Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐντοπισμοί προεορταστικῶν διχογνωμιῶν

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἔχουν ἀρχίσει οἱ συζητήσεις, μέ τήν δημοσίευση σχετικῶν ἄρθρων, γιά τόν ἑορτασμό τῶν διακοσίων χρόνων ἀπό τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, πού εἶναι τό σημεῖο ἐκκίνησης (ἵδρυσης καί ὀργάνωσης) τοῦ νέου, μετά τήν Ὀθωμανοκρατία, Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μᾶς χωρίζουν περίπου δεκαέξι μῆνες ἀπό τήν πρωτοχρονιά τοῦ 2021, ἀλλά ἤδη ἔχουν ἀρχίσει οἱ προεόρτιες διχογνωμίες, πού προοιωνίζουν τό πῶς περίπου θά ἑορτάσῃ τό Ἔθνος μας τήν Ἐθνική Παλιγγενεσία. Οἱ ἀρθρογράφοι κινοῦνται στό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ἱστορίας καί τῶν ἰδεολογικῶν κομματικῶν ἀντιθέσεων. Ὅμως ὁ ἑορτασμός ἔχει καί τήν ἐκκλησιαστική-θεολογική του διάσταση, πού χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐπιστημονική μέριμνα καί προβολή μέ κριτήρια ἐκκλησιαστικά ποιμαντικά. Θεωροῦμε ὅτι εὔκολα μπορεῖ νά διαπιστώσῃ κανείς παραλληλίες καί τομές μεταξύ τῶν ἀναλύσεων τῶν κοσμικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν δεδομένων πού συνδέονται μέ τήν Παλιγγενεσία. Σέ ὅσα θά σημειώσουμε παρακάτω παίρνουμε ὑλικό ἀπό ἕνα ἄρθρο τοῦ καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικόλα Σεβαστάκη, πού δημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα Τό Βῆμα, μέ τίτλο: «Τά διακόσια χρόνια ἀπό τό ᾿21: γόνιμες ἀπορίες καί ὑπαρκτοί κίνδυνοι» (25.8.2019), στό ὁποῖο θά παραλληλίσουμε ὁρισμένα ἐκκλησιαστικά δεδομένα.

Ὁ προβληματισμός τῶν ἀρθρογράφων πού ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα τῆς ἐπετείου κινεῖται, στούς περισσοτέρους, μέσα στό κλίμα τῶν πολιτικῶν και τῶν πολιτισμικῶν ἀντιθέσεων πού ἀναζωπυρώνει ὁ ἐπίσημος (ἀπό τό Κράτος) ἑορτασμός τῆς ἐπετείου. Κάποιες ἐπιλογές ἔχουν σηκώσει ἤδη διχογνωμίες. Γενικῶς πάντως μᾶς ἀρέσουν οἱ διχογνωμίες. Δέν μᾶς ἑλκύει ἡ ψύχραιμη κριτική στάση, χωρίς ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις.

Ὁ κ. Ν. Σεβαστάκης διαπιστώνει: «ἡ ὑπόθεση τοῦ ἑορτασμοῦ φαίνεται νά ξεπερνάῃ τή δικαιοδοσία τῶν ἱστορικῶν ἐπιστημόνων καί εἰδικῶν. Συναντᾶ, ἀπόδραστα, τό ἐρώτημα γιά τό ἴδιο τό ἑλληνικό κράτος καί τή συγκρότησή του, τήν ὀργάνωση τῆς συλλογικῆς μνήμης καί τόν τρόπο πού συνομιλοῦμε ὡς σύγχρονοι πολίτες μέ τίς παραδόσεις μας». Ἡ διατύπωση αὐτή περιλαμβάνει ὅλο τό θέμα μας. Κεντρικό σημεῖο εἶναι ἡ «ὀργάνωση τῆς συλλογικῆς μνήμης». Ἡ συλλογική μνήμη ὀργανώνεται ἀπό μελέτες ἱστορικές, μέ ἐπιστημονική τεκμηρίωση καί κατανέμεται ὡς τροφή τῆς σκέψης, πού συντελεῖ «στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης», σέ σχολικά ἐγχειρίδια ἱστορίας. Ἔτσι μαθαίνουν οἱ νέοι βλαστοί τοῦ ἔθνους μας, νά ἀναπτύσσουν γόνιμο διάλογο μέ τίς παραδόσεις μας, μέσα στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ζωῆς, μέ τήν συνεχῶς μεταβαλλόμενη ὀργάνωση τῶν κρατικῶν καί κοινωνικῶν δομῶν, μέ τίς νέες (ἤ ἀνανεωμένες) ἀπόψεις γιά τό κράτος, τήν δημοκρατία καί τήν οἰκονομία.

Ὁ ἀρθρογράφος θεωρεῖ ὅτι περιπλέκεται ἡ κατάσταση, γύρω ἀπό τόν ἑορτασμό τῶν διακοσίων χρόνων τῆς Παλιγγενεσίας, ἀπό τήν ἀγωνία πολλῶν ἀνθρώπων στήν ἐποχή μας πού ψάχνουν νά βροῦν τήν ταυτότητά τους, νά βροῦν τίς ρίζες τους. Γράφει: «οἱ πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα διαπερνῶνται ἀπό μιά γενικότερη ταυτοτική ἀγωνία». Τό φαινόμενο δέν ἀφορᾶ μόνον τήν Ἑλλάδα. Παρατηρεῖ, μάλιστα, ὅτι σέ πολλές χῶρες «οἱ διαστάσεις τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καί τά ζητήματα γύρω ἀπό τό “ποιοί εἴμαστε” παράγουν πολιτική». Νά προσθέσουμε ὅτι διαμορφώνουν πολιτικές τάσεις, ἀκόμη καί πολιτικούς σχηματισμούς. Παράγουν ὅμως καί ἰδιωτική ἔρευνα. Πέρα ἀπό τούς ἀκαδημαϊκούς δασκάλους καί τούς εἰδικούς ἐρευνητές «πολίτες ψάχνουν ἀρχεῖα καί ζητοῦν ἤ ἐπικαλοῦνται πηγές, ξεθάβουν γενεαλογίες ἤ “παραγγέλνουν” ἐξηγήσεις τῆς ἱστορίας». Ἡ ἐμπλοκή τῆς πολιτικῆς ἐντοπίζεται κυρίως στό μάθημα τῆς Ἱστορίας. «Σέ διάφορες χῶρες ἀναθεωροῦνται ἤ ἐπανεξετάζονται σχολικά ἐγχειρίδια καθώς καί οἱ τρόποι διδασκαλίας τῆς Ἱστορίας». Μέσα στό κλίμα τῆς «ταυτοτικῆς ἀγωνίας» τῶν συγχρόνων πολιτῶν, τά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης «καί ἄλλοι δίαυλοι πληροφορίας λειτουργοῦν καί ὡς κόμβοι ἀνταλλαγῆς τοπικῶν ἱστοριῶν καί μιᾶς ἐρασιτεχνικῆς λογιοσύνης στό πλαίσιο ἑνός ἱστοριοδιφικοῦ ἐνδιαφέροντος».

Δέν ἦταν δυνατόν αὐτή ἡ «ταυτοτική ἀγωνία» νά μήν εἶχε τόν ἀντίκτυπό της «στήν κοινότητα τῶν ἱστορικῶν καί κοινωνικῶν ἐπιστημόνων». Ἐμφανίστηκαν ἀνάμεσά τους «ἀντιπαραθέσεις πού εἶναι μεικτές: καί πολιτικές καί ἐπιστημονικές ἤ, μέ μιά ἔννοια, διαμάχες πού τό ἀντικείμενό τους εἶναι ποιά Ἑλλάδα θέλουμε καί ὄχι τό τί ἦταν ἤ τό πῶς διαμορφώθηκε τό ᾿21 καί ἡ δυναμική του». Ἡ τελευταία πρόταση ἐκφράζει τήν ἐπικράτηση τῆς ἐπικαιρικῆς πολιτικῆς ἀπέναντι στήν ἐπιστήμη τῆς ἱστορίας. Δέν ἐνδιαφέρει «τό τί ἦταν ἤ τό πῶς διαμορφώθηκε τό ᾿21 καί ἡ δυναμική του», ἀλλά «ποιά Ἑλλάδα θέλουμε». Σέ αὐτή τήν διατύπωση κρύβονται οἱ ἀφορμές τῶν ἀντιπαραθέσεων πού ἀναμένονται κατά τόν ἑορτασμό τοῦ 2021, διότι ἐμπλέκεται σ’ αὐτόν ἡ πολιτική μέ τίς ἰδεολογικές διαφοροποιήσεις της ἀπό τό δεξιό ἕως τό ἀριστερό ἄκρο.

Ὁ ἀρθρογράφος ἀναφερόμενος στόν κίνδυνο ἄγονων διχογνωμιῶν κατά τόν ἑορτασμό τῶν διακοσίων χρόνων τῆς Παλιγγενεσίας, δέν ἐντοπίζει τήν αἰτία του «στό γόνιμο πνεῦμα τῆς κριτικῆς ἀλλά σέ ἕνα εἶδος σεκταριστικῆς ὑπερβολῆς πού πάει νά χτίσῃ ἀφελῆ δίπολα πίσω ἀπό τά θέματα τοῦ ἑορτασμοῦ». Καί συμπληρώνει κάνοντας πιό σαφῆ τόν φόβο του: «εἶναι ἤδη εὐδιάκριτη ἡ τάση νά ὁδηγηθῇ ἡ συζήτηση καί γιά τόν ἑορτασμό καί γιά τήν ὀργάνωσή του στίς ράγες μιᾶς σχηματικῆς ἀντιπαράθεσης Δεξιᾶς καί Ἀριστερᾶς».

Μέ πολύ εὔστοχο καί συνοπτικό λόγο περιγράφει τίς τάσεις πού ἐμφανίζονται μέσα στήν κοινωνία μας. Ἀπό τήν μιά μεριά εἶναι οἱ ἀριστεροί κοινωνικοί ἐπιστήμονες, πού βλέπουν τά πράγματα «ἀπό κάτω», ἀπό τούς ἀφανεῖς ἀγωνιστές τοῦ λαοῦ, ἑνοποιώντας τό ᾿21, ὡς πρόπλασμα, «μέ τήν δεκαετία τοῦ ᾿40» καί τούς ἀντιφασιστικούς ἀγῶνες. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ φιλελεύθεροι ἐκσυγχρονιστές, πού ὁρισμένοι ἀπό αύτούς φθάνουν ὥς τήν ἀποδόμηση τῆς ἱστορίας. Καί μιά τρίτη ὁμάδα ἀποτελοῦν οἱ χαρακτηριζόμενοι ὡς «νεοσυντηρητικοί διανοούμενοι».

Στίς συμπερασματικές προτάσεις του ὁ κ. Ν. Σεβαστάκης, μεταξύ ἄλλων, σημειώνει: «Ἡ διάσταση ἑνός δημόσιου ἑορταστικοῦ / ἐπετειακοῦ δρωμένου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποδομητική ἤ ὑπονομευτική κάθε ἐθνικοῦ συναισθήματος ὅπως ἴσως θά ἤθελαν οἱ ριζοσπάστες στόν χῶρο τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν. Διότι δέν ὑπάρχει σύγχρονο κράτος χωρίς κάποια “συμβατική” ἀφήγηση τοῦ παρελθόντος στά σχολικά ἐγχειρίδια ἤ σέ τεκμήρια τῆς πολιτικῆς του ὕπαρξης καί συνέχειας. Αὐτό πού πρέπει νά ἐνθαρρυνθῇ εἶναι ἡ συνύπαρξη τῆς κριτικῆς ἐργαλειοθήκης τῶν ἐπιστημόνων μέ τή λογική ἑνός σύγχρονου δημόσιου ἑορτασμοῦ».

Σέ ὅλα τά παραπάνω μπορεῖ νά δῇ κανείς παράλληλες τάσεις μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, σέ σχέση μέ τήν Θεολογία πού μᾶς κληρονόμησε ἡ Ὀθωμανοκρατία καί διαμόρφωσε, μέ κριτήρια κυρίως Γερμανικά, τό πρῶτο Πανεπιστήμιο τοῦ ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ Κράτους, τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

Ὑπάρχουν θεολόγοι καί θεολογοῦντες πού δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἱστορία. Κρίνουν ὅτι δέν ἔχει ἐνδιαφέρον νά μελετήσουν τήν θεολογία τῆς τουρκοκρατίας, τίς ἐπιδράσεις πού δέχθηκαν διάφοροι συγγραφεῖς ἀπό τόν παπισμό ἤ τόν προτεσταντισμό καί τήν ἀντίδραση στίς ἀλλοιώσεις σημαντικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἀσκητική καί τήν θεολογία πού διασώζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης στό βιβλίο του «Θησαυρός». Δέν κρίνουν ἐνδιαφέρον τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, οὔτε τήν δράση καί τίς συγγραφές τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, οὔτε ἀκόμη τήν θεολογική βιβλιοθήκη πού συγκρότησε μέ τά ἔργα του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἔχουν μιά ἀποστροφή στήν φιλοκαλική δράση τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, πού κινητοποίησε τόν ἅγιο Νικόδημο καί συγκρότησαν τήν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν». Ἔχουν ἄλλες ἀπόψεις γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία, πού δέν τρέφονται ἀπό τίς ρίζες τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως. Τούς ἐνδιαφέρει νά προσαρμόσουν τήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία της στόν σύγχρονο κόσμο· τούς ἐνδιαφέρει πρωτίστως ὁ σύγχρονος κόσμος, χωρίς νά τούς προβληματίζη ἄν οἱ ἀπόψεις τους ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ σαφεῖς λόγους τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ὑπάρχουν ταυτόχρονα καί οἱ «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτές», τούς ὁποίους χαρακτηρίζει, μεταξύ ἄλλων, «παράλογος ζέσις πρός ὑπεράσπισιν ἰδιοτύπων δογμάτων καί ἀξιωμάτων, ὑποστήριξις παράφορος ἐπουσιωδῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων καί διάθεσις φιλοτάραχος καί φιλόνεικος ἐν πᾶσι τοῖς θρησκευτικοῖς ζητήμασι» (Ἅγιος Νεκτάριος, Ποιμαντική, σ.110).

Ὑπάρχουν καί «οἱ ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι», οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι δέν εἶναι τοῦ καθενός ὑπόθεση ἡ Θεολογία, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ». Γι’ αὐτό μιλοῦν ἤ γράφουν, ἑδραιωμένοι στά κείμενα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, «[βεβαιούμενοι] χάριτι τῇ καρδίᾳ».

Ἄς εὐχηθοῦμε τό μεθεπόμενο ἔτος 2021 καί ὁ δρόμος πρός αὐτό, νά ἀποδειχθοῦν ἐθνικά, πολιτικά καί θεολογικά γόνιμοι.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1842