Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Νεομάρτυς Παῦλος, 3 Ἀπριλίου
Ὁ νεομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπό τήν Ρωσία καί ἔζησε τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. Σκλαβώθηκε ἀπό τούς Τατάρους οἱ ὁποῖοι τόν μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη. Τόν ἀγόρασε ἕνας Χριστιανός, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια τόν ἐλευθέρωσε. Νυμφεύθηκε συμπατριώτισσά του, ἡ ὁποία καί ἐκείνη σκλαβώθηκε, καί μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐλευθερώθηκε. Λίγο μετά τόν γάμο τους ὁ Παῦλος, γιά ἄγνωστη αἰτία, ἔπαθε ἐπιληψία. Τότε ἡ σύζυγός του, πού τόν ἀγαποῦσε ἀληθινά, δέν ἔφυγε στιγμή ἀπό κοντά του. Τοῦ συμπαραστάθηκε καί τόν βοήθησε μέ κάθε τρόπο νά θεραπευθῆ, χωρίς νά πληγώνεται ἀπό τίς πράξεις του καί τά λόγια του, πού ἔπραττε καί ἔλεγε κατά τήν διάρκεια τῶν κρίσεών του. Τόν μετέφερε, μέ τήν βοήθεια συγγενῶν της, στόν Ἱερό Ναό τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης τοῦ Μουγλουνίου, καί τήν παρακάλεσε νά τόν θεραπεύση. Ἡ Παναγία δέν ἄργησε νά ἀπαντήση στήν προσευχή της, πού γινόταν μέ ἀγάπη, ἔνταση καί πόνο, καί τόν θεράπευσε. Μετά τήν θεραπεία του ὁ Παῦλος εὐχαρίστησε, μαζί μέ τήν σύζυγό του, τήν Παναγία καί ἔφυγαν γιά νά γυρίσουν στό σπίτι τους. Μόλις, ὅμως, ἐξῆλθαν ἀπό τόν Ναό, μερικοί φανατισμένοι μουσουλμάνοι, πού δέν λησμόνησαν κάποιους λόγους πού εἶπε ὁ Παῦλος κατά τήν διάρκεια μιᾶς κρίσης του, τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στόν Τοῦρκο δικαστή, κατηγορώντας τον ὅτι ἦταν μουσουλμάνος καί ἀρνήθηκε τήν πίστη του.
Ἡ σύζυγός του, πού ἦταν πάντα δίπλα του, προσπαθοῦσε νά τόν ἐμψυχώση προτρέποντάς τον, στήν δική τους γλώσσα, νά μή δειλιάση μπροστά στά βασανιστήρια καί τόν θάνατο, ἀλλά νά παραμείνη σταθερός στήν πίστη τῶν Πατέρων του, γιατί ἔτσι θά ὁδηγηθῆ στόν χορό τῶν μαρτύρων καί θά χαίρεται αἰώνια. «Ἄν ἀρνηθῆς τόν Χριστό, τοῦ εἶπε, γιά νά ζήσης μερικά χρόνια στόν πρόσκαιρο αὐτόν βίο, θά εἶμαι ἡ πιό δυστυχισμένη γυναίκα στόν κόσμο. Ἀντίθετα, ἄν ὁμολογήσης τόν Χριστό καί χύσης τό αἷμα σου γι’ Αὐτόν, τότε θά εἶμαι μακαρία, γιατί θά εἶμαι σύζυγος μάρτυρος». Οἱ μουσουλμάνοι ὅταν πληροφορήθηκαν τί ἔλεγε, τήν ἔδειραν σκληρά, ἀλλά παρέμεινε ἀκλόνητη καί συνέχισε νά ἐμψυχώνη τόν σύζυγό της, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε τά βασανιστήρια μέ θαυμαστή ἀνδρεία. Καί ὅταν στό τέλος τόν ἀποκεφάλισαν, ἐκείνη χαιρόταν καί προσευχόταν στόν Χριστό νά τήν ἀξιώση νά τύχη καί αὐτή «τοιούτου μακαρίου τέλους».
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ νεομάρτυρος, καθώς καί τῆς συζύγου του, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Ἡ αὐθεντική ἀγάπη ἀπό τήν φύση της εἶναι θυσία, σταυρός, καί δέν ἔχει τέλος, ἀλλά εἶναι «συνομίληκη μέ τούς αἰῶνες». Εἶναι ἡ ἀγάπη ἐκείνη τήν ὁποία ἐξυμνεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του, καί λέγει ὅτι «οὐδέποτε ἐκπίπτει», ἐπειδή συνδέεται μέ τήν πηγή τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί». Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό, αὐτός ἀγαπᾶ ἀληθινά, θυσιάζεται καθημερινά, καί σταυρώνει τό θέλημά του, τηρώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί προσφέρει καί προσφέρεται χωρίς νά περιμένη ἀνταπόδοση. Ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς του «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Καί ὅταν ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἄλλους, τότε εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπᾶ τήν οἰκογένειά του, ἤτοι τόν σύζυγο ἤ τήν σύζυγο καί τά παιδιά τους;
Τό μεγαλεῖο, ὅμως, τῆς γνήσιας καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης φανερώνεται κυρίως στούς πειρασμούς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους εἶναι καί οἱ ἀσθένειες. Ἐπειδή, ὅταν ἀσθενῆ ὁ ἕνας ἀπό τούς συζύγους, καί μάλιστα μέ σοβαρή ἀσθένεια, τότε ἀποκαλύπτεται ὁ ἕτερος, καί γίνεται φανερό ἄν ἡ ἀγάπη του εἶναι γνήσια-ἀληθινή ἤ κάλπικη-ψεύτικη. Ἄν εἶναι ἀληθινή ἡ ἀγάπη του, τότε κάθεται δίπλα στόν ἄλλο, τόν πονεμένο, τοῦ συμπαραστέκεται, καί τώρα τόν ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπό ὅ,τι προηγουμένως. Ἄν, ὅμως, εἶναι ψεύτικη ἡ ἀγάπη του, τότε τόν ἐγκαταλείπει ἄσπλαγχνα, γιά νά «ξαναφτιάξη τήν ζωή του».
Ἡ ψεύτικη-κάλπικη ἀγάπη πηγάζει ἀπό τήν φιλαυτία, ἡ ὁποία φιλαυτία κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή εἶναι «ἡ ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα», καί εἶναι συνυφασμένη μέ τά πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας, ἀπό τά ὁποῖα πηγάζουν καί ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη. Εἶναι, δηλαδή, ἐμπαθής ἀγάπη καί διαρκεῖ ὅσο διάστημα ἱκανοποιοῦνται τά πάθη. Ὅταν γιά διαφόρους λόγους παύσουν νά ἱκανοποιοῦνται τά πάθη, τότε ὁ ἄλλος ἐγκαταλείπεται ἤ «πετιέται» στά ἀζήτητα.
Ἑπομένως, ἡ ἀγάπη στήν αὐθεντική της μορφή δέν εἶναι ἕνα ἁπλό συναίσθημα, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο «ἐνοικεῖ» καί «ἐμπεριπατεῖ» μέσα στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐνίκησε τά πάθη του καί καθάρισε τήν καρδιά του ἀπό τόν μολυσμό τοῦ ἰοῦ τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», ἤτοι τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Καί ἡ γνήσια-ἀληθινή ἀγάπη ὄχι μόνο δέν φθείρεται ἀπό τόν χρόνο, ἀλλά, ἀντίθετα, ὅσο περνᾶ ὁ χρόνος αὐξάνεται καί μεγαλώνει.
Δεύτερον. Ἡ ἐπιληψία «εἶναι μιά πάθηση τοῦ ἐγκεφάλου πού χαρακτηρίζεται ἀπό κρίσεις κινητικῶν, αἰσθητικῶν, ψυχικῶν καί ἄλλων ἐκδηλώσεων». Εἶναι «μιά παθολογική κατάσταση ὅπου ὁ ἐγκέφαλος δέχεται ἐκρήξεις ἠλεκτρικῆς δραστηριότητας εἰδικοῦ τύπου». «Μέ τόν τρόπο αὐτόν προκαλοῦνται κρίσεις πού ἐπηρεάζουν πληθώρα νοητικῶν καί σωματικῶν λειτουργιῶν, ὅπως ἡ ἐπαφή μέ τό περιβάλλον». Γιά τούς ἀνθρώπους μέ ἐπιληψία συνίσταται νά λαμβά-νονται μέτρα «γιά νά μή βλάψουν τόν ἑαυτό τους κατά τήν διάρκεια μιᾶς κρίσης» (Βικιπαίδεια).
Ἀξιοσημείωτο, ὅμως, εἶναι αὐτό πού τονίζουν οἱ εἰδικοί ὅτι ναί μέν «οἱ ἄνθρωποι μέ ἐπιληψία παρουσιάζουν κρίσεις», ἀλλά «ὅσοι ἔχουν κρίσεις δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐπιληπτικοί». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιληψία, πού εἶναι πάθηση τοῦ ἐγκεφάλου, προκαλεῖ διάφορες κρίσεις πού θέτουν σέ κίνδυνο τήν ζωή τοῦ ἀσθενοῦς, ὅπως καί ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἐπιληψία καί ὅμως παρουσιάζουν κρίσεις, οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν σοβαρά προβλήματα στόν ἑαυτό τους καί τήν οἰκογένειά τους, καί γενικότερα στήν κοινωνία. Οἱ κρίσεις αὐτές ὀφείλονται στά πάθη, καί κυρίως στό μεγάλο πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, τό ὁποῖο σκληραίνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἐπιθετικό ἐναντίον ἐκείνων πού διατυπώνουν ἀπόψεις διαφορετικές ἀπό τίς δικές του. Καί ἡ ἐπιθετικότητα φανερώνει ἀνθρωπο ψυχολογικά καί πνευματικά ἄρρωστο, ὁ ὁποῖος δέχεται δαιμονικές ἐπιδράσεις, ἀφοῦ ὁ ὑπερήφανος βασανίζεται ἀπό τούς ὑπερήφανους δαίμονες καί καταντᾶ παίγνιό τους.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπιλήσμων τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτό φανερώνει ὅτι πάσχει ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἀγνωμοσύνης, ἡ ὁποία εἶναι χειρότερη ἀπό ἐκείνην τῆς ἐπιληψίας. Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἀπό τήν ὁποία πηγάζει τό φιλότιμο, πού, κατά τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, εἶναι λαμπικαρισμένη ἀγάπη, ὁδηγεῖ στήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τήν βίωση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, μέσα στό Φῶς τῆς ἐνέσπερης Βασιλείας Του.
- Προβολές: 1873