Κύριο Θέμα: Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν θεία Κοινωνία
Μελέτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου
Ἕνας ἀπό τούς ἰσχυρότερους πειρασμούς πού δέχθηκαν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ νέου ἰοῦ (covid-19) συνδέεται μέ τό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας. Δέν ἦταν τόσο τό κλείσιμο τῶν Ἱερῶν Ναῶν γιά τόν λαό, γιά νά ἀποφευχθῆ ὁ συγχρωτισμός, ὅσο τό ὅτι ἀπό μερικούς ἀμφισβητήθηκε τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ τρόπος τῆς θείας Μετάληψης. Ἰσχυρίστηκαν ὅτι δῆθεν μέσα ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μεταφέρονται ἰοί καί μικρόβια, ἐνῶ ἡ πείρα τῶν αἰώνων ἀπέδειξε τό ἐντελῶς ἀντίθετο.
Τέτοιες ἀσεβεῖς ἀπόψεις δέν ἐκφράστηκαν μόνον ἀπό «ἀλειτούργητους» καί «ἀκοινώνητους», ἀλλά καί ἀπό κάποιους δῆθεν θεολόγους καί θεολογοῦντες.
Γιά νά καταγραφῆ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό σημαντικό αὐτό θέμα καταρτίσθηκε καί δημοσιεύθηκε ἕνα κείμενο (42 σελίδων), ἀπό συνεργάτες τοῦ Μητροπολίτου μας (Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο) μέ τίτλο «Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία» καί ὑπότιτλο «Τοποθέτηση σέ τρέχουσες θεολογικές ἀντιρρήσεις καί καταγραφή ἐκκλησιαστικῶν πηγῶν γιά τήν θεία Κοινωνία».
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος κατά τήν Συνεδρίασή της, τῆς 12ης Μαΐου 2020, ἀποφάσισε νά ἀποστείλη τό κείμενο αὐτό πρός τούς Σεβ. Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά τήν ἐνημέρωσή τους καί «κατά τήν ποιμαντικήν κρίσιν ἑκάστου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, ἀξιοποίησιν αὐτοῦ».
Τίς βασικές θέσεις τοῦ κειμένου αὐτοῦ καταγράφουμε στήν συνέχεια, σέ μιά περίληψη γιά νά γίνη πιό κατανοητό τό κείμενο.
Θεάνθρωπος, θεία Λειτουργία, Ἐκκλησία
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος τοῦ Τσέλιε, ἀκολουθώντας ὅλη τήν μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, συνδέει ἄρρηκτα τόν Θεάνθρωπο Χριστό, τήν θεία Λειτουργία καί τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ὁπότε ἀπό ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός δίνεται στόν κόσμο μέ τό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, τό μυστήριο πού συνοψίζει ὅλα τά μυστήρια τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Νέου γιά τήν ταυτότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν θεία Λειτουργία, ὡς Εὐχαριστία καί Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά παύση τήν θεία Λειτουργία, δηλαδή τήν μετάδοση τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς πιστούς, γιατί αὐτό συνεπάγεται τήν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ της, ὡς τοῦ πραγματικοῦ Σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α΄ Μέρος – Θεολογική τοποθέτηση σέ σύγχρονες θεολογικές ἀντιρρήσεις
1. Ἡ παύση τῆς Θείας Λειτουργίας ὡς ὕψιστη πράξη ἀγαπητικῆς αὐτοκένωσης τῆς Ἐκκλησίας
Ἤδη προτοῦ κλείσουν οἱ Ναοί ἀπό τό Κράτος, προτάθηκε ἡ παύση τῆς Λειτουργίας ἀπό θεολόγους καί μάλιστα ὑπῆρξαν περιπτώσεις Ναῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκλεισαν πρίν κἄν ἡ Ἱερά Σύνοδος λάβη ὁποιαδήποτε ἀπόφαση. Ἡ θεολογική αἰτιολογία τῆς παύσης τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό προϊσταμένους τῶν Ναῶν ὑπῆρξε ἡ χριστιανική ἀγάπη ὡς αὐτοκένωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, δηλαδή τήν θεία Λειτουργία, μέ σκοπό νά προστατευτῆ ἀγαπητικά ἀπό κάθε μολυσμό ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Μιά τέτοια ἄποψη δέν μπορεῖ νά στηριχθῆ στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί θεολογία περί τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι τελείως κατανοητή μέσα στό πλαίσιο τῆς πίστης τῶν Προτεσταντῶν, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά Τίμια Δῶρα δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀλλά κτιστά σύμβολα μέ σκοπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς μνήμης σέ σχέση μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν προστεστάντη Χριστιανό ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν μυστηριακή συμμετοχή του στήν λατρεία, διότι ἁπλούστατα τά πάντα εἶναι κτιστά. Αὐτός εἶναι ἀκριβῶς ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στόν Προτεσταντισμό εἴτε εἶναι κανείς στό σπίτι εἴτε στήν αἴθουσα ἀνάγνωσης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Μάλιστα σέ καιρούς ἐπιδημίας γίνεται προφανές ὅτι ἡ ἐξίσωση ἀτομικῆς λατρείας καί κοινῆς λατρείας γέρνει ἀπολύτως ὑπέρ τῆς πρώτης, ἀφοῦ αὐτό ὁρίζεται ὡς χριστιανική ἀγάπη μέ σκοπό τήν ἀπουσία μετάδοσης ἀσθενειῶν.
Ἡ προτροπή, στόν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά παύση τῆς θείας Λειτουργίας ὡς θυσιαστικῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους προέρχεται καί ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι μέ τήν θεία Μετάληψη εἶναι ἐνδεχόμενο νά μεταδίδεται φθορά καί μολυσμός. Οἱ δῆθεν θεολογικές προϋποθέσεις τῆς πεποίθησης αὐτῆς βασίζονται στή θεώρηση τῆς φύσης, εἴτε κτιστῆς, εἴτε ἄκτιστης, ὡς ἑνός πράγματος στό ὁποῖο ἐπικρατεῖ ἡ ἀναγκαιότητα καί τό ὁποῖο ἐπείγεται γιά τήν ἀτομική του ἐπιβίωση, ἐνῶ τό πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο ἀπό ἀναγκαιότητες. Προβάλλεται ἡ κοινωνία τῶν προσώπων ὡς ἐναντία στήν ἀτομιστική ἐπιβίωση τῶν φύσεων καί ἡ θεία Μετάληψη θεωρεῖται ὡς σχέση κοινωνίας προσώπων, τῶν πιστῶν καί τοῦ Χριστοῦ, πού ἐναντιώνεται στήν ἐπιβίωση τῆς φύσεως. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποτίμηση τῆς φύσεως, ἀκόμα καί τῆς θεϊκῆς, δίνει τό περιθώριο νά θεωρηθοῦν τά Τίμια Δῶρα ὡς δεκτικά καί φορεῖς μολυσματικῶν, φθοροποιητικῶν, ἰογενῶν ἐπιδράσεων.
Ἡ θεώρηση αὐτή, ὅμως, τῆς θείας Μεταλήψεως ἐμπεριέχει τήν βλάσφημη ἄποψη ὅτι δέν ἐκπορεύεται ἁγιαστική Χάρη ἀπό τόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο, πού ἔγιναν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, κατά τό Μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἐντοπίζει κανείς πλήρη ταύτιση μέ τόν Προτεσταντισμό. Δέν γίνεται παραδεκτή, ὅπως στούς Προτεστάντες, καμμία φυσική παρουσία τοῦ Θεοῦ στά Τίμια Δῶρα. Θεωροῦνται ἁπλῶς ὡς σημεῖα ἤ σύμβολα τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Οἱ φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμερίζονται ἀπολύτως καί ἔτσι δέν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιά τήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἄρτου καί Οἴνου πού μεταβλήθηκαν σέ Σῶμα καί Αἶμα Χριστοῦ. Ὁπότε πολύ φυσιολογικά παραδέχονται τήν βλάσφημη ἄποψη ὅτι μέσῳ τῆς θείας Μεταλήψεως μεταδίδονται ἰοί καί φθορά.
Μέ τέτοιες ἀπόψεις, πού ὑποτιμοῦν τήν φύση, εἴτε κτιστή, εἴτε ἄκτιστη, καί δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο γιά τήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἄρτου καί Οἴνου πού μεταβλήθηκαν σέ Σῶμα καί Αἶμα Χριστοῦ κατά τήν θεία Λειτουργία, εἶναι φυσιολογική ἡ ἐξίσωση τοῦ «προσεύχομαι στό σπίτι» καί τοῦ «μετέχω τῆς λατρείας στόν Ναό». Αὐτό πού χάνεται γιά τούς φορεῖς αὐτῶν τῶν ἀπόψεων εἶναι ἡ «διαπροσωπική σχέση» μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἡ στέρηση πού ἐπιβάλλεται ἀπό τά μέτρα τοῦ Κράτους. Ὁτιδήποτε ἄλλο, κατά τίς ἀπόψεις τους, ἀναπληρώνεται, ἀφοῦ ἀπό τόν Ἄρτο καί τόν Οἷνο πού καθαγιάζονται στήν θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία τελεῖται στό Ἱερό Ναό δέν ἀναμένουν τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά ἀναμένουν ἀπό τήν «κοινωνία τῶν προσώπων», ὅπως αὐτοί τήν ἐννοοῦν.
Γιά τόν ὀρθόδοξο Χριστιανό, ὅμως, δέν ἐξισώνεται ἡ προσευχή στό σπίτι μέ τήν λατρεία πού τελεῖται στόν Ναό, οὔτε ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό τελεῖ ἐκτός τῆς μέθεξης τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἀπό τήν τεθεωμένη Σάρκα τοῦ Λόγου, οὔτε ἐπίσης τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἀποτελέση φορέα μόλυνσης καί θανάτου, διότι ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς δέν κληροδοτεῖ φθορά καί θάνατο. Κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, παθητή καί θνητή ἑκουσίως, φανέρωνε τήν θεία ζωοποιό ἐνέργεια κατά τίς θαυματουργίες, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὁ καθαγιασμένος Ἄρτος καί ὁ Οἶνος τῆς θείας Λειτουργίας ἐνεργεῖ τόν ἁγιασμό τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στά Τίμια Δῶρα βλέπει τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Σαρκωμένου Λόγου, ὅπως τήν θεολόγησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἡ σάρκα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄν καί θνητή πρό τῆς Ἀναστάσεως –ἀπέβαλε τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα μέ τήν Ἀνάσταση– εἶναι ζωοποιός καί ἐνεργεῖ ὅσα εἶναι τῆς θεότητος, ὄχι ἀφ' ἑαυτῆς, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως μέ τήν θεία φύση. Ἀντιστοίχως, ἡ ἐνέργεια τῆς θεότητας ἐκπορεύεται ἀπό τόν Ἄρτο τῆς θείας Λειτουργίας, ὡς τοῦ πραγματικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἄρτος τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ζωοποιός, ἁγιαστικός καί θεοποιός.
Στά Εὐαγγέλια ὁ Ἰησοῦς Χριστός θεραπεύει τούς ἀρρώστους μέ τήν ἁφή, μέσω τῆς ὁποίας, διά τοῦ σώματός Του, φανερώνεται καί θαυματουργεῖ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς θεότητας. Στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο διαβάζει κανείς «Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη»(Μαρκ.1,40-41).
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός μέ τήν ἁφή καί τήν θεϊκή θαυματουργική Του ἐνέργεια θεραπεύει τόν λεπρό. Ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἐνεργεῖ, ὡς ἑνιαία σύνθετη ὑπόσταση καί μέ τήν ἐνέργεια τῆς ἀνθρώπινης καί μέ τήν ἐνέργεια τῆς θεϊκῆς φύσης Του. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ὁ Χριστός παρέλαβε τήν σάρκα του ὡς συνεργάτη στίς θεραπεῖες καί τίς ἀναστάσεις νεκρῶν, γιά νά δείξη ὅτι κι αὐτή μπορεῖ νά ζωοποιεῖ μέ τήν οὐσιώδη θεία ἐνέργειά Του.
Ὁ Χριστός ὡς ὁ Σαρκωμένος Λόγος ἐνεργεῖ τά ἀνθρώπινα θεϊκῶς καί τά θεϊκά ἀνθρωπίνως. Τό σῶμα τοῦ Σαρκωμένου Λόγου οὐδέποτε χωρίζεται ἀπό τήν θεϊκή ἐνέργεια, διότι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ Λόγου, τό ὁποῖο προσφέρεται πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν στούς πιστούς. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ εὐχαριστιακός Ἄρτος ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς Σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ Λόγου οὐδέποτε εἶναι χωρισμένος ἀπό τήν θεϊκή ἐνέργεια. Ἑπομένως, εἶναι ἀδύνατον τὸ σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου νά ἀποτελεῖ φορέα φθορᾶς.
Ἐν κατακλείδι, ἡ ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας στόν Χριστό δέν μπορεῖ νά μεταδίδει ἰούς καί ἀσθένειες. Διότι ἡ Ἐκκλησία τελώντας τήν θεία Λειτουργία ὑπακούει στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος «λαβὼν τὸν ἄρτον» εἶπε στούς Μαθητές Του: «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου»(Ματθ.26, 26-28), καί στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ καταλήγει λέγοντας: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λκ. 22,19).
Προφανῶς εἶναι βλασφημία νά δεχθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του «τοῦτο ποιεῖτε» ἀφήνοντάς τους ἔκθετους σέ ἀσθένειες καί θάνατο, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.
2. Τό αἴτημα γιά παύση τῆς Θείας Λειτουργίας ὡς μεταρρύθμιση καί ἐκσυγχρονισμός κατά τά πρότυπα τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν
Ἀναρωτιοῦνται μερικοί ἀρθρογράφοι, πού δέν ἔχουν σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί ἀγνοοῦν τήν θεολογία της, γιατί δέν μεταρρυθμίζεται ἐπιτέλους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί δέν μιμεῖται τό Βατικανό καί τίς Προτεσταντικές Ὁμολογίες στήν παύση τῆς θείας Λειτουργίας στόν καιρό τῆς πανδημίας, ἀλλά μένει κολλημένη στήν δική της παράδοση. Ἡ ἀπάντηση εἶναι σχετικά προφανής. Οὔτε τό Βατικανό, οὔτε οἱ Προτεσταντικές Ὁμολογίες θεωροῦν τήν Ἐκκλησία ἄκτιστη καί κτιστή, ὅπως εἶναι ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Λόγος κτιστός ἄνθρωπος καί τέλειος ἄκτιστος Θεός.
Ἡ θεία Χάρη γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι κτιστή, εἶναι κτίσμα, δημιούργημα, δέν εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γι’ αὐτούς δέν δίνει τίποτε ἀπό τόν Ἑαυτό Του στόν κόσμο. Ἐπικοινωνεῖ μέσω κτισμάτων.
Οἱ Προτεστάντες δέν δέχονται ἀληθῆ παρουσία Χριστοῦ στά Τίμια Δῶρα. Τά Τίμια Δῶρα, σέ ὅποιες Ὁμολογίες ὑπάρχουν καί ἐφόσον ὑπάρχουν, ἀποτελοῦν κτίσματα μόνον, βοηθητικά τῆς μνήμης, ὥστε οἱ πιστοί νά θυμοῦνται τόν Χριστό. Δέν εἶναι πηγές τῆς ἄκτιστης Χάριτος τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἑνώνουν τούς πιστούς μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέ τό πραγματικό Σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐμπειρία πού ἐκφράζει πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Ἐφεσίους: «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ»(5,30).
Κατά συνέπεια ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ὑπαρκτική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ζωή τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ εἶναι ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ζωή, ἡ δύναμη τῆς ὁποίας εἶναι τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται καί παρέχεται στήν θεία Λειτουργία.
Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν νά μήν παύση ἡ θεία Λειτουργία, δέν ἦταν γιά νά διατηρηθῆ κάποιος τελετουργικός τύπος. Ἦταν ὁμολογία πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Παύση τῆς θείας Λειτουργίας σημαίνει παύση τῆς πίστης ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν πίστη ἡ θεία Λειτουργία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σταματήση. Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος ὅλης τῆς δημιουργίας. Ἡ Πολιτεία, βέβαια, ἀποδείχθηκε ὅτι ἔχει ἄλλη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
Ἡ ἀνακοίνωση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (16-3-2020) γιά τήν διατήρηση τῆς τέλεσης τῆς θείας Λειτουργίας τίς Κυριακές 7-8 π.μ., μέ παράλληλες παραινέσεις γιά ἀποχή κάθε εὐπαθοῦς ὁμάδας καί κάθε ἀσθενοῦς, φανέρωσε μέ σαφήνεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος λάμβανε σοβαρότατα ὑπόψη της τά ἐπιστημονικά δεδομένα γιά τήν πανδημία, ἀλλά καί δέν παραθεωροῦσε τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στήν ὁποία δέν νοεῖται παύση τῆς θείας Λειτουργίας.
Ἐν τέλει, ἡ ἀποδοχή ἐκ μέρους τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς κρατικῆς ἐντολῆς γιά θεία Λειτουργία μέ μόνους τούς Λειτουργούς μαρτυρεῖ: πρῶτον, τήν σοβαρή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά ἐπιστημονικά δεδομένα, τά ὁποῖα ἀποτρέπουν τόν συγχρωτισμό τῶν ἀνθρώπων· δεύτερον, τήν πρόνοια τῆς Ἐκκλησίας νά μήν βλασφημηθῆ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Χριστιανῶν ὡς φορέων τοῦ θανάτου στήν κοσμική κοινωνία μόνον λόγω τοῦ συνωστισμοῦ· τρίτον, τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας πρός ὅλο τόν λαό –Χριστιανούς καί μή– καί μαρτυρεῖ τήν ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας νά λειτουργήση ὡς κομματική μερίδα ἐγείροντας ἐμφυλιακές τάσεις ἐντός τοῦ ἰδίου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἔχουμε τόν ἐξωτερικό «ἀόρατο πόλεμο» τοῦ κορωνοϊοῦ, δέν ἦταν πρός τό συμφέρον τοῦ λαοῦ νά ἀνάψη καί ἕνας ὁρατός ἐμφύλιος.
Σέ ἄλλες ἐποχές, βέβαια, ἐπειδή τό σύνολο τῆς κοινωνίας πίστευε στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ σκέψη γιά τήν παύση τῶν ἱεροπραξιῶν ἤ περιορισμό τους σέ μόνους τούς Λειτουργούς σέ περιόδους πανδημιῶν ἦταν ἀδιανόητη. Αὐτό μάλιστα παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πλήρη συνείδηση γιά τόν μεταδοτικό χαρακτήρα τῆς μολυσματικῆς ἀρρώστιας. Ὑπάρχουν πολλά ἱστορικά παραδείγματα ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες ἕως τίς μέρες μας.
Ἐν κατακλείδι, μεταρρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας μέ παύση τῆς θείας Λειτουργίας, σημαίνει ἔκπτωση ἀπό τήν ὀρθή πίστη στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ Ὁποῖος, κυρίως μέσω τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ἡ Ζωή τοῦ κόσμου.
3. Ἡ ἐπίκριση τῆς ἄποψης τῆς Συνόδου καί τῆς μαρτυρίας ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὅτι ἡ θεία Κοινωνία δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες
Μέ ἀφορμή τή χρήση τῆς ἱερῆς λαβίδας, τοῦ μάκτρου καί τῶν ἱερῶν σκευῶν ἔγινε καί γίνεται μιά μεγάλη συζήτηση περί μεταδοτικότητας μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Μάλιστα, μέ ἄξονα ἀναφορᾶς τήν θέση ὅτι τά Τίμια Δῶρα ἀποτελοῦν ὑλικά τῆς πεπτωκυίας φθαρτῆς φύσεως ἔγινε λόγος γιά μονοφυσίτες καί μονοφυσιτισμό ὡς πρός τήν θεία Μετάληψη.
Ἰσχυρίστηκαν, δηλαδή, ὁρισμένοι ὅτι εἶναι μονοφυσιτισμός νά λέγεται ὅτι ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες, διότι ἔτσι παραβλέπεται ἡ φθαρτή φύση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου. Κατά τούς ἰδίους ἐπικριτές τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, φθαρτός ἄρτος σημαίνει μετάδοση μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Ἑπομένως, γιά τούς ἴδιους ἐπικριτές τό νά ἰσχυριστῆ κανείς ὅτι ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες ἰσοδυναμεῖ μέ θεώρηση τοῦ καθαγιασμένου Ἄρτου ὡς ἀποκλειστικά θείας φύσεως, ἐξ οὗ κατά τήν γνώμη τους καί ὁ μονοφυσιτισμός.
Εἶναι γεγονός, ὅτι μεγάλο μέρος Λειτουργῶν ἔχουν βρεθῆ μάρτυρες σέ ἐξωτερικές ἀλλοιώσεις τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου, ὅπως π.χ. τοῦ Ἄρτου τῆς Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ἤ τοῦ Ἄρτου τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ ὁποῖος φυλάσσεται στό Ἀρτοφόριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης κάθε Ἱεροῦ Ναοῦ μέ σκοπό τήν Μετάληψη τῶν ἐχόντων ἀνάγκη σέ ὧρες πού δέν γίνεται θεία Λειτουργία.
Τό γεγονός πιθανῆς ἀλλοίωσης τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου μαρτυρεῖ προφανῶς γιά τήν ὑλική του φύση. Ὅμως ἐπειδή ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος καί ὁ Οἶνος εἶναι ἀληθῶς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ εἶναι ἀδύνατον νά ἀποτελέση φορέα μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς δέν μπορεῖ νά εἶναι μέσον θανάτου καί φθορᾶς.
Ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου βοηθᾶ στήν κατανόηση τοῦ πράγματος. Κατά τόν τρόπο πού πρό τῆς Ἀναστάσεως ἡ παθητή σάρκα τοῦ Κυρίου ἦταν ζωοποιός, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κτιστός καί γεμάτος ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἑκουσίως προσέλαβε τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα τῆς φύσεώς μας, γιά νά μᾶς δωρίση τήν νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἐκουσίως προσλαμβάνει καί τόν ἄρτο τῆς ὑποκείμενης στήν φθορά φύσεως, τόν κάνει μυστηριακά Σῶμα Του, γιά νά μᾶς μεταδώση τήν Ζωή Του, τήν ὁποία «θάνατος οὐκέτι κυριεύει».
Πέραν αὐτῶν, ὑπάρχουν δεκάδες μαρτυρίες ζώντων καί κεκοιμημένων Λειτουργῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κατέλυαν τήν θεία Κοινωνία εἴτε ἐκκλησιάσματος μέ ἐξόχως μολυσματικές ἀσθένειες, εἴτε μέ κάθε εἴδους ζωντανῶν ὀργανισμῶν (ζωϋφίων, ἐντόμων κλπ), οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀτυχήματος συγκεντρώνονταν στό ἱερό Ποτήριο. Ὅλες αὐτές οἱ μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ θεία Χάρη ἐνεργεῖ ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο ὡς ἀπολύτως ἀποτρεπτική κάθε φθορᾶς.
Πάντως, ἡ παραδοχή ἀπό μερικούς τῆς μετάδοσης νοσημάτων ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεώρησής του ὡς ἀποκλειστικά κτιστοῦ καί μάλιστα φθαρτοῦ. Παραθεωρεῖ τελείως τό μυστήριο τῆς μεταβολῆς τῶν δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Μιά τέτοια θεώρηση ὅμως μηδενίζει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Σῶμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί καθιστᾶ κτιστολάτρη καί φθαρτολάτρη, ὅποιον πιστεύει στήν μετάδοση φθορᾶς ἀπό τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως, μονοφυσίτες δέν εἶναι ὅσοι πιστεύουν στήν ἀπουσία μετάδοσης ἀσθενειῶν ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο, ἀλλά δυστυχῶς, μονοφυσίτες καί φθαρτολάτρες εἶναι ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς μπορεῖ νά εἶναι καί πρόξενος φθορᾶς.
Ἕνα ἄλλο ζήτημα πού συζητήθηκε πολύ ἦταν ὁ τρόπος τῆς θείας Μετάληψης διά τῆς λαβίδος, ἡ πιθανή μετάδοση μολυσμοῦ μέσῳ τοῦ μάκτρου, ἐναλλακτικοί τρόποι θείας Μετάληψης κλπ. Ὅλη ἡ συζήτηση σχετικά μέ τό τί κολλάει καί τί δέν κολλάει ἀναφορικά μέ τόν τρόπο Μετάληψης εἶναι μιά ἀπολύτως ἀδιέξοδη σχολαστική λεπτολογία.
Ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται νά μεταλάβη τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, πού εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς οἰκονομεῖ στόν καθένα μας τί θά συμβῆ καί τί δέν θά συμβῆ. Δέν μπορεῖ ὁ Χριστιανός νά συμπεριφέρεται ὡς βαριά νευρωτικός καί ψυχαναγκαστικός μέ μικροβιακές ἐμμονές ἔμπροσθεν τοῦ μεγαλύτερου θαύματος τῆς δημιουργίας, τῆς ἴδιας τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ὁποία ἀνακαινίζει τό σύμπαν καί καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο σύσσωμο καί σύναιμο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πέραν αὐτῶν ὁ τρόπος Μετάληψης εἶναι καθιερωμένος ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησία καί μιά ὁποιαδήποτε ἀλλαγή δέν μπορεῖ νά γίνη ἀπό μιά μόνον Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἤ ἕνα Πατριαρχεῖο ἤ, πολύ περισσότερο, ἀπό ἕναν Ἱερέα ἤ Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία μέ θεολογικά κριτήρια καί θεολογικό τρόπο.
Β΄ Μέρος – Ἡ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν θεία Κοινωνία
Ἡ παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρες ἕως τούς συγχρόνους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἄρτος καί ὁ Οἶνος τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντός» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Δέν μεταδίδει φθορά, ἀσθένειες καί θάνατο, ἀλλά ζωή, ὄχι μόνο στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα. Τήν διδασκαλία αὐτή συναντοῦμε στόν ἅγιο Ἰουστῖνο Φιλόσοφο καί Μάρτυρα καί στόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυῶνος.
Βέβαια, γιά νά ἐνεργήση τό μυστήριο τήν ζωή τῆς ψυχῆς και τοῦ σώματος ὑπάρχουν προϋποθέσεις. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος νά εἶναι μεταδοτικός φθορᾶς, διότι εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Ζωή δέν κληροδοτεῖ θάνατο. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἡ καταδίκη πού ἐπιφέρει ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτό του προσερχόμενος ἀναξίως συνίσταται ἀκριβῶς στήν ἀπουσία ἐπιγνώσεως ὅτι μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Στόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρίας φανερώνεται μέ σαφήνεια μέ ποιόν τρόπο ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς εἶναι πρόξενος ζωοποίησης τόσο τῆς ψυχῆς, ὅσο καί τοῦ σώματος. Μέ ἐπίκεντρο τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νέου τῆς Ναΐν καί τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀναφέρεται στήν μία καί συγγενῆ δι' ἀμφοῖν ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός κράτησε τό χέρι τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου καί τήν ζωοποίησε μέ τό παντουργὸ πρόσταγμά Του. Ἐνήργησε μέ τήν ἁφή τῆς σαρκός Του καί μέ τό θεῖο πρόσταγμα. «Μίαν καὶ συγγενῆ» διά τῶν δύο φύσεων ἐπέδειξε τὴν ἐνέργεια. Τό ἴδιο καί στήν ἀνάσταση τοῦ νέου τῆς Ναῒν. «Ἥψατο τῆς σοροῦ», καί προσέταξε: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι».
Μέ τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Κύριλλος ἑρμηνεύει τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων μεταξύ τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων καί τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μέ τήν ἁφή «τῆς ἁγίας σαρκὸς» ζωοποιοῦνται οἱ νεκροί, πόσο πλουσιώτερη δέν θα κερδίσουμε «τὴν ζωοποιὸν εὐλογίαν, ὅταν αὐτῆς καὶ ἀπογευσώμεθα;». Θά μᾶς μεταποιήση καί θά μᾶς δώση τό δικό της ἀγαθὸ, δηλαδή τὴν ἀθανασία. Οἱ φθαρτοὶ στὴν φύση, μέ τήν μίξη τῆς ὄντως ζωῆς «ἀναστοιχειούμεθα» καί καλούμαστε «πρὸς ἀφθαρσίαν».
Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἀφορᾶ τόν ὅλο ἄνθρωπο, τό σῶμα καί τήν ψυχή του. Τά Τίμια Δῶρα ὡς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἐνεργοῦν τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τόσο κατά τήν ψυχή ὅσο καί κατά τό σῶμα του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐξηγεῖ τήν χρήση τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γιά τήν μεταβολή σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ὡς συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη συνήθεια τῆς βρώσης τοῦ ἄρτου καί τῆς πόσης τοῦ οἴνου.
Στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο τονίζεται ἡ σωματική καί νοερά αἴσθηση τῆς ἐνεργουμένης θεώσεως διά τῆς θείας Κοινωνίας στούς ἀξίους. Ψέγει μάλιστα αὐτούς πού θεωροῦν ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό γίνεται «ἀγνώστως καί ἀναισθήτως».
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὁ Χριστός μᾶς χαρίζει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν «διἀ τοῦ θείου Βαπτίσματος, διά τῆς τῶν οἰκείων ἐντολῶν τηρήσεως, διά τῆς μετανοίας ἤν τοῖς πταίουσιν ἐχαρίσατο, καί διά τῆς μεταδόσεως τοῦ οἰκείου σώματός τε καί αἵματος». Ὁ Χριστός μέ τό ἅγιο Βάπτισμα γίνεται Πατέρας τῶν ἀνθρώπων καί μέ τήν Θεία κοινωνία Μητέρα. Μᾶς «τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπόμαζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος». Οἱ δύο μαστοί εἶναι τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία. Ἀπό αὐτά τά δύο μυστήρια ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας.
Πλούσιο ὑλικό γιά τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑπάρχει στό βιβλίο «Περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων», πού ἐπιμελήθηκε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι σημαντικός ὁ ἀκόλουθος συμπερασματικός λόγος του:
«Ἀδελφοί μου, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀπό τίς μαρτυρίες πού ἀναφέραμε ὡς τώρα ὅτι εἶναι ἀναγκαία στούς μή κωλυόμενους Χριστιανούς ἡ συχνή θεία Μετάληψη, εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε καί ἐμεῖς συχνά, γιά νά ἔχουμε μέσα μας τήν ζωή, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά μήν ὑποστοῦμε τόν ψυχικό θάνατο. Ὅσοι δέν τρέφονται συχνά ἀπό αὐτήν τήν πνευματική τροφή, βεβαίως πεθαίνουν. Ἄν καί φαίνονται πώς ζοῦν σωματικά, ψυχικά εἶναι νεκροί, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πνευματική καί ἀληθινή ζωή πού δίνει ἡ ἁγία Μετάληψη».
Ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Πορφύριος, ἐκφράζοντας τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγε: «Νά ζοῦμε τά μυστήρια, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Σ' αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν θεία Κοινωνία».
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τά λειτουργικά, ἀλλά καί τά δογματικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας παρέχει τήν Ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμου, μέσω κυρίως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Λειτουργίας, στήν ὁποία δίνεται πρός βρῶσιν καί πόσιν τό πραγματικό Σῶμα καί τό πραγματικό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι σύμβολά τους.
Στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνθεματίζονται αὐτοί πού λένε ὄτι ἄλλη εἶναι ἡ θεία Λειτουργία πού τώρα τελοῦμε ἀπό ἐκείνη πού τέλεσε ὁ Χριστός παραδίδοντας τό Μυστήριο στούς Ἀποστόλους καί ὅτι οἱ τώρα τελούμενες πρὸς ἐκείνη μόνον «φανταστικῶς καὶ εἰκονικῶς» ἀναφέρονται. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ σήμερα καί πάντοτε τελουμένη Θυσία εἶναι ἀπαράλλακτη, μία καὶ ἡ αὐτὴ μέ ἐκείνη πού τέλεσε ὁ Χριστός καί κατόπιν οἱ Ἀπόστολοι.
Ἀντί συμπεράσματος
Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μέλη της ὅσοι μεταλαμβάνουν τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς, δηλαδή τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μετάληψη τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς εἶναι ἕνωση (γιά ὅσους εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένοι) μέ τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι κατάργηση τοῦ θανάτου καί τελικός προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀναιρέτις τῆς φθορᾶς. Δέν μεταδίδει ἀσθένειες. Μεταδίδει ὑγεία καί ζωή σ’ αὐτούς πού διακρίνουν στόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς Εὐχαριστίας τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεία Λειτουργία δέν παύεται, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δέν παύεται. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνεργῶν τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου.
Ἀναλυτικότερα γιά τήν μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ βλέπε στό ἄρθρο: «Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία»
- Προβολές: 4042