάρμακα κ.ἄ. Ἔτσι ἀποφεύγει νὰ χαρακτηρίζεται ὁ Χριστιανισμὸς ἰδεολογία καὶ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Δεύτερον, ἐπικεντρώνεται στὴν ἄποψή του ὅτι ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συγγενεύει μὲ τὴν σύγχρονη ψυχιατρική-νευρολογία, διότι ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὰ νοητικὰ φαινόμενα τὰ ὁποῖα ἐπηρεάζουν κατὰ ποικίλους βαθμοὺς τὴν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἡ ψυχολογία στὶς ἡμέρες μας ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ συνδέθηκε μὲ τὶς νευροεπιστῆμες.
Ἡ μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ κυρίως τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας, ἡ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν μελέτη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ ἡ μακρόχρονη ποιμαντική του πεῖρα, τὸν ὁδήγησαν στὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἐπιστήμη ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅτι οἱ νηπτικοὶ Πατέρες μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ πολλὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προβλήματα. Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἔγραψε πλῆθος βιβλίων, καταστάλαγμα πολύχρονης ποιμαντικῆς πείρας, σχετικὰ μὲ τὴν «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία». Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο ποὺ παρουσιάζει τὴ θεραπευτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία στὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση θεωρεῖται νοσοκομεῖο-θεραπευτήριο, ποὺ θεραπεύει τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ θεολογία μοιάζει μὲ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὡς πρὸς τὴν μεθοδολογία.
Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἔγραψε καὶ ἄλλο βιβλίο στὴν προοπτικὴ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς «Ὀρθόδοξης Ψυχοθεραπείας» μὲ τίτλο «Ἰατρικὴ ἐν πνεύματι ἐπιστήμη».
Ἐπίσης, ἀσχολήθηκε συγκριτικὰ μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ Ψυχοθεραπεία τοῦ Victor Frankl, ποὺ ἐκφράζει τὴν Τρίτη ψυχοθεραπευτικὴ Σχολή της Βιέννης μὲ τὸ βιβλίο «Ὑπαρξιακὴ ψυχολογία καὶ Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία».
Συγχρόνως ἀσχολήθηκε μὲ τὴν συνάντηση μεταξὺ τῆς ὑπαρξιακῆς ψυχολογίας καὶ ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας, ὅπως φαίνεται στὸ ἔργο τοῦ Γιάλομ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ ἐν πολλοῖς τὶς ἀπόψεις τοῦ Victor Frankl.
Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ εἰσήγαγε τὸν ὅρο «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία».
Ὁ τίτλος καὶ τὸ περιεχόμενο ἔγιναν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν «Ἀμερικανικὴ Ψυχολογικὴ Ἑταιρεία», ἡ ὁποία σὲ ὀγκώδη ἔκδοσή της μὲ τίτλο «Ἐγχειρίδιο ψυχοθεραπείας καὶ θρησκευτικῆς ποκιλομορφίας» ἀναφέρει τὸ Σεβασμιώτατο (τότε Ἀρχιμανδρίτη) ὡς εἰσηγητὴ τοῦ ὅρου: « Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία».
Πιὸ συγκεκριμένα ἀναφέρει:
«Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰερόθεος, ἱερέας καὶ ψυχοθεραπευτής, σὲ πολλὰ γραπτὰ ἔργα του ἔχει συστηματοποιήσει τὶς ἰδέες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὶς θεραπευτικὲς πλευρές, τοὺς στόχους καὶ τὶς πρακτικὲς τὶς ὁποῖες ἐκπροσωπεῖ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικὴ παράδοση (Vlachos, 1993, 1994a, 1994b). Θεωρεῖ ὅτι ὁ πρωταρχικὸς θεραπευτικὸς σκοπὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ, ἐννοῶντας την ὑψηλότατη δύναμη (faculty) στοὺς ἀνθρώπους, διὰ τῆς ὁποίας γνωρίζεται ὁ Θεὸς ὅταν αὐτὴ ἔχει καθαρθεῖ καὶ θεραπευθεῖ). Ὁ νοῦς διακρίνεται ἀπὸ τὴν λογική, τὸ συναίσθημα καὶ τὴ διανοητικὴ γνώση. Ὁ νοῦς θεωρεῖται τὸ ὑψηλότατο τμῆμα τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅταν καθαρθεῖ, ὁ νοῦς ἔχει τὴ δυνατότητα τῆς ἄμεσης ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐμπειρία ἁπλῶν ἰδεῶν ἢ ἁπλῶν ἐννοιῶν περὶ τοῦ Θεοῦ.
Τρίτον, τὸ ἔργο τοῦ Σεβασμιωτάτου ἐπικεντρώνεται στὴν ἄποψη ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διαλέγεται μὲ θετικὸ τρόπο μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη καὶ μάλιστα τὴν ἐπιστήμη τῆς μοριακῆς βιολογίας. Διατυπώνει τὴν ἄποψη ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύγκρουση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, γιατί κινοῦνται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ ἀπόψεις τοῦ μεγάλου σύγχρονου γενετιστοῦ ἐπιστήμονος Φράνσις Κόλλινς στὸ βιβλίο τοῦ «Ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ», στὸ ὁποῖο φαίνεται ἡ ἁρμονικὴ σχέση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης. Ὁ Φράνσις Κόλλινς παρουσιάζει τις τέσσερεις δυνατὲς σχέσεις μεταξὺ πίστεως καὶ ἐπιστήμης, ἡ μία «ὅταν ἡ ἐπιστήμη παραμερίζει τὴν πίστη», ἡ δεύτερη «ὅταν ἡ πίστη παραμερίζει τὴν ἐπιστήμη», ἡ τρίτη «ὅταν ἡ ἐπιστήμη ζητᾶ θεία βοήθεια» καὶ ἡ τέταρτη «ὅταν ἐπιστήμη καὶ πίστη εἶναι σὲ ἁρμονία».
Σὲ μία σχετικὴ εἰσήγησή του ὁ Σεβασμιώτατος γράφει: «Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ κόσμος ποὺ βλέπουμε. Ἡ θεολογία ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τὸ θέμα ποιά εἶναι ἡ συμπεριφορὰ καὶ λειτουργία τῶν κτιστῶν πραγμάτων. Ἡ θεολογία βλέπει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ζωοποιεῖ τὸν κόσμο. Ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ θεραπεύση τὶς ἀσθένειες ποὺ βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ θεολογία βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβῇ την κτιστότητα καὶ τὴν θνητότητά του. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα πῶς δημιουργοῦνται καὶ γίνονται τὰ ὄντα καὶ τὰ κτίσματα. Ἡ θεολογία ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος τῆς δημιουργίας» (Μεταξὺ δύο αἰώνων, σελ. 142-143).
Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὁ Σεβασμιώτατος ἔγραψε τὸ βιβλίο «Βιοηθικὴ καὶ βιοθεολογία», τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφ' ἑνὸς μὲν τῆς διδασκαλίας του στὴν Μπελεμέντειο Θεολογικὴ Σχολὴ στὸν Βόρειο Λίβανο, ἀφ' ἑτέρου δὲ τῶν ὁμιλιῶν του τὶς ὁποῖες ἐκφώνησε εἴτε στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἴτε σὲ Ἰατρικὰ Συνέδρια.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπαινέθηκε ἀπὸ πολλοὺς εἰδικοὺς καὶ ἐνασχολούμενους μὲ τὰ θέματα αὐτά.
Ὅταν μελετήσει κανεὶς τὰ βιοηθικὰ θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολεῖται ὁ Σεβασμιώτατος θὰ διαπιστώσει ὅτι χρησιμοποιεῖ βιβλιογραφία εἰλημμένη ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες τῆς μοριακῆς βιολογίας, τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, τῆς νευρολογίας καὶ τῆς βιοηθικῆς.
Στὸ βιβλίο Βιοηθικὴ καὶ Βιοθεολογία παρουσιάζεται μὲ τρόπο ἤρεμο ὁ διάλογος ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μεταξὺ ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ἰατρικῆς ἐπιστήμης σὲ βιολογικὰ καὶ βιοηθικὰ ζητήματα.
Ἐντυπωσιάζουν τὰ σημεῖα στὰ ὁποῖα στηρίζει τὴν ὅλη ἔρευνά του: Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι οἱ ἔρευνες τῶν ἐπιστημόνων πρέπει νὰ κινοῦνται μὲ ἐλευθερία, ἐνῷ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν πρέπει νὰ ἀντιτάσσεται στὶς ἔρευνες αὐτὲς καὶ δὲν πρέπει νὰ ὁδηγήσουν τὴ θεολογία καὶ τὴ σύγχρονη ἐπιστήμη σὲ σύγκρουση. Ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη θὰ πρέπει νὰ θέτει τὸ πλαίσιο καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἔρευνάς της, πρᾶγμα ποὺ γίνεται μὲ τὴν Βιοηθική. Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πρέπει νὰ θέτει τὶς βασικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πῶς ὑπερβαίνεται ἡ φθαρτότητα καὶ θνητότητά του. Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αὐτεξούσιό του ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ κάνει τὶς ἐπιλογές του. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει τὸν τρόπο ζωῆς καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ ἐκφράζει τὴν ἀγάπη της καὶ νὰ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὶς ἀστοχίες του.
Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀσχολεῖται στὸ βιβλίο «Βιοηθικὴ καὶ Βιοθεολογία» μὲ ἐπίκαιρα θέματα, ὅπως τὴν βιοτεχνολογικὴ ἐπανάσταση, τὴν σύνδεση μεταξὺ ἐπιστήμης τῆς μοριακῆς βιολογίας καὶ τῆς μηχανικῆς ἰατρικῆς, τὴν βιοηθικὴ ὡς ἐπιστήμη, τὴν χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, τὴν κλωνοποίηση, τὶς ἔρευνες στὰ βλαστοκύτταρα, τὶς ἀναπαραγωγικὲς τεχνολογίες, τὶς μεταμοσχεύσεις ὀργάνων, τὶς κυτταρικὲς καὶ γονιδιακὲς θεραπεῖες, τὴν εὐθανασία καὶ τὴν Μονάδα Ἐντατικῆς Θεραπείας.
Ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὶς ἀντιμετωπίζει μὲ ἰδιαίτερη προσοχή, νηφαλιότητα, διάκριση ὡς πρὸς τὴν ἐπιστήμη καὶ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὰ ἐπιτεύγματά της. Δέχεται τὰ ἀποτελέσματα τῶν βιοϊατρικῶν ἐρευνῶν καὶ καταγράφει τὸν νηφάλιο θεολογικὸ λόγο.
Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ γίνεται γιὰ τὶς βιοϊατρικὲς καὶ ἰατρικὲς ἔρευνες γιὰ τὶς βιοτράπεζες καὶ τὴν βιοπειρατεία, γιὰ τὶς κλινικὲς δοκιμὲς σὲ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου, γιὰ τὴν εὐγονική, τὸν βιολογικὸ ντετερμινισμό, κ.π.ά.
Ἑπομένως, ὁ Σεβασμιώτατος δὲν ἀρνεῖται τις βιοϊατρικὲς ἔρευνες, ἀλλὰ παρουσιάζει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐργάζεται ὁμοιάζει μὲ τὸ πῶς ὁ Μ. Βασίλειος διατύπωσε τὶς ἀπόψεις του στὴν Ἑξαήμερο, χρησιμοποιῶντας τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀντιπαραβάλλοντας αὐτὲς μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Προκειμένου νὰ τεκμηριώσει τὶς ἀπόψεις του, ὅπως φαίνεται εὐδιάκριτα στὰ βιβλία του, μελέτησε ἰατρικὰ βιβλία καὶ ἀπέκτησε μία γνώση γύρω ἀπὸ τὴν μοριακὴ βιολογία καὶ γενικότερα γύρω ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖα λειτουργεῖ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.
Ὁ Σεβασμιώτατος συμμετεῖχε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Ἐπιτροπὴ τοῦ Ὑπουργείου Ὑγείας γιὰ τὴν κατάρτιση τοῦ Κώδικα Ἀσκήσεως Ἰατρικοῦ Ἐπαγγέλματος καὶ Δεοντολογίας, καὶ συγχρόνως ὑποστήριξε τὶς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας σὲ βιοηθικὰ θέματα στὴν ἁρμόδια Ἐπιτροπὴ τῆς Βουλῆς, ἡ ὁποία συζητοῦσε γιὰ τὸ ὡς ἄνω Κώδικα.
Κ υ ρ ί ε ς κ α ὶ Κ ύ ρ ι ο ι,
Ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω δίνουν μιὰ μικρὴ μονάχα μαρτυρία αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς του καὶ τοῦ ἀξιοσημείωτου ἔργου του καὶ συνθέτουν μιὰ συνολικὴ φυσιογνωμία ἑνὸς ἀνθρώπου χαμηλῶν τόνων ἀλλὰ μὲ ἐσωτερικὴ δυναμικὴ καὶ διεθνῆ ἀναγνώριση, ποὺ συνδυάζει τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ἰατρικῆς, ἄνθρωπος ἀνοικτὸς καὶ παγκόσμιος καὶ ταυτόχρονα τοπικός, ἑδραιωμένος σὲ μιὰ ἁπλὴ καθημερινὴ ζωή, ἄνθρωπος ποὺ συντηρεῖ τὴν ἐλπίδα στὴν κοινωνία καὶ δείχνει τὸν δρόμο στοὺς πολλούς. Ὁ Σεβασμιώτατος διακρίνεται γιὰ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, τὴ χρηστότητα τοῦ ἤθους, τὴν πληρότητα τῆς ἐπιστημονικῆς του συγκρότησης, τὴν ὀξύνοια τῆς σκέψης του καὶ τὴν εὐρυμάθειά του.
Μέσῳ τῆς ἀποψινῆς ἀναγόρευσης τοῦ Σεβασμιωτάτου, τὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων γίνεται ἐπιστημονικὰ καὶ ἀκαδημαϊκὰ πλουσιότερο καὶ σοφότερο.
Τέτοια φωτεινὰ παραδείγματα ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς στὸ κοινωνικὸ σύνολο μποροῦν νὰ φωτίσουν τὸ σκοτάδι τῆς ἐποχῆς μας καὶ νὰ δώσουν ἐλπίδα γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον. Νὰ ἀναδείξουν στοὺς νέους μιὰ ἀξεπέραστη στάση ζωῆς μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ ἦθος.
Σ ε β α σ μ ι ώ τ α τ ε κ. Ἱ ε ρ ό θ ε ε,
Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ἐκφράσω τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μας γιὰ τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ μᾶς κάνετε, σήμερα, μὲ τὴν ἀναγόρευσή σας σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου μας καὶ νὰ σᾶς εὐχηθῶ ὁλόψυχα νὰ συνεχίσετε μὲ τὴν ἴδια δύναμη τὸ θεάρεστο ἔργο καὶ τὴν ἀνεκτίμητη προσφορά σας στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ἰδιαίτερα σὲ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ διανύουμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ θερμά.
Ἐπίτιμος Καθηγητὴς Ἰατρικὴ Σχολὴ Ἰωαννίνων
- Προβολές: 7343