Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ὁ ἡσυχασμός «ἐπίβαση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς

Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ σχολιασμοί πού ἀκολουθοῦν εἶναι ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τῶν σχολιασμῶν τοῦ προηγούμενου φύλλου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τίτλο: «Διδασκαλία μέσω τῶν εὐχῶν». Στήν κατακλεῖδα τῶν σχολιασμῶν ἐκείνων σημειώσαμε ὅτι, ὅσοι δέν ἔχουν τήν πίστη (τήν θεολογία, τό δόγμα) πού προϋποθέτουν οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό τμῆμα τῆς τελευταίας εὐχῆς τοῦ Λυχνικοῦ στό ὁποῖο ἀναφερόμασταν, αὐτοί δέν εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό μπορεῖ νά ἀκούγεται ὑπερβολικό, εἶναι ὅμως ἀληθινό, διότι στίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ἐναργέστατα διατυπώνεται καί προϋποτίθεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὁριοθετεῖ τήν κίνηση τοῦ νοῦ (τῶν Ἱερέων καί τοῦ λαοῦ) πρός τόν ζῶντα Θεό. Ἔξω ἀπό αὐτά τά ὅρια ὑπάρχει ἡ αἵρεση καί κατά συνέπεια ὁ πνευματικός θάνατος.

Πρέπει, κοντά στά παραπάνω, νά συμπληρώσουμε καί κάτι ἀκόμη «ὑπερβολικό» γιά τήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική νωθρότητα τῆς ἐποχῆς μας: Ὅσοι τυχόν ἔχουν ὀρθή δογματική πίστη, ἀλλά δέν ἔχουν ζωή σύμφωνη μέ τό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ζωντανά μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, διότι μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους ἀφήνουν ἀνενεργῆ τήν Χάρη πού ἔλαβαν μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος.

Ποιό τό ὄφελος νά ἔχουμε ὀρθόδοξη θεολογία καί ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀλλά νά μήν καταλαβαίνουμε τήν ζόφωση τοῦ νοῦ, τήν διαφθορά τῆς καρδιᾶς, τόν πνευματικό θάνατο, καί ἐνῶ λέμε ὅτι γνωρίζουμε, καί μάλιστα μέ φανατισμό (σέ κάποιες περιπτώσεις) ὑπερασπιζόμαστε τήν ὀρθοδοξία τῶν ἁγίων Πατέρων, πόρρω νά ἀπέχουμε ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀνακαινιστικῆς μετάνοιας, τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης, τῆς «ξυνωρίδος» τῶν θεμελιωδῶν καί ὑψοποιῶν ἀρετῶν;

Εἶναι τραγικό νά συμβαίνη καί σέ μᾶς αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στούς Φαρισαίους, ὅταν ἐκεῖνοι Τόν ρώτησαν: «μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;» καί Ἐκεῖνος τούς εἶπε: «εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωαν. 9, 40-41).

Οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν τό δόγμα μέ τήν προσευχή, τήν θεολογία μέ τήν κίνηση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Παιδαγωγοῦν θεολογικά, προσευχητικά, ἀσκητικά τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας καί δείχνουν ποιά εἶναι καί πῶς πρέπει νά εἶναι τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐπέκταση, ποιά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Δείχνουν ὅτι ἔχει συγκεκριμένη θεολογία καί ὄχι πλουραλισμό θεολογιῶν καί συγκεκριμένη λατρευτική καί ποιμαντική πράξη, ἡ ὁποία συλλειτουργεῖ μέ τήν ἱεραρχική δομή τοῦ θεανθρώπινου ὀργανισμοῦ της.

Πρέπει ἐμφαντικά νά ὑπογραμμιστῆ ὅτι ἡ πίστη πού προϋποθέτουν καί ἐκφράζουν οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μιά ἰδιαίτερη «λειτουργική» ἤ «εὐχαριστιακή πίστη», μέ περιεχόμενο κάποια «εὐχαριστιακή θεολογία», γέννημα ἤ καί «ἑδραίωμα» τῆς λεγομένης «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας», τήν ὁποία νέοι σχολαστικοί θεολόγοι αὐθαίρετα διαφοροποιοῦν ἀπό τήν ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, δηλαδή τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τήν ὁποία χαρακτηρίζουν «θεραπευτική-καθαρτική ἐκκλησιολογία» καί τήν διαβάλλουν ὡς ἐπηρεασμένη ἀπό νεοπλατωνικά στοιχεῖα. (Βλέπε σχετικές ἀναλύσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου στό βιβλίο Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία).

Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ἡ πίστη πού προϋποθέτουν οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοπτικά διατυπώνεται στό ἀναλλοίωτο σύμβολο τῆς πίστεως, στό σύμβολο Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς καμμιά προσθήκη καί χωρίς ἑρμηνευτικές φαντασιακές παραμορφώσεις.  

Εἶναι σαφές ἀπό τό τμῆμα τῆς ἕβδομης εὐχῆς τοῦ Λυχνικοῦ, πού μελετήσαμε στό προηγούμενο φύλλο τῆς Παρέμβασης καί στήν συνέχεια θά κάνουμε σύντομη ἀναφορά στό ὑπόλοιπο τμῆμα της, ὅτι ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας, (τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν πατερικῶν κειμένων, τῆς ὑμνολογίας, τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν), εἶναι ὁ Ἕνας καί μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», ὁ δημιουργός «ἐν σοφίᾳ» ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ προνοητής καί συντηρητής τῆς τάξεως στήν κίνηση ὅλων τῶν οὐρανίων σωμάτων, «ὁ διαχωρήσας ἀνὰ μέσον τοῦ φωτός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους» μέ τήν δημιουργική καί κυβερνητική ἀδημιούργητη ἐνέργειά Του. Ὁ Τριαδικός Θεός τῶν εὐχῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Χριστό, τόν ἐν ἀρχῇ Λόγο, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία ἀπό τήν Πεντηκοστή ἔγινε τό πραγματικό Σῶμα Του. Εἶναι σαφέστατο στήν λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεός τοῦ «κανόνα τῆς προσευχῆς» δέν εἶναι ἡ «καθαρή ἐνέργεια» τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη καί τῶν δυτικῶν θεολόγων, ὁ ὁποῖος (μέσα στό μεταφυσικό στοχασμό τῶν «διανοουμένων καί οὐ πασχόντων τά θεῖα») ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση μέσω κτιστῶν ἐνεργειῶν. Ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἴδιος δημιουργεῖ, συντηρεῖ καί ἀναδημιουργεῖ τήν κτίση μέ τήν «οὐσιώδη» ἐνέργειά Του.

Σ’ Αὐτόν τόν Θεό παιδαγωγεῖται ὁ Ἱερέας καί ὁ λαός νά ἀποθέτη τήν ἐλπίδα καί τήν ἀδυναμία του. Ἐμπνέεται νά στέκεται νοερά ἐνώπιόν Του μέ ἐπίγνωση τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων του καί τῆς φθορᾶς καί διαφθορᾶς τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν δυνάμεών του· μέ ἔντονη τήν αἴσθηση ὅτι δέν βλέπει πνευματικά (ὅτι εἶναι τυφλός), ὥστε νά μήν «μένη», ὅπως στούς Φαρισαίους, ἡ ἁμαρτία του. Παρακινεῖται νά ὁπλίζεται μέ «ὅπλα φωτός» καταστροφικά κάθε σκοτεινοῦ δαιμονοκίνητου πολέμου. Ὁπλίζεται προσευχόμενος. Διδάσκεται ἀπό τήν τυπική προσευχή τῆς Ἐκκλησίας νά ζητᾶ εἰρήνη, φῶς, προστασία ἀπό κάθε φόβο: «Παράσχου δὲ ἡμῖν τὴν παροῦσαν ἑσπέραν καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα εἰρηνικήν· ἔνδυσον ἡμᾶς ὅπλα φωτός· ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ καὶ ἀπὸ παντὸς πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου».

Γιά τόν ἐπικείμενο ὕπνο, μετά τήν ἑσπερινή ἀκολουθία, πού εἶναι ἕνα σημαντικό τμῆμα τοῦ εἰκοσιτετραώρου, καθοδηγεῖται ὁ Ἱερέας νά προσεύχεται, γιά τόν ἑαυτό του καί τόν λαό, νά τόν προστατεύση ὁ Θεός ἀπό τίς ταραχές καί τούς μολυσμούς τῆς ψυχῆς, πού ἐπιχειρεῖ ὁ διάβολος μέσω τῆς φαντασίας. Λέει ἡ εὐχή: «καὶ δὸς ἡμῖν τὸν ὕπνον, ὃν εἰς ἀνάπαυσιν τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν ἐδωρήσω, πάσης διαβολικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον».

Ἡ ἀπαλλαγή ὅμως ἀπό τίς διαβολικές φαντασίες χρειάζεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν δική μας συνέργεια. Ἡ εὐχή τοῦ Λυχνικοῦ, στήν ὁποία ἀναφερόμαστε, δείχνει σαφέστατα τήν ἀνάγκη αὐτῆς τῆς συνέργειας, ἀλλά καί τόν «ἡσυχαστικό» χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Δείχνει ὅτι ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς, ὅσων θέλουν νά ζήσουν «ἀποστολικά», «καθολικά», δηλαδή ὁλοκληρωτικά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ λεγόμενη ἡσυχαστική ἄσκηση, μέ χαρακτηριστικές μορφές της τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί τήν μελέτη τῶν λόγων Του: «Ναί, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, τῶν ἀγαθῶν χορηγέ· ἵνα, καὶ ἐπὶ ταῖς κοίταις ἡμῶν κατανυγόμενοι, μνημονεύωμεν ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός σου, καὶ τῇ μελέτῃ τῶν σῶν ἐντολῶν καταυγαζόμενοι, ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς διανιστῶμεν πρὸς δοξολογίαν τῆς σῆς ἀγαθότητος».

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὁμολογία τῆς εὐχῆς ὅτι ἡ μελέτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καταφωτίζει τήν διάνοια, καθώς ἐπίσης καί ὅτι «κατανυγόμενοι» ἀπό τόν ἐπερχόμενο ὕπνο, πρέπει νά ζητοῦμε χάρη ἀπό τόν Θεό νά «μνημονεύωμεν ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός [Του]», δηλαδή καθώς μᾶς καταλαμβάνει ὁ ὕπνος, ἀλλά καί κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου, (κατά τό «ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ»), ὁ «κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος» νά προσεύχεται. Ὥστε «ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς» νά σηκωθοῦμε τό πρωΐ γιά νά δοξολογήσουμε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐμπειρία πού ἐκφράζει ἡ ἕβδομη εὐχή τοῦ Λυχνικοῦ σ’ αὐτό τό σημεῖο εἶναι καθαρά ἡσυχαστική καί δείχνει ὅτι ὁ λεγόμενος «ἡσυχασμός» δέν εἶναι μιά ἰδιομορφία τῆς ζωῆς κάποιων περιθωριακῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε πρό παντός μιά ἐκτροπή ἀπό τήν ἀποστολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ πεμπτουσία της.

Μέσα σ’ αὐτό τό πνεῦμα, στήν προσευχή γιά ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ εὐχόμενος Ἱερέας θυμᾶται πρῶτα τίς δικές του ἁμαρτίες: «δεήσεις καὶ ἱκεσίας τῇ σῇ εὐσπλαγχνίᾳ προσάγοντες ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ σου, ὃν ταῖς πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου ἐν ἐλέει ἐπίσκεψαι». Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἱερέα στηρίζεται στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου, ὄχι στήν δική του ἀρετή καί πνευματική δύναμη.

Ὅπως γίνεται φανερό ἀπό τόν «κανόνα τῆς προσευχῆς», τίς εὐχές ἐν προκειμένῳ τῆς Ἐκκλησίας: ἡ ὀρθή πίστη στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀποκάλυψε στήν Ἐκκλησία Του τήν Ἁγία Τριάδα· ὁ φωτισμός τῆς διάνοιας μέ τίς ἐντολές Του, πού ἀπό ἐκεῖ διευθύνεται ὅλη ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία τοῦ πιστοῦ καί ἡ κατά τό δυνατόν ἀδιάλειπτη μνημόνευση τοῦ ὀνόματός Του, ἐνεργοποιοῦν στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας τήν χάρη τῶν μυστηρίων. Δηλαδή, συγκροτοῦν καί χαρακτηρίζουν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπό αὐτήν τήν πίστη καί ζωή δέν ὑπάρχουν ζωντανά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2866