Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁ ἀσύλληπτος διχασμός

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἀπό πολλούς τελευταῖα γίνεται λόγος γιά τόν διχασμό τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Θέματα ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, νόμοι πού τραυματίζουν τήν ἠθική συνείδηση ἤ πού ὑποβιβάζουν καί περιθωριοποιοῦν τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη ἤ ἀκόμη πού παρενοχλοῦν τήν ἱστορική καί πολιτιστική μας ὑπόσταση, δημιούργησαν εὔλογες ἀντιπαλότητες καί ἐντάσεις πρωτόγνωρες μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία.

Μέ ὅσα ὅμως θά σημειώσουμε στήν συνέχεια θά δείξουμε ὅτι ὁ λόγος γιά διχασμό τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, μέ ἀφορμή αὐτές τίς εὔλογες ἀντιπαλότητες, εἶναι πολύ ἐπιφανειακός ἤ, γιά νά εἴμαστε πιό ἀκριβεῖς, ἀφορᾶ τήν ἔνταση τῆς πάλης διαφορετικῶν ἀπόψεων γιά τήν πολιτική, τόν πολιτισμό καί γενικά γιά τήν ζωή, μέσα στό πλαίσιο τῆς λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ἡ πάλη αὐτή, στήν καλή περίπτωση, μπορεῖ νά ἀποδειχθῇ πλοῦτος τῆς Δημοκρατίας, ἐκτός καί ἄν εἶναι ἀναποτελεσματική ἤ καί καταστροφική. Τό ἄν αὐτή ἡ πάλη εἶναι πλοῦτος ἤ καταστροφή ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὡριμότητα ἤ τήν ἀνωριμότητα, τήν σύνεση ἤ τόν καιροσκοπισμό τῶν διαλεγομένων ἤ ἀντιδιαλεγομένων.

Θά καταγράψουμε κάποιες διαπιστώσεις πού θεωροῦμε ὅτι θά διαφωτίσουν τό θέμα.

Ἔχει ἀπό πολλούς ἐπισημανθῇ ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση ἔδειξε τήν συνοχή καί τήν ἀντοχή τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας. Νέοι, πού μπορεῖ νά εἶχαν αὐτονομηθῇ ἀπό τούς γονεῖς τους καί ζοῦσαν ξεχωριστά, ἀντιμετωπίζοντας τόν πειρασμό τῆς ἀνεργίας ἐπέστρεψαν στό πατρικό τους σπίτι καί συντηροῦνταν ἀπό τήν πενιχρή σύνταξη τοῦ πατέρα ἤ καί τῆς μητέρας. Οἰκογένειες παιδιῶν στηρίχθηκαν ἀπό τούς γέροντες γονεῖς τους ἤ γονεῖς, πού ἡ σύνταξή τους δέν ἔφθανε γιά τήν ἐπιβίωσή τους, ἐνισχύθηκαν ἀπό τά παιδιά τους. Χωρίς νά λείπουν καί τά ἀντίθετα παραδείγματα, φάνηκε στόν καιρό τῆς κρίσης ὅτι ἡ ἑλληνική οἰκογένεια κράτησε θερμές καί ἀνιδιοτελεῖς τίς ἐνδοοικογενειακές σχέσεις, δηλαδή δέν «ἐξευρωπαΐστηκε», δέν πάγωσε ἀπό τόν βαρβαρισμό τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀδιαφορίας γιά τούς ἐνήλικες οἰκείους, πού ἀποκόπτονται ἀπό τήν οἰκογένεια καί θεωροῦνται ὑπεύθυνοι γιά τήν ζωή τους, στερούμενοι τῆς διακριτικῆς γονικῆς μέριμνας, ἡ ὁποία (στά καθ’ ἡμᾶς) δέν ἀναμένει ἀνταπόδοση, οὔτε μπορεῖ νά εἶναι δάνειο καί μάλιστα μέ τόκο.

Ἡ ἑλληνική οἰκογένεια κράτησε τήν συνοχή της καί ἀπορρόφησε ἱκανοποιητικά τούς κραδασμούς τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, γιατί τήν συγκροτοῦσε ἡ δύναμη τῆς (ἐπίσημα παραθεωρημένης) λαϊκῆς παραδόσεώς μας, πού εἶναι ζυμωμένη μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπογραμμίζουμε: «τῆς λαϊκῆς παραδόσεώς μας, πού εἶναι ζυμωμένη μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας», διότι δέν εἶναι ἐπίσημα παραθεωρημένες ὅλες οἱ παρουσιαζόμενες ὡς «λαϊκές παραδόσεις μας». Διαρκῶς βλέπουμε τά τελευταῖα χρόνια νά ἀνασύρονται ἀπό τήν «εἰδωλολατρική μνήμη μας», παγανιστικά ἔθιμα, ξεχασμένα, πού δέν εἶναι ἀποτυπωμένα σέ κάποια γωνιά τοῦ ἐγκεφάλου μας, ἀλλά καταγεγραμμένα, μέ ἐλλιπεῖς συνήθως περιγραφές σέ βιβλία παλιά, τά ὁποῖα μελετοῦν ἐρευνητές τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα (ἔθιμα) προσπαθοῦν νά ἀνασυστήσουν διάφοροι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι, ἀναπληροῦντες τά ἐλλείποντα καί μέ λίγες ἀναφορές σέ Χριστιανικές ἑορτές, ὅπως τοῦ Δωδεκαημέρου.

Οἱ ἀνασυστάσεις τῆς εἰδωλολατρίας, μέ τήν μορφή ἐθίμων, βρίσκουν τήν ὁλόθυμη συμπαράσταση τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης. Σέ κρατικό κανάλι μάλιστα πρόσφατα μεταδόθηκε τελετουργικό, σέ δημόσιο χῶρο, ἔμπλεο διονυσιακῆς αἰσχρότητας, πού δέν τόλμησε ὁ εἰκονολήπτης νά δείξῃ ὁλόκληρη τήν εἰκόνα, ἀλλά μικρό τμῆμα της, ὅσο γιά νά καταλαβαίνῃ ὁ θεατής, ὅτι, ἄν τήν ἔδειχνε ὁλόκληρη θά ὑπῆρχε ὁ φόβος νά θεωρηθῇ (ὅπως καί ἦταν) προσβολή τῆς «δημοσίας αἰδοῦς».

Ἡ ἀναφορά μας αὐτή μᾶς ὑποψιάζει γιά τό ποῦ βρίσκεται κρυμμένος ὁ διχασμός, ὁ βαθύς διχασμός τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει σχέση μέ τίς ἐντάσεις πού διαπιστώνονται στήν λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος.

Ἄς γυρίσουμε λίγο στά ἐπιφαινόμενα τοῦ δημόσιου βίου. Ἀπό διαφόρους ἀναλυτές τῆς ἐπικαιρότητας διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι ἕνα πολύ ἀνησυχητικό σύμπτωμα ὅλων τῶν κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί ἠθικῶν ἀσθενειῶν ἀπό τίς ὁποῖες προσβλήθηκε τό σῶμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἰδιαίτερα μέσα στήν ὀκταετία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, εἶναι ὁ «διχασμός» τῶν Ἑλλήνων, ὁ διαχωρισμός τους δηλαδή σέ στρατόπεδα συμφερόντων καί ἰδεολογιῶν ἤ ἡ συσπείρωσή τους γύρω ἀπό κέντρα φιλοσοφικῆς, κοινωνιολογικῆς ἤ πολιτικῆς ἐξουσίας.

Ἄλλοι, πολιτικοί ἤ ἀναλυτές, συνετοί τῆς πολιτικῆς, ἀντιδροῦν ἔντονα στόν λόγο περί διχασμοῦ, διότι κατά τήν γνώμη τους ἕνας τέτοιος λόγος δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, οὔτε προσφέρει θετικές ὑπηρεσίες στήν πατρίδα μας. Μᾶλλον κινοῦνται μέ τό πνεῦμα ἑνός πολιτικοῦ ἠθικισμοῦ.

Ἡ γνώμη μας εἶναι ὅτι οὔτε γιά διχασμό μποροῦμε νά μιλᾶμε, οὔτε ὅμως γιά ἀρραγῆ ἑνότητα τῆς κοινωνίας μας. Ἡ ἑνότητα ἀπαιτεῖ ἀνιδιοτέλεια. Οἱ Χριστιανοί λέμε ὅτι ἀπαιτεῖ ἁγιότητα, γιατί μόνο ἐν Χριστῷ μπορεῖ κανείς νά ὑπερβῇ τό ἀτομικό του θέλημα, χάρη τῶν ἄλλων. Ἐπίφαση ἑνότητας ἔχουμε μεταξύ ἀνθρώπων πού ἔχουν κοινά συμφέροντα. Τέτοιας ἰδιοτελοῦς ὑποδομῆς εἶναι καί ἡ ἑνότητα τῶν Κρατῶν. Τήν συγκρατοῦν τά κοινά συμφέροντα, δηλαδή ἡ σύνεση πού ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἰδιοτέλεια. Οἱ κοινωνίες μας, στενές καί εὐρύτερες, στήν συντριπτική πλειονότητά τους εἶναι ἕνα ἄθροισμα φίλαυτων ἀτόμων, πού τό καθένα ἐπιδιώκει τό ἴδιον συμφέρον. Καί τά συμφέροντα συνήθως συγκρούονται, καί ἄρα διχάζουν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ διχασμός εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τῶν κοινωνιῶν τῶν πεπτωκότων ἀνθρώπων.

Ὅμως ἡ ἔννοια «διχασμός» ἔχει ἕνα πολύ συγκεκριμένο ἀρνητικό φορτίο, πού τό προσέλαβε ἀπό τραγικά γεγονότα τῆς Ἱστορίας μας. Ὁ «διχασμός» εἶναι ταυτόσημος στήν ἱστορική μας μνήμη εἴτε μέ τήν διαίρεση τῆς Ἐπικράτειας σέ δύο Κυβερνήσεις, ὅπως τό 1916 (ἄν θυμηθοῦμε τόν Βασιλιά Κωνσταντίνο καί τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο), εἴτε μέ τόν ἐμφύλιο σπαραγμό, πού ἀκολούθησε τήν Γερμανική Κατοχή.

Τέτοιος διχασμός δέν φαίνεται νά ὑφίσταται, παρά τίς μεγάλες ἐντάσεις, παρά τίς αἰτίες πού ἐξεγείρουν μεγάλα τμήματα τοῦ λαοῦ.

Ὅμως ὑπάρχει κάποιος βαθύς διχασμός, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι κρυμμένος ἀπό τούς ἀναλυτές τῆς ἐπικαιρότητας. Ὁ διχασμός αὐτός ἔχει ἁγιογραφική τεκμηρίωση.

Ὁ Χριστός εἶπε: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω»(Ἰωάν.14,27). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο δείχνοντας τήν διαφορετικότητα τῆς δικῆς του εἰρήνης λέει: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ»(Ματθ.10,34-36). Ἡ εἰρήνη Του βασιλεύει στίς καρδιές τῶν μαθητῶν Του, τίς ὁποῖες γεμίζει μέ τήν βεβαιότητα τῆς παντοκρατορικῆς ἀγάπης Του. Τίς δίνει σταθερότητα καί ἀταραξία. Ὅμως αὐτοί οἱ εἰρηνοφόροι γίνονται «ἐχθροί τῶν οἰκιακῶν τους». Ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, τό ὑψηλό τους φρόνημα, ὁ ἐλεύθερος καί φωτεινός νοῦς τους, τούς καθιστᾶ πολύ βαρεῖς γιά τό περιβάλλον τους. Μέ λίγα λόγια, ὁ κόσμος τῶν παθῶν δέν ἀντέχει τούς αὐθεντικούς Χριστιανούς. Τούς μισεῖ καί τούς ἀπορρίπτει.

Ὁ Χριστιανισμός στίς μέρες μας γίνεται δεκτός μόνον ὡς κήρυκας τῆς ἀγάπης μέ τήν μορφή τῆς ἀποδοχῆς, χωρίς κριτήρια ἀλήθειας ἤ ἤθους, ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ ὅλες τίς ἀπόψεις τους καί ὅλες τίς ἰδιαιτερότητές τους.

Σέ μιά τέτοια προσέγγιση τοῦ Χριστιανισμοῦ πῶς νά γίνῃ κατανοητή ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅτι «ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τίποτε τό ἀνθρώπινο»; Πῶς νά ἐξηγηθῇ ὡς ἀγάπη τό «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον», πού δείχνει τό μίσος τοῦ κόσμου γι’ αὐτούς πού ἔχουν τήν ἀληθινή ἀγάπη καί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ μέσα τους;

Ὁ βαθύς διχασμός, πού εἶναι ἀσύλληπτος ἀπό τούς συνήθεις ἀναλυτές τῆς ἐπικαιρότητας, εἶναι ἀνάμεσα στούς αὐθεντικούς Χριστιανούς καί σέ ὅλον τόν ὑπόλοιπο κόσμο πού δέν τούς ἀντέχει. Αὐτοί οἱ Χριστιανοί ὅμως εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2147