Skip to main content

Βιβλιοπαρουσίαση: «Ἐκκλησία καί Ἐκκλησιαστικό Φρόνημα»

Γ΄ ἔκδοση τοῦ βιβλίου.

Κυκλοφόρησε ἡ Γ΄ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί Ἐκκλησιαστικό Φρόνημα».

Βιβλιοπαρουσίαση: «Ἐκκλησία καί Ἐκκλησιαστικό Φρόνημα»Τό βιβλίο, πού ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1990, ἀναφέρεται σέ ἕνα πολύ ἐπίκαιρο γιά τίς ἡμέρες μας θέμα καί ἐκφράζει τίς σταθερές ἀπό δεκαετίες ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου περί Ἐκκλησίας καί πρίν τήν ἀνάδειξή του σέ Μητροπολίτη, τίς ὁποῖες διαβάζοντάς τις μέσα στά νέα δεδομένα, μποροῦμε νά τίς χαρακτηρίσουμε «προφητικές».

Εἶναι ἀφιερωμένο ἀπό τόν Σεβασμιώτατο: «Τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἤγουν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ τῇ τρεφούσῃ ἡμᾶς ὡς φιλόστοργος μήτηρ καθάπερ ὑπομάζια βρέφη ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν καί ζῶμεν καί ἐν ᾗ ἐλπίζομεν κοιμηθήσεσθαι βαθυσεβάστως, υἱϊκῶς καί εὐγνωμόνως ἀνατίθημι».

Κατωτέρω δημοσιεύουμε τόν πρόλογο τοῦ συγγραφέα γιά τήν Γ΄ ἔκδοση, τόν πρόλογο τῆς Α΄ ἐκδόσεως τοῦ τότε Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας καί νῦν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, τήν εἰσαγωγή τοῦ συγγραφέα, ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα καί τά περιεχόμενα τοῦ βιβλίου.

Τό βιβλίο τιμᾶται 10 εὐρώ καί ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νά τό προμηθευθῆ ἀπό τά θρησκευτικά βιβλιοπωλεῖα καί ἀπό τήν Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (τηλ. 2261035135, Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.).

*   *   *

Πρόλογος Γ΄ ἐκδόσεως

Τό παρόν βιβλίο ἐξεδόθη σέ Α΄καί Β΄ἔκδοση μέ πρόλογο τοῦ τότε Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, νῦν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, καί τώρα ἐκδίδεται σέ Γ΄ἔκδοση.

Τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου αὐτοῦ προῆλθαν ἀπό ὁμι- λίες στήν Ἔδεσσα, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἔγιναν εἰσηγήσεις στό Σεμινάριο τῶν Κατηχητῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν τήν περίοδο 1989-1990 καί ἐξεδόθησαν σέ βιβλίο τό ἔτος 1990.

Αὐτά ἔχουν τήν σημασία τους, διότι οἱ θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ βιβλίου ἦταν ἤδη ἀπηρτισμένες ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ’80 καί δημοσιοποιήθη- καν ἐπισήμως στό τέλος τῆς δεκαετίας αὐτῆς, δηλαδή πρίν τήν ἐκλογή μου σέ Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, πού ἔγινε τό 1995.

Ἔτσι, τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου «Προέλευση καί ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας», «Ὁρισμός καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας», «Ἡ Ὀρθοδοξία κατά τούς ἁγίους Πατέρες», «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεία Εὐχαριστία κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», «Ὀρθόδοξο Ἐκκλησια- στικό φρόνημα», «Καθολικός τρόπος ζωῆς», «Ὀρθοδοξία καί νομικισμός», «Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική», «Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» εἶναι ἀρκετά ἐπίκαιρα στήν ἐποχή μας.

Πράγματι, λόγῳ τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης γίνεται συζήτηση γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία, Παράδοση, Κανόνες, Οἰκουμενικοί Σύνο- δοι κ.ἄ. καί μέ τό βιβλίο αὐτό δίνονται πολλές ἀπαντήσεις ἀπό τό παρελθόν.

Ἡ Ἐκκλησία συνδέεται στενά μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, πού σημαίνει ἄν κανείς δέν ἔχη καθαρή ἄποψη γιά τήν Ἐκκλησία, τότε αὐτό ἔχει ἐπιπτώσεις στό ἐκκλησιαστικό φρόνημα.

Καί ἡ παροῦσα ἔκδοση προσφέρεται στόν «λαό τοῦ Θεοῦ», πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Παρακαλῶ τούς ἀναγνῶστες νά προσεύχωνται γιά μένα γιά νά δώσω καλή ἀπολογία στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔγραφα στήν Ναύπακτο
τήν 1η Ἰανουαρίου 2017
ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

*   *   *

Πρόλογος Α΄ ἐκδόσεως

Ὁ αὐθεντικός λόγος γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι λόγος ἀφυπνιστικός. Ἰδιαίτερα στίς μέρες μας πού πολλά λέγονται, «ὑψηλά » καί «μεγάλα », ἀποδεσμευμένα ὅμως ἀπό τήν ζωή, ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπό τόν λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων, τόν λόγο τόν ἔμπρακτο πού εἶναι ὁ μόνος ἱκανός νά μᾶς ἐμπνεύση «πρᾶξιν ἐλλόγιμον », νά μᾶς εἰσαγάγη, δηλαδή, συνειδητά στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Πολλοί μιλοῦν στίς μέρες μας γιά τήν Ἐκκλησία καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ἴσως αὐτό νά εἶναι μιά ἔνδειξη ὅτι ἔχουμε χάσει τήν ἐπαφή μας μέ τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν προσωπική ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό, ὁ Θεός διά τοῦ Μωϋσέως τοῦ ἔδωσε τόν γραπτό νόμο, ἔτσι καί στίς ἡμέρες μας, πού ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας, προσπαθοῦμε νά τόν προσεγγίσουμε μέσα ἀπό μελέτες καί ἀναλύσεις. Μέ τόν γραπτό λόγο, ὅταν αὐτός εἶναι γνήσια ἁγιοπατερικός, ὁριοθετεῖται ὁ δρόμος γιά τήν συνειδητή εἴσοδό μας στήν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερόθεος Βλάχος, ἕνας καταξιωμένος Κληρικός, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου συναντῶνται πολλά χαρίσματα, στό νέο του βιβλίο μέ τίτλο Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα ἐκφράζει τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίζοντας παράλληλα λανθασμένες ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες ἀπό τόν χῶρο τῆς Δύσεως εἰσέβα λαν καί στόν δικό μας χῶρο. Εἶναι π.χ. πολλή ἐνδιαφέρουσα καί πολλή ὠφέλιμη γιά τούς πνευματικούς πατέρες ἡ ἀνάλυση τοῦ συγγραφέα γιά τόν νομικισμό πού ἐπικρατεῖ, δυστυχῶς, στήν πνευματική καθοδήγηση καί ὁρισμένων Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί γιά τόν ἀντινομισμό, τήν ἀπόρριψη, δηλαδή, τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, χάριν μιᾶς κακῶς νοουμένης ἐλευθερίας.

Ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ συγγραφέα στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία εἶναι ὅτι βλέπει τά πράγματα «καθολικά ». Δέν ἀπολυτοποιεῖ τό μερικό. Ἀναλύει θέματα ὅπως ἡ «προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας », «ὁρισμός καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας » καί ἄλλα σημαντικά, ὅμως ἡ κύρια προσφορά του βρίσκεται στό ὅτι, τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία, τήν βλέπει μέσα ἀπό τήν περί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως ἀσκητική διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση. Εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί «κοινωνία θεώσεως ». Πραγματικά, ζωντανά μέλη της δέν εἶναι ἁπλῶς ὅσοι βαπτίσθηκαν, ἀλλά «οἱ βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι ». Ὅποιος δέν βλέπει τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως » δέν τήν βλέπει σωστά.

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερόθεος Βλάχος, μέ τό νέο του βιβλίο, δέν κάνει μιά μελέτη ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος. Τά κείμενά του εἶναι ποιμαντικά. Εἶναι ὁμιλίες πού ἔγιναν στούς Κατηχητές τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἀλλά καί στούς Χριστιανούς τῆς Λιβαδειᾶς. Ἔτσι ἀποδεικνύει ὅτι ἡ θεολογική ἀκριβολογία μπορεῖ καί πρέπει νά χαρακτηρίζη τόν ποιμαντικό λόγο. Ὁ συγγραφεύς, μέ τόν ὁποῖο εἶχα τήν χαρά καί τήν εὐτυχία νά συνεργα  σθῶ, μέ τόν θεολογικό του λόγο καί τήν ἐκκλησιαστική του πνοή ἐπαναχαράζει πατερικούς δρόμους. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ λόγιος Κληρικός, τόν ὁποῖο χρειάζεται σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά μιά καινούρια ἐλπίδα, γι’ αὐτό ὅσοι ἀγωνιζόμαστε στίς ποιμαντικές ἐπάλξεις τόν εὐχαριστοῦμε.

† Ὁ Θηβῶν καί Λεβαδείας ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ    

*   *   *

Εἰσαγωγή

Ἔχει συνειδητοποιηθῆ σχεδόν ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς, Κληρικούς καί λαϊκούς, ὅτι ἄν ὑπάρχη ἕνα φλέγον θέμα καί μιά μεγάλη σύγχρονη ἀνάγκη αὐτή εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Τό φρόνημά μας πρέπει νά διαποτισθῆ ἀπό τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σκέψη, ἡ ζωή, ἡ ἀναστροφή, ἡ ἐπιθυμία, ἡ βούλησή μας νά ἀλλοιωθοῦν ἀπό τήν καλή ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: «τοῦτο γάρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ » (Φιλ. β΄, 5). Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση, ἀλλά τό ἅγιο καί εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί ἐντελλόμαστε νά φρονοῦμε μέ τόν καθολικό νοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί νά διαπνεόμαστε ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Νά μήν κάνουμε κάτι ἔξω ἀπό τήν ζωή καί τήν διδασκαλία της.

Αὐτό συνδέεται μέ δύο πραγματικότητες. Ἡ μία, ὅτι ὑπάρχουν πολλοί Χριστιανοί σήμερα οἱ ὁποῖοι δέν διαθέτουν ἐκκλησιαστικό φρόνημα, δηλαδή εἶναι «οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες » (Φιλ. γ΄, 19). Τό φρόνημά τους εἶναι ἀλλοτριωμένο ἀπό τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, εἶναι καθαρά κοσμικό. Ἡ ζωή τους δέν συντονίζεται πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄλλη πραγματικότητα εἶναι ὅτι ἡ ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος εἶναι συνάρτηση τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού συν δέεται μέ τήν θέωσή του. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκάθαρτο καί σκοτισμένο νοῦ, τόσο εἶναι βρέφος καί νήπιο. Ὅσο αὐξάνεται στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, τόσο καί ὁλοκλη- ρώνεται, πού σημαίνει ὅτι «Χριστοποιεῖται » καί «ἐκκλησιαστικοποιεῖται».

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην • ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου » (Α΄ Κορ. ιγ΄, 11). Ἄν αὐτό τό χωρίο συνδυασθῆ μέ ὅσα λέγονται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στά προηγούμενα καί τά ἑπόμενα -ὅπου γίνεται λόγος γιά τό «τέλειον » ἐν σχέσει μέ τό «ἐκ μέρους » καί γιά τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ «πρόσωπον πρός πρόσωπον » ἐν σχέσει μέ τήν ὅραση «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι »- τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα συνδέεται μέ τήν πνευματική ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού συνίσταται στήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Γίνεται πολύς λόγος σήμερα γιά τήν ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Μερικές φορές ὅμως ἀγνοοῦμε τί εἶναι ἀκριβῶς ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Τό ταυτίζουμε μέ μιά τυφλή ὑπακοή σέ μερικούς γενικούς νόμους ἤ ἀκόμη τό συνδέουμε μέ ἐξωτερικά πράγματα. Συνήθως νομίζουμε ὅτι ἐκκλησιαστικό φρόνημα εἶναι ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς ἀποδέχωνται. Ἄν ὅμως τολμήσουν νά ἀμφισβητήσουν τίς ἐνέργειές μας, τότε τούς ἀποδίδουμε τήν μομφή ὅτι στεροῦνται ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ἔτσι, χωρίζουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἐκκλησιαστικούς καί μή ἀπό ἐξωτερικά πράγματα καί ἀπό γνωρίσματα πού ἐμεῖς κατασκευάζουμε, ἀνάλογα μέ τά πάθη μας.

Προσπάθησα νά μελετήσω αὐτό τό θέμα μέσα ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καρπός αὐτῆς τῆς μελέ της εἶναι τά κεφάλαια πού ἀκολουθοῦν καί τά ὁποῖα εἶναι ὁμιλίες πού ἔκανα στούς Κατηχητές τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν στά πλαίσια τοῦ «Σεμιναρίου » Κατηχητικῆς ἐπιμορφώσεως, κατά τό ἔτος 1989-1990, ὡς Διευθυντής Νεότητος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Κυρίου Κ. Σεραφείμ. Δέν νομίζω ὅτι καλύπτουν πλήρως τό θέμα, πού εἶναι τόσο κρίσιμο καί σοβαρό, ἀλλά ὑπογραμμίζουν μερικές πλευρές ἀπαραίτητες γιά τήν διάγνωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί δημιουργοῦν ἕναν προβληματισμό. Χρειά¬σθηκε νά γίνη ἀνάλυση γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, ὥστε νά δοῦμε τίς πραγμα¬τικές διαστάσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Μερικές ἐπαναλήψεις ἦταν ἀναγκαῖες, γιατί τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνιαῖο καί δέν μπορεῖ ἀπόλυτα καί στεγανά νά κατατμηθῆ.

Ἡ κυκλοφορία τοῦ νέου αὐτοῦ βιβλίου μου εἴθε νά γίνη ἀφορμή γιά νά βιώσουμε τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ πιό σύγχρονη ποιμαντική ἀνάγκη. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας, ἀλλά καρπός τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεώς μας ἀπό θεούμενο πνευματικό πατέρα, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο πού μελετᾶμε, ἀλλά μιά πραγματικότητα πού ζοῦμε, ἡ μητέρα μας πού μᾶς τρέφει καί μᾶς ζωογονεῖ.

Ἔγραφα τήν Παρασκευή τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου 30 Μαρτίου 1990, μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου.

Ἀρχιμανδρίτης Ἱερόθεος Σ. Βλάχος   

*   *   *

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Α΄ μέρους

Διά μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν πολλές αἱρετικές διδασκαλίες, πού ἀλλοίωναν τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, καί τίς ὁποῖες ἀντιμετώπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες «τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος», μέ τήν δύναμη, δηλαδή, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί αὐτό γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπῆρξαν οἱ φορεῖς τῆς ἀμιάντου Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν τῶν αἱρέσεων συγκαταλέγεται ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καθώς ἐπίσης τῶν πνευματομάχων, τῶν νεστοριανῶν, τῶν μονοφυσιτῶν, τῶν μονοθελητῶν, τῶν εἰκονομάχων κλπ. Ὅλες αὐτές οἱ αἱρέσεις ἀναφέρονταν κυρίως στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί, φυσικά, κλόνιζαν τά θεμέλια τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ Πατρός, καί ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός ἀληθινός, τότε κλονίζεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖται ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεως.

Ἀργότερα, κατά τόν 14ο αἰώνα, ἐμφανίσθηκε καί ἄλλη αἵρεση, πού ἐκφραζόταν ἀπό τόν Βαρλαάμ, τῆς ὁποίας βάση ἦταν ὁ ὀρθολογισμός. Ἄν ἐπικρατοῦσε ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, θά κλονιζόταν ἡ μέθοδος τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας πρός τήν θέωση, πού εἶναι ὁ ἡσυχασμός, καί θά καταλήγαμε, πραγματικά, στόν ἀγνωστικισμό.

Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἄν καί σήμερα ὑπάρχουν αἱρέσεις. Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη, ἀφοῦ ὅλοι μας καθιστάμεθα μάρτυρες τοῦ ὅτι ὑπάρχουν καί σήμερα αἱρετικοί, ἀπόγονοι τῶν μεγάλων αἱρετικῶν, ἀλλά καί αἱρετικές διδασκαλίες πού ἐκφράζονται, ἴσως ὄχι ἐσκεμμένως, ἀπό μερικούς, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα πιστεύουν ὅτι εἶναι πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί, βέβαια, ὅλοι μέσα στήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά μας μπορεῖ νά ἔχουμε μερικές πεπλανημένες θεωρίες γύρω ἀπό τόν Θεό καί τόν τρόπο σωτηρίας, ἀλλά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε ὥστε νά μήν καταλήξουμε ποτέ νά γίνουμε αἱρεσιάρχες ἤ ἀπόγονοι τῶν μεγάλων αἱρετικῶν πού ἐμφανίσθηκαν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ αἱρετικοί γιά ἕνα χρονικό διάστημα ὑπῆρξαν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί Κληρικοί, καί δροῦσαν μέσα στόν χῶρο της. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἔχει ἐφαρμογή ἡ προφητεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. κ΄, 30).

Ὅλες οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν καί τήν ἐκκλησιολογία. Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας περί τοῦ Χριστοῦ, περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περί τοῦ τρόπου σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἔχει καί ἐκκλησιολογικές συνέπειες.

Μπορεῖ νά πῆ κανείς ὅτι, ἄν ὑπάρχη σήμερα μιά μεγάλη αἵρεση, εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκλησιολογική αἵρεση. Καί αὐτή πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά πραγματικά της μέλη. Συγχέουμε ἤ ταυτίζουμε τήν Ἐκκλησία μέ ἄλλες ἀνθρώπινες παραδόσεις, νομίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διεσπασμένη καί τεμαχισμένη καί, ἀκόμη, ἀγνοοῦμε τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο σωτηρίας. Ἔτσι ὑφίσταται σύγχυση γύρω ἀπό τό μεγάλο αὐτό θέμα.

Στά κεφάλαια πού θά ἀκολουθήσουν θά ἐπιδιωχθῆ νά ἐξετασθῆ τό θέμα Ἐκκλησία ἀπό διαφορετικές πλευρές καί θά καταγραφῆ τί εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες γιά τήν Ἐκκλησία. Νομίζω ὅτι αὐτό θά μᾶς βοηθήση νά ἀποκτήσουμε γνήσιο ὀρθόδοξο-ἐκκλησιαστικό φρόνημα, πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν σωτηρία μας.  

*   *   *

Περιεχόμενα

Πρόλογος Γ΄ ἐκδόσεως
Πρόλογος Α΄ ἐκδόσεως
Εἰσαγωγή

Α΄ Προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας

1. Ἐτυμολογία τῆς λέξεως Ἐκκλησία
2. Προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας
    α) Ἡ ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας
    β) Ἡ Ἐκκλησία στήν Παλαιά Διαθήκη
    γ) Ἡ Ἐκκλησία στήν Καινή Διαθήκη
    δ) Ἡ αἰωνιότητα τῆς Ἐκκλησίας
3. Συμπεράσματα

Β΄ Ὁρισμός  καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας

1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς μυστήριο
2. «Ὁρισμός » τῆς Ἐκκλησίας
3. Οἱ ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας
    α) Μία
    β) Ἁγία
    γ) Καθολική
    δ) Ἀποστολική

Γ΄ Ἡ Ὀρθοδοξία, κατά τούς ἁγίους Πατέρες

1. Ὁ ὅρος Ὀρθοδοξία
2. Ἡ Ὀρθοδοξία, κατά τούς ἁγίους Πατέρες
    α) Ἡ ἀλήθεια, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
    β) Ἡ ὀρθή πίστη, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή
    γ) Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καί θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο
    δ) Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα

Δ΄ Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεία Εὐχαριστία κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή

1. Εἰσαγωγικά γιά τήν Μυσταγωγία
2. Ἡ Ἐκκλησία κατά τόν ἅγιο Μάξιμο
3. Ἡ θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο
    α) Θεία Εὐχαριστία καί θεία Οἰκονομία
    β) Θεία Εὐχαριστία καί τελείωση τῆς ψυχῆς διά τῆς γνώσεως
4. Ἀνακεφαλαίωση καί προτροπές
5. Συμπεράσματα

Ε΄ Ὀρθόδοξο - ἐκκλησιαστικό φρόνημα

1. Ἀνάλυση τοῦ ὅρου Ὀρθόδοξο - ἐκκλησιαστικό φρόνημα
2. Γνωρίσματα τοῦ ὀρθοδόξου - ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος
    α) Χριστολογικό
    β) Τριαδολογικό
    γ) Ἐκκλησιολογικό
    δ) Ἐσωτερικό
    ε) Θέωση
    στ) Προσωπικό καί κοινωνικό
    ζ) Εὐχετικό

ΣΤ΄ Ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς

1. Ἡ πτώση καί ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου
2. Ἡ οἰκειοποίηση τῆς σωτηρίας
3. Ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς
    α) Θεολόγοι καί μή θεολόγοι
    β) Νηπτική καί κοινωνική θεολογία
    γ) Πράξη καί θεωρία
    δ) Μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή
    ε) Ἀποφατική καί καταφατική θεολογία
    στ) Μοναχοί καί ἔγγαμοι
    ζ) Μοναστήρια καί Ἐνορίες
    η) Μοναχοί καί Ἱεραπόστολοι
    θ) Κληρικοί καί λαϊκοί

Ζ΄ Ὀρθοδοξία καί νομικισμός

1. Ἀντινομισμός καί ἐκνομίκευση
2. Διαφορά Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας
3. Ἡ ἀξία τοῦ Νόμου καί τῶν ἱερῶν Κανόνων
4. Ἐξομολόγηση - ἐπιτίμια

Η΄ Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, τήν Θεολογία καί τήν ποιμαντική

1. Ἡ διπλή ἔννοια τῆς λέξεως κόσμος
2. Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν ἐκκλησιαστική ζωή
α) Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία
β) Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν θεολογία
γ) Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν ποιμαντική

Θ΄ Τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας»

1. Ἐκκλησία καί Σύνοδοι
2. Οἱ δύο Οἰκουμενικές Σύνοδοι
3. Ἀναθεματισμοί - Ἐπευφημίες
4. Μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα
α) Ἡ καταδίκη τῆς φιλοσοφίας
β) Ἡ θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτός
γ) Ὁ ἡσυχασμός
δ) Οἱ θεόπνευστες θεολογίες τῶν ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας

  • Προβολές: 3732