Skip to main content

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφυρίου Βιθυνοῦ ( ; -1838) Περιπέτειες

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

Ἀπό τόν τόπο καταγωγῆς του, τήν Βιθυνία τῆς Μικρᾶς Ασίας, μέ γνωστές σημαντικές πόλεις τήν Προῦσσα, τήν Νίκαια καί τήν Νικομήδεια, ὁ Πορφύριος ἐπονομάζεται Βιθυνός.

Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ὡς Μέγας Ἀρχιδιάκονος στή Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1806 ἐπί Πατριάρχου Καλλινίκου Δ΄ ἐκλέγεται ὡς Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Ἄρτης, τοῦ μέχρι τότε Μητροπολίτη - Ἰγνατίου τοῦ Λεσβίου «ἔκ τινων περιστάσεων καί ἀναγκῶν ἐπειγουσῶν ἀπελαθέντος καί ἀπομακρυθέντος τῆς ἐπαρχίας του».

Δύο χρόνια (1806-1808) ἐποίμανε τήν Μητρόπολη Ναυπάκτου «καί οἱ κακοί ἄνθρωποι ἐπληροφόρησαν ἐκεῖνον τόν τύραννον [Ἀλήπασα], τί Ἰγνάτιος και τί Πορφύριος, ἔγραψεν εἰς την Κωνσταντινούπολιν, ἥνωσε τάς δύο ἐπαρχίας, Ἰωάννινα καί Ἄρτα, ἔλαβον καί ἐγώ προεδρικῶς τήν Ἐλασσόνα περιεχομένην εἰς τήν ἰδίαν ἐπικράτειαν τοῦ τυράννου…».

Ἡ ἕνωση τῶν δύο Μητροπόλεων, Ἰωαννίνων καί Άρτης, κράτησε τέσσερα περίπου ἔτη. «Ἤδη [Ἰούνιος 1813] τῶν ἀντιξόων ἐκείνων περιστάσεων ἐξομαλυσθεισῶν» οἱ δύο Μητροπόλεις χωρίζονται ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Στ΄καί τοποθετεῖται στήν Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἄρτης «ἀπό τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἐλασσῶνος, τῆς ἐλεηθείσης αὐτῷ πρός παραμυθίαν μετά τήν ἀνωτέρω περίστασιν καί ἀνεδέχθη πάλιν δικαίῳ λόγῳ τήν πληρωθεῖσαν αὐτῷ ἐπαρχίαν…».

Ὁ Πορφύριος ἐπί ἑπτά (7) χρόνια (1813-1820) ἐποίμανε, τό β΄, τήν Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἄρτης.

Μετά τήν πτώση τοῦ Ἀλήπασα ὁ διάδοχός του Ἰσμαήλ πασᾶς ἀκολούθησε τήν πολιτική του καί ἔκανε ἀναφορά στόν Σουλτάνο κατά τοῦ Πορφυρίου, χρησιμοποιώντας τίς ἴδιες αἰτιάσεις. Ὁ Σουλτάνος «διέταξε τόν ἀοίδιμον πατριάρχην Γρηγόριον [Ε΄] νά μέ τραβήξῃ ἀπό τήν ἐπαρχίαν αὐτήν πρός τό παρόν μέ ἰσχυρόν χάτι χουμαγιούν. Ὁ μακαρίτης πατριάρχης ἐναντιώθη εἰς τοῦτο, πλήν διά τήν δεινήν περίστασιν δέν τόν ἄφησαν οἱ Φαναριῶται νά κινηθῇ».

Ὅμως ἀντέδρασαν οἱ δύο ἐπαρχίες (Ναυπάκτου και Ἄρτης) καί παρατάθηκε ἡ παραμονή του ἐπί ἕξι ἀκόμα μῆνες, «και ἔπειτα ἐξωρίσθην ἀπό τόν πασόμπεην Ἰσμαήλ εἰς τό Ὄρος».

Τοῦ Πορφυρίου «ἐξωσθέντος τῆς ἐπαρχίας καί ἀπομακρυθέντος δι’αἰτίας τοῦτο ἀπαιτούσας» ἐξελέγη (Σ/βρ. 1820) ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος.

Ὁ Πορφύριος διέμεινε μόνο τέσσερις ἡμέρες εἰς τήν Λαύραν ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἐπανάστασις. Στή συνέχεια ἔλαβε ἔγγραφη πρόσκληση ἀπό τήν Ὕδρα καί ἔτσι ἔφθασε στό Μεσολόγγι καί ἀπό ἐκεῖ στό Ἀγρίνιο στή γενική συνέλευση τῶν ἐπαρχιῶν, ὅπου ἡ Γερουσία τῆς Δυτικῆς Χ. Ἑλλάδος τόν ὅρισε «ὁμοφρόνῳ γνώμῃ νά διέπω τά τῆς Ἐκκλησίας».

Ὁ τίτλος πού τοῦ δόθηκε ἀπό την Γερουσία ἦταν: «Πορφύριος θείῳ ἐλέει ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἐλευθέρας Δυτικῆς Ἑλλάδος». Ὁ τίτλος αὐτός κατά τόν Κωνσταντῖνο τόν ἐξ Οἰκονόμων ἦταν ἐκκλησιαστικῶς ἀνοίκειος καί ὁ Πορφύριος δέν τόν ἀποδέχθηκε, χρησιμοποιώντας τόν ἀρχαῖον καί ἐκκλησιαστικόν «Ὁ Ναυπάκτου καί Ἄρτης ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Αἰτωλίας».

Ὁ Πορφύριος ἀνέπτυξε γενικότερη δράση στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα «και ὕστερον διά τινας πολιτικάς περιπετείας ἀναχωρήσας, διέτριβεν ἐν Ναυπλίᾳ ἐτίμησε δέ τοῦτον καί ὁ Κυβερνήτης (Αἴγινα 30 Μαΐου 1829) καί δέδωκεν αὐτῷ τήν ἄδειαν, ἵνα ἐπανέλθῃ εἰς την μητρόπολιν αὐτοῦ» (Κων/νος ὁ ἐξ Οἰκονόμων).

Μετά τήν παραμονή τῆς Ἄρτας ἐκτός τῶν συνόρων τοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου μέ τό Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου τῆς 10/22 Μαρτίου 1830, ὁ Πορφύριος ἔλαβε τόν τίτλο «Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου» γιά νά ἀνταποκρίνεται στή νέα πραγματικότητα.

Μέ τήν ἀποκοπή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οικουμενικό Πατριαρχεῖο οἱ διαβιοῦντες στήν ἑλληνική ἐπικράτεια ἀρχιερεῖς ἐντάχθησαν στήν νέα ὀργάνωση.

Σημαντικό εἶναι τό ἀκόλουθο κείμενο:

«Ἐπίσκοπος Πορφύριος, Βιθυνός
Χειροτονηθείς τῷ 1806, ἐξωσθείς, καθαιρεθείς καί ἐξορισθείς διά καταδρομῆς τοῦ Ἀλήπασα καί κατ’ἀναφοράν τῶν κατοίκων ἐναντίον του, τῷ 1820 ἐπανελθών ὡσάν ἀθωωθείς εἰς τήν ἐπαρχίαν του, ἐπί τῆς ἐπαναστάσεως, συναγωνισθείς καί ἀναγνωρισθείς ὡς κανονικός ἀρχιεπίσκοπος ἀπό ὅλας τάς διοικήσεις, πεπαιδευμένος ὁπωσοῦν και πρακτικός.
(Παρατηρήσεις σέ κατάλογο Ἐπισκόπων, 1833), (Γ.Α.Κ. Ὀθωνικό, L.8, ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ 3 (1986-87), σσ. 566).

Μέ τό Β.Δ. (ΦΕΚ 38/27 Νοεμ. 1833) ἱδρύεται στόν Νομό Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας «Ἡ Ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας περιέχει τάς ἐπαρχίας Ἀκαρνανίας, Μεσολογγίου, Ναυπακτίας και Ἀγρινίου, Καθέδρα Μεσολόγγι». Μέ ἕτερον ΒΔ (ΦΕΚ 38, ὅ.π.) τοποθετεῖται: « Ἀκαρνανίας ὁ μέχρι τοῦδε Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου Σ. Μητροπολίτης κ. Πορφύριος».

Ἄρθρο Γ΄: «Ὅσοι τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιερέων ἔφερον μέχρι τοῦδε τόν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου θέλουν τόν διατηρήση καί εἰς τό ἑξῆς».

Βέβαια, ἡ ἐξέλιξη αὐτή δέν ἦταν ἀπρόσκοπτη. Ὑπῆρξαν Ἀρχιερεῖς «ἐκ τῶν ἔξωθεν ἐνταῦθα προσερχομένων» πού κατήγγειλαν στή νέα ἐξουσία ὅτι εἶναι καθηρημένος καί δέν δύναται νά αποκατασταθεῖ.

Ἡ ἀναληθής κατηγορία προκάλεσε αἰσθήματα ὀργῆς καί ἀναγκάζει τόν Πορφύριον νά γράψει γράμμα, ὅλο πίκρα καί ἀγανάκτηση, κατά τῶν «ψευδαδέλφων Ἀρχιερέων» καί ζητεῖ ἀπό τόν τότε Πατριάρχη τά σχετικά ὑπομνήματα.

Ἡ ἐπιστολή τοῦ Πορφυρίου, ἀνέκδοτη ἀπ’ ὅ,τι ξέρω, λόγῳ τοῦ ὕφους καί τοῦ περιεχομένου της καταχωρεῖται, ὡς ἔχει:

Τήν ὑμετέραν θειοτάτην, σοφωτάτην καί Σεβασμιωτάτην μοι Παναγιότητα ταπεινῶς προσκυνῶν, τήν Παναγίαν αὐτῆς δεξιάν πανευλαβῶς καθασπάζομαι.

Καθῆκον ἀνέκαθεν Ἱερόν, Παναγιώτατε Δέσποτα!, ἐκίνει την ψυχήν μου εἰς τόν ἀπεριόριστον Σεβασμόν πρός τήν ὑμετέραν Παναγιότητα.

Μ’ ἐστάθη δέ πάντῃ ἀδύνατον ἡ ἐκπλήρωσίς του, καί τόσον περισσότερον, καθ’ὅσον αἱ παρελθοῦσαι περιστάσεις τοιαῦται, δέν μ’ἐπέτρεπον εἰς τοῦτο. Μόλις δ’αὗται καθωμαλίσθησαν καί τά πράγματα, τῇ θείᾳ χάριτι και ταῖς θεοπεισθέσιν εὐχαῖς τῆς Παναγιότητός της, προοδεύοντα ἐπί το κρεῖττον ἐστερεώθησαν, καί ὁ ὑποσημειούμενος σπεύδω νά ἐκπληρώσω διά τῆς παρούσης μου τῆς ψυχῆς μου τό αἴσθημα αὐτό, τό ὁποῖον ὅλως ἱερόν ἀποδίδωμι, ὡς ὀφειλόμενον τῇ ἱερᾶ κορυφῇ της, ἐπαναπαυόμενος δέ κατά τοῦτο, δέν κρίνω περιττόν νά καθυποβάλω ὑπ’ὄψιν τῆς ὑμετέρας Παναγιότητος καί τό ἑξῆς καθ’ὅ ἡ Δεσποσύνη της εὐαρεστουμένη θέλη ἐνισχύση τό ἰαματικόν ἔλαιον εἰς τάς πληγάς μου.

Ὕστερον ἀπό τόσα δεινά, Παναγιώτατε Δέσποτα!, τά ὁποῖα ὑπέφερα εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν περιστάσεων καί τά ὁποῖα ἄν μ’ἦτον συγχωρημένα νά περιγράψω ἐνταῦθα, ἤθελον λυπήση, εἶμαι παραβέβαιος τήν ἱεράν της ψυχήν καί κινήση ἕναν οἶκτον καί αὐτά τά ἀναίσθητα ὄντα ψυχῆς, ἄνανδρα καί φθονερά ψευδαδέλφων ἀρχιερέων, ἐκ τῶν ἔξωθεν ἐνταῦθα προσερχομένων, ἐκίνησαν γλῶσσαν κατ’ἐμοῦ καί συκοφαντοῦντές μου μ’ ἐκήρυξαν καθηρημένον, θέλοντες ν’ἀμαυρώσουν τό Γῆρας μου, νά λυπήσουν τήν πολυπαθῆ καρδίαν μου καί νά προσβάλουν τήν ὑποληψίν μου, τήν ὁποίαν κατ’ἄλλον τρόπον δέν ἠδύναντο νά βλάψουν παρά τῇ βασιλικῇ ἐξουσία, καί παρά τοῖς ἀδελφοῖς ἐν Χριστῷ ἀρχιερεῦσιν, ἤδη καθ’ὅν καιρόν τό Γῆρας μου ἔμελλε νά ἐπαναπαυθῆ ἀπαλλαττόμενον ἀπό τά βάρη τῶν ἕως τοῦδε διατρεξάντων πολιτικῶν περιστατικῶν.

Δέν λανθάνουν τήν μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, Παναγιώτατε Δέσποτα!, οὐδέ την Ἱεράν της ψυχήν, ἡ βουλή τῆς Ὑψηλῆς Πόρτας εἰς τό 1820 κατά τοῦ Ἀλῆ πασιᾶ, τότε ἐκίνησε τό πᾶν εἰς ἐξόντωσιν τοῦ τυράννου ἐκείνου καί πρός ἐπιτυχίαν ἐλήφθη τό μέτρον, ὥστε να προλάβουν τότε πᾶν ὅ,τι ἐφαίνετο ἐναντίον ὡς πρός τόν σκοπόν του.

Ἡ Ὑψηλή Πόρτα εἴτε διέταξεν ἀμέσως, εἴτε ἄλλοι προσέβαλλον τό πρᾶγμα, ἐνεκρίθη ὥστε ὁ ἀντί τοῦ ὑποσημειουμένου ν’αὐτοκατασταθῇ ἄλλος ἀρχιερεύς εἰς τήν ἐπαρχίαν Ἄρτης. Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καίτοι γνωρίζουσα τό πρᾶγμα ἄδικον καί ἄκουσα ἐνέδωκε εἰς τήν τοιαύτην πολιτικήν τότε τῆς Ὑψηλῆς Πόρτας καί οὕτως ἐγκατέστησε μέν τότε τόν κ. Ἄνθιμον Ἄρτης, ἠρκέσθη δέ ἐμέ νά προσκαλέση κατά τά ἀνά χεῖρας μου συνοδικά καί πατριαρχικά Γράμματα, ὥστε νά μεταβῶ εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀλλά καί τούτου μή συνάδοντος μέ τήν πολιτικήν τῆς Ὑ. Πόρτας, διετάχθην ν’ἀπεράσω εἰς τήν κατά τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος Μονήν τῆς Λαύρας, ὅπου καί ἀπελθών ἔλαβον Γράμματα πατριαρχικά λόγου ἄξια, προσκαλοῦντα με εἰς Κωνσταντινούπολιν, καί ἐνῶ ἑτοιμαζόμην εἰς τοῦτο ἡ ἐπανάστασις τῆς Ἑλλάδος καί τά διατρέχοντα τότε εἰς Κωνσταντινούπολιν μ’ ἐμπόδισαν, ἄλλ’οἱ συκοφάνται μου μ’ ὅλον ὅτι γνωρίζουν ὅλα ταῦτα, καθώς ἐπίσης καί τήν περί τά τοιαῦτα ἐχέφρονα οἰκονομίαν τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, διισχυριζόμενοι προσθέτουν ἐπί προθέσει καί τό ἐπ’ ἐγκλήματι ὅτι εἶμαι καθηρημένος.

Οἱ φθονεροί πόσον ἀπανθρώπως προσβάλλουν τό Γῆρας μου καί τόν Ἀρχιερατικόν μου χαρακτῆρα, τόν ὁποῖον δέν ἐντρέπομαι νά εἰπῶ ὅτι διετήρησα ἄμεμπτον.

Τούτων ἁπάντων ἕνεκα, Παναγιώτατε Δέσποτα!, προστρέχω εἰς τήν Ἱεράν της κορυφήν καί παρακαλῶ θερμῶς νά εὐαρεστηθῇ ἡ Παναγιότης της νά μοί σταλῇ ἀντίγραφον τοῦ γενομένου τότε εἰς τήν ἐγκατάστασιν τοῦ διαδόχου μου Ἄρτης παρά τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, ὑπομνήματος.

Ἕν μέν διά να πληροφορηθοῦν καί νά καταισχυνθοῦν οἱ Συκοφάνται ἐχθροί μου, διότι οὐδέν ἔγκλημα γνωρίζω ἐν ἐμαυτῷ πραχθέν τότε, ἄλλο δέ νά παρηγορήσω τήν κατάπικρον καί προσβληθεῖσαν ἐκ τῆς ἀναληθοῦς συκοφαντίας καρδίαν μου, ἥτις ἀφοσιωμένη πρός τήν Ἱεράν κορυφήν της πείθεται, βεβαίως, ὅτι φείσεσθε τόν Γέροντα, ποτέ ἀρχιερέα τῆς Ἄρτης, τόν ἀναξιοπαθοῦντα ἤδη καί περιφρονούμενον ἀπό ψευδαδέλφους Ἀρχιερεῖς.
Ναί, Παναγιώτατε Δέσποτα!, ἕνεκα τούτου θέλετε μ’ἔχητε διά βίου εὐγνώμονα καί οἷος ὑποσημειοῦμαι.

Τῇ 30 Ἰουλίου 1833
ἐν Ναυπλίῳ
Τῆς ὑμετέρας Παναγιότητος
Πρόθυμος τῶν ἐπιταγῶν της
καί ἐλάχιστος δοῦλος
Ὁ Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου Πορφύριος

(ΓΑΚ, ΒΛ., Φ. 132, Υπ. Εκκλ., φ3)

Φαίνεται ὃτι ὁ Πατριάρχης ἀπέστειλε τά σχετικά ὑπομνήματα καί ὁ Πορφύριος τοποθετήθηκε στήν Ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας (Νοέμ. 1833).
Ἀκολούθησε μετά τετραετῆ θητεία ὡς Ἀκαρνανίας ἡ βασιλική εὐαρέσκεια:

ΟΘΩΝ
ΕΛΕΕΙ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Λαμβάνων ὑπ’ ὄψιν τήν ἀπό 18/30 Μαρτίου τ.ε., καί ὑπ’ἀριθ. 5061 ἀναφοράν τῆς ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λπ. Γραμματείας, καί ἐπιθυμοῦντες νά περιθάλψωσι τόν κατά τήν Ἐπισκοπήν Ἀκαρνανίας Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κύριον Πορφύριον, καθόσον τά χρηματικά τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου μέσα ἐπιτρέπουν τοῦτο, ἕνεκα τῶν ὑπέρ τῆς πατρίδος ὑπηρεσιῶν του, τοῦ γήρως του καί τοῦ ἀκαμάτου ζήλου του, διατάσσομεν νά δίδεται πρός αὐτόν τακτικῶς ἀπό τό διαληφθέν Ταμεῖον ἐπιχορήγησις /60/ἑξήκοντα Δραχμῶν κατά μῆνα διά τό ἐνοίκιον τῆς οἰκίας του.
Τά ἐγκλειόμενα ἐπιγράφοντες
Ἀθῆναι τήν 4/16 Ἀπριλίου 1837
Ὄθων

Πρός τήν ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν
Γραμματείαν

Περί τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἀκαρνανίας
(ΓΑΚ, Γραμ. Ἐκκλησιαστικῶν, Φ.19)

Ὁ περιπετειώδης βίος τοῦ Μητροπολίτη Πορφυρίου ἔληξε στίς 19 Αὐγούστου 1838.
Ἡ λιτή ἀναφορά τοῦ Φρούραρχου Μεσολογγίου πρός τήν ἐπί τῶν Στρατιωτικῶν Γραμματεία φανερώνει καί τό ἐθνικόν ἒργον τοῦ ἐκλιπόντος Μητροπολίτη.
Ἡ Ἀναφορά ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ἀριθ. 494
Μεσολόγγιον τήν 21 Αὐγούστου 1838.
Τό Φρουραρχεῖον Μεσολογγίου
Πρός  Τήν Β. ἐπί τῶν Στρατιωτικῶν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας εἰς Ἀθήνας

«Περί τελευτῆς καί κηδείας τοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας»

Ταπεινῶς ἀναγγέλλομεν εἰς τήν Β. ταύτην Γραμματείαν, ὅτι κατά τήν 19 τρέχ. ἐτελεύτησεν ὁ Σ. Μητροπολίτης Αἰτωλίας. Κατά συνέπειαν δέ τῆς ὑπ’ἀριθ. 2336 προσκλήσεως τῆς Β. Διοικήσεως Αἰτωλίας, διετάξαμεν καί ἒγινε κατά τούς κανονισμούς ἡ κηδεία μέ ὅλας τάς εἰς τόν βαθμόν τοῦ ἀρχιερέως τούτου ἀνηκούσας τιμάς, ἔχοντες δέ καί τό Ἀριστεῖον καί τόν Σταυρόν τοῦ Σωτῆρος.
Χρ. Φαβρίκιος
ἀντισυνταγματάρχης
(Γ.Α.Κ. Ὀθωνικό, L. 5, ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ 3 (1986), σσ, 567)

(Πβλ. καί σχετικά ἔγγραφα: ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ 3 (1986-87), σ.σ. 566-567. 4(1988-89), σσ. 737-740. 5 (1990-91), σσ. 569-577).

  • Προβολές: 1751