Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μή βιώσιμο πνευματικό χρέος
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ παρατεταμένη οἰκονομική κρίση στήν πατρίδα μας δέν γέννησε, ὅπως δείχνουν τά πράγματα, σοβαρή διορθωτική κριτική, πού ὡς λαός χρειαζόμαστε· κριτική στόν τρόπο τῆς ζωῆς μας καί στίς στοχοθεσίες της, καθώς καί στήν ὀργάνωση τῆς συνύπαρξής μας μέσα στό νομικό πλαίσιο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Ἐλάχιστοι ἀπό τούς διανοουμένους μίλησαν κριτικά καί μέ ἐπιμονή γιά τά θεμέλια τῆς κρίσης. Καί ὅσοι μίλησαν πολύ λίγους ἐπηρέασαν. Γιά τίς κρυμμένες αἰτίες πίσω ἀπό τά φαινόμενα μίλησαν κυρίως ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν διαθέτουν συνήθως πολιτική πείρα, οὔτε ἐπαρκεῖς γνώσεις γιά τό πῶς λειτουργεῖ ἡ οἰκονομία στήν σύγχρονη ἐλεύθερη παγκοσμιοποιημένη ἀγορά, ὁπότε ἡ ἰσχύς τοῦ λόγου τους περιοριζόταν στό εὐήκοο ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔβγαινε παρεμβατικά, μέ θεραπευτικές ἀπόψεις καί ὑλοποιήσιμες προτάσεις στό πεδίο τῆς μάχης, πού ἄναψε ἀνάμεσα στόν «ἀγανακτισμένο» λαό καί τούς πολιτικούς ἡγέτες του, οἱ ὁποῖοι ἐπωμίστηκαν τό βάρος τῆς διαχείρισης μιᾶς κατάστασης πού ἀπαιτοῦσε ριζική ἀλλαγή στήν παγιωμένη μέχρι τότε νοοτροπία τῶν πολιτικῶν καί τῶν κομμάτων τους.
Τό ὅτι ἀπό τίς κριτικές τῶν διανοουμένων καί τίς ποιμαντικές παρεμβάσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας λίγοι ἐπηρεάστηκαν, ἀποδεικνύεται ἀπό τό πῶς ἀντιλαμβάνονται οἱ πολλοί τήν συνεχιζόμενη πολυδιάστατη κρίση πού ταλανίζει τήν πατρίδα μας. Τήν ἀντιλαμβάνονται, δυστυχῶς, μόνον ὡς πρός τήν οἰκονομική της διάσταση, πιό συγκεκριμένα μόνον ὡς πρός τίς συνέπειές της στήν οἰκονομία τῶν ἑλληνικῶν νοικοκυριῶν, δηλαδή στό ψαλίδισμα τῶν μισθῶν καί τῶν συντάξεων, τήν ὑψηλή φορολογία, τήν μεγάλη ἀνεργία, τήν πενιχρά ἀμειβόμενη εὐέλικτη ἐργασία. Βασική αἰτία μάλιστα αὐτῆς τῆς οἰκονομικῆς δυσχέρειας θεωροῦν ὅτι εἶναι τό χρέος τοῦ Κράτους, τό ὁποῖο ἀντί νά μειώνεται μέ τίς ἀσκούμενες (ἔξωθεν ἐπιβαλλόμενες) πολιτικές μᾶλλον αὐξάνεται, ὅπως δείχνουν οἱ χωρίς κομματική ἀπόχρωση ἀριθμοί, γεγονός πού καθιστᾶ τό μέλλον τοῦ χρέους, ἀλλά καί τῆς ἰσχύος τοῦ Κράτους πολύ θολό.
Ἡ κρίση ὅμως ἔχει πολλές διαστάσεις. Δέν ἀφορᾶ μόνον τήν οἰκονομία. Ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ (καί ἐπισημαίνεται), κυρίως ἀπό Κληρικούς, ἡ κρίση στήν οἰκονομία εἶναι παράγωγο ἄλλων κρίσεων. Αὐτές ὅμως οἱ ἄλλες κρίσεις ἀφήνονται νά ἐξελίσσονται σάν καρκινώματα στό σῶμα τῆς κοινωνίας. Ὑποβοηθοῦνται μάλιστα στήν ἀνάπτυξή τους ἀπό συμπολιτευόμενους καί ἀντιπολιτευόμενους, μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πολιτικῶν, τῶν ὁποίων ὅμως ἡ ἀντίδραση κατά κανόνα πνίγεται μέσα στήν διακομματική ὁμογνωμία. Γιά τόν πολύ κόσμο, μάλιστα, ἡ ἀναφορά τῶν πολιτικῶν σ’ αὐτές τίς ἄλλες κρίσεις ἀντιμετωπίζεται μᾶλλον ὡς ἕνα ἐπίπλαστο φιλολογικό καρύκευμα τοῦ λόγου τους, τοῦ συνήθως στεγνά κομματικοῦ ἤ ψυχρά οἰκονομολογικοῦ καί ὄχι σάν μιά εἰλικρινής ἀντίδραση στίς αἰτίες τῆς κρίσης. Διότι ἡ ἀναφορά σέ ἠθική καί πνευματική κρίση, σέ κρίση ἀξιῶν ἤ πολιτισμοῦ, μέσα στό πολιτικό κλίμα, τό ὁποῖο ἔχει ἐμποτισθῆ βαθιά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ οἰκονομικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ φιλελευθερισμοῦ, δέν ἀποβλέπει σέ κανένα πρακτικό ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ δέν παρέχεται τέτοια δυνατότητα.
Ἄν δοῦμε λίγο σχηματικά τά πράγματα, οἱ κριτικές πού διατυπώνονται γενικά γιά τήν κρίση μποροῦν νά διαιρεθοῦν σέ τρεῖς κατηγορίες: (α) Στίς καθαρά πολιτικές (σωστότερα τῶν πολιτικῶν), οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνάλογες μέ τήν κομματική τοποθέτηση ἤ τήν «πολιτική συμπάθεια» αὐτοῦ πού τίς ἐκφέρει. (β) Στόν λόγο τῶν ἐλεύθερων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ἔχουν συγκεκριμένες πολιτικές ἀπόψεις, συνήθως ὄχι σταθερές, ὅμως δέν ἔχουν ἐμφανεῖς κομματικές ἐξαρτήσεις. Καί (γ) στίς ποιμαντικές παρεμβάσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν, θεολόγων ἤ ἁπλῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά κινοῦνται μέσα στό πλαίσιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μιά γενική εἰκόνα τῶν τριῶν αὐτῶν κατηγοριῶν, γιά νά δείξουμε πῶς ἀπό τούς πιό πολλούς διαφεύγει ἡ σημαντικότερη αἰτία τῆς κρίσης, ὄχι λόγῳ διανοητικῆς ἀνικανότητας γιά τόν ἐντοπισμό της ἤ ἔλλειψης τῶν ἀπαραίτητων πληροφοριῶν, ἀλλά ἀπό ψυχολογική ἀπώθηση τῆς πνευματικῆς ποιότητας καί τοῦ θεολογικοῦ χαρακτήρα της· ἀπώθηση πού ἀποκρυσταλλώνεται σέ πολλούς ὡς ἀθεϊστική ἐμμονή, ὡς ἰδεοληπτική ἄρνηση τῆς ὑπάρξεώς της.
Α. Στούς λόγους τῶν πολιτικῶν μέχρι σήμερα εἴδαμε νά κυριαρχοῦν τά ἑξῆς στοιχεῖα: Τό πῶς θά πληγῆ τό ἀντίπαλο κόμμα, τό πῶς ὁ λαός θά ἀποκοιμηθῆ μέ ὑποσχέσεις φανταστικῆς εὐδαιμονίας, ξεχνώντας τήν σκληρή πραγματικότητα, τό πῶς γιά τήν ἀθέτηση τῶν ὑποσχέσεων εὐθύνονται κάποιοι ἄλλοι (συνήθως τά ἄλλα κόμματα καί οἱ ξένοι), τό πῶς πάντα ἡ κυβέρνηση παίρνει λανθασμένες ἀποφάσεις, ἐνῶ ἡ ἀντιπολίτευση τίς σωστές κ.ἄ. παρόμοια τραγελαφικά, πού δικαιώνουν τόν αὐστηρό λόγο τοῦ Μακρυγιάννη, ὅτι «αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς δημοκρατίας δὲν τὸ θέλομεν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι». Γιά τόν «παλαιῶν ἀρχῶν» Μακρυγιάννη ἡ δημοκρατία «διασφαλίζεται μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ὡς ἰσοτιμία καὶ ὁμοτιμία, ὡς πιστότητα ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐν Χριστῷ ἑνότητα» (π. Γ. Μεταλληνός). Ὁ πολιτικός λόγος τοῦ Μακρυγιάννη, μέσα στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης πολιτικῆς νοοτροπίας ἀκούγεται μᾶλλον ὡς ἐκκλησιαστικό κήρυγμα καί ὄχι ὡς λόγος πολιτικοῦ, πού ἀγωνίζεται μέ πολιτικά μέσα γιά τό κοινό καλό. Τόσο ἔχει ἀποχριστιανισθῆ ἡ πολιτική μας συνείδηση.
Β. Σέ πολλούς ἐλεύθερους ἀπό κομματικές ἐξαρτήσεις διανοουμένους ὑπάρχει μιά διάχυτη ἀπογοήτευση, μιά βίωση κοινωνικοῦ θανάτου χωρίς προμηνύματα ἀνάστασης. Γιά κάποιους ὁ Ἑλληνισμός, ὡς τρόπος ζωῆς, ἔρευνας, σκέψης καί νοηματοδότησης τοῦ βίου ἔχει ἤδη πεθάνει. Γιά ἄλλους στά ἕξι χρόνια τῆς κρίσης δέν συνετισθήκαμε. Στό ἄρρωστο σῶμα «τῆς παρασιτικῆς κοινωνίας» μας ἐλάχιστα ἀντισώματα δημιουργήθηκαν. Γι’ αὐτό ἡ ἀρρώστια παραμένει καί «βιώνουμε ἕναν κατήφορο στόν βόρβορο, χωρίς ἱστορικό προηγούμενο». Κρίνουν μάλιστα σκληρά κάποιους, λιγότερο στοχαστικούς καί ἀγωνιστικούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ βλέπουν ὅτι διαψεύστηκαν οἱ προσδοκίες τους, ἀπό αὐτούς πού τούς τίς ἐνέπνευσαν, ἀρκοῦνται ἁπλά στό νά δηλώνουν ἀπογοητευμένοι καί ἀπατημένοι, χωρίς νά ἀναλαμβάνουν κάποια πολιτική δράση, χωρίς νά ἐκφράζουν οὔτε μιά τυπική διαμαρτυρία. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ἡ νοσογόνος σύνδεση τοῦ δεξιοῦ οἰκονομικοῦ φιλελευθερισμοῦ μέ τόν ἀριστερό ἐθνομηδενισμό. Ἄλλος προχωρᾶ παρά πέρα, συντρίβοντας κάθε ὅριο σοβαρότητας, ἀφοῦ ἀποδίδει τήν σύγχρονη κακοδαιμονία τῆς Ἑλληνικῆς Οἰκονομίας στήν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στά νηπτικά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας! Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν ἄποψή του, τά κείμενα πού δείχνουν τό πῶς ὁ ἰδιοτελής ἄνθρωπος, ὁ φίλαυτος καί φιλήδονος θεραπεύεται καί γίνεται ἀνιδιοτελής, ἐλεύθερος, φιλάνθρωπος καί φιλόθεος, βλάπτουν σοβαρά τήν ἐθνική μας οἰκονομία!
Γ. Σέ ἀντίθετη ἀπό τήν παραπάνω τροχιά κινοῦνται οἱ παρεμβάσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, μέ πρώτη τήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία σέ ἕνα σημαντικό μήνυμά της «Πρός τό Λαό» (ἀρ. 44), ἀφοῦ ἀνατέμνει στοιχεῖα τῆς σύγχρονης κρίσης, τήν συνδέει μέ τό πνευματικό ὑπόβαθρό της καί ἐπισημαίνει: «Ἤδη ἡ δυσαναλογία μεταξύ παραγωγῆς καί κατανάλωσης συνιστᾶ ὄχι μόνον οἰκονομικό μέγεθος, ἀλλά πρωτίστως πνευματικό γεγονός. Σημεῖο πνευματικῆς κρίσης, τό ὁποῖον ἀφορᾶ τόσο στήν ἡγεσία, ὅσο καί στόν λαό». Καί παρακάτω σημειώνει: «Ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς κρίσης εἶναι ἡ ἀπουσία νοήματος ζωῆς καί ὁ ἐγκλωβισμός τοῦ ἀνθρώπου στό εὐθύγραμμο παρόν, δηλαδή ὁ ἐγκλωβισμός του στό ἐγωκρατούμενο ἔνστικτο».
Οἱ αἰτίες τῆς οἰκονομικῆς κρίσης εἶναι πολλές, ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές. Ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ πνευματική διάσταση τῆς κρίσης. Τό πῶς ἐγκαταλείποντας τόν δικό μας πολιτισμό, τήν ἱερά Παράδοσή μας καί τίς βαπτισμένες σ’ αὐτήν λαϊκές παραδόσεις μας, χάνουμε ὅ,τι ἱερό καί ὅσιο ἔχουμε. Χάνουμε τήν εὐλάβεια πρός στά ἱερά καί τήν αἴσθηση τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς μας. Ἀποδεσμεύουμε τήν ζωή μας ἀπό τήν πίστη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων μας. Πολλοί δέν εὐλογοῦν πλέον στήν Ἐκκλησία τόν γάμο τους. Κάποιοι δέν θεωροῦν σημαντικό νά βαπτίσουν τά παιδιά τους στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει νεκρωθῆ ἡ πίστη τους.
Στήν ἀρχή νομοθετήθηκε ὁ πολιτικός γάμος, κατόπιν τό σύμφωνο συμβίωσης, τό ὁποῖο τώρα ἐπεκτάθηκε καί στά ὁμόφυλα ζευγάρια. Προωθεῖται ἡ ἀποποινικοποίηση τῆς βλασφημίας τῶν θείων. Οἱ ἡγέτες μας θέλουν πολίτες ἐλεύθερους νά βλασφημοῦν. Νομίζουν ὅτι ἐνισχύουν τό δημοκρατικό μας πολίτευμα μέ τήν «ἀπελευθέρωση» τῆς βλασφημίας, ἐνῷ ταυτόχρονα ἀλλοιώνουν τό θεολογικό μάθημα στά σχολεῖα μέ ἕνα διαθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδῶν.
Μέ τέτοιο ἀντάρτικο ἀπέναντι στήν παράδοσή μας πῶς νά ἐξοφλήσουμε τό χρέος ἀπό τόν ὑπέρογκο πολιτιστικό καί πνευματικό δανεισμό πού λάβαμε ἀπό τούς Πατέρες μας;
Τό χρηματικό χρέος τοῦ Κράτους κρίνεται ἀπό πολλούς μή βιώσιμο. Ὅμως, ὅταν κρατᾶμε ἀνεξόφλητο τό πνευματικό μας χρέος, ἀργά ἤ γρήγορα, ὁ βίος μας θά γίνη ἀβίωτος.
Διότι ἕνας βίος χωρίς Θεό «ὄνομα ἔχει ὅτι ζῆ». Εἶναι νεκρός.
- Προβολές: 2939