Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις, 12 Μαΐου
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τήν Κορώνη τῆς Πελοποννήσου καί ἔζησε στά τέλη τοῦ 9ου καί τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ. Ἡ μητέρα του ἦταν στείρα, καί γι’ αὐτό προσευχόταν καί παρακαλοῦσε τόν Θεό, μαζί μέ τόν σύζυγό της, νά τούς χαρίση παιδί. Καί ὅταν ἀξιώθηκαν τοῦ ποθουμένου, τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Θεόδωρος, ἐπειδή ἦταν ὄντως δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ αὐτούς. Ἀφοῦ διδάχθηκε τά ἱερά γράμματα ὁ Θεόδωρος, χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κορώνης. Ὅταν κοιμήθηκαν οἱ γονεῖς του, τέθηκε ὑπό τήν προστασία ἑνός Ἱερέα τοῦ Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος ἦταν φίλος τῶν γονέων του.
Στήν συνέχεια νυμφεύθηκε, καί ἀπό τόν γάμο του ἀπέκτησε δύο παιδιά, τά ὁποῖα, αὐτός καί ἡ σύζυγός του τά ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἀργότερα, χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἄργους καί μέ τήν εὐλογία του πῆγε στήν Ρώμη καί προσκύνησε τούς τόπους τῶν μαρτύρων. Ὅταν ἐπέστρεψε, πῆγε στήν Μονεμβασία ὅπου παρέμεινε γιά κάποιο χρονικό διάστημα σέ ἐρημικό κελλί καί ζοῦσε μέ ἄσκηση καί προσευχή. Ἔπειτα, παρά τήν παράκληση τῆς οἰκογένειάς του νά ἀσκησθῆ ὄχι κάπου μακριά, αὐτός ἐπέλεξε νά πάη σέ ἀπομακρυσμένο τόπο, ἐπειδή ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί ἐπιθυμοῦσε νά ἀφιερωθῆ ὁλοκηρωτικά στόν Θεό. Τελικά πῆγε στά Κύθηρα, πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν τόπος «ἔρημος» καί «ἀπαράκλητος», ἀφοῦ ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τούς κατοίκους του, λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης, καί μόνασε στόν παλαιό χριστιανικό Ναό τῶν ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου.
Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι ἀρκετά χρόνια μετά τήν κοίμησή του ὁ Ναός αὐτός ξανακτίσθηκε ἀπό Μονεμβασιῶτες καί ἀφιερώθηκε στήν μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δημιουργήθηκε ἐκεῖ Μοναστήρι. Γύρω στά 1630 μ.Χ. ἀνακαινίσηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Ἀθανάσιο, καί ἔγιναν σέ αὐτόν διάφορες μετατροπές καί προσθῆκες.
Τά τέλη του ἦταν ὁσιακά καί εἰρηνικά.
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Τά παιδιά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ στούς γονεῖς τους καί ἔτσι πρέπει νά τά θεωροῦν, καί νά εὐχαριστοῦν γι’ αὐτά συνεχῶς τόν Δωρεοδότη. Δέν πρέπει νά τά ἐκλαμβάνουν ὡς κτῆμα τους, δηλαδή ὡς κάτι πού τούς ἀνήκει καί μποροῦν νά τό κάνουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλά νά προσπαθοῦν νά τά ἀνατρέφουν μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία. Καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐπειδή ἡ ἀγάπη χωρίς τήν ἐλευθερία εἶναι τυραννία, καθώς, ἐπίσης, ἡ ἐλευθερία χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἀναρχία. Αὐτή, ἄλλωστε, εἶναι ἡ ἀληθινή παιδεία, ἡ ὁποία γεννᾶ τό θυσιαστικό ἦθος, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀληθινή ἐλευθερία, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ἐσωτερική κατάσταση καί ἀποκτᾶται ὅταν νικῶνται καί μεταμορφώνονται τά πάθη, καί τήν αὐθεντική ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀπό τήν φύση της εἶναι θυσία. Αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτός πού βιώνει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία καί τήν αὐθεντική ἀγάπη διακονεῖ τούς ἄλλους καί θυσιάζεται γι’ αὐτούς καί δέν θυσιάζει τούς ἄλλους γιά νά καλοπερνᾶ ὁ ἴδιος. Ὅπου ὑπάρχει αὐθεντική ἀγάπη, ἐκεῖ δέν ἐπικρατεῖ τό «δίκαιο» καί τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα», ἀλλά οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νά προσφέρουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅσα περισσότερα μποροῦν, καί κυριολεκτικά θυσιάζεται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο. Ὅταν ὅμως «ψυγῆ» ἡ ἀγάπη τους ἐξ αἰτίας τῶν παθῶν, καί κυρίως τοῦ μεγάλου πάθους τῆς ὑπερηφάνειας, τότε ὁ καθένας ζητᾶ τά «δικαιώματά του», καί καταφεύγουν ἀκόμα καί στά δικαστήρια γιά νά βροῦν τό «δίκαιό» τους.
Ζοῦμε, δυστυχῶς, σέ μία ἐποχή ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀδιαφορία γιά τούς ἄλλους καί ἡ ἐκζήτηση καί ἀπαίτηση τῶν «δικαιωμάτων» μας. Ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο στόν διάβολο καί τά πάθη, τά ὁποῖα εἶναι ἡ παρά φύση κίνηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Αὐτό συνιστᾶ ψυχική καί πνευματική ἀσθένεια. Ἡ Ἐκκλησία μέ τόν τρόπο ζωῆς πού διδάσκει θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἐκεῖνος ἀκολουθῆ μέ τήν θέλησή του αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς, καί τόν ὁδηγεῖ ἀπό τό παρά φύση στό κατά φύση, καί στήν συνέχεια στό ὑπέρ φύση, πού εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός καί τῆς ἀγάπης. Καί ὁ τρόπος ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄσκηση, ἤτοι ἡ ἐφαρμογή ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, πού δημιουργεῖ ἔμπνευση, ἡ μυστηριακή ζωή, καί κυρίως ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, καί ἡ προσευχή. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀνανεώνεται, ἀνακαινοῦται, λαμβάνει δύναμη, καί μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζη τίς δυσκολίες, τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, χωρίς νά ἀπογοητεύεται καί νά κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπελπισία. Πολλές φορές τά προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς μᾶς ὑπερβαίνουν καί εἶναι ἀδύνατον νά τά ἀντιμετωπίσουμε μέ τίς δικές μας περιορισμένες δυνάμεις, χωρίς τήν «ἄνωθεν» βοήθεια, χωρίς τήν δύναμη καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, ἐπειδή δέν θά ἀπογοητευθῆ ποτέ, δέν θά τόν καταβάλλουν οἱ διάφοροι πειρασμοί, ὅσο μεγάλοι καί ἄν εἶναι, ἀλλά μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ θά τούς νικᾶ καί θά τούς ὑπερβαίνη.
Δεύτερον. Δέν εἶναι εὔκολο νά εἶναι κανείς κλεισμένος σέ ἕναν περιορισμένο χῶρο μόνος του χωρίς ἀνθρώπινη συντροφιά. Ἀλλά πολλές φορές καί ἡ παρουσία ἀνθρώπων, ἀκόμα καί τῶν οἰκείων ἤ τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων, δημιουργεῖ ποικίλα προβλήματα, ἀφοῦ δέν εἶναι εὔκολη πάντοτε ἡ συνύπαρξη. Γιά νά μπορῆ κανείς νά ζῆ μόνος, ἤ νά μπορῆ νά συνυπάρχη μέ τούς ἄλλους, πρέπει νά καταβάλη μεγάλη προσπάθεια γιά νά νικήση τά πάθη του, καί αὐτό μπορεῖ νά τό κατορθώση μόνον μέ τήν δύναμη καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἀγώνα του θά τόν ἐνδυναμώνη, θά τόν χαριτώνη καί θά τόν ἐνισχύη.
Δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο νά ζῆ μόνος στήν ἔρημο, ὅταν κουβαλᾶ μέσα του «τήν τῶν παθῶν ἀγριότητα». Γιά νά μπορέση νά ζήση μόνος του πρέπει νά ἔχη βαθειά μετάνοια, ἀδιάλειπτη προσευχή καί πνευματική ἀνδρεία, καί τότε δέν θά αἰσθάνεται μόνος, γιατί θά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί θά ἔχη συντροφιά τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους. Τότε θά εἶναι «ὁ πάντων χωρισθείς», ἀλλά καί «πᾶσι συνηνωμένος», ἀφοῦ θά προσεύχεται γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Θά εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό πνευματική χαρά, καί θά αἰσθάνεται ὅλους τούς ἀνθρώπους, καθώς καί ὅλη τήν κτίση, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο θά σέβεται καί θά ἀγαπᾶ.
- Προβολές: 1844