Skip to main content

Συνοπτική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ναυπάκτου (Β)

Αρχιμανδρίτου Εἰρηναίου Κουτσογιάννη, ῾Ιεροκήρυκος

(Συνέχεια ἀπό τό τεῦχος 278 Συνοπτική Ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ναυπάκτου (Α) )

3. Μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἄρτης

Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β´ Παλαιολόγος (1282-1328) ἀνύψωσε τήν μέχρι τότε ἐπισκοπή Ἰωαννίνων σέ μητρόπολι, κάτι πού ἐπικυρώθηκε τό 1318-19 καί μέ Συνοδική πράξι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στήν δικαιοδοσία τῆς νέας μητροπόλεως, πού κατέλαβε τήν 53η θέσι περιῆλθαν οἱ ἐπισκοπές Παραμυθίας, Βελλᾶς, Δρυϊνουπόλεως καί Χειμάρρας, οἱ ὁποῖες ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν μητρόπολι Ναυπάκτου. ῾Η προαγωγή τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων σέ μητρόπολι εἶχε ἄμεση σχέσι μέ τήν κατάληψι τῆς Ναυπάκτου τό 1294 ἀπό τούς ᾿Ιταλούς, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀπό τό 1307 ἐγκατέστησαν στήν πόλι Λατῖνο ἀρχιεπίσκοπο. ῎Ετσι ὁ ᾿Ανδρόνικος Β´ Παλαιολόγος, ἀνύψωσε τά ᾿Ιωάννινα σέ μητρόπολι, «ἵνα τό τῆς ἀποσπασθείσης μητροπόλεως ἐν αὐτῇ διασώζοιτο καί διατηροῖτο σχῆμα... τοῦτο δέ ἵνα καί αἱ ὑπ᾿ αὐτήν οὖσαι ἐπισκοπαί ὑπό μίαν μητρόπολιν ὡσανεί μητέρα ἤ κεφαλήν τάττοιντο».

῾Η ἐγκατάστασις Λατίνου ἐπισκόπου στή Ναύπακτο ἔκανε προβληματική τήν παραμονή τοῦ οἰκείου μητροπολίτου στήν ἕδρα του. ᾿Από τό 1307 μέχρι τό 1365 χειροτονήθηκαν τρεῖς μητροπολίτες Ναυπάκτου, ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἕδρα τους, ἐνῶ ὁ τρίτος δέν ἔφθασε σ᾿ αὐτήν. Τό 1365 χειροτονήθηκε μητροπολίτης ᾿Ιωαννίνων ὁ Σεβαστιανός καί ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως «...διέγνω καί κατεπράξατο, ὡς ἄν ἡ ...μητρόπολις (αὐτοῦ), τά Ἰωάννινα, ἐπέχῃ τόν τόπον τῆς Ναυπάκτου, καί πᾶσαι αἱ τελοῦσαι ἐπισκοπαί, τελῶσιν ὑπό τά Ἰωάννινα, αἵ τε ὑπό τήν Ναύπακτον καί αἱ ὑπό τά Ἰωάννινα, μέχρις ἄν ἡ τοιαύτη Ναύπακτος ὑπό τῶν Λατίνων κατέχηται...».

Τό 1367 ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ματθαῖος, καθορίζεται ὅτι «ὀφείλει ἔχειν τήν αὐτοῦ καθέδραν ἐπί τῆς ὑπ᾿ αὐτόν ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς τῆς ἐν Ἀκαρνανίᾳ Ἄρτης». Ἄν καί ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ναυπάκτου στήν Ἄρτα ἦταν προσωρινή, ἔκτοτε ἡ ἐπισκοπή Ἄρτης ἔμεινε χωρίς ἐπίσκοπο καί οὐσιαστικά ταυτίσθηκε μέ τήν μητρόπολι Ναυπάκτου. ῾Ο μητροπολίτης διετήρησε τόν τίτλο του (Ναυπάκτου) γιά πολλά χρόνια καί μόλις τό 1507 ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Εὐθύμιος, ἀποκτᾶ τόν σύνθετο τίτλο «Ναυπάκτου καί Ἄρτης», ὁ ὁποῖος τίτλος διατηρήθηκε σέ ὅλους τούς μετέπειτα μητροπολίτες, μέχρι τήν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821.

Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἄρτης διετέλεσαν κατά καιρούς ἐξέχουσες προσωπικότητες μέ πλούσιο συγγραφικό ἔργο, ὅπως ὁ Ἅγιος Δαμασκηνός Στουδίτης (1574-1577) ὁ συγγραφέας τοῦ γνωστοῦ βιβλίου «Θησαυρός», ὁ φιλόσοφος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1640-1641), ὁ ἱστορικός καί γεωγράφος Μελέτιος Μήτρου (1691-1696), ὁ Νεόφυτος Μαυρομμάτης (1703-1722), ὁ Ἰγνάτιος ὁ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας (1794-1805) καί ἄλλοι.

4. Μητρόπολις Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας

Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἄρτης διχοτομήθηκε, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ναύπακτος καί ὁλόκληρη ἡ Αἰτωλοακαρνανία συμπεριελήφθη στό ἐλεύθερο Ἑλληνικό Κράτος. ῾Η μητρόπολις Ἄρτης διετήρησε ὑπό τήν δικαιοδοσία της τά τμήματα πού τελοῦσαν ἀκόμη ὑπό τόν Τουρκικό ζυγό.

Μετά τήν ἵδρυσι τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μέ διάταγμα τοῦ 1833 ἡ ἐπαρχία Ναυπακτίας καί οἱ ἐπαρχίες Ἀκαρνανίας, Μεσολογγίου καί Ἀγρινίου ἀπετέλεσαν τήν «᾿Επισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας» μέ ἕδρα τό Μεσολόγγι. Τήν ἐπισκοπή αὐτή ἐποίμαναν «ὁ μέχρι τοῦδε Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου Σ. Μητροπολίτης» καί πρώην Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφύριος (1833-1838) καί ὁ Ἱερόθεος (1841-1847), ἐνῶ ἡ διοίκησις τῆς ἐπισκοπῆς στό διάστημα 1847-1852 ἀνατέθηκε σέ ἐπισκοπική ἐπιτροπή.

Τό 1852 διά τοῦ Σ´ Νόμου ἡ Ναυπακτία ἀπεκόπη ἀπό τήν ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας καί μαζί μέ τήν Εὐρυτανία ἀπετέλεσαν ξεχωριστή ἐπισκοπή. ῾Ο σχετικός νόμος ὅριζε ὡς ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς τό Καρπενήσι, ἡ Ἱερά Σύνοδος ὅμως στίς 12 ᾿Ιουλίου 1852 πρότεινε, «ὅπως ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας εἶναι ἡ Ναύπακτος» καί λίγο ἀργότερα (30 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους), ὑπέδειξε ὅπως ἡ μέν Ναύπακτος εἶναι χειμερινή ἕδρα, τό δέ Καρπενήσι θερινή.

Μέ τόν ΒΧΔ´ Νόμο τοῦ 1899 ἡ Ναυπακτία προσαρτήθηκε πάλι στήν ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας, ἡ δέ Εὐρυτανία ἀπετέλεσε ξεχωριστή ἐπισκοπή μέ ἕδρα τό Καρπενήσι καί μέ ἐπίσκοπο τόν Σεραφείμ Δομβοΐτη πού ἐκλέχθηκε τό 1901. Τό 1909 ὅμως μετά ἀπό νέα διαίρεσι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τροποποιήθηκαν καί τά ὅρια μερικῶν ἐπισκοπῶν. ῾Η Ἱερά Σύνοδος γιά ἱστορικούς λόγους καί γιά τόν λόγο ὅτι ἡ ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας κατελάμβανε τεράστια ἔκτασι καί παρουσίαζε διοικητικά προβλήματα, ἀπεφάνθη «...ὑπέρ τῆς ἐπανακτήσεως τῆς Ἐπισκοπῆς Εὐρυτανίας» τῆς, πρό τοῦ 1899, δικαιοδοσίας αὐτῆς ἐπί τῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας μεθ᾿ ἧς οὕτω συναπαρτισθήσεται ἡ πάλαι Ἐπισκοπή Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας. Ἔτσι ἀπό τίς 26-5-1910 ὁ Σεραφείμ εἶναι ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας.

Τό 1923 ἡ ἐπισκοπή Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, ὀνομάστηκε διά νόμου μητρόπολις (ὅπως ἄλλωστε καί ὅλες οἱ ἐπισκοπές τῆς Ἑλλάδος) ἐνῶ μέ τό βασιλικό διάταγμα τῆς 3ης ᾿Ιανουαρίου 1923 νόμιμη ἕδρα τῆς μητροπόλεως ὁρίσθηκε ἡ Ναύπακτος.

Στήν ΙΕ´ συνεδρία τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1931 τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίστηκε ἡ κατάργησις καί ἡ συγχώνευσις τῆς μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας σέ γειτονικές μητροπόλεις. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφασι αὐτή, «Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας συγχωνεύονται οἱ τέως δῆμοι Ἀρακυνθίων, Εὐρυτανίας, Παρακαμπυλίων, Ἀγραίων καί Ἀπεραντίνων. Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φαναρίου καί Θεσσαλιώτιδος οἱ τέως δῆμοι Ἀγράφων καί Δολόπων. Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φωκίδος συγχωνεύεται ἡ ἐπαρχία Ναυπακτίας καί εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φθιώτιδος ὁ τέως δῆμος Κτημεντίων».

῾Η διαίρεσις ὅμως αὐτή, ἡ ὁποία στηρίχθηκε σέ ἔκθεσι ἐπιτροπῆς Ἀρχιερέων, δέν πραγματοποιήθηκε, διότι στή συνεδρία τῆς 10ης Σεπτεμβρίου 1932 τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ μητροπολίτης Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας Ἀμβρόσιος (Νικολαΐδης) μετατιθέμενος στήν μητρόπολι Φθιώτιδος, ὑπέδειξε νέα διαίρεσι τῆς ὑπό διάλυσι μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία: «1) ῾Η ἐπαρχία Ναυπακτίας μετά τῶν τέως δήμων Παρακαμπυλίων καί Ἀπεραντίων καί τῶν ἐνοριῶν Ἐπισκοπῆς, Παλαιοχωρακίου, Τριποτάμου καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης, τοῦ τέως δήμου Ἀγραίων τῆς ἐπαρχίας Εὐρυτανίας ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. 2) Οἱ τέως δῆμοι Καρπενησίων, Εὐρυτάνων, Ἀρακυνθίων, Ἀγραίων (πλήν τῶν ἐνοριῶν Ἐπισκοπῆς, Παλαιοχωρακίου, καί Τριποτάμου μετά τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης, ὑπαγομένων εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας) ὡς καί ὁ δῆμος Κτημεντίων, ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φθιώτιδος, καί 3) Οἱ τέως δῆμοι Δολόπων καί Ἀγράφων ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φαναρίου καί Θεσσαλιώτιδος».

῾Η κατάργησις τῆς μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας ἦταν προσωρινή, ἀφοῦ στήν συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας στίς 9 Ὀκτωβρίου 1933 ἀνασυστήθηκε μέ τόν ἴδιο τίτλο καί μέ τά ἴδια ὅρια πού εἶχε καί ἡ διοίκησίς της ἀνατέθηκε σέ τοποτηρητή μέχρι τόν Μάρτιο τοῦ 1936, ὁπότε ἐξελέγη μητροπολίτης ὁ Γερμανός Γκούμας. ῾Η μητρόπολις Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας διατηρήθηκε μέχρι τό 1978, ὁπότε καταργήθηκε καί πάλι. ῾Η Εὐρυτανία ἀπετέλεσε τήν μητρόπολι Καρπενησίου καί ἡ Ναυπακτία μέ τόν τέως δῆμο Παρακαμπυλίων τῆς ἐπαρχίας Τριχωνίδος τήν μητρόπολι Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.

5. Ἐπισκοπή Λιδωρικίου

Τό βόρειο ὀρεινό τμῆμα τῆς σημερινῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας (Κράβαρα), δέν ἀνῆκε ἐκκλησιαστικά στήν κοντινή μητρόπολι Ναυπάκτου, ἀλλά ἄγνωστο ἀπό ποιά ἐποχή ὑπαγόταν στήν ἐπισκοπή Λιδωρικίου, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑπαγόταν στήν μακρινή μητρόπολι Λαρίσης.

Δέν εἶναι σίγουρο βέβαια, ἄν ὅλα τά Κράβαρα ὑπάγονταν στήν ἐπισκοπή Λιδωρικίου. Σέ Πατριαρχικό σιγίλλιο (1749) γιά τό μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἀμπελακιωτίσσης ἀναφέρεται· «...Ἵνα τό εὐρημένον κατά τήν ἐπισκοπήν Λοιροδικίου ἐν τῷ βιλαγετίῳ τοῦ Κραβάρου πλησίον τοῦ χωρίου Κοζίτσας κείμενον, ἱερόν καί σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Μεταστάσεως τό ἐπικεκλημένον τῆς Ἀμπελακιωτίσσης, μετά πάντων τῶν προσόντων κτημάτων τε, καί πραγμάτων, ὑποστατικῶν, καί ἀφιερωμάτων τῶν κειμένων κατά τό χωρίον Πόργιαρι τῆς ἐπαρχίας Ναυπάκτου καί Ἄρτης ἐν τῷ αὐτῷ βιλαγετίῳ τοῦ Κράβαρη...». Ἑπομένως ἐκτός ἀπό τό νότιο πεδινό τμῆμα τῆς Ναυπακτίας (Βενέτικο) στή μητρόπολι Ναυπάκτου καί Ἄρτης ὑπαγόταν τόν 18ο αἰῶνα καί τό χωριό Πόργιαρι (Λουτρά Στάχτης) τῶν Κραβάρων. Πιθανόν νά ὑπάγονταν καί ὁρισμένα ἀκόμη χωριά τῶν νοτίων Κραβάρων.

῾Η ἐπισκοπή Λιδωρικίου ἀναφέρεται στά «Τακτικά» τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ (886-912), ὡς μία ἀπό τίς 25 ἐπισκοπές πού ὑπάγονταν στήν μητρόπολι Λαρίσης, ἡ ὁποία κατεῖχε τήν 41η θέσι.

Κατά καιρούς ὁ ἐπίσκοπος Λιδωρικίου ἔφερε καί τόν τίτλο «ἐπίσκοπος Δωρίδος», «ἐπίσκοπος Λιδωρικίου καί Πάσης Λοκρίδος» καί «ἐπίσκοπος Λιδωρικίου καί Κραβάρων». ῾Η ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν κυρίως τό Λιδωρίκι καί τό Βελούχοβο (Κάλλιο). Σέ δύσκολες περιόδους ὅμως ἡ ἕδρα μεταφερόταν στήν Γρανίτσα, στό Κλῆμα, στή Βιτρινίτσα, στά Τριζόνια, στήν Ἀμόρανη καί ἀλλοῦ, ἐνῶ τό 1829 βρισκόταν στή Ναύπακτο. Τόν 18ο αἰῶνα γιά μεγάλο διάστημα μεταφέρθηκε καί στή Χώμορη τῶν Κραβάρων, ἀφοῦ ἀπό τό χωριό αὐτό, κατάγονταν οἱ ἑξῆς τρεῖς ἐπίσκοποι Λιδωρικίου:

α) Νεόφυτος ᾿Ανδρεόπουλος. Χειροτονήθηκε στόν Ἅγιο Ἀχίλλιο Λαρίσης τό 1706 καί παραιτήθηκε τό 1732.
β) Γαβριήλ (Γεώργιος) Λογοθέτης. Μνημονεύεται στίς 13-2-1759 στό Πατριαρχικό σιγίλλιο γιά τήν Παναγία Βερνικοβίτισσα τοῦ Δαδιοῦ. Παραιτήθηκε τό 1793.
γ) Διονύσιος Λογοθέτης. Διαδέχθηκε τόν Γαβριήλ καί ἦταν ἀνηψιός του. Παραιτήθηκε τό 1807 καί τό 1817 ἀπαντᾶται ὡς «πρώην Λιδωρικίου».

  • Προβολές: 1635