Skip to main content

Τό λυχνάρι πού τρεμόσβηνε

Βρισκόμαστε σέ μιά ἄλλη ἐποχή, πρίν 17 αἰῶνες, τότε πού ὁ ἠλεκτρισμός ἦταν μία ἄγνωστη ἔννοια στήν ἀνθρωπότητα. Τότε πού γιά νά φωτίζη ὁ ἄνθρωπος τό σκότος τῆς οἰκίας του καί νά μπορῆ νά ἐργάζεται, νά διαβάζη εἴτε ἀκόμη καί νά τρώγη, χρησιμοποιοῦσε τό λυχνάρι. Ἄγνωστος ἔγινε πλέον ὁ λύχνος στίς γενιές ἀπό τό 1980 καί μετά, καί ἂν τόν ἔχουν ἀντικρύσει, αὐτό θά ἔγινε μόνο σέ μουσεῖα. Ἀλλά καί πάλι, μᾶλλον πέρασε ἀδιάφορο, λόγω τῆς ἄγνοιας τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ...

Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε σέ αὐτό πού ξεκινήσαμε νά διηγηθοῦμε, πού λαμβάνει χώρα 17 αἰῶνες πρίν. Κάπου στά ὅρια τῆς Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος, ὁ Σπυρίδων, μαζί μέ τόν μαθητή καί διάκονό του τόν Τριφύλλιο. Καθώς τελοῦσαν τόν Ἑσπερινό σέ ἕνα φτωχικό χωριουδάκι τῆς περιφέρειας τοῦ Ἐπισκόπου Σπυρίδωνα, ὁ λύχνος ἄρχισε νά τρεμοσβήνη, μιᾶς καί τό λάδι του τελείωνε. Στόν φτωχικό αὐτό Ναό ἄλλο λάδι δέν ὑπῆρχε. Ὁ μαθητής του Τριφύλλιος κοιτάζει πρός τόν διδάσκαλό του καί Ἐπίσκοπό του Σπυρίδωνα, κι αὐτός μέ θέρμη πού πήγαζε μέσα ἀπό τήν καρδιά του, προσευχήθηκε. Καί ξάφνου –ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος– ὁ λύχνος ξεχείλισε ἀπό ἔλαιον. Ξεχείλισε τόσο, πού οἱ παρευρισκόμενοι ἔτρεξαν καί τό μάζευαν σέ διάφορα ἄλλα δοχεῖα. Ξεχείλισε τόσο πού τά δοχεῖα πού γέμισαν ἔφταναν γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ναοῦ ἀλλά καί γιά νά δοθῆ ὡς ἐλεημοσύνη.

Στούς πιστούς πού ἦταν στόν Ναό δέν ἔκανε καί τόση μεγάλη ἐντύπωση τό γεγονός, διότι γιά τόν Ἐπίσκοπο αὐτόν –πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ἅγιο Σπυρίδωνα Ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος– ὄχι μόνο εἶχαν ἀκούσει, ἀλλά καί εἶχαν δεῖ πολλά νά ἐκτυλίσσονται μπρός στά γυμνά μάτια τους, καθώς καί εἶχαν βίωσει πολλά. Ἔτσι πλέον τό ὑπερφυσικό τό λόγιζαν ὡς φυσικό.

Μά κι ἐμεῖς ἂς ἀναλογιστοῦμε: γιατί σήμερα δέν βλέπουμε τίποτε ὡς θαῦμα; Γιατί σκοτείνιασε τόσο ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή μας; Δές ἐκεῖνον τόν λύχνο πού ξεχείλισε ἀπό ἔλαιον, τί σοῦ θυμίζει; Μήπως καί σοῦ φέρνει στό μυαλό ἕναν Ἄλλο Λύχνο πού ξεχειλίζει ἀπό ἔλεος; Ἀφουγκράσου τούτη τήν στιγμή∙ ἀφουγκράσου Αὐτόν, πλησίασέ Τον καί τότε θά δῆς πώς καί ὁ δικός σου σκοτεινιασμένος λύχνος τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς σου θά λάμψη ξανά μέ φῶς ἄσβεστο, μέ φλόγα δυνατή καί μέ ἀγάπη καί ζῆλο πού θά ξεχειλίζη ἀπό τήν καρδιά σου.

Σπυρίδων Ἀσημακόπουλος, μαθητής

  • Προβολές: 2508