Φιλοκαλικές Σελίδες - Τά ἅγια ἐρημονήσια
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
ἤ περί τῆς χαμένης ἡσυχίας
Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ θερινή περίοδος ἔχει ἐπικρατήσει νά συνδέεται γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας μέ διακοπές γιά "ξεκούραση" σέ διάφορα παραθαλάσσια μέρη τῆς Ἑλλάδος, νησιά, ἀκόμη καί ἐρημονήσια. Τά πιό πρόσφατα ἔτη ὅλο καί περισσότεροι τολμηροί βρίσκουν κάποιες ἡμέρες γιά "ἐλεύθερο camping" σέ κάποιο ἐρημονήσι τοῦ Αἰγαίου ἤ καί ἀλλοῦ. Οἱ ἀνήσυχοι ἄνθρωποι προσπαθοῦν δικαιολογημένα νά βροῦν ἕναν τόπο γαλήνιο καί ἥσυχο, ὥστε νά ξεφύγουν ἀπό τόν θόρυβο τῶν πόλεων, τόν περισπασμό τῆς σύγχρονης τεχνολογίας καί τούς φρενήρεις ρυθμούς τῆς "πολιτισμένης" κοινωνίας μας. Δυστυχῶς ὅμως τόν θόρυβο τόν κουβαλᾶμε καί μέσα μας μέ τούς λογισμούς μας, (πράγμα τό ὁποῖο εἶναι καί ἡ γενεσιουργός αἰτία τοῦ ἑπομένου), ἀλλά καί ἔξω μας καθώς, ὅπου καί ἄν πάη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κουβαλάει μαζί του τόν θόρυβο. Λέγει σχετικῶς ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅλοι τώρα ἔχουν μάθει νά ζοῦν μέ τόν θόρυβο. Βλέπεις, καί πολλά ἀπό τά σημερινά παιδιά, γιά νά διαβάσουν, θέλουν μουσική ρόκ! Δηλαδή περισσότερο τούς ἀναπαύει νά διαβάζουν μέ μουσική παρά μέ ἡσυχία. Ἀναπαύονται στήν ἀνησυχία, γιατί ὑπάρχει ἀνησυχία μέσα τους. Παντοῦ θόρυβος ὑπάρχει».
Τά ἐρημονήσια, τά ὁποῖα σήμερα θεωροῦνται ἕνας πολύ προνομιακός τόπος θερινῆς ἐναλλακτικῆς ἀναψυχῆς, κάποτε διακονοῦσαν μία πολύ ὑψηλότερη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἰδιαιτέρως στίς Βόρειες Σποράδες, ἀλλά ὄχι μόνον, πολλά ἀπό τά ἐρημονήσια ὑπῆρξαν τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας μοναστικά καταφύγια. Νησιά, ὅπως τό Πιπέρι, τά Γιοῦρα, ἡ Σκάντζουρα, ἡ Κυρά-Παναγιά, ἡ νησίδα «Καλόγερος» ἀνάμεσα στήν Χίο καί τήν Ἄνδρο κ.ἄ φιλοξένησαν στά ἄνυδρα καί ἄκαρπα ἠφαιστειογεννῆ βράχια τούς ἀσκητές καί ἡσυχαστές, ἄλλοτε ὡς ἐρημίτες καί ἄλλοτε ὡς ὀλιγάριθμες ὁμάδες μοναστῶν, οἱ ὁποῖες προσπαθοῦσαν νά βιώσουν τήν «βασιλική ὁδό» τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι «τό ἡσυχάζειν μετά δύο ἤ τριῶν ἀδελφῶν». Πολλά ἐξ αὐτῶν ἦταν Ἁγιορειτικά μετόχια. Σήμερα κάποια εἶναι ἰδιόκτητα παρ' ὅλο πού διατηροῦν ἴχνη τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων καί μικρά παρεκκλήσια. Τό πλέον φημισμένο ἐρημονήσι τοῦ Αἰγαίου, τό ὁποῖο πολλοί γνωρίζουμε ὡς μοναστικό καταφύγιο, εἶναι ἡ νῆσος Σκυροπούλα. Στόν νησί αὐτό κατοίκησε, ἀρχικῶς μετά τοῦ Γέροντός του, ἱερομονάχου Ἀρσενίου καί στήν συνέχεια μόνος του, κάτι λιγότερο ἀπό δύο ἔτη, ὁ μέγας Ἅγιος τῆς τουρκοκρατίας, ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἐκεῖ μετά ἀπό ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ ἐξαδέλφου του, ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τότε ἐποίμαινε τήν ἔναντι τῆς Σκυροπούλας ἐπισκοπή, συνέγραψε ἀπό μνήμης ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ὀρθόδοξα κείμενα πνευματικῆς καθοδηγήσεως, τό «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Ὁ Εὐρίπου συγχαίρει γιά τήν ἐπιλογή του «τόν ἐν τῇ γειτονευούσῃ ταύτῃ ἐρημονήσῳ, ὡς ἐν ἀκυμάντῳ λιμένι, τόν ἡσύχιον καί ἀπράγμονα βίον ἀσκοῦντα, καί τήν πεζήν στέργοντα φιλοσοφίαν, καί κάτω μένουσαν».
Ὁ 18ος αἰώνας, ὑπῆρξε αἰώνας «ἡσυχαστικῆς ἀναγεννήσεως», ἀφ' ἑνός μέν λόγῳ τῆς ἐπαναφορᾶς στό προσκήνιο τῶν κειμένων καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τήν μεταγλώττισή τους στήν κοινή ἑλληνική, καί ἀφ' ἑτέρου μέ τήν μνημειώδη σύνταξη τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν». Φαίνεται πώς ὅλη αὐτήν τήν περίοδο ἡ φήμη τῆς ἀπερισπάστου πολιτείας τήν ὁποίαν προσέφεραν τά ἐρημονήσια στούς ἐραστές τῆς κατά Χριστόν ἀμεριμνίας ἦταν ἔντονη. Ὅπως π.χ. πληροφορούμαστε ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου († 1730), ὁ Ὅσιος εἶχε ἀκούσει περί αὐτῶν καί εἶχε λογισμούς φυγῆς: «Ἕνας λογισμός μέν τόν ἐβίαζε νά γυρίσῃ μέ τόν γέροντά του εἰς τήν μετάνοιάν του, ἄλλος δέ πάλιν νά πηγαίνῃ εἰς κανένα ἐρημονήσιον, καί ἄλλος εἰς ἄλλον τόπον». Δύο γνωστοί οἰκιστές ἀπομακρυσμένων νησίδων εἶναι καί οἱ ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης († 1745), Γέροντας τοῦ γνωστοῦ Καισαρίου Δαπόντε καί μεταγλωττιστής τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, καί ὁ Διονύσιος ὁ Ζαγοραῖος, ἕνας πρώϊμος "κολλυβάς" καί μεταγλωττιστής τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Ὁ μέν ὅσιος Ἱερόθεος, καθώς γράφει ὁ Δαπόντε: «διά ἡσυχίαν ὑπῆγεν εἰς τά Γιοῦρα τό ἐρημονήσι Γύαρον ὀρθῶς λεγόμενον· ἐδῶ ἀπέθανεν· αἰωνία του ἡ μνήμη!», ὁ δέ Διονύσιος «ὁ Πιπεριώτης» ἦταν ἡγούμενος μικρῆς ἀδελφότητος στήν νῆσο Πιπέρι.
Ἐκτός ἀπό τόν πόθο γιά ἀπερίσπαστο ἡσυχία, ἡ ὁποία «εἶναι μυστική προσευχή καί πολύ βοηθάει στήν προσευχή σάν τήν ἄδηλη ἀναπνοή στόν ἄνθρωπο», ὅπως λέγει ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὑπῆρξε περί τά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος ἄλλος ἕνας λόγος γιά τόν ὁποῖον τά νησιά καί ἐρημονήσια τοῦ Αἰγαίου γέμισαν μέ μοναστές. Τό ἀσύμφορο πνευματικό κλίμα τό ὁποῖο δημιουργήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος λόγῳ τῆς γνωστῆς «κολλυβαδικῆς ἔριδος» ἀνάγκασε πολλούς ἐκ τῶν διαπρεπεστέρων μοναχῶν τοῦ Ἄθωνος νά τό ἐγκαταλείψουν πρός ἀναζήτησιν «τῆς φίλης των ἡσυχίας» ὅπως καταγράφει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος: «Μερικοί ἀπ' αὐτούς ἐπορεύθησαν εἰς τήν Σκήτην τοῦ Ξενοφῶντος, οὕς ὑπεδέχθησαν οἱ ἐκεῖ φιλοφρόνως. Πλήν ὑπό τοῦ Χαλεπίου διεγερθέντες, ἐδίωξαν αὐτούς οἱ ἐκεῖ πατέρες. Ὅθεν ἀναγκασθέντες τοιουτοτρόπως, πολλοί ἔφυγον τελείως ἐκ τοῦ Ὄρους καί κατέφυγον εἰς διάφορα ἐρημονήσια». Ἔτσι πατέρες, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόδημος († 1809), ὁ γέρων Ἱερόθεος ὁ κολλυβάς (†1814), ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Χίος (†1809), ὁ «ὑψίνους καί πλατύνους» γερο-Σίλβεστρος καί ἄλλοι πολλοί διεσπάρησαν στά νησιά καί ἐρημονήσια τοῦ Αἰγαίου πελάγους καί μαζί τους διεσπάρη καί ὁ παραδοσιακός Ἀθωνικός μοναχισμός, ὁ ὁποῖος ζωογόνησε τήν ἄνυδρο γῆ τοῦ ἀρχιπελάγους.
Παρακάτω θά παραθέσουμε διάφορα ἀποσπάσματα ἀπό τούς βίους τοῦ Γέροντος Ἱεροθέου τοῦ κολλυβά καί τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τά ὁποῖα ἔχουν σχέση μέ τή ζωή τους στά ἅγια ἐρημονήσια.
***
Ὁ γέρων Ἱερόθεος ζώντας περί τήν 6ετίαν στό κελλί τοῦ ὁσίου Ὀνουφρίου στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης (κελλί στό ὁποῖο ἀργότερα ἔζησε ὁ περίφημος πνευματικός παπα-Σάββας) μαζί μέ τόν ἀδελφό του «θέλοντας νά εὕρῃ περισσοτέραν ἡσυχίαν, ἀκούοντας καί ἀπό μερικούς ὁπού ἐπαινοῦσαν τά ἐρημονήσια, ἀποφάσισε νά ὑπάγῃ νά τά δοκιμάσῃ. Καί δή παίρνει τόν ἀδελφόν του (καί ἄλλον ἕναν ἀδελφόν, ὁπού τότε νεοστί εἶχεν ἔλθει ἀπό τόν Μωρέαν καί τότε εὑρίσκετον μαζί τους) καί μερικά βιβλία διά νά κάμνουν ἀνάγνωσιν. Καί εὑρίσκοντες καΐκι ἐπῆγαν εἰς τά Γιοῦρα καί ἀναβαίνοντες εἰς τό ἐκεῖσε Μοναστηράκι εὗρον δύω πατέρας ὁπού ἐκεῖ ἡσύχαζον, οἱ ὁποῖοι τούς ἐδέχθησαν ἀσπασίως καί τούς ἔδωσαν ἄδειαν ὅταν θέλουν νά λειτουργοῦν εἰς τήν ἐκκλησίαν, διά νά μνημονεύουν τούς Κτίτορας καί τά λοιπά ὀνόματα ὁπού ἐκεῖ εὑρίσκουνταν. ..."Ἐπειδή καί ἡμεῖς, πατέρες μου (ἔλεγεν πρός αὐτούς ο γέρων Ἱερόθεος), φαίνεται μέν πώς ἀφήσαμεν τόν κόσμον καί ἤλθαμεν εἰς τήν καλογερικήν ζωήν καί νηστεύομεν καί ἀγρυπνοῦμεν καί προσευχόμεθα καί ἄλλους πολλούς ἀγῶνας κάμνομεν καί ταῦτα κατά συνήθειαν. Ὅμως, εἰς μάτην γίνουνται ὅλα ἂν δέν ἀγωνισθῶμεν νά ξεριζώσωμεν καί τά πάθη μας μέσα ἀπό τήν καρδίαν μας καί νά τά μισήσωμεν μέ τελειότητα, τά ὁποῖα εἶναι ὁ φθόνος, τό μῖσος, ἡ μνησικακία, ἡ κενοδοξία, ἡ φιλήδονος προσπάθεια ὁπού ἔχωμεν εἰς τά ὑλικά πράγματα καί, τό χειρότερον πάντων, ἡ φιλαργυρία, ἡ ῥίζα τῶν κακῶν».(Καί δέν εἶναι παράδοξον πώς ἐδίδασκε, ὁ πνευματικός ἡμῶν πατήρ, τοιαῦτα πράγματα, ἐπειδή κοντά εἰς τά ἄλλα δέν εἶχεν οὔτε κἂν ἕνα ἀργύριον ἀπάνω του). Καί ταῦτα μέν εἰς τοσοῦτον. Ἄς ἔλθωμεν δέ ἐπί τό προκείμενον.
Ἀφοῦ ἐκάθισεν μερικόν καιρόν ὁ πατήρ ἡμῶν εἰς ἐκεῖνο τό Μονύδριον, ἐπῆρε μετά ταῦτα τήν συνοδείαν του καί ὑπῆγαν εἰς ἕνα μέγα σπήλαιον ὑπόγαιον καί ἐκατοίκησαν καί ἐχαίρουνταν εἰς τήν ἀμεριμνίαν καί ἡσυχίαν ὁπού εὑρήκασι. Καί διά ζωοτροφίαν τους ἐμεταχειρίζοντο τά βελάνια τῶν πριναρίων καί τό ὀλίγον νεράκι ὁπού εὑρήκασι μέσα εἰς τό σπήλαιον. Ὅμως, τά βελάνια μέ τό νά ἦσαν πολλά πικρά, ἐβλάπτη ἡ αἴσθησις τῆς γεύσεώς των καί ἐπέρασε καιρός ἕως νά ἔλθουν εἰς τήν πρώτην τους κατάστασιν. Κάμνοντες, λοιπόν, ἑνάμισυ χρόνον ἐκεῖσε καί εἰς τά ἕτερα νησία καί ἐπειδή ἐπειράζουνταν ἀπό τούς κλεπτοκουρσάρους ἐπανῆλθον αὖθις εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐκατοίκησαν εἰς τήν Σκήτην τοῦ ἁγίου Δημητρίου τό δεύτερον».
Ἀργότερα ὅταν ὁ γέρων Ἱερόθεος πολεμήθηκε γιά τίς ὀρθόδοξές του θέσεις περί τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως ἀπεφάσισε νά ἀναχωρήση καί πάλι, «ὁμοῦ μέ τά πνευματικά του τέκνα, καί ἐπῆγεν εἰς ἕνα νησάκι, Ἁλαττᾶς λεγόμενον, τό ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον εἰς τά Τρίκκερα. Καί παίρνοντας τήν ἄδειαν ἀπό τούς Τρικκεριῶτας, ἐκατοίκησεν εἰς τό ἐκεῖσε Μονύδριον, τό τιμώμενον εἰς ὄνομα τῆς θείας Μεταμορφώσεως καί τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων.
Ἀλλά καί ἐδῶ ποῖος ἠμπορεῖ νά διηγηθῇ, δηλαδή, ἐντελῶς, τήν φροντίδα καί τούς κόπους ὁπού ἐδοκίμαζεν, ὁ ἀοίδιμος Ἱερόθεος, εἰς τήν κατ’ ἄμφω οἰκονομίαν καί διοίκησιν τῶν πνευματικῶν του τέκνων; Καί ... κοντά εἰς τούς πνευματικούς κόπους αὔξησαν καί τούς σωματικούς, οἱ μακάριοι· ἤγουν, ἄρχισαν, λέγω, νά καλλιεργοῦν τήν γῆν ἢ χωράφια, νά φυτεύουν ἀμπελῶνας καί δένδρα διάφορα, ἔτι δέ νά καθαρίζουν καί τά δένδρα τῶν ἐλαιῶν πρός καρποφορίαν εὐτυχεστέραν, διά νά πορεύωνται πρός αὐτάρκειαν καί διά νά μήν ζητήσουν πώποτε νά ἔβγουν εἰς τά λεγόμενα ταξίδια, μᾶλλον εἰπεῖν ἀταξίας καί σκοντάματα, ἀλλά αὐτοί νά δίδουν καί ἐλεημοσύνην, μάλιστα, ἀπό τούς κόπους τους».
***
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ εὐωδέστρεος καρπός τῆς πρώτης ἑκουσίας ἐξόδου τῶν κολλυβάδων Πατέρων ἀπό τόν Ἄθωνα πρός τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καθώς ὄντας στήν Νάξο: «ἀνταμώθη μέ πατέρας Ἁγιορείτας, μέ τούς ἱερομονάχους, λέγω, Γρηγόριον καί Νήφωνα καί μέ τόν Γερο-Ἀρσένιον, ἄνδρας τῇ ἀληθείᾳ τούς πολλούς ὑπερέχοντας τῇ ἀρετῇ καί σεμνότητι, ἀπό τούς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τήν μοναδικήν πολιτείαν καί ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτούς τήν νοεράν προσευχήν. Ἀπ’ αὐτοῦ, δέν ἠξεύρω πότε, ἐπῆγεν εἰς τήν Ὕδραν. Ἐκεῖ ηὗρε τόν ἅγιον Κορίνθου κύριον Μακάριον, μέ κάθε ἀρετήν καί ἁγιωσύνην λάμποντα. Ηὗρε καί τόν Γερο-Σίλβεστρον, τόν ὑψίνουν καί πλατύνουν, τόν Καισαρέα, τῷ μέλι τῆς ἡσυχίας καί θεωρίας τρεφόμενον, ἔξω ἀπό τήν Ὕδραν, εἰς ἕναν στενότατον οἰκίσκον κεκλεισμένον, ἀπό τόν ὁποῖον μάλιστα ἐκαρπώθη ὅλας τάς ἀρετάς τοῦ μονήρους βίου.».
Ἀργότερα ὁ ὅσιος Νικόδημος ἠσκεῖτο στήν περιοχή τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος, τήν σημερινή Καψάλα στήν ὁποία ἀνταμώθη καί πάλιν μέ τόν Γερο-Ἀρσένιο τόν Μωραΐτη, ὁ ὁποῖος «ἐκατοίκησεν εἰς τό Κυριακόν τῆς Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος. Τοῦτον ἰδών καί ἠξεύροντάς τον ἀπό τήν Ναξίαν ἄνδρα εὐλαβῆ καί ἐνάρετον καί εἴδησιν ἔχοντα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐπροσκολλήθη μεταυτόν καί ἕγινεν ὑποτακτικός του... Ὁ δέ Ἀρσένιος μετά τό κτίσιμον τῆς καλύβης ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ ἐμετοίκησεν εἰς τήν Σκυροπούλαν, καί ὡς ὑποτακτικός τόν ἠκολούθησεν καί ὁ Νικόδημος καί ἐκάθησεν ἕνα χρόνον. Αὐτοῦ ἐσύνθεσεν τό Συμβουλευτικόν εἰς τόν ἐξάδελφόν του κύριον Ἱερόθεον, ὄντα τότε Εὐρίπου».
Ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος Σταυρουδᾶς, βιογράφος καί παραδελφός τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος παρεμπιπτόντως καί αὐτός κατέληξε σέ νησί τοῦ Αἰγαίου, περιγράφει μέ τρόπο χαριτωμένο τήν ἀλλαγή τήν ὁποίαν ὑπέστη ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὄντας εἰς τήν ἡσυχίαν. Γράφει: «Οὗτος ὁ εὐλογημένος Νικόδημος εἰς τήν ἀρχήν ὁπού ἦλθεν ἦτον τόσον δειλός, ὁπού εἰς τήν κέλλαν ὁπού τόν ἐβάναμεν νά κοιμηθῇ ἄφηνε τήν πόρταν ἀνοικτήν διά νά παρηγορῆται, καθώς ἐνόμιζεν, ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καί ὅταν ὑπῆγεν εἰς τήν ἡσυχίαν τόσον ἀνδρειώθη, ὁπού, ὅταν ἀγρυπνοῦσεν καί ἔγραφεν, οἱ δαίμονες ἔξω ἀπό τό παράθυρον τοῦ κελλίου του ἐψιθύριζον, καί αὐτός ἔγραφεν χωρίς νά δειλιάσῃ ποτέ του, κάποτε δέ ἐγελοῦσε καί αὐτός εἰς τά καμώματά των. Εἰς τήν Σκυροπούλαν ὅταν ἔμεινε μόνος του μίαν νύκτα, ὕστερον ἀπό τά ψιθυρίσματα τοῦ ἔκαμαν ἕναν κρότον ὁπού ἐνόμισεν ὅτι ἐγκρεμνίσθη ἕνας τοῖχος ὁπού ἦτον ἔξω ἀπό τό κελλίον του, καί τό ταχύ τόν ηὗρε γερόν».
Ὁ Ὅσιος μέ τόν καιρό ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν ἀνθρώπων καθώς «σχεδόν ὅλοι οἱ πληγωμένοι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφησαν τούς Ἀρχιερεῖς καί Πνευματικούς καί ὅλοι ἔτρεχαν εἰς τόν ρακενδύτην Νικόδημον, διά νά εὕρουν τήν ἰατρείαν τους καί παραμυθίαν τῶν θλίψεών τους· οὐ μόνον ἀπό τά Μοναστήρια καί Σκήταις καί κελλία, ἀλλά καί πολλοί Χριστιανοί ἤρχοντο ἀπό διαφόρους χώρας νά ἰδοῦν καί νά παρηγορηθοῦν εἰς τάς θλίψεις των ἀπό τόν Νικόδημον». Ἐνθυμούμενος τήν ἡσυχία καί τήν ἀμεριμνία τήν ὁποία ἀπελάμβανε στήν ἔρημο τῆς Σκυροπούλας συχνά ἔλεγε στούς παραδελφούς του «πᾶμε, πατέρες μου, εἰς κανένα ἐρημονήσιον νά γλυτώσωμεν ἀπό τόν κόσμον». Ὁ ἱερομ. Εὐθύμιος ὅμως προκειμένου νά μήν γίνη παρεξήγησις καί φανῆ ὁ Ὅσιος ὡς μισάνθρωπος, σημειώνει τά κάτωθι διαφωτιστικά: «πολλαῖς φοραῖς τρόπον τινά ἐπαραπονεῖτο εἰς ἐμᾶς· ἐπαραπονεῖτο ὄχι τούς ἀδελφούς βαρυνόμενος –καί πῶς, ὁπού αὐτός ὅλον τό διάστημα τῆς ζωῆς του τό ἐδαπάνησεν εἰς τό νά συνθέτῃ καί νά ἐξηγῇ τά ἀνήκοντα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν· του Χριστιανῶν; – ὄχι, λέγω, διά τοῦτο, ἀλλά διατί ἐμποδίζετο ἀπό τό θεῖον τοῦτο ἔργον καί διά τόν πόθον ὁπού εἶχεν νά ἀδολεσχῇ νυκτός καί ἡμέρας εἰς τήν θείαν καί νοεράν προσευχήν. Ἐπιμελεῖτο γάρ καί ταύτης διαπαντός, ὅλας τάς ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου εἰς τούτας τάς δύο ἐργασίας τάς εἶχεν ἀφιερωμένας, ἢ νά ἐξηγήσῃ κανένα νόημα τῆς θείας Γραφῆς ἢ νά κλίνῃ τήν κεφαλήν του εἰς τό ἀριστερόν μέρος τοῦ στήθους του καί νά βάνῃ τόν νοῦν του μέσα εἰς τήν καρδίαν καί νά φωνάζῃ νοερῶς τό "Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με". Καί διά τοῦτο πολλάκις μᾶς ἔλεγεν: "πᾶμε, πατέρες μου, εἰς κανένα ἐρημονήσιον νά γλυτώσωμεν ἀπό τόν κόσμον"».
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ περιγραφή πού κάνει ὁ ὅσιος Νικόδημος στόν ἐξάδελφό του Ἱερόθεο Εὐρίπου, γιά τήν ζωή στήν Σκυροπούλα καί τίς δυσκολίες της στήν ὁποίαν ἔγινε «δικελλίτης». Γράφει: «Χελιδών μέν μία ἤ ἀηδών, ἔαρ, ἡ παροιμία φησίν, οὐ καθίστησιν. Ἐμοί δέ ἀρτίως τάς ἐν Ἄθῳ καταλιπόντι διατριβάς, καί συνάμα τῷ Ἄθῳ, ἅς ὁ Ἄθως ἀηδόνα τρέφει πολλάς καί καλάς, καί τό ἔρημον τοῦτο καί δεινῶς αὐχμηρόν τε καί ἄνυδρον ἤδη παροικοῦντι νησίδριον, ἐν ᾧ, οὐχ ὅπως ἀηδών ὧπταί ποτε, ἀλλ'οὐδέ χελιδών δύναται νεοττεύειν, πηλοῦ οὐχ ὑπάρχοντος, οὐδ'ὅσος ἀπόχρη εἰς κατασκευήν καλιᾶς. Καί ἄλλου μέν τῶν ᾠδικῶν οὐδενός, γρηῶν δέ καί μόνων, τῶν οὕτως ἐπιχωρίως καλουμένων, ἐνηχουμένῳ. (Ὄρνεα δ' αἱ γρῆες ἰχθυοφάγα, αἰγιαλοῖς καί παραλίοις πέτραις ἐνδιαιτώμενα, νυκτινόμα, καί φωνήν ἀπηχῆ ἀφιέντα, τοῖς κλαυθμηρισμοῖς τῶν νηπίων προσεοικυῖαν)». Καί ὅπως σχολιάζει ὁ π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: «ἐκεῖ ἡ ζωή του ἦτο ἀγγελική καί οὐράνιος. Ἔζη ὡς ἄσαρκος καί μόλις ἐπήρκει ἐργαζόμενος σκληρῶς, εἰς τάς στοιχειώδεις βιοτικάς ἀνάγκας. Καί τοῦτο διότι προετίμησεν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, "τόν ἐργατικόν καί χειρωνακτικόν βίον, δικελλίτης γεγονώς καί σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων καί καθ'ἑκάστην καί τ'ἄλλα πάντα ποιῶν, οἷς ἡ πολύμοχθος χαρακτηρίζεται τῶν ἐρημονήσων ζωή καί πολυειδής περιπέτεια". Ἐπί πλέον δέ ἐκεῖ ἐστερεῖτο βιβλίων, ἀλλ'ἔχαιρε "χαράν ἀνεκλάλητον καί δεδοξασμένην", ἐπιδιδόμενος εἰς τήν ἀδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, δι'ἧς κατηλάμπετο ὁ νοῦς του καί ἐδέχετο τάς οὐρανίους ἀποκαλύψεις καί θείας μυήσεις τῆς ὑπερκοσμίου σοφίας. Ἀλλά καίτοι ἐστερεῖτο πάντων, ζῶν ὡς ἄγγελος, καίτοι ἀποφεύγων πᾶσαν ἐπικοινωνίαν καί φροντίδα μετά τῶν ἔξω, δηλονότι τοῦ κόσμου, ὑπήκουσεν ὅμως εἰς τήν παράκλησιν τοῦ ἐξαδέλφου του Ἱεροθέου, ἀποβλέπων εἰς τήν ἐκ τούτου ὠφέλειαν καί ἔγραψε, κατά μικρά διαλείμματα, "ἀπό τῆς σκαφῆς καί τοῦ χειρομύλωνος", θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλῆρες σοφίας θείας καί ἀνθρωπίνης, κατοχυρωμένον διά πολλῶν μαρτυριῶν τόσον ἐκ τῶν Θείων Πατέρων, ὅσον καί ἐκ τῶν ἔξω σοφῶν, ὑπό τόν τίτλον "Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον».
***
Ἀκόμη καί στά ἐρημονήσια στά ὁποῖα ἔζησαν ἀφανῶς τόσοι μεγάλοι Πατέρες, σήμερα χάνεται ἡ ἡσυχία, εἴτε λόγῳ τῶν κερδοφόρων ἀνεμογεννητριῶν οἱ ὁποῖες τείνουν νά ἐξαφανίσουν καί τό τελευταῖο ἥσυχο μέρος στόν πλανήτη, εἴτε λόγῳ τῶν ἀνήσυχων τουριστῶν, οἱ ὁποῖοι καί ὅταν πᾶνε νά ἡσυχάσουν, δυστυχῶς, ἀρέσκονται στό νά θορυβοῦν. Καί πάλι ὁ ὅσιος Παΐσιος θά πῆ: «Τό ἀνήσυχο κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας κατέστρεψε δυστυχῶς, μέ τόν δῆθεν πολιτισμό του ἀκόμη καί τά ἅγια ἐρημικά μέρη, πού γαληνεύουν καί ἁγιάζουν τίς ψυχές. Ὁ ἀνήσυχος ἄνθρωπος δέν ἡσυχάζει ποτέ. Δέν ἄφησαν πουθενά τόπο ἥσυχο».
Τί σχέση ἔχουν ὅμως τά ἅγια ἐρημονήσια μέ ἐμᾶς σήμερα μιᾶς καί εἶναι προφανές ὅτι δέν εἴμαστε ἱκανοί νά ἀκολουθήσουμε τήν «τραχεία ὁδό»; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ὁσιακῆς μνήμης ἱερομόναχος Σεραφείμ Ρόουζ, καθώς ἡ φωνή τῶν ἐρημονήσων συνεχίζει νά μᾶς καλῆ «ὄχι τόσο, ἄν καί εἶναι δυνατόν, γιά νά πορευθοῦμε πρός τήν ἔρημο (παρ' ὅλο πού μερικοί εὐτυχεῖς ἴσως εἶναι ἱκανοί νά τό πραγματοποιήσουν, καθώς τά δάση ὑφίστανται ἀκόμα στήν γῆ τοῦ Θεοῦ), – ἀλλά τοὐλάχιστον νά διατηρήσουμε ζωντανό τό ἄρωμα τῆς ἐρήμου στήν καρδιά μας: νά κατοικοῦμε νοερῶς καί καρδιακῶς μέ αὐτούς τούς ἀγγελοειδεῖς ἄνδρες καί γυναῖκες καί νά τούς θεωροῦμε ὡς τούς πλέον ἀληθινούς μας φίλους, συζητώντας μαζί τους διά μέσου τῆς προσευχῆς• μᾶς καλεῖ νά εἴμαστε πάντοτε μακράν τῶν προσκολλήσεων καί τῶν παθῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀκόμη καί ὅταν ἀναφέρονται σέ διαφόρους θεσμούς ἤ ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας• νά εἴμαστε πρῶτον πολίτες τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Ἄνω πόλεως γιά τήν ὁποία ἅπαντες οἱ Χριστιανικοί μας μόχθοι κατευθύνονται, καί μόνον δευτερευόντως νά εἴμαστε μέλη τοῦ φθαρτοῦ τούτου κόσμου. Ὅποιος ἔχει ἔστω καί μία φορά αἰσθανθῆ αὐτό τό ἄρωμα τῆς ἐρήμου, μέ τήν συναρπαστική του ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καί τήν νηφάλια σταθερότητα στόν ἀγώνα, ποτέ του δέν θά ἱκανοποιηθῆ μέ ὁτιδήποτε τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά μόνον δύναται νά βοᾶ μετά τοῦ Ἀποστόλου καί Θεολόγου: "Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ". Γιά νά λάβη τήν ἀπάντηση: "Ναί, ἔρχομαι ταχύ". Ἀμήν».-
δ.Π.
- Προβολές: 1765