«Ἐκκλησία καί Γένος ἐν αἰχμαλωσίᾳ»
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁμιλία κατά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ «Ἐκκλησία καί Γένος ἐν αἰχμαλωσίᾳ» τό Σάββατο 6 Ἀπριλίου στήν αἴθουσα τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Πατρῶν.
Δεῖτε τὴν ὁμιλία ΕΔΩ
*
Παρευρίσκομαι στήν σημερινή παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί Γένος ἐν αἰχμαλωσίᾳ» ὄχι τυπικά καί κατά ὑποχρέωση, ἀλλά οὐσιαστικά καί ἐκ καρδίας, καί αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία γιατί «ἱλαρόν δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄, 7).
Λέγω ὅτι παρευρίσκομαι οὐσιαστικά, γιατί ἐκτιμῶ τόν Γιῶργο Καραμπελιᾶ γιά τήν εὐφυΐα του, τίς ἱκανότητές του, τά χαρίσματά του, τήν ἐρευνητική ἔμπνευση πού τόν δια-κρίνει, τό θάρρος του νά καταθέτη τήν ἄποψή του δυναμικά, τόν ἀγῶνα πού ἔκανε στήν ζωή του, τήν κοινωνική καί ἱστορική εὐαισθησία του καί γενικά τήν ἐκπληκτική διαδρομή του καί τήν ἐκδοτική προσφορά του.
Μέχρι τώρα ἔχω μελετήσει πολλά ἔργα του καί διέγνωσα τά χαρίσματά του, καί τήν βιβλιογραφική ἐνημέρωση πού ἔχει, ἀλλά καί τήν παρουσίαση τῶν σκέψεων τῶν ἄλλων συγγραφέων ὄχι ἁπλῶς ὡς παραπομπές, ἀλλά ὡς κείμενα πού παραθέτει στά βιβλία του. Αὐτό σημαίνει ὅτι σέβεται τόν μόχθο τῶν ἄλλων συγγραφέων καί ὡς καλός οἰακοστρόφος περνᾶ μέσα ἀπό τούς διαδρόμους τους, παίρνοντας ὅ,τι τοῦ εἶναι χρήσιμο καί τό ἀξιοποιεῖ κριτικά καί ἀποδοτικά.
Στά κείμενά του πού διάβασα διέβλεψα ὅλα αὐτά τά χαρίσματα πού ἀνέφερα εἰσαγωγικά. Μερικά ἀπό τά βιβλία του τά παρουσίασα μέ ἰδιαίτερα κείμενά μου, γιατί ἤθελα νά τά προβάλω, ὅπως τό βιβλίο του «Τό 1204 καί ἡ διαμόρφωση τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ», «Κοινωνικές συγκρούσεις καί διαφωτισμός στήν προεπαναστατική Σμύρνη», «(1788-1820) Κοραῆς καί Γρηγόριος Ε΄». Μερικά ἄλλα ἔργα του, ὅπως «ἡ ἀνολοκλήρωτη ἐπανάσταση του Ρήγα», τά διάβασα μέ ἐνδιαφέρον.
Παντοῦ βλέπει κανείς τόν Ἕλληνα Καραμπελιᾶ πού διαφυλάσσει τήν παράδοση τοῦ τόπου στόν ὁποῖο γεννήθηκε καί μεγάλωσε, ὅπως φαίνεται στό ἔργο του «τό Δημοτικό τραγούδι»∙ βλέπει τήν διαφοροποίησή του ἀπό ξένες παραδόσεις, τήν ἀντίθεσή του στούς διανοούμενους πού ἀπομακρύνονται ἀπό τήν παράδοση πού τούς μεγάλωσε πρός χάρη μιᾶς ἄλλης ξένης καί ὀθνείας παράδοσης, ὅπως φαίνεται στό ἔργο του «ἡ ἀποστασία τῶν διανοουμένων»∙ αἰσθάνεται τόν καϋμό του γιά τόν νεοελληνισμό καί τόν ἀδιάλειπτο πόθο του γιά τήν «σύνθεση». Σέ ὅλα τά ἔργα του φαίνεται ὁ ἱστορικός διανοούμενος μέ καθαρή σκέψη, σταθερή ὑποδομή καί ἰσχυρή ἐπιχειρηματολογία. Διακρίνεται ἀπό τήν ἀναλυτική σκέψη πού καλλιέργησαν ἰδιαίτερα οἱ ἀριστεροί διανοούμενοι, ἀλλά καί τήν δυναμική συνθετική σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί αὐτά γαλβανίζονται στήν πυρφόρα παράδοση τοῦ Γένους μας. Ἔτσι, τά ἔργα του εἶναι ἐπιστημονικά, γεμάτα ἀπό παράδοση, κριτική, καί ἔντονο καϋμό πού ἐκφράζεται λογικά καί ὄχι συναισθηματικά, συνθετικά καί ὄχι συνθηματολογικά.
Ὅλα αὐτά φαίνονται καί στό καινούργιο βιβλίο του μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί Γένος ἐν αἰχμαλωσίᾳ», πού παρουσιάζεται σήμερα.
Θεωρῶ ὅτι ἡ μήτρα πού γεννήθηκε αὐτό τό βιβλίο εἶναι οἱ σκέψεις πού διατυπώνονται στό παλαιότερο βιβλίο του μέ τίτλο «ἡ ἀποστασία τῶν διανοουμένων». Ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁρίζει ὅτι οἱ διανοούμενοι ἐνῶ ἄλλοτε ἀποτελοῦσαν τήν «συνείδηση» τῶν λαῶν τους, γράφει ὅτι στήν συνέχεια μεταβλήθηκαν «σέ θεράποντες τῆς ἐξουσίας, σέ ἀστέρες τῶν τηλεοπτικῶν μέσων καί σέ φορεῖς τῆς κυβερνητικῆς πολιτικῆς τῶν χωρῶν τους».
Στήν Ἑλλάδα οἱ διανοούμενοι παρουσιάσθηκαν ὡς ἐκσυγχρονιστές, ὑποτιμοῦσαν «τήν ἐγχώρια παράδοση» καί ἀποδέχθηκαν ἕνα πολιτιστικό ἐπίπεδο πού χαρακτηρίζεται ἀπό «ἕναν ἐξευρωπαϊσμό ἤ μᾶλλον ἐκδυτικισμό τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας» καί ἔτσι δημιουργοῦνται διάφορα «παγκοσμιοποιητικά» καί «ἐθνοαποδομητικά» ρεύματα.
Σέ αὐτές τίς παγκοσμιοποιητικές καί ἐθνοαποδομητικές ἀπόψεις, παρουσιάσθηκαν διάφορες ἀντιστάσεις, ὅπως ἡ νεορθοδοξία καί ἡ ἀρχαιολατρεία. Καί ἡ μέν «νεορθοδοξία» χωρίσθηκε σέ δύο ρεύματα, πού τό ἕνα στράφηκε πρός τήν Δύση (Στέλιος Ράμφος) καί τό ἄλλο στήν «νεο-οθωμανική Ἀνατολή» (Χρῆστος Γιανναρᾶς), ἡ δέ ἀρχαιολατρεία ἐκφράστηκε σέ «συνωμοσιολογία καί γενικευμένο ἀνορθολογισμό, τροφοδοτώντας κατά ἕνα μέρος καθοριστικά τόν ἀκροδεξιό φυλετισμό».
Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς ἀσκεῖ κριτική σέ αὐτές τίς ἐθνοαποδομητικές ἀπόψεις καί τίς περίεργες ἀντιστάσεις καί αὐτό τό κάνει μέ μιά στέρεη σκέψη. Ἔτσι, ἀφ’ ἑνός μέν παρουσιάζεται ὡς ἕνας διανοούμενος πού ἔχει γνώση τῆς ἱστορίας καί τῶν συγχρόνων ρευμάτων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζοντας τήν «τάξη» τῆς διανόησης πού ἀποτελεῖ τήν «συνείδηση» τοῦ λαοῦ, προβάλλει τήν σύνθεση πού εἶναι ἡ διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδο, δηλαδή τήν «στροφή πρός τά μέσα» γιά «νά βροῦμε τή δύναμη νά ἀνασυγκροτήσουμε, ἀπό τό ἱστορικό DNA μας, ἕναν ἀτόφιο ὀργανισμό», ὥστε νά ἀποφύγουμε τήν «ἐξάρτησή» μας, ὡς ἕνα ἰδιαίτερο ἱστορικά ὑποκείμενο.
Ἑπομένως, νομίζω, ὅτι ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς χαρακτηρίζεται ὡς διανοούμενος μέ συνθετική σκέψη καί ἐπιστροφή στό βάθος τοῦ πολιτικοῦ μας προτύπου. Ἀκριβῶς, αὐτή εἶναι ἡ μήτρα πού γέννησε τό παρόν βιβλίο, ὅπως καί ἄλλα παρόμοια βιβλία του.
Τό συγκεκριμένο βιβλίο πού παρουσιάζεται σήμερα εἶναι ἕνας ἰσχυρός καρπός τοῦ ἀκάματου διερευνητικοῦ πνεύματός του. Συγκροτήθηκε ἀπό παλαιές καί νέες σκέψεις καί εἶναι συμβολή στίς σχέσεις μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, περίπου διακόσια χρόνια μετά τήν ἔκρηξη της καί δημοσιεύεται δύο χρόνια πρίν τήν διακοσιοστή ἐπέτειό της.
Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου αὐτοῦ μοῦ θύμισε ἀμέσως τό δίτομο ἔργο τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν μέ τίτλο «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησίᾳ ἐν αἰχμαλωσίᾳ», ἀλλά ἔχει κάπως διαφορετικό περιεχόμενο, ἀφοῦ ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς ἀφ’ ἑνός μέν ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία καί τό Γένος, ἀφ’ ἑτέρου δέ διευρύνει τήν αἰχμαλωσία ἀπό τούς τέσσερεις αἰῶνες σέ ἕξι ἕως ἑπτά αἰῶνες.
Φυσικά καί ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἀναφέρεται στά ὅσα προηγήθηκαν τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἔγινε τό 1453, ὅμως ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς ἐπιμένει ὅτι ἡ αἰχμαλωσία δέν ἄρχισε τό 1453, ἀλλά τό 1204 μέ τήν Φραγκική ἐπεκτατικότητα καί τήν δυτική νοοτροπία καί παράδοση. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά διπλῆ κατοχή, ἤτοι τήν Φραγκική, πού ἄρχισε μέ τήν Δ΄ Σταυροφορία καί τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὅλων τῶν περιοχῶν της τό 1204, καί τήν Τουρκική κατοχή μέ τούς ἐξισλαμισμούς, τίς διώξεις, τίς καταπιέσεις.
Βέβαια, πέρα ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους στούς Φράγκους καί τούς Ὀθωμανούς, στό ὑπόδουλο Γένος εἰσέρευσαν διάφορα ρεύματα, ὅπως ὁ Σχολαστικισμός, ἡ Μεταρρύθμιση, ἡ Ἀναγέννηση, ὁ Διαφωτισμός καί φυσικά τό ρεῦμα τῆς θρησκειοποίησης, ὅπως ἐκφραζόταν μέ τόν Μουσουλμανισμό. Ἔτσι, ὑπῆρχαν καί ἐσωτερικές ἀντιθέσεις στό ὑπόδουλο Γένος.
Ἐναντίον τῶν ρευμάτων αὐτῶν παρατηρεῖται ποικιλόμορφη ἀντίδραση καί ἀντίσταση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων-Ρωμηῶν καί μέ τήν συνδρομή τῆς Ἐκκλησίας διαφυλάχθηκε ἡ «ἐθνική ταυτότητα», καί μάλιστα, κατά τόν συγγραφέα «σέ ὅλη τή μακρά περίοδο τῶν ἕξι ἤ ἑπτά αἰώνων κατοχῆς, τουλάχιστον μετά τό 1204, ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τόν κατ’ ἐξοχήν φορέα διατήρησης καί διαμόρφωσης τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης, καθώς καί τῶν ἐκπαιδευτικῶν μηχανισμῶν, ἀκριβῶς διότι ἡ ἑλληνική ἰδιοπροσωπία κατέναντι τῶν Λατίνων καί κυρίως τῶν Τούρκων, ἀναδεικνύεται, πρωταρχικῶς, ὡς θρησκευτική».
Ἔτσι, ὅπως γράφει, «ἡ Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τό 1204 -καί πολύ περισσότερο μετά τό 1453- συνιστᾶ ἑκοῦσα ἤ ἄκουσα, τό καθοριστικό, ἑνοποιητικό καί διαμορφωτικό στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, μέσω τῆς ἰδεολογικῆς, γλωσσικῆς καί διοικητικῆς ἑνοποίησης τῶν ὀρθοδόξων, ὡς οἱονεί συνέχεια τοῦ ἐξελληνισμένου Βυζαντίου τῶν τελευταίων αἰώνων».
Ὅλα αὐτά διαρθρώνονται στά πέντε κεφάλαια τοῦ βιβλίου, ἤτοι «Ἕλληνες καί Ὀθωμανοί», «Ὀρθοδοξία καί Δύση», «Ἐσωτερικές ἀντιθέσεις», «Παιδεία καί Ἐκκλησία», «Ἐκκλησία καί Διαφωτισμός». Μεταξύ τῶν κεφαλαίων αὐτῶν ἀναλύονται θέματα, ὅπως «Τό ράσο καί τό ξίφος», «Κριττότερον ἰδεῖν», «Τουρκικό σαρίκιο ἤ λατινική τιάρα», «Οἱ Ἰησουΐτες καί ὁ Κύριλλος Λούκαρις», «Ὀρθόδοξοι καί Λατίνοι στά Ἑπτάνησα», «Ἀναβαπτισμός‧ ἐσυγχρονισμός καί παράδοση», «Ἡ κοινωνική καί πολιτική θέση τῆς Ἐκκλησίας», «Ἐκκλησία - ἐκπαίδευση - κρυφό σχολειό», «Ὁ φωτισμός καί ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», «Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ ριζικός ἀντιδιαφωτισμός», «Ὁ Ρήγας καί οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγαθάγγελου», «Ὁ Κοραῆς καί ὁ ... Παπατρέχας».
Νομίζω ὅτι βασικό σημεῖο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι ἡ εἴσδυση στό λεγόμενο Βυζάντιο μιᾶς ἀλλοτριωμένης παράδοσης καί ἡ ἀντίδραση ἐναντίον της ἀπό ἐκείνους πού ἐκφράζουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Γένους. Αὐτό φαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων καί ὑποκεφαλαίων. Ἀλλά, ὅμως, δέν πρέπει κανείς νά παρασυρθῆ ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις, γιατί πάντοτε παρουσιάζονται οἱ συνθέσεις, σύμφωνα μέ τήν βασική ἀρχή τοῦ συγγραφέα νά συνθέτη τά ἀντίθετα.
Στό βιβλίο φαίνεται ὅτι οἱ Φραγκολατίνοι μετά τήν ὑποδούλωση τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μετέφεραν μιά δαφορετική παράδοση καί ἐπεδίωξαν νά τήν ἐπιβάλουν μέ διωγμούς καί βία, γι’ αὐτό καί ἀναπτύχθηκε ἔντονο μίσος τῶν «Βυζαντινῶν Ἑλλήνων» πρός τούς Λατίνους. Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ:
«Ὅπως ἔγραφε ὁ Βαλδουίνος Α΄ στόν πάπα, ἀμέσως μετά τήν ἐγκατάστασή του στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, τό 1204, "οἱ Ἕλληνες δέν θεωροῦν τούς Λατίνους ἄξιους νά χαρακτηριστοῦν ἄνθρωποι∙ τούς ἀποκαλοῦν σκύλους". Χαρακτηριστικό τοῦ μίσους πού ἔτρεφαν εἶναι τό ὅτι, ἀνάμεσα στό 1207 καί τό 1365, οἱ Κρητικοί πραγματοποίησαν δεκατέσσερις ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν Ἐνετῶν, πού εἶχαν καταλάβει τό νησί. Ἀντιστρόφως δέ, τό μίσος καί ἡ θρησκευτική μισαλλοδοξία τῶν Δυτικῶν κατά τῶν Ἑλλήνων ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε στήν Κύπρο, τό 1211, οἱ Λατίνοι ἐπίσκοποι ἔκαψαν ζωντανούς δώδεκα Ἕλληνες μοναχούς καί τόν ἡγούμενο, ἐπειδή δέν ἀποδέχονταν τήν ἱερότητα τῆς ἄζυμης ὄστιας τῶν καθολικῶν. Ἡ Ἱερά Ἐξέταση συνέχισε τίς καταδίκες τῶν ὀρθοδόξων μέχρι τόν ὕστερο 16ο αἰώνα: στήν Κρήτη, 500 ὀρθόδοξοι κληρικοί ὁδηγήθηκαν στήν ἐξορία, ἐνῶ 74 βρῆκαν οἰκτρό θάνατο μέ στραγγαλισμό καί ἀπαγχονισμό στήν ἴδια τήν Ρώμη, στίς 10 Ἰουνίου 1562, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ὁ Μακάριος, κρεμάστηκε καί τό πτῶμα του κάηκε στή γέφυρα Sant’ Angelo, τό δέ 1564, κάποιος "Φραγκίσκος ἀπό τή Ρόδο" κάηκε ζωντανός».
Ὡς παράρτημα στό βιβλίο τίθεται ἕνα κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ ἐπανάσταση τοῦ ἡσυχασμοῦ», στό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ἡ ἡσυχαστική κίνηση, πού εἶναι ἔκφραση τῆς ταυτότητας τοῦ Ἕλληνα-Ρωμηοῦ καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας του, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Φράγκους τό 1204 ὡς ἕνα ἀντιστασιακό καί ἐπαναστατικό κίνημα ἐναντίον τῶν πιέσεων πού δέχθηκαν οἱ Ρωμηοί ἀπό τήν Ἀνατολή (Τούρκους), ἀπό τήν Δύση (Φράγκους) καί ἀπό Βορρᾶ (Σέρβους καί Βουλγάρους).
Ὁ ἡσυχασμός ὡς προσευχή, καί μάλιστα ἐσωτερική προσευχή, ὡς μιά θεολογία πού διαφοροποιεῖται σαφέστατα ἀπό τόν ὀρθολογισμό, τήν θρησκειοποίηση καί τόν οὑμανισμό, ὑπῆρξε τό πραγματικό «ὅπλο» ἀντιστάσεως σέ κάθε ἀλλότριο ρεῦμα πού ἐπεδίωκε νά ἀφανίση τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ Ἕλληνα. Ἡ θεολογία τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι «μιά θεολογία πραγμάτων καί ὄχι ἐννοιῶν καί ἰδεῶν, πού ἔχει ὡς βάση της τή θεοφάνεια, τήν θέα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, ἡ ἀνατολική ὀρθόδοξη θεοπτία ἀντιστάθηκε στήν «Δυτική διαλεκτική».
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ συγγραφεύς τοῦ παρόντος βιβλίου ὡς ἀντιστάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν Λατίνων στά Ἑπτάνησα ἀναφέρει τά πρότυπα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἐμφανίσθησαν καί διεφύλαξαν τούς ἀνθρώπους στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ ἅγιος Γεράσιμος, ὁ ἅγιος Διονύσιος καί ὁ ἅγιος Σπυρίδων.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά τεθῆ ἡ «κολλυβαδική ἔριδα» καί ἡ «φιλοκαλική ἀναγέννηση», πού ἀντιστάθηκε στό πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, κυρίως μέ θετικό τρόπο. Σέ αὐτό ἔπαιξε σημαντικό ρόλο ὁ ἅγιος Μακάριος Ἐπίσκοπος πρώην Κορίνθου καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ: «Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἀποκτᾶ γιά τούς Ἕλληνες ἀνοικτά ἐθνική διάσταση. Ὅσοι Ἕλληνες ἐξισλαμίζονταν, χάνονταν ὁριστικά γιά τόν ἑλληνισμό, ἀκόμα -τίς περισσότερες φορές- καί ὅσοι λατινοφρονοῦσαν. Καί γι’ αὐτό, στό ’21, ὁ σταυρός τῆς ἑλληνικῆς σημαίας θά ἀποτελεῖ ταυτόχρονα τό ἐθνικό καί ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικό σύμβολο τῶν Ἑλλήνων».
Καταλήγοντας αὐτήν τήν σύντομη παρουσίαση τοῦ νέου βιβλίου τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, θέλω νά πῶ ὅτι ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς μέ τά κείμενά του προβάλλει τήν διαχρονική παράδοση τοῦ Γένους μας, πού θριάμβευσε κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας 6 - 7 αἰώνων στούς Φράγκους καί τούς Ὀθωμανούς. Καί αὐτή ἡ παράδοση εἶναι πολύ δυνατή γιά νά ἀντέξη στήν σημερινή ἐποχή πού δέχεται ποικίλες ἰδεολογικές, πολιτικές, πολιτιστικές καί οἰκονομικές πιέσεις ἀπό τήν Δύση μέ τά πολιτιστικά «ὑποπροϊόντα» πού καλλιεργεῖ καί τήν ποικιλόμορφη ἐξουσία.
Ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ἡ λέξη ἐξουσία σημαίνει τό νά εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν οὐσία, ἔξω ἀπό τά πραγματικά ἀνθρώπινα σημεῖα, πού καλλιεργεῖ ἡ παράδοσή μας, τότε ἡ ἀποτοξίνωση ἀπό αὐτήν τήν ἐξουσία γίνεται μέ τήν κένωση πού καλλιεργεῖ τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Γένους μας, πού ποτέ δέν αἰχμαλωτίζεται.
Συγχαίρω τόν Γιῶργο Καραμπελιᾶ καί γιά τήν ἔκδοση αὐτή καί γιά ὅλη τήν προσφορά του.
- Προβολές: 2022