Skip to main content

Ἐπέτειος ἐνθρονίσεως Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου (10 Σεπτεμβρίου 1995)

Ἐπέτειος ἐνθρονίσεως Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου (10 Σεπτεμβρίου 1995)

Ἐπέτειος ἐνθρονίσεως Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου (10 Σεπτεμβρίου 1995)

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου (10 Σεπτεμβρίου 1995) δημοσιεύουμε τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του καί κάποιες ἀναμνηστικές φωτογραφίες ἀπό τήν χειροτονία του (20-7-1995) καί τήν ἐνθρόνισή του (10-9-1995), ζητώντας τίς πατρικές καί θεοπειθεῖς εὐχές του.

Ἐνθρονιστήριος Λόγος

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

(Στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, στίς 10-9-1995)

Σεβασμιώτατε ἅγιε Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου, κ. Θεόκλητε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Εὐλαβέστατοι Διάκονοι,
Ὁσιώτατοι μοναχοί καί μοναχές,
Ἀξιότιμοι κ. Ὑπουργοί καί Βουλευτές,
Ἀξιότιμε κ. Νομάρχα,
Ἀξιότιμε κ. Περιφερειακέ Διευθυντά,
Ἀξιότιμοι Κύριοι Δήμαρχοι,
Ἐντιμότατοι Ἐκπρόσωποι τῶν Πολιτικῶν,
Στρατιωτικῶν, Δικαστικῶν, Ἐκπαιδευτικῶν
καί λοιπῶν ἀρχῶν,
Λαέ τοῦ Θεοῦ ἠγαπημένε,

Μεταφέροντας γιά τήν παροῦσα περίπτωση τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ἀναφωνῶ ἀπό τοῦ ὑψηλοῦ τούτου θρόνου: «Ἱερόθεος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τοῖς οὖσιν (ἐν Ναυπάκτῳ καί Ἁγίῳ Βλασίῳ) χάρις ὑμῖν καί εἰρήνη ἀπό Θεοῦ πατρός ἡμῶν καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. α΄, 1-2).

Εἶμαι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ταπεινός διάκονος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀποστέλλομαι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στούς ἁγίους πού κατοικοῦν στήν κατά τήν Ναύπακτον καί ἅγιον Βλάσιον Ἐκκλησία, γιά νά τούς ὑπηρετήσω καί νά τούς διακονήσω πρός τόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἡ ἀποστολική αὐτή ἔκφραση καί εὐλογία δείχνει σαφῶς ποιό πρέπει νά εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἀρχιερέως, ποιός εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός του καί σέ ποιούς ἀποστέλλεται.

*

Ἰδού, λοιπόν, ἐγώ σήμερον εὑρίσκομαι ἐνώπιόν Σας. Μέ τήν ἐνθρονιστήρια ἀκολουθία ἀνῆλθα στόν περίπυστο αὐτόν θρόνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου «εὐαγγελιζόμενος τήν εἰρήνην, εὐαγγελιζόμενος τά ἀγαθά» (Ρωμ. ι΄, 15).

Λίγες ἡμέρες πέρασαν ἀπό τότε πού ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, διά τῆς ψήφου τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν πού συγκροτοῦν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί διά τῆς χειροτονίας, μέ ἔχρισε μέ τό μεγάλο καί τελειοποιό χρίσμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Καί σήμερα, ἱστορική ἡμέρα γιά μένα, ἀνῆλθα στόν ὑψηλό αὐτό θρόνο, περιβαλλόμενος περιφανῶς «τόν ποτάμιον... Μανδύαν, τόν πορφυροῦν καί περίχρυσον». «Καί τό κηρύκειον μετά χεῖρας βαστάζων, τήν εἰρήνην ἀπό τούτου... τῷ λαῷ ἐπεφώνησα, τοῦ ναοῦ παντός κατακρουουμένου, καί οἱονεί δονουμένου, τῇ τῆς πολυετίας βροντώδει ἠχολογίᾳ», κατά τόν Ἐπίσκοπον Εὐρίπου καί μετέπειτα Μητροπολίτην Ἰωαννίνων Ἱερόθεον.

Ἀπό τήν μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων καί ἀπό τήν προσωπική μου πείρα, συναναστρεφόμενος ἁγίους ἀρχιερεῖς, γνωρίζω καλῶς ὅτι ἡ ποιμαντική ἐπιστήμη εἶναι θυσία καί προσφορά καί ὄχι ἄνεση καί τρυφή, εἶναι βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὁ σταυρός εἶναι ἡ καθέδρα καί ὁ πραγματικός θρόνος τῆς θεολογίας, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. Ἡ ποιμαντική ἐπιστήμη δέν εἶναι κοσμική ἐξουσία, ἀλλά διακονία ἀγάπης καί προσφορᾶς, ἀφοῦ διά τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως διαπαιδαγωγεῖται ὁ ἄνθρωπος πρός τήν ἐκπλήρωση τοῦ βαθυτέρου σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος παροτρύνει τούς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας: «ποιμάνατε τό ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μή ἀναγκαστῶς, ἀλλ’ ἑκουσίως, μηδέ αἰσχροκερδῶς, ἀλλά προθύμως, μηδ’ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλά τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Α΄ Πέτρ. ε΄, 2-3). Καί, βεβαίως, αὐτή ἡ παραγγελία γιά τήν ποιμαντική συνδέεται μέ τόν λόγο τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ: «Κύριος ποιμαίνει με καί οὐδέν με ὑστερήσει. Εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν» (Ψαλμ. 22, 1-2).

Τό ποίμνιο δέν ἀνήκει στούς ἀνθρώπους ἀλλά στόν Θεό. Οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἱερεῖς ἐνεργοῦν κατά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἐξασκοῦν τήν ἀποστολή τους μέ τήν δύναμη τοῦ ὀνόματος καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά ὑπάρχη καμμία ἰδιοποίηση τοῦ ποιμνίου. Ἐπίσης, ὁ σκοπός τῆς ποιμαντικῆς εἶναι νά ὁδηγήση τό ποίμνιο σέ τόπους χλόης καί σέ ὕδωρ ἀναπαύσεως. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόπος χλόης εἶναι ἡ «πρακτική ἀρετή» καί ὕδωρ ἀναπαύσεως «ἡ γνῶσις τῶν γεγονότων».

Κατά τόν ἅγιο Νικήτα τόν Στηθᾶτο, τό μυστήριο τῆς ἱεραρχίας καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους ἤ ἀγγέλους ἤ θεούς, ἀνάλογα μέ τήν μετουσία τῆς θεοειδοῦς ἰδιότητος καί, βέβαια, μετά τήν κοίμησή τους, τούς ἑνώνει μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις καί μέ αὐτόν τόν Θεό, κατά τήν ἀναλογία τῆς θείας σοφίας καί τῆς γνώσεως.

Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἐξάσκηση τῆς ποιμαντικῆς εἶναι πολύ τιμητική ἀποστολή, ἀλλά καί ἐπικίνδυνη πράξη, γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἀαρών «ἔχοντες τήν ἱερωσύνην πολλά ἔπαθον», ἐνῶ ὁ Καϊάφας κατέχοντας τήν καθέδρα ὅλων τῶν ἀρχιερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ἐδίωξε καί κατέκρινε τόν Κύριον». Παρά ταῦτα ὁ Χριστός, τιμώντας τήν ἱερωσύνη του, «ἀφῆκεν αὐτόν ἱερᾶσθαι».

Γνωρίζω πολύ καλά ὅτι ἡ ποιμαντική ἐξασκεῖται στό παρόν, ἀλλά ἐπηρεάζεται ἀπό τό παρελθόν καί τό μέλλον. Τό παρελθόν συνίσταται στήν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστιανός πρέπει νά βιώση ἐσωτερικά τίς μεθηλικιώσεις τοῦ Χριστοῦ, καί τό μέλλον συνίσταται στήν μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τό παρόν περιχωρεῖται ἀπό τό παρελθόν καί τό μέλλον, ὁπότε ἀποφεύγεται ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅταν τό παρόν ἀποδεσμεύεται ἀπό τό παρελθόν καί τό μέλλον, τότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀλύτρωτος καί ἀπογοητευμένος. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι χαρακτηριστικός στό σημεῖο αὐτό: «Οἱ τό παρόν διώκοντες, καί οὐ πρός τό μέλλον ἐνατενίζοντες, μισθωτοί καί οὐ ποιμένες εἰσί».

Ἐπίσης, γνωρίζω πολύ καλά ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κυριαρχούμενος ἀπό τό βασανιστικό πρόβλημα τοῦ θανάτου, εἶναι μιά τραγική ὕπαρξη καί ἕνα δυσκολοκυβέρνητο ὄν. Τό πρόβλημα τοῦ θανάτου δέν εἶναι κάτι πού συνδέεται μέ τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἕνα ὑπαρκτικό καί ἀκόμη, θά ἔλεγα, ἕνα βιολογικό γεγονός, πού τό ἔχουμε μέσα μας ἀπό τήν σύλληψή μας στήν κοιλία τῆς μητέρας μας. Ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ προσπάθεια γιά ἐπικράτηση, ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἡδονῆς, τά οἰκονομικά καί πολιτικά συστήματα, οἱ ἰδεολογίες, ἡ πλεονεξία, ἡ ἐπιθυμία ἀπόκτησης ἐξουσίας καί πλούτου, κλπ. διαποτίζονται ἀπό τόν θάνατο, πού εἶναι τό παράσιτο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τό παρέμβλητο μέσα στήν κτίση. Ἑπομένως, ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν λύει αὐτό τό ἐσωτερικό καί ὑπαρξιακό πρόβλημα, τόσο καί εἶναι τραγική ὕπαρξη. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπερβῆ τόν θάνατο καί δέν μπορεῖ καί δέν γνωρίζει τόν τρόπο νά φθάση στήν θέωση καί νά ἐκπληρώση τόν βαθύ του σκοπό, τόσο καί μεμψιμοιρεῖ. Ὅλα τοῦ φταῖνε, ὅλα τόν πειράζουν. Ἔτσι, σέ τέτοια περίπτωση εἶναι δυσκολοκυβέρνητο ὄν. Καί αὐτό τό ἀντιλαμβάνεται ὁ ποιμένας.

Αὐτές οἱ δύο βασικές προϋποθέσεις τῆς ποιμαντικῆς, ἤτοι ὅτι εἶναι σοβαρή ὑπόθεση, ἀφοῦ σκοπός της εἶναι νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στήν θέωση, καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση καί τήν εἴσδυση τοῦ θανάτου στήν ὕπαρξή του εἶναι δυσκολοκυβέρνητος δείχνουν ὅτι ὁ ποιμένας, ἰδιαιτέρως ὁ Ἐπίσκοπος, πού εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἔχη δύναμη, ἔμπνευση, φωτισμό, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, οἱ μεγάλοι Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι ὁ Μωϋσῆς πρίν δῆ τόν Θεό δέν μπόρεσε νά συμβιβάση δύο Ἰσραηλίτες πού διαπληκτίζονταν, μετά ὅμως τήν θέα τοῦ Θεοῦ στήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο μπόρεσε νά καθοδηγήση ἕναν σκληροτράχηλο καί δύσκολο λαό πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Αὐτό ὅμως προϋποθέτει θυσία. Ἄλλωστε, αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει ἡ λέξη ἱερεύς καί ἀρχιερεύς. Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἑρμηνεύοντας τήν φράση «ἱερεῖα ἔμψυχα», λέγει ὅτι «ἱερεῖόν ἐστι πᾶν τό ἀφιερωμένον εἰς θυσίαν Θεοῦ». Μόνον θυσιαζόμενος ὁ Κληρικός μπορεῖ νά ἀνταποκριθῆ πρός τό ὑψηλό ἔργο τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς.

*

Δέν ἔχω πρόθεση ἐδῶ νά ἀναπτύξω τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική. Ἡ μικρή νύξη ἔγινε γιά νά φανῆ ὅτι διακατέχομαι ἀπό βαθειά αἴσθηση εὐθύνης γι’ αὐτήν τήν μεγάλη ἀποστολή. Καί εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μέ τιμᾶ μέ αὐτό τό μεγάλο χάρισμα τῆς διακονίας τῆς ἀγάπης, ἀλλά καί Τόν παρακαλῶ νά μέ βοηθήση, γιατί χωρίς Ἐκεῖνον δέν μπορεῖ τίποτε νά πραγματοποιηθῆ. «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμ. 126, 1).

Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μέ ἀνέδειξε σέ αὐτήν τήν ποιμαντική ἐπιστασία. Εὐχαριστῶ ἀκόμη καί τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού μοῦ δίδαξαν τήν ποιμαντική. Δέν ἐννοῶ μόνον τούς Καθηγητάς μου στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης, τούς ὁποίους καί εὐχαριστῶ, ἀλλά κυρίως αὐτούς πού ἐξασκοῦν τήν ποιμαντική μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔμαθα ἐν πρώτοις τήν ποιμαντική στήν Ἔδεσσα, ὅταν γιά δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ζοῦσα μέσα στό Ἐπισκοπεῖο μέ τόν ἀείμνηστο Ρουμελιώτη Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο καί ἔβλεπα τόν ἀγώνα του καί τήν θυσία του ὑπέρ τοῦ ποιμνίου. Ἀγάπησε τούς Χριστιανούς μέχρι θανάτου. Στήν συνέχεια τήν γνώρισα στήν Ἱερά Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας, βλέποντας τήν θυσία καί τούς κόπους, ἀλλά καί τήν εὐαισθησία στόν ἀνθρώπινο πόνο τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου. Γιά ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἔβλεπα τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοικοῦσε τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κύριος Σεραφείμ. Ὠφελήθηκα ἀπό τήν προσέγγιση τῶν σοβαρῶν θεμάτων πού κάνει ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κ. Θεόκλητος, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά μιά ἀσυνήθη θεολογική καί φιλοσοφική διείσδυση σέ ὅλα τά σύγχρονα θέματα. Ἐπηρεάστηκα ἀπό τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως κυροῦ Σεβαστιανοῦ, τήν σοφία τοῦ Κοζάνης κ. Διονυσίου, τό φιλοκαλικό πνεῦμα τοῦ Κορίνθου κ. Παντελεήμονος, τόν ἀγώνα καί τήν ἀγωνία γιά τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο μεταβαλλόμενο κόσμο πολλῶν Ἱεραρχῶν. Θά μποροῦσα νά ἀναφέρω μερικούς ἱεράρχας, ἀλλά δέν εἶναι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος κατάλληλος. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κοσμεῖται ἀπό πολλές μεγάλες προσωπικότητες, πού ἔχουν ποικίλα χαρίσματα.

Στόν ἰδιαίτερο αὐτόν χῶρο πού βρισκόμαστε αὐτήν τήν στιγμή καί γενικά στήν Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου πολλοί ἐργάσθηκαν καί ἐργάζονται, ἐξασκοῦσαν καί ἐξασκοῦν μιά δυναμική ποιμαντική. Νά θυμηθῶ τούς κόπους πού καταβάλλει ἐδῶ καί τριάντα χρόνια στόν Νομό Αἰτωλοακαρνανίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Θεόκλητος. Τόν εὐχαριστῶ καί γιά τό ὅτι ἀνέλαβε καί τήν εὐθύνη τῆς Τοποτηρητείας. Στήν Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου προσέφεραν πολλά ὅλοι οἱ προκάτοχοί μου, μέ τά ἰδιαίτερα χαρίσματά του ὁ καθένας, ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας κ. Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος, ἀπό τίς πληροφορίες πού ἔχω, ἀνασυγκρότησε τήν Ἱερά Μητρόπολη, καί, βεβαίως, θά ἔχω τήν δυνατότητα νά δῶ ἀπό κοντά τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπετέλεσε. Πολλά ἐκοπίασαν οἱ ἀοίδιμοι προκάτοχοί μου, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης κυρός Χριστοφόρος καί ἀείμνηστος κυρός Δαμασκηνός, γιά τούς ὁποίους πολλά ἔχω ἀκούσει, καθώς ἐπίσης καί ὁ ἀμέσως προκάτοχός μου καί προσωπικός μου φίλος καί ἀδελφός Νικόδημος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε πρόωρα ἀπό τήν ζωή αὐτήν, ἀφήνοντας μνήμη ἀγαθοῦ ἀνδρός, πού διακρινόταν γιά τήν ἁπλότητα, τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τούς Μητροπολίτας καί πολλοί ἄλλοι Κληρικοί ἐκοπίασαν καί κοπιάζουν γιά νά λειτουργοῦν οἱ Ναοί, νά ὑπάρχουν ζωντανοί Χριστιανοί πού δοξάζουν τόν Θεό. Τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν πόλη καί τήν περιφέρεια τῆς Ναυπάκτου ἀνεδείχθησαν πολλοί μοναχοί καί ἱερεῖς, πού ὑμνοῦν καί δοξάζουν τόν Θεό, εἶναι ἀποτέλεσμα κόπου καί θυσίας πολλῶν ἐργατῶν καί διακόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἰσχύει καί ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ἄλλοι (πρό ὑμῶν) κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε» (Ἰω. δ΄, 38).

*

Πρέπει δημοσίως νά ὁμολογήσω ὅτι χαίρομαι πολύ γιά τό ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τοποθέτησε Μητροπολίτη σέ αὐτήν τήν ἱστορική καί παλαίφατο ἱερά Μητρόπολη. Ἡ πόλη τῆς Ναυπάκτου, ἀλλά καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου ἔχει πολύ μεγάλη ἱστορία. Πολλά μέ συνδέουν μέ αὐτόν τόν χῶρο.

Πρῶτα-πρῶτα ὡς Ἠπειρώτης ἔχω στενούς δεσμούς μέ τήν Ναύπακτο. Εἶναι γνωστόν ὅτι πολλοί συνέδεσαν τήν ἵδρυση τῆς πόλεως μέ τήν κάθοδο τῶν Δωριέων, καθώς ἐπίσης ἀπό τό τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος ἡ Ναύπακτος ἦταν ἕδρα τῆς πολιτικῆς διοικήσεως τοῦ θέματος τῆς παλαιᾶς Ἠπείρου, ἀργότερα δέ ἕδρα τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Ἀκόμη δέ μέχρι τόν 13ο αἰώνα ἡ ἐπισκοπή Ἰωαννίνων ὑπήγετο στήν Ἀρχιεπισκοπή Ναυπάκτου. Ἔπειτα, μεγάλωσα καί τελείωσα τίς γυμνασιακές μου σπουδές στήν Ρούμελη καί συγκεκριμένα στό Ἀγρίνιο. Ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντά μου, Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο, ἄκουγα πάρα πολλά γιά τόν χῶρο αὐτό καί γιά τήν εὐσέβεια τῶν Ρουμελιωτῶν, γιά τά Μοναστήρια καί τήν εὐλάβεια τῶν κατοίκων, γιά τήν θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, γιά τήν εὐλογία τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιώτισσας, τό καύχημα τῶν Ρουμελιωτῶν, γιά τό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας, γιά τόν μεγάλο ἱεραπόστολο καί ἰσαπόστολο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό.

Πολλοί μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ Ἱερά Μητρόπολη εἶναι μικρή γιά μένα. Αὐτό δέν μέ ἐνδιαφέρει, γιατί δέν συνήθισα νά μετρῶ τά πνευματικά πράγματα μέ τό στρέμμα, ἀλλά «μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα καί μέ τό αἷμα», ὅπως λέγει ὁ ποιητής. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε ἕναν ἄλλο τρόπο νά ὑπολογίζουμε τά γεγονότα καί τά πράγματα. Θέλω νά μέ πιστεύσετε ὅτι ἔρχομαι στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου μέ πολλή χαρά, ὄρεξη γιά δουλειά, μέ ἀγάπη. Δέν ἔχω κανέναν ἐνδοιασμό, οὔτε μικρότητες καί προκαταλήψεις. Δέν ἔχω πρόθεση νά ἀπομονώσω κανέναν ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε νά ἀποκλείσω κάποιο χάρισμα. Αἰσθάνομαι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ὅπως τό ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει πολλά μέλη, μέ τήν ἰδιαίτερη λειτουργικότητά τους, ἔτσι καί τό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολλά χαρίσματα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι κεφαλή τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, εἰς τύπον καί τόπον τῆς πραγματικῆς Κεφαλῆς πού εἶναι ὁ Χριστός, οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι οἱ Κληρικοί, τά χέρια του ὅσοι ἔχουν διάθεση νά ἐργασθοῦν φιλάνθρωπα γιά νά ἁπαλύνουν τόν ἀνθρώπινο πόνο, πόδια ὅσοι ἐργάζονται ἱεραποστολικά, καί ἡ κόμη τῆς κεφαλῆς, πού εἶναι ἡ ὡραιότητά της, εἶναι οἱ μοναχοί. Ἔτσι, μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν διασπάσεις καί διαιρέσεις, ἀλλά ἑνότητα ἐν Χριστῷ.

Ἑπομένως, δέν ἔχω κανέναν ἐνδοιασμό, καμμία προκατάληψη. Θά ζητοῦσα καί τήν δική σας ἀγάπη, τήν χωρίς ἰδιοτέλεια καί ὑστεροβουλία. Ὅπως ἐγώ ἀποδέχομαι τήν κλήση τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἐσεῖς νά ἀποδεχθῆτε ἐμένα, ὥστε νά δοξάζεται ὁ Τριαδικός Θεός.

*

Πιθανόν μερικοί ἀπό σᾶς νά θέλετε αὐτήν τήν ὥρα νά προβῶ σέ ἐξαγγελία προγραμματικῶν δηλώσεων, γιά νά γνωρίσετε τίς διαθέσεις μου καί τό πρόσωπό μου. Αὐτό ὅμως δέν θά τό κάνω, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἡ ποιμαντική ἐπιστήμη, γιά τήν ὁποία ἀναφέρθηκα προηγουμένως, εἶναι ἕνα διαρκές χρέος πού δέν ἐκπληρώνεται, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι κοσμικός ἄρχοντας πού πρέπει νά προβαίνη σέ προγραμματικές δηλώσεις γιά νά λάβη ψῆφο ἐμπιστοσύνης. Ὅλο τό ἔργο τοῦ Ἀρχιερέως εἶναι δεδομένο, διότι ἀπορρέει ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό τόν Χριστό πρέπει νά μιμῆται στήν ζωή του. Ὁπότε, ἡ μόνη ἐξαγγελία εἶναι ὅτι, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, θά θυσιάζομαι γιά τό ποίμνιο.

Ἄν καί δέν ἔχω σκοπό νά ἀναφερθῶ στό τί θά κάνω κατά τήν διακονία μου ὡς Ἀρχιερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θά ὑπογραμμίσω ὅμως πῶς σκέπτομαι, ποιά εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα στήν ὁποία κινοῦμαι, πού δέν εἶναι διαφορετική ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θά γνωρίσετε καλύτερα τό πρόσωπό μου. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ὑπογραμμίσω ἐντελῶς τηλεγραφικά δέκα βασικές σκέψεις μου. Εὐτυχῶς αὐτές τίς σκέψεις τίς ἔχω διατυπώσει δημόσια καί δέν μπορῶ νά ἀποστασιοποιηθῶ ἀπό αὐτές, οὔτε φυσικά νά ἐξασκήσω μιά ὀρθολογιστική καί εὐσεβιστική ποιμαντική.

Πρῶτον. Βασική μου ἐπιδίωξη εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῶν δογμάτων, ὅπως ὑπογράμμισα κατά τόν χειροτονητήριο λόγο μου. Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἔκφραση τῆς θείας Ἀποκαλύψεως πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς θεουμένους, δηλαδή τούς Προφήτας, Ἀποστόλους, Πατέρας καί γενικά σέ ὅλους τούς ἁγίους. Ἀλλοίωση τῶν δογμάτων συνιστᾶ ἀλλοίωση τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κάθε Ἐπίσκοπος δέν εἶναι μόνον Ἐπίσκοπος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό ἔχει εὐθύνη γιά ὅλα τά θέματα πού τήν ἀπασχολοῦν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ: «πάσης μέν οὖν τῆς Ἐκκλησίας φροντιστέον, ὡς Χριστοῦ σώματος». Ὁ δογματικός μινιμαλισμός, ἡ ἀπώλεια τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἰδιαιτερότητος συνιστοῦν τραγικά θεολογικά σφάλματα.

Δεύτερον. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ὑποβιβάση σέ ἕνα νομικό ἵδρυμα, μέ νομική συγκρότηση, κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ἰδιοποιηθῆ. Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τό λεγόμενο μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται αὐτό γιατί στήν Δύση μέ τήν σχολαστική θεολογία, ὕστερα ἀπό διάφορες διεργασίες, κατέληξαν στό νά τονίζουν τήν διάκριση μεταξύ τοῦ «ἀληθινοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ», πού εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος, καί τοῦ «μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ», πού εἶναι ὁ διοικητικός ὀργανισμός, κεφαλή τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Πάπας. Στήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ σχολαστική διάκριση, ἀφοῦ μιλώντας γιά Ἐκκλησία ἐννοοῦμε τρία πράγματα, ἤτοι τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, τόν εὐχαριστιακό ἄρτο καί τούς ἁγίους, πού, κατά διαφόρους βαθμούς, μετέχουν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά Θρησκεία, ἀλλά ἕνα πνευματικό Νοσοκομεῖο, πού θεραπεύει τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ σύγχρονος ἀπογοητευμένος ἄνθρωπος, ἐνῶ προσβλέπει στήν Ἐκκλησία ὡσάν σέ νοσοκομεῖο, συναντᾶ ἕνα πολυτελέστατο ξενοδοχεῖο, ἀπογοητεύεται. Καί, ὅταν πλησιάζη τούς ἱερεῖς ὡς ἰατρούς καί συναντᾶ στοχαστάς καί κοινωνιολόγους, ἀγωνιᾶ περισσότερο.

Τρίτον. Οἱ Πρεσβύτεροι δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ ἐντολοδόχοι τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά οἱ πολύτιμοι συνεργάτες του. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὀνομάζει τούς Ἱερεῖς «ἀξιονόμαστον πρεσβυτέριον, τοῦ Θεοῦ ἄξιον» καί λέγει ὅτι συνδέονται μέ τόν Ἐπίσκοπο «ὡς χορδαί κιθάρᾳ». Μόνον μέ τήν ὁμόνοια καί τήν σύμφωνη ἀγάπη μεταξύ Ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρων «Ἰησοῦς Χριστός ᾄδεται». Ἡ κιθάρα δέν ἀποτελεῖται ἀπό μία χορδή, γιατί τότε δέν θά ὑπῆρχε ἁρμονία. Ἔτσι, καί τό καινό ἄσμα τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ συγχορδία Ἐπισκόπου καί Πρεσβυτέρων. Ἄλλωστε, τό συνοδικό σύστημα δέν λειτουργεῖ μόνον στό ἐπίπεδο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί στήν σχέση μεταξύ Ἐπισκόπων καί Πρεσβυτέρων, σέ κάθε Μητρόπολη, καί στήν συνύπαρξη Πρεσβυτέρων καί λαϊκῶν σέ κάθε Ἐνορία. Σέ ὅλα τά ἐπίπεδα πρέπει νά λειτουργῆ ὀρθόδοξα ὁ συνοδικός θεσμός, ἀνάλογα μέ τά χαρίσματα κάθε μέλους. Ὁ Ἐπίσκοπος, κατά τίς ἀποστολικές διαταγές, εἶναι ἕνας κυβερνήτης πλοίου. Καί ὅπως δέν νοεῖται κυβερνήτης χωρίς πλήρωμα, ἔτσι δέν νοεῖται Ἐπίσκοπος χωρίς τούς στενούς συνεργάτας του, πού εἶναι οἱ Πρεσβύτεροι. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν: «Ὅταν δέ συναθροίζῃς τήν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν, ὡς ἄν κυβερνήτης νηός μεγάλης μετ’ ἐπιστήμης πάσης κέλευε ποιεῖσθαι τάς συνόδους...».

Τέταρτον. Οἱ λαϊκοί μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι τά μέλη ἐκεῖνα πού δέν ἔχουν κανένα χάρισμα, ἀλλά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ πού ἔχουν τά δικά τους χαρίσματα. Βέβαια, δέν εἶναι ποιμένες τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἔχουν τό χάρισμα νά ποιμαίνωνται. Πέρα ἀπό ὅλα τά ἄλλα, οἱ λαϊκοί, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μάρτυρες καί ὁμολογητές τῆς ἀληθείας, ἀποτελοῦν τήν «ἀγρυπνοῦσα συνείδηση» τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Κληρικοί ἐκφράζουν τήν ὀρθόδοξη συνείδηση πού ἔχει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτόχρονα καλλιεργοῦν καί ἐνεργοποιοῦν αὐτήν τήν «ἀγρυπνοῦσα συνείδηση τοῦ λαοῦ». Ἔτσι, λοιπόν, γίνεται φανερό ὅτι ὁ λαός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐκεῖνος πού στερεῖται χαρίσματος, ἀλλά «ἡ θεωρητική τάξις» μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Χωρίς αὐτόν τόν ὀρθόδοξο λαό δέν μπορεῖ νά σταθῆ καμμιά Ἐκκλησία.

Πέμπτον. Οἱ μοναχοί δέν εἶναι κάποιοι ἰδιότροποι ἄνθρωποι πού ἀπό ἰδιορρυθμία βγῆκαν ἀπό τίς πόλεις καί κατοικοῦν μέσα σέ μερικά Μοναστήρια, ἀλλά «οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες», κατά τόν Εὐάγριο τόν Ποντικό, «οἱ μάρτυρες τῇ προαιρέσει», κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, οἱ συνεχιστές τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο, ἡ κόμη πού κοσμεῖ τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδή νεκρώθηκαν κατά κόσμο καί δοξάζουν τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ μοναχικοῦ καί ἐγγάμου βίου, γιατί τότε οὔτε ἀληθινός μοναχισμός λειτουργεῖ, οὔτε ἀληθινός ἔγγαμος βίος. Ἐπίσης, δέν πρέπει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ τῶν Μοναστηριῶν καί τῶν Ἐνοριῶν. Οἱ Ἐνορίες τροφοδοτοῦν τά Μοναστήρια καί τά Μοναστήρια βοηθοῦν ποικιλοτρόπως τίς Ἐνορίες. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ μοναχική ζωή ἐκφράζεται ἀπό τό ἡσυχαστικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ταραγμένοι ἀπό λογισμούς καί ὑπαρξιακά προβλήματα, ἀναζητοῦν τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς, ὅπως διασώζεται στά Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Γι’ αὐτό ὁ Ὀρθόδοξος πατερικός Μοναχισμός, μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τήν φιλανθρωπική δράση, εἶναι ἀπαραίτητος σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά.

Ἕκτον. Ἡ θεολογία, πού εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ θεολογικός λόγος, ἔχει σοβαρότητα καί πρέπει μέσα στό κλίμα τῆς σοβαρότητος νά προσφέρεται στόν λαό. Ὁ ἐκκλησιαστικός λαϊκισμός, πού συνδέεται μέ τίς δημόσιες σχέσεις καί ἀποβλέπει στίς ἐντυπώσεις γιά προβολή, δέν προσφέρει τίποτε τό καλό στήν σύγχρονη ἐποχή. Στήν περίπτωση αὐτή, ἀντί ὁ θεολογικός λόγος νά εἶναι ὀντολογικός γίνεται περιγραφικός. Ὁ ἐκκλησιαστικός λαϊκισμός συνδέεται ἀκόμη μέ τήν ἀποσπασματική χρήση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ἀλλά αὐτή ἡ ἀποσπασματική χρησιμοποίηση τῆς πίστεως, γιά ἰδιαίτερους συμφεροντολογικούς σκοπούς, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. Ἐπειδή στήν σημερινή ἐποχή ὑπάρχει μεγάλη συνθηματολογία, ἀκόμη καί σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα, γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ προσφορά σοβαροῦ θεολογικοῦ λόγου, πού ἀποδεσμεύεται ἀπό φανατισμούς καί ἀπολυτοποιήσεις μερικῶν πλευρῶν.

Ἕβδομον. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἔχει τόσο ἀνάγκη τῆς ἀπολογητικῆς, ἀλλά τῆς ποιμαντικῆς. Εἶναι γνωστό ὅτι ἄλλο εἶναι τό ἔργο τῆς ἀπολογητικῆς καί ἄλλο τό ἔργο τῆς ποιμαντικῆς. Ἡ ἀπολογητική, τόσο ὡς περιεχόμενο, ὅσο καί ὡς τρόπος ἔκφρασης, εἶναι δημιούργημα τῆς Δύσεως, ἀφοῦ συνδέεται μέ τήν μεταφυσική καί μέ τόν ὀρθό λόγο, διά τοῦ ὁποίου ἐπιδιώκεται νά πεισθοῦν οἱ ἀντίθετοι. Χωρίς νά ἀποκλείω σέ μερικά σημεῖα τήν λελογισμένη χρήση τῆς ἀπολογητικῆς, πιστεύω ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀκόμη καί αὐτός ὁ ἄθεος, χρειάζεται σωστή καί ὀρθόδοξη ποιμαντική. Φυσικά, ἡ ποιμαντική εἶναι προσφορά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου αὐθεντικά καί γνήσια, εἶναι ἡ θεραπεία τόσο τῶν ψυχικῶν ὅσο καί τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τίς σωματικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά περισσότερο πρέπει νά δώση προτεραιότητα καί σημασία στήν λύση τῶν ἐσωτερικῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν προσφορά τοῦ θεολογικοῦ λόγου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκφράζει αὐθεντικά αὐτήν τήν ἀλήθεια. Λέγει: «Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος, βίῳ δέ τίς;»

Ὄγδοον. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καί λέγεται ἀποστολική γιατί στηρίζεται στό θεμέλιο καί τήν Ἀποκάλυψη πού δόθηκε στούς Ἀποστόλους. Ταυτόχρονα εἶναι καί πατερική, ἀφοῦ οἱ Πατέρες εἶναι οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὄχι μόνον στήν σειρά τῶν χειροτονιῶν, ἀλλά καί στήν χάρη, τήν θεωρία καί τήν θεολογική γνώση. Γι’ αὐτό, οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀσκοῦν πατερικό ἔργο, νά μιμοῦνται τόν τρόπο πού ἐργάζονταν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι γνωστό καί ἔχει ὑπογραμμισθῆ ἀπό ὀρθόδοξους θεολόγους, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μελέτησαν τά ὀντολογικά, κοσμολογικά καί ὑπαρξιακά προβλήματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων καί ἀπάντησαν σέ αὐτά μέ βάση τήν θεία Ἀποκάλυψη. Ἔτσι, τό ἔργο τους ἦταν δημιουργικό. Αὐτό χρειάζεται καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά βλέπη τά προβλήματα καί τά ἐρωτήματα τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καί νά δίδη ἀπαντήσεις σέ αὐτά. Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά παρασύρεται στήν παρακολούθηση τῶν διαφόρων γεγονότων οὔτε νά μιμῆται τίς διάφορες κοσμικές ἐνέργειες, γιατί αὐτό συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση, ἀλλά πρέπει νά βλέπη τά φαινόμενα στό βάθος, νά τά κρίνη θεολογικά καί νά τά ἐκκλησιοποιῆ.

Ἔνατον. Τό ἐκκλησιαστικό ἔργο εἶναι ἀπό τήν φύση καί τήν ἀποστολή του ἑνοποιητικό. Ἡ Ἐκκλησία ἑνώνει καί δέν διαιρεῖ. Παρατηροῦμε ὅτι πάντοτε, ἀλλά καί στήν σύγχρονη ἐποχή ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀτομιστής ρέπει πρός τίς διαιρέσεις, τίς θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές ὁμαδοποιήσεις. Πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλα τά προβλήματα τοῦ λαοῦ, ἀσχολεῖται μέ ὅσα τόν ἐνδιαφέρουν, ἀλλά ποτέ δέν κομματίζεται. Εἶναι ἡ μάνα ὅλων. Ἡ Ἐκκλησία εἰσέρχεται ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία στήν διηρημένη κοινωνία, ὄχι γιά νά συντηρῆ τήν διαίρεση, ἀλλά γιά νά τήν ὁδηγῆ στήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα.

Δέκατον. Ἄφησα τελευταῖο, ὡς σοβαρό, τό θέμα τῆς νεότητος. Οἱ νέοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, ἀλλά ἡ δυναμικότητα τοῦ παρόντος. Χωρίς τήν παρουσία τῶν νέων ἐπικρατεῖ μιά στασιμότητα, μιά συμβιβαστική ζωή. Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη ἀγάπη πρός τούς νέους, ὄχι μόνον γιατί γιά πολλά χρόνια ἀσχολήθηκα μέ αὐτούς, ἀλλά κυρίως γιατί στίς ἀναζητήσεις τῶν νέων βρίσκω τήν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, πού δέν συνδέεται μέ τούς συμβιβασμούς, τήν συμφεροντολογική ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων, τήν στασιμότητα. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι νέα, ἐπαναστατική, ὑπαρξιακή, ἀσυμβίβαστη, διαποτίζεται ἀπό τήν ἀνεστιότητα καί τόν ἔρωτα. Ἀκριβῶς ὅλα αὐτά τά γνωρίσματα συνδέονται καί μέ τήν νεανική ἡλικία. Γι’ αὐτό, μόνον οἱ νέοι στήν ψυχή καί τήν καρδιά μποροῦν νά καταλάβουν τό νέο πού προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία στήν αὐθεντική της ἔκφραση. Γι’ αὐτό καί μοῦ ἀρέσει πολύ νά συζητῶ μέ νέους ἀνθρώπους, πού ζητοῦν νόημα ζωῆς.

Αὐτή μέσα σέ γενικές γραμμές εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα στήν ὁποία κινοῦμαι καί ἐργάζομαι, ὅπως τήν ἔχω διατυπώσει ἀναλυτικότερα σέ ὅλα τά γραπτά μου κείμενα, πού δημοσίως κατέθεσα στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἔκανα μιά ἔκθεση τοῦ ἑαυτοῦ μου, σᾶς τόν παρουσίασα γυμνό ἐνώπιόν σας. Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά κρύψω, ὥστε νά πολιτευθῶ κατά διαφορετικό τρόπο. Θέλω ὅμως καί τήν δική σας εἰλικρινῆ συμπαράσταση. Θά πῶ κάτι κοινότυπο. Σᾶς δίνω τήν καρδιά μου καί ζητῶ τήν δική σας. Σκοπός μου εἶναι νά ἐνθρονισθῶ ὄχι σέ ὑψηλούς καί μετέωρους θρόνους, ἀλλά μέσα στήν καρδιά σας. Δέν ἐπιζητῶ δόξες καί μεγαλεῖα, οὔτε ἐνδύματα πολυτελῆ, ἀλλά τήν δική σας δόξα, θέλω νά περιβληθῶ τά ἐνδύματα τῆς ἀγάπης σας, τῆς φιλοθεΐας καί φιλανθρωπίας σας.

*

Τελειώνοντας δέ αὐτόν τόν σύντομο ἐνθρονιστήριο λόγο αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβω τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Πόθεν οὖν ἄρξομαι καταρτίζειν ὑμᾶς ἀδελφοί;... Τί πρῶτον εἴπω ἤ τί μέγιστον; Τί μάλιστα συμφέρον ταῖς ὑμετέραις ψυχαῖς, ἤ τί τῷ παρόντι καιρῷ χρησιμότατον;... τί τοῦ ἡμετέρου λόγου τό κάλλιστον; Ἡ εἰρήνη. Προσθήσω δ’ ὅτι καί τό λυσιτελέστερον. Τί δέ τό αἴσχιστόν τε καί βλαβερώτατον; Ἡ διχόνοια».

Ζητῶ βοήθεια ἀπό τόν Τριαδικό Θεό γιά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς εἰρήνης. Ζητῶ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ὁσίου Δαυΐδ τοῦ Γέροντος.

«Ὁ δέ Θεός τῆς εἰρήνης, ὁ καταλλάξας ἡμᾶς ἑαυτῷ διά τοῦ σταυροῦ, διά τῆς ἁμαρτίας πολεμωθέντας... ὁ καί τά μεγάλα ποίμνια καταρτίζων, καί τά μικρά μεγαλύνων διά τῆς χάριτος, αὐτός, κατά τό πλῆθος τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος, ἡμᾶς μέν παρακαλέσαι παρακλήσει πολλῇ, καί εἰς τά ἔμπροσθεν ἄγοι συμποιμαίνων καί διασώζων τό ποίμνιον· ὑμᾶς δέ καταρτίσειεν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν... καί τῆς ἐκεῖθεν τρυφῆς καταξιώσειεν, ἔνθα πάντων εὐφραινομένων ἡ κατοικία...» (Γρηγόριος Θεολόγος).

«Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καί ἀγάπη μετά πίστεως ἀπό Θεοῦ πατρός καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρις μετά πάντων τῶν ἀγαπώντων τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν ἀφθαρσίᾳ· ἀμήν» (Ἐφεσ. στ΄, 23-24).

Δεῖτε Φωτογραφίες ΕΔΩ

  • Προβολές: 3532