Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ψευδοπροφῆτες και χαυνότητα τῆς πίστης
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Στό 24ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου ὁ Χριστός μιλώντας στούς μαθητές Του γιά τά «μέλλοντα συμβαίνειν», γιά τίς θλίψεις, τούς διωγμούς, τίς πλανεμένες διδασκαλίες, πού θά νοθεύουν τήν πίστη, μεταξύ ἄλλων λέει: «καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους. Καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν (Ματθ. 24, 10-12). Αὐτή εἶναι μιά περιγραφή τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς ἐποχῆς μας. Δέν μᾶς λείπουν οἱ ψευδοπροφῆτες πού πλανοῦν πολλούς, δέν ἔλειψε ἡ ἀνομία, πού παγώνει τήν ἀγάπη τῶν πολλῶν.
Ἡ ἀνομία δέν εἶναι ἄσχετη μέ τό κήρυγμα τῶν ψευδοπροφητῶν. Ἡ ψύχρανση τῆς ἀγάπης καί τό παρεπόμενο μίσος εἶναι ἡ φυσική συνέχεια τῆς πλάνης, δηλαδή τῆς ἐκτροπῆς ἀπό τήν ὀρθή ἀποστολική καί πατερική πίστη. Αὐτή ἡ ἐκτροπή προέρχεται ἀπό τήν προσέλκυση τοῦ ἐνδιαφέροντος κάποιων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό διδασκαλίες πού δέν γέννησε ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά εἶναι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας, τοῦ φυσικοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπινου μυαλοῦ ἤ συχνότερα τοῦ ἑωσφορισμοῦ καί τῆς ἐμπάθειας ἀνθρώπων πού ἐπιδιώκουν «λαλοῦντες διεστραμμένα [...] ἀποσπᾶν τοὺς μαθητάς [Χριστιανούς] ὀπίσω αὐτῶν».
Ἡ ἀνομία γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πρωτίστως ἡ παράβαση κάποιων κανόνων ἠθικῆς δεοντολογίας. Εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς πίστης. Ἄνομος εἶναι αὐτός πού ἔχει καταστήσει τόν ἑαυτό του ἀνίκανο νά προσλαμβάνῃ τόν λόγο αὐτῶν πού γνώρισαν τόν Θεό καί ἀποκαλύπτουν τό νόημα τῆς δημιουργίας καί τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου.
Ἐπειδή στίς μέρες μας ἔχει πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, ἔχει παγώσει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καί οἱ ψευδοπροφῆτες «πλανῶντες καί πλανώμενοι», εἴτε ἐπί τῷ αὐτῷ συναγόμενοι, εἴτε κηρύτοντες διαδικτυωμένοι, βρίσκουν πρόσφορο ἔδαφος σέ συνειδήσεις ἁπλῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀνατρέχουμε σέ λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων μας πού μᾶς καθαρίζουν τόν πνευματικό ὁρίζοντα καί ἐξυγιαίνουν τά πνευματικά αἰσθητήριά μας.
Σέ ἕνα τέτοιο φωτιστικό καί ἐξυγιαντικό κείμενο, ἀπό τό βιβλίο Πνευματικά Γυμνάσματα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια. Ἔχει τίτλο: «Περὶ τῶν ἐμποδίων τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτον περὶ τῆς χαυνότητος καὶ ἀδυναμίας τῆς πίστεως». Στό κείμενο αὐτό περιγράφεται καταρχήν τό τί εἶναι ἡ πίστη. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ἡ πίστις εἶναι μία δύναμις, ἡ ὁποία μέρος μὲν κατοικεῖ εἰς τὸν νοῦν, ὅπου φωτίζεται ἀπὸ οὐράνιον φῶς καὶ κρατεῖ διὰ ἀληθέστατα, ἐκεῖνα ὅπου μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός· μέρος δὲ κατοικεῖ εἰς τὴν θέλησιν, ὅπου παρακινεῖται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ συγκατατίθεται εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ὁ νοῦς φωτισθῇ καὶ νὰ θέλγεται εἰς αὐτά».
Ὁ ὁρισμός αὐτός ἔχει πολλά πράγματα πού πρέπει νά προσεχθοῦν καί νά ἀναλυθοῦν «μετ’ εὐλαβείας». Τό πρῶτο πού μᾶς λέει εἶναι ὅτι ἡ πίστη εἶναι δύναμη πού κατοικεῖ στό νοῦ καί στήν θέληση. Λέγοντας «κατοικεῖ» δηλώνει ὅτι δέν εἶναι φυσική ἐνέργεια τοῦ νοῦ, οὔτε κάποιο ἐνέργημα τῆς θέλησης. Κατοικεῖ στόν νοῦ πού «φωτίζεται ἀπὸ οὐράνιον φῶς καὶ κρατεῖ διὰ ἀληθέστατα, ἐκεῖνα ὅπου μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός». Δέν κατοικεῖ σέ νοῦ πού στοχάζεται, ἀλλά σέ νοῦ πού φωτίζεται, ὄχι ἀπό ἐπίγειο ἤ κτιστό, ἀλλά «ἀπό οὐράνιον φῶς». Φωτίζεται ἀπό φῶς πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά νά βλέπουμε καθαρότερα τό φῶς Του, κατά τό «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» καί γιά νά τό διακρίνουμε ἀπό τά ψεύτικα φῶτα καί τίς πλανεμένες διδασκαλίες, κρατώντας «διὰ ἀληθέστατα, ἐκεῖνα ὅπου μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός» μέ τούς Ἀποστόλους, τούς Προφῆτες καί τούς ἁγίους Πατέρες.
Τό «μέρος» τῆς πίστης πού κατοικεῖ στήν θέληση, τήν παρακινεῖ «νὰ συγκατατίθεται εἰς ἐκεῖνα», πού ὁ νοῦς φωτιζόμενος ἀπό τόν Θεό δέχεται «διά ἀληθέστατα» καί ὄχι ἁπλῶς νά συγκατατίθεται, ἀλλά «καὶ νὰ θέλγεται εἰς αὐτά». Μάλιστα παρατηρεῖ ὅτι πολλές φορές ἡ θέληση «προστάζῃ τὸν νοῦν μὲ τὴν θείαν πίστιν», τόν ξυπνᾶ ἤ τόν ἀνασταίνει, ὅταν μάλιστα αὐτὸς «σκοτισθῇ ἀπὸ κανένα πάθος» καί ἔτσι ἀδρανοποιεῖται καί μένει ἀκίνητος σάν πεθαμένος.
Ἡ πίστη, λοιπόν, ἀποκαλύπτεται, μᾶς δίνεται. Ὁ νοῦς φωτιζόμενος τήν δέχεται καί ἡ θέληση συγκατατίθεται καί θέλγεται ἀπό αὐτήν. Δηλαδή, προκειμένου νά ζοῦμε κατά φύση, ὅπως μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός, πρέπει ὁ νοῦς μας νά εἶναι ἱκανός νά δέχεται τήν πίστη πού ἀποκαλύπτει ὁ Θεός μέ τόν λόγο τῶν ἁγίων Του, ἀλλά καί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θέλησή μας νά δίνεται θελγόμενη σ’ αὐτήν τήν πίστη. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν πατερική ἄποψη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μπορεῖ κανείς νά δῇ ὅλη τήν ἀρρώστια πού ταλαιπωρεῖ καί σκοτώνει τά λογικά κτίσματα τοῦ Θεοῦ διαχρονικά.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μετά τούς ὁρισμούς πού δίνει, περνᾶ στόν ἐντοπισμό τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν τοῦ κόσμου καί στίς αἰτίες τους. Γράφει ὅτι ἡ ἀδυναμία τῆς πίστεως γεννιέται ἀπό δύο «ἀταξίες», ἡ μία εἶναι, ὅτι ὁ νοῦς καταλαβαίνει λίγο τὰ μυστήρια πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, καθώς καὶ τὰ αἴτια πού μᾶς κάνουν νὰ τὰ πιστεύουμε· ἡ ἄλλη (συνέπεια τῆς πρώτης) εἶναι, ὅτι ἡ θέληση, πρὶν γνωρίση τά μυστήρια τῆς πίστεως, τὰ ἀγαπᾷ λίγο, ἐπειδὴ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ γνώση. Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν ἀναφέρεται στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ πού δίνεται στούς ἁγίους μέ τήν θεοπτία, ἀλλά στήν γνώση τῶν μυστηρίων πού παρέχεται μέ τήν διδασκαλία τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων.
Δέν ἀκοῦμε, δέν διαβάζουμε, δέν πλουτίζουμε τόν νοῦ μας μέ τίς διδασκαλίες πού ἐνέπνευσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁπότε λίγα καί συγκεχυμένα γνωρίζουμε, γι’ αὐτό λίγο ἀγαπᾶμε αὐτήν τήν διδασκαλία, ἀλλά καί τόν Χριστό πού εἶναι τό κέντρο της. Αὐτήν τήν κατάσταση διεκτραγωδεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγοντας ὅτι κάποιοι εἶναι πιστοί, περισσότερο διότι γεννήθηκαν στὴν πίστη ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς, παρὰ διότι τὴν διάλεξαν μὲ τὴν θέλησή τους. Διαλέγουμε νά εἴμαστε πιστοί. Δέν μᾶς ἐπιβάλλεται, οὔτε εἴμαστε πιστοί γιατί ἔτσι βρεθήκαμε. Πολλοί, λοιπόν, εἶναι κατά τόν ἅγιο Νικόδημο πιστοί, ἔπειδή ἔλαβαν τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ στὰ ὑπόλοιπα, τόσο λίγο καταλαβαίνουν τὸ μεγαλεῖο τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, τόσο λίγο ξέρουν τὴν ὑπεροχὴ τῆς ἁγίας πίστης μας σέ σχέση μέ ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες καί τόσο λίγο κυβερνοῦν τήν ζωή τους μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, πού μόλις καὶ μετὰ βίας μπορεῖ κανείς νὰ τοὺς διακρίνῃ ἀπό τοὺς ἀπίστους. Διότι, μολονότι καὶ αὐτοὶ πιστεύουν τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τηροῦν κάποιες ἐξωτερικές παραδόσεις (στήν ἐποχή μας ἀπό κάποιους οὔτε αὐτό γίνεται), τὰ τηροῦν ὅμως καί τά πιστεύουν μὲ μιά πίστη τόσο συγκεχυμένη, ἀδιάκριτη, χλιαρή καὶ ἀδύνατη, πού δέν μπορεῖ αἰσθητά νά τούς διαφοροποιήσῃ ἀπό τούς ἀπίστους.
Εἰδικά στίς μέρες μας, στήν πίστη καί στό ἦθος, πολλούς ἀπό τούς Ὀρθοδόξους δέν μπορεῖ κανείς νά τούς διακρίνῃ ἀπό τούς αἱρετικούς ἤ τούς ἄθεους.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος λίγο παραπέρα ἐκφράζει τόν στεναγμό του καί τήν ἔκπληξή του γιά τό πῶς δέν συγκινούμαστε πού ἕνας «Θεὸς γεννᾶται μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον ἐπάνω εἰς ἕνα παχνὶ ἀλόγων ζώων, διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν καταφρόνησιν τῶν προσωρινῶν ἀγαθῶν. Ἕνας Θεὸς ζῇ τριαντατρεῖς χρόνους εἰς ἕνα ἐργαστήριον τέκτονος, δουλεύων τὴν ξυλικὴν τέχνην, διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν ταπείνωσιν. Ἕνας Θεὸς περιπατεῖ ἀνυπόδυτος εἰς τάς στράτας τῆς Παλαιστίνης, διὰ νὰ μᾶς δείξῃ τὴν στράταν τοῦ Οὐρανοῦ. Ἕνας Θεὸς ἀποθαίνει ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ ἀφανίσῃ τὴν ἁμαρτίαν· καὶ ὅλα ταῦτα τὰ τόσον μεγάλα καὶ θαυμαστά, δὲν κάνουν κανένα κτύπον, οὔτε κανένα κὲντημα εἰς τὴν συνείδησιν τῶν χριστιανῶν».
Καὶ συνεχίζει: «ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου θαυμάζουν ἕνα Σενέκαν, διότι ἀπέθανε διατάττων τὸ δόγμα τῆς φιλοσοφίας του· ἐκεῖνοι ὅπου θαυμάζουν ἕνα Τραϊανόν, διότι ἔδωκε τὸ βασιλικόν του φόρεμα διὰ νὰ τυλίξουν τὰς πληγάς των οἱ στρατιῶται· αὐτοὶ μένουν μετὰ ἀναίσθητοι, ἀκούοντες τὰς παραγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ παρέδωκε τὰς ἀθώας σάρκας Του εἰς κάθε λογῆς βάσανον, διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὰς πληγὰς τῶν ἰδικῶν τους ψυχῶν».
Καί κλείνουμε μέ τήν πικρή διαπίστωσή του: «ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὁμολογοῦν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν διὰ διδάσκαλον τῆς πίστεως καὶ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν δογμάτων ὅπου μᾶς ἀπεκάλυψε, δὲν Τοῦ ὑπακούουν μετὰ ταῦτα εἰς τὰς πράξεις τῆς ζωῆς των», δέν Τόν μιμοῦνται στήν ταπείνωση, τήν πραότητα, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀγάπη.
Καίριος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου γιά τόν καιρό μας.
- Προβολές: 2906