Δημήτριου Μακρυγιάννη: «Ἡ γνησιότητα τῶν ἔργων τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη»
Εἰσήγηση στό ΣΤ΄ Θεολογικό Συνέδριο, Ναύπακτος, Σάββατο 3 Ὀκτωβρίου 2020
Δεῖτε τὴν εἰσήγηση ΕΔΩ
Σεβασμιώτατε, κυρίες καί κύριοι
Αἰσθάνομαι μεγάλη χαρά καί ἱκανοποίηση πού μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νά παρουσιάσω τήν μελέτη μου γιά τήν γνησιότητα τῶν ἔργων τοῦ Διονύσιου Ἀρεοπαγίτη, στήν ὁποία ὑποστηρίζεται ὅτι αὐτά εἶναι γνήσια καί ὄχι ψευδώνυμα, ὅπως πιστεύεται σήμερα.
Μέ συντομία, τό ἱστορικό τῶν ἔργων αὐτῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: Γιά πρώτη φορά ἦλθαν στή δημοσιότητα κατά τήν διάσκεψη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Μονοφυσιτῶν κατά τό ἔτος 532. Ἀρχικά τά ἀνέφεραν οἱ Μονοφυσίτες, ἀλλά τά ἀμφισβήτησε ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐπίσκοπος Ὑπάτιος. Ὅμως, ἐκτός ἀπό τίς ἀρχικές ἀντιρρήσεις, τά ἔργα αὐτά ἀναγνωρίστηκαν ἀπό ὅλους ὅτι εἶναι γνήσια ἔργα τοῦ Ἀθηναίου Διονύσιου Ἀρεοπαγίτη. Συγκεκριμένα μάλιστα ὁ ἐπίσκοπος Ὑπάτιος, ὅταν τά μελέτησε, ὄχι μόνο δέν συνέχισε νά τά ἀμφισβητεῖ, ἀλλά χρησιμοποίησε καί ὁ ἴδιος τήν ὁρολογία τοῦ Διονύσιου στό ἔργο του «Περί τῶν εἰκόνων».
Τά συγγράμματα αὐτά ἀπετέλεσαν τίς βάσεις τοῦ Χριστιανικοῦ μυστικισμοῦ, τόσο στό Βυζάντιο ὅσο καί στή Δύση, ἀλλά καί στίς Σλαβικές χῶρες. Ἐπί 13 αἰῶνες δέν ἐκφράστηκε καμία ἀπολύτως ἀντίρρηση γιά τήν γνησιότητά τους, διότι ὅλοι τά μελετοῦσαν καί τά ἐθαύμαζαν. Καί δέν εἶναι ὑπερβολή νά εἰποῦμε, ὅτι ἐθεωροῦντο ὡς τά σημαντικότερα κείμενα τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας, μετά τήν Ἁγία Γραφή.
Ὅμως κατά τόν Μεσαίωνα ἄρχισαν νά διατυπώνονται στή Δύση κάποιες ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν γνησιότητά τους. Ἀρχικῶς τά ἀμφισβήτησαν ὁ Λαυρέντιος Valla, ὁ Ἔρασμος καί ὁ Josef Scaliger. Τήν πλήρη ἐπικράτηση τῆς ἀμφισβήτησης ὁλοκλήρωσαν δύο νεώτεροι προτεστάντες θεολόγοι, ὁ Hugo Koch καί ὁ Josef Stiglmayr, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριξαν ὅτι τά ἔργα αὐτά γράφτηκαν ἀπό ἕναν ἄγνωστο συγγραφέα κατά τόν Ε΄ αἰώνα, στόν ὁποῖο δόθηκε τό συμβατικό ὄνομα ΨευδοΔιονύσιος.
Ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει ἐπικρατήσει σήμερα μεταξύ ὅλων σχεδόν τῶν θεολόγων καί φιλολόγων παγκοσμίως. Προσωπικά ὅμως ἀπεφάσισα νά ἐξετάσω λεπτομερῶς αὐτό τό θέμα, ὥστε νά διαπιστώσω γιά ποιούς λόγους τά ἔργα αὐτά, τά ὁποῖα ἐπί 13 αἰῶνες ἐθεωροῦντο ὡς ἀπολύτως γνήσια ἀπό ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο, μετέπεσαν στήν ἀντίθετη θεώρηση, νά νομίζονται ψευδώνυμα καί ὅτι μέ κάποιο εἶδος σκηνοθεσίας ἀποδόθηκαν στόν Ἀθηναῖο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη τοῦ Α΄ αἰῶνος.
Ἀπό τήν ἔρευνα αὐτή διαπιστώθηκε, ὅτι μερικά ἀπό τά ἐπιχειρήματα πού προβάλλοντο ἦσαν ἐπουσιώδη καί ἐξεζητημένα, καί ἔχουν ἀναιρεθεῖ εὔκολα, ὅπως ἡ περιγραφή τῆς τάξεως τῶν μοναχῶν, ἡ δογματική ὁρολογία, ἡ ἐκφώνηση τοῦ «Πιστεύω» κ.λπ. Τά σημαντικότερα ἀπό αὐτά ἦσαν μόνον δύο: α) Τό ὅτι τά ἔργα αὐτά δέν ἀναφέρονται ἀπό τούς Πατέρες καί τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, καί β) Τό ὅτι μέσα στά ἔργα ἐντοπίστηκαν μερικά ὅμοια ἐδάφια καί ἐκφράσεις μέ τά ἔργα τοῦ νεοπλατωνικοῦ φιλοσόφου Πρόκλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τόν Ε΄ αἰώνα.
Σχετικά μέ τό πρῶτο ἐπιχείρημα, θά ἐπανέλθουμε πιό κάτω. Ἀρχικά πρέπει νά ἐξετάσουμε τό θεωρούμενο ὡς τό «καταφανέστερο ἐπιχείρημα», δηλαδή τά ὅμοια ἐδάφια τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων μέ τά κείμενα τοῦ Πρόκλου. Ὅταν διαπιστώνονται ὁμοιότητες μεταξύ δύο συγγραφέων, ἄς τούς ὀνομάσουμε Α καί Β, τότε εἶναι προφανές ὅτι ὑπῆρξε ἀντιγραφή τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλον. Ἀλλά γιά νά συμπεράνουμε ἐάν ὁ Α ἀντέγραψε ἀπό τόν Β, ἤ ὁ Β ἀπό τόν Α, χρειάζεται ἡ διερεύνηση τῶν κειμένων τους καί ἀπό ἄλλες πλευρές.
Στή συγκεκριμένη περίπτωση, οἱ προτεστάντες θεολόγοι Koch καί Stiglmayr διαπίστωσαν τίς ὁμοιότητες μεταξύ τῶν κειμένων Διονύσιου καί Πρόκλου, καί δέχτηκαν αὐθαίρετα ὅτι ὁ συγγραφέας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων ἔχει ἀντιγράψει τά σημεῖα αὐτά ἀπό τά ἔργα τοῦ Πρόκλου καί ἑπομένως εἶναι μεταγενέστερος ἀπό αὐτόν. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ θεωρία γιά τόν ΨευδοΔιονύσιο. Δέν ἔδωσαν ὅμως καμία ἐξήγηση, στό πῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ΨευδοΔιονύσιος χρησιμοποίησε τά ἔργα τοῦ Πρόκλου, καί ὄχι ὅτι ὁ Πρόκλος εἶχε χρησιμοποιήσει τά ἔργα τοῦ πραγματικοῦ Διονύσιου Ἀρεοπαγίτη.
Οἱ ὁμοιότητες μεταξύ τῶν ἔργων τοῦ Διονύσιου καί τοῦ Πρόκλου εἶχαν ἤδη διαπιστωθεῖ ἀπό τήν ἐποχή πού ἐμφανίστηκαν τά ἔργα αὐτά. Ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στόν πρόλογο τῶν σχολίων πού ἔγραψε κατά τόν Ζ΄ αἰώνα, λέγει τά ἑξῆς:
«Σημειωτέον ὅτι μερικοί ἀπό τούς ἐθνικούς φιλοσόφους, καί μάλιστα ὁ Πρόκλος, χρησιμοποιοῦν πολλές φορές θεωρήματα τοῦ μακάριου Διονύσιου, καί μάλιστα μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις».
Ὁ Μάξιμος λοιπόν βεβαιώνει κατηγορηματικά, ὅτι ὁ Πρόκλος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀντιγράψει πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν Διονύσιο. Στήν ἐποχή του, τά συγγράμματα τοῦ Πρόκλου ἦσαν πιό διαδεδομένα ἀπό ἐκεῖνα τοῦ Διονύσιου, καί ὅμως κανένας δέν ἐξέφρασε τότε ἀντίθετη ἄποψη. Τήν γνώμη τοῦ Μάξιμου ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ μετέπειτα συγγραφεῖς (ὁ Φώτιος, τό Λεξικό «Σουΐδας», ὁ Νικόλαος Μεθώνης κ.λπ.).
Οἱ νεώτεροι κριτικοί Koch καί Stiglmayr διαπίστωσαν ἐκ νέου τίς ὁμοιότητες Διονυσίου–Πρόκλου, ἀλλά ἔδωσαν ὅπως εἴπαμε τήν ἀντίθετη ἑρμηνεία καί ἰσχυρίστηκαν ὅτι ὁ Διονύσιος, δηλαδή ὁ ἄγνωστος Ψευδο-Διονύσιος τοῦ Ε΄ αἰώνα, ἔχει ἀντιγράψει αὐτά τά ἐδάφια καί τίς ἐκφράσεις ἀπό τόν Πρόκλο.
Ἐξετάζοντας λεπτομερῶς τίς δύο αὐτές ἀπόψεις, διαπιστώσαμε, ὅτι σωστή εἶναι ἡ ἄποψη πού ἴσχυε κατά τήν ἀρχαιότητα καί ἐκφράστηκε μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ἀπό τόν Μάξιμο, δηλαδή ὅτι ὁ Πρόκλος ἔχει χρησιμοποιήσει τά ἔργα τοῦ Διονύσιου.
Ἐδῶ δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος γιά νά προχωρήσουμε σέ πιό λεπτομερεῖς ἀναλύσεις. Σημειώνουμε μόνο, ὅτι ἐάν ἐξετάσουμε ἀντικειμενικά τούς δύο συγγραφεῖς, διαπιστώνουμε τήν σαφῆ ἀνωτερότητα τοῦ Διονύσιου ἔναντι τοῦ Πρόκλου. Ὁ Διονύσιος δέν χρησιμοποιεῖ τά ἔργα κανενός ἀπολύτως φιλοσόφου. Ἡ μοναδική πηγή του εἶναι τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δέν ὑπάρχουν ἄλλα ὅμοια συγγράμματα σέ ὁλόκληρη τήν ἀρχαία χριστιανική ἤ τήν ἐθνική γραμματεία. Συνεπῶς ὅλα εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου πρωτότυπα καί μοναδικά. Ἀντιθέτως ὁ Πρόκλος δέν ἔχει γράψει οὔτε ἕνα πρωτότυπο ἔργο, ἀλλά ὅλα τά γνωστά συγγράμματά του ἀποτελοῦν ὑπομνήματα καί σχόλια σέ ἔργα παλαιοτέρων φιλοσόφων καί συγγραφέων, ἤ ἀπανθίσματα τῶν ἀπόψεών τους σέ διάφορα θέματα.
Εἶναι δέ πολύ σημαντικό, τό ὅτι ὁ Πρόκλος σπανίως ἀναφέρει τά ὀνόματα τῶν συγγραφέων ἀπό τούς ὁποίους λαμβάνει τίς ἀπόψεις τους. Ὁ μόνος συχνά ἀναφερόμενος φιλόσοφος, εἶναι ὁ Πλάτων. Ὅμως, οὐδέποτε ἀναφέρει τό ὄνομα κάποιου ἀπό τούς χριστιανούς συγγραφεῖς. Εἶναι βέβαιο ὅτι γνώριζε τά ἔργα τους, διότι ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του Μαρίνος ὁ Νεαπολίτης, εἶχε μελετήσει ὅλα τά θεολογικά συστήματα καί ὅλα τά συγγράμματα τῶν παλαιοτέρων.3 Ἑπομένως, εἶναι προφανές ὅτι μέσα στά κείμενά του παρεμβάλλει καί ἀπόψεις ἀπό τά ἔργα τοῦ Διονύσιου Ἀρεοπαγίτη, χωρίς νά ἀναφέρει τό ὄνομά του, λόγω τῆς ἀντίθεσής του πρός τόν Χριστιανισμό.
Ἕνα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πού διαφωτίζει τίς σχέσεις Διονυσίου-Πρόκλου εἶναι τό ἑξῆς:
Ὁ Διονύσιος στό ἔργο του «Περί Θείων Ὀνομάτων» παρεμβάλλει ἕνα ἀνεξάρτητο κεφάλαιο «Περί κακοῦ». Ἐκεῖ ἀναλύει μέ μέγιστη ἐμβρίθεια τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ καί καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι μόνον τό καλό καί ἀγαθό ἔχει οὐσία καί πραγματική ὑπόσταση, ἐνῶ τό κακό εἶναι ἀνυπόστατο, δηλ. δέν ἔχει οὔτε οὐσία οὔτε ὑπόσταση, ἀλλά ὑπάρχει μόνον φαινομενικά.
Ὁ Πρόκλος ἐπίσης ἔχει συγγράψει ἕνα ἔργο «Περί τῆς τῶν κακῶν ὑποστάσεως», τό ὁποῖο γράφτηκε τό ἔτος 440 καί σώζεται σέ λατινική μετάφραση, καί μέσα σ’ αὐτό ἀπαντῶνται μερικά ὅμοια ἐδάφια μέ τό κείμενο τοῦ Διονύσιου.
Τί συμβαίνει ὅμως; Ὁ Πρόκλος διευκρινίζει στόν πρόλογο τοῦ ἔργου του, ὅτι δέν θά ἀναφέρει δικές του ἀπόψεις, ἀλλά προτίθεται νά συγκεντρώσει ὅσα ἔχουν εἰπεῖ οἱ παλαιότεροι γιά τό θέμα τοῦ κακοῦ. Γράφει:
«Μερικοί ἀπό τούς προγενεστέρους μας μελέτησαν τή φύση τοῦ κακοῦ, ποιά εἶναι καί ἀπό ποῦ ἔχει τή γένεσή της… Καί δέν εἶναι καθόλου ἄσχημο καί ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμε ἐλεύθερο χρόνο, νά καταγράψουμε περιληπτικά ὅσα ἔχει εἰπεῖ σωστά ὁ καθένας ἀπό αὐτους, καί πρίν ἀπό αὐτούς ὅσες παρατηρήσεις ἔγιναν ἀπό τόν θεϊκό Πλάτωνα γιά τή φύση τοῦ κακοῦ… κ.λπ.».
Ἑπομένως, ὁ Πρόκλος δηλώνει ξεκάθαρα, ὅτι δέν συγγράφει ἕνα πρωτότυπο ἔργο περί τοῦ κακοῦ, ἀλλά συγκεντρώνει ὅσα ἔχουν εἰπεῖ οἱ παλαιότεροι φιλόσοφοι σχετικά μέ αὐτό τό θέμα. Καί πράγματι, μέσα στό κείμενό του ἀνευρίσκονται πολλές ἀπόψεις κυρίως ἀπό τόν Πλάτωνα, ἀλλά καί ἀπό τόν Πλωτίνο καί ἄλλους φιλοσόφους.
Τό κείμενο τοῦ Διονύσιου εἶναι μεστό, συμπαγές καί ἑνιαῖο, δηλαδή ἐντελῶς πρωτότυπο στή σύλληψη καί τή δομή του. Ἀντίθετα τό ἔργο τοῦ Πρόκλου εἶναι ἕνα ἀπάνθισμα ἀπόψεων ἀπό παλαιότερους ἄνδρες. Ὁ ἴδιος προσπαθεῖ νά τοῦ προσδώσει ἑνιαία μορφή, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι ἀποσπασματικό καί κυρίως ὄχι πρωτότυπο.
Εἶναι προφανές, λοιπόν, ὅτι στό ἔργο αὐτό ὁ Πρόκλος καταχωρεῖ, μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων, καί μερικές ἀπόψεις ἀπό τό κείμενο τοῦ Διονύσιου. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ὁμοιότητες μεταξύ τῶν δύο κειμένων.
Σημειώνουμε μάλιστα, ὅτι τό μέν κείμενο τοῦ Διονύσιου εἶναι συμπαγές καί μεστό νοημάτων ἄριστα διατυπωμένων, ὁ δέ Πρόκλος καταγράφει τά ἀποσπάσματα αὐτά μέ πιό ἀναλυτικές ἐκφράσεις καί χωρίς νά μεταφέρει ἐπακριβῶς ὅλα τά νοήματά τους. Ἡ συνηθισμένη ἑρμηνεία, ὅτι ὁ Διονύσιος ἔχει παραλάβει τά παραθέματα αὐτά ἀπό τήν μονογραφία τοῦ Πρόκλου, δέν δικαιολογεῖται ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῶν δύο κειμένων. Ἄλλωστε ὁ Πρόκλος εἶναι σαφέστατος στή δήλωσή του ὅτι συγκεντρώνει τίς ἀπόψεις παλαιότερων ἀνδρῶν. Συμπερασματικά, λοιπόν, τό ἐπιχείρημα τῆς ἐξαρτήσεως τοῦ Διονυσίου ἀπό τόν Πρόκλο, ἀποδεικνύεται λανθασμένο καί ἀβάσιμο, διότι ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: Ὁ Πρόκλος εἶναι ἐκεῖνος πού ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Διονύσιο.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Πρόκλος χρησιμοποιεῖ τά ἔργα τοῦ Διονύσιου, εἶναι προφανές ὅτι ὁ Διονύσιος ἔζησε σέ παλαιότερη ἐποχή. Ἑπομένως ἡ ὑπόθεση ὅτι συγγραφέας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν εἶναι ὁ μεταγενέστερος Ψευδο-Διονύσιος πέφτει στό κενό, δηλαδή εἶναι ἕνα ἀνύπαρκτο πρόσωπο. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό ὅτι οἱ εἰδικοί μελετητές δέν ἔχουν κατορθώσει νά τόν ἐντοπίσουν. Ἐπί δύο αἰῶνες προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἀνακαλύψουν τόν Ψευδο-Διονύσιο, χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Τουλάχιστον 20 πρόσωπα ἔχουν προταθεῖ σάν ὑποψήφιοι γιά τή θέση του, δηλαδή σάν ὑποθετικοί συγγραφεῖς τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν, ἀλλά κανένας δέν ἔχει γίνει ἀποδεκτός γενικά. Ἑπομένως ὁ περίφημος Ψευδο-Διονύσιος ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἀσύλληπτος. Καί πιστεύουμε ὅτι δέν πρόκειται νά ἐντοπιστεῖ ποτέ, ἁπλούστατα διότι δέν ὑπάρχει! Συνιστοῦμε, λοιπόν, σέ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ εἰδικά μέ αὐτό τό θέμα, νά μήν ἐκλαμβάνουν σάν δεδομένο τό ὅτι ὁ Διονύσιος ἔχει χρησιμοποιήσει τά ἔργα τοῦ Πρόκλου, ἀλλά νά λάβουν ὑπόψη καί τήν παλαιά ἄποψη, ὅτι ὁ Πρόκλος ἔχει χρησιμοποιήσει τά ἔργα τοῦ Διονύσιου. Ἄς ἐξετάσουν ἐνδελεχῶς τίς δύο ἀπόψεις καί ἄς ἀποφασίσουν μόνοι τους ποιά εἶναι ἡ σωστή.
Συνεχίζουμε τώρα μέ τό πρῶτο ἐπιχείρημα κατά τῆς γνησιότητος, δηλαδή ὅτι τά Ἀρεοπαγιτικά ἔργα δέν ἀναφέρονται ἀπό τούς Πατέρες καί τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων. Τό γιατί συνέβη αὐτό, κατανοεῖται εὔκολα, ἐάν ληφθεῖ ὑπόψη τό βαθύ θεολογικό περιεχόμενο τῶν ἔργων, τό ὁποῖο δέν μποροῦσε νά γίνει κατανοητό ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος συνιστᾶ ἐπανειλημμένως στόν ἀποδέκτη τῶν ἔργων του, τόν Τιμόθεο, νά μήν τά γνωστοποιεῖ στούς ἀμύητους. Γι’ αὐτό δέν τά ἀνέφερε καί ὁ Εὐσέβιος στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία του. Ἐν τούτοις ἡ σιωπή τῶν Πατέρων δέν εἶναι ἀπόλυτη, διότι ἐντοπίστηκαν 15 τουλάχιστον ἄμεσες καί ἔμμεσες ἀναφορές, σχετικές μέ τό πρόσωπο τοῦ Διονύσιου Ἀρεοπαγίτη καί τά ἔργα του. Ἀπό αὐτές θά ἀναφέρουμε τίς σημαντικώτερες.
Στίς ἄμεσες ἀναφορές μνημονεύεται ὀνομαστικά ὁ Διονύσιος, ὅπως στίς ἑξῆς περιπτώσεις:
1). Ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (Γ΄ αἰώνας) σέ ἕνα ἀπόσπασμα γράφει: «… καί θά ἰδεῖ τόν θεόν πρόσωπο μέ πρόσωπο, ὄχι μέ ὑπαινιγμούς, ἀλλά ὅπως συνέβη μέ τούς ἁγίους ἀποστόλους, ὅπως λέγει ὁ μέγας Διονύσιος».4 Ὁ ἴδιος εἶχε γράψει καί σχόλια στά ἔργα τοῦ Ἀρεοπαγίτη, τά ὁποῖα δέν εἶναι γνωστά, ἀλλά τά μνημονεύει ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ἀναφέροντας καί ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό αὐτά.
2). Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του «Περί ψευδοπροφητῶν» ὀδύρεται γιά τήν κατάπτωση τῶν ποιμένων τῆς ἐποχῆς του, ἀναλογιζόμενος τούς θαυμάσιους παλαιούς ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει: «Ποῦ εἶναι ὁ Εὐόδιος, ἡ εὐωδία τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ εἶναι ὁ Ἰγνάτιος, τό οἰκητήριο τοῦ θεοῦ; Ποῦ εἶναι ὁ Διονύσιος, τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ; Ποῦ εἶναι ὁ Ἱππόλυτος κ.λπ.». Ὁ λόγος αὐτός θεωρήθηκε νόθος, ἴσως γιατί περιέχει τό ὄνομα τοῦ Διονύσιου. Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα, ἀπό ἄγνωστη ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου στό χωρίο Πράξεις 17, 34, ὅπου ἀναφέρεται ἡ προσέλευση τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη στόν Χριστιανισμό, μετά τήν ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τό ἀπόσπασμα αὐτό σώζεται σέ σειρές καί μεταξύ ἄλλων λέγονται τά ἑξῆς:
«… Ἀλλά τότε στούς Ἀρεοπαγίτες ἦταν πρόεδρος, ὡς λίαν ἀμερόληπτος δικαστής, ὁ θεῖος Διονύσιος… Καί μυεῖται μέν σέ ὅλα τά δόγματα τῆς σωτηρίας διά τοῦ Παύλου, ἐκπαιδεύεται δέ στή διδασκαλία ὑπό τοῦ μεγίστου Ἱεροθέου, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος…».
Πράγματι, ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος λέγει στά ἔργα του, ὅτι ἐκτός ἀπό τόν Παῦλο, διδάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ Ἱερόθεος. Ἐπισημαίνουμε δέ, ὅτι τά κείμενα τῶν σειρῶν αὐτῶν δημοσιεύτηκαν τό ἔτος 1838, δηλαδή πολύ πρίν ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς δῆθεν ψευδωνυμίας καί δέν ἀμφισβητήθηκε ποτέ ἡ γνησιότητά τους.
3). Ὁ ἱσπανός χρονικογράφος Flavius Lucious Dexter ἔζησε κατά τόν Δ΄-Ε΄ αἰώνα καί ὑπῆρξε φίλος τοῦ Ἱερώνυμου. Ὁ Dexter συνέγραψε ἕνα ἔργο μέ τίτλο Omnimoda historia (Ἱστορία παντοδαπή) ἤ Cronicon (Χρονικόν), τό ὁποῖο ἐκδόθηκε τό 1619 καί συμπεριελήφθη στή Λατινική Πατρολογία τοῦ J. P. Migne (PL 51, 55-574).
Ὁ Dexter εἶχε διοριστεῖ διοικητής τοῦ Τολέδο στήν Ἱσπανία καί ἄντλησε τά στοιχεῖα του ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Τολέδο καθώς καί ἄλλων πόλεων. Τό Χρονικόν του ἐκτείνεται ἀπό τό ἔτος 1 μέχρι καί τό 430 μ.Χ., δίνοντας μιά σύντομη περιγραφή τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβάντων στήν Ἱσπανία καί ἐν μέρει σέ ἄλλες χῶρες. Ἀπό τό ἔργο αὐτό καταχωροῦμε δύο ἀποσπάσματα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στόν Ἱερόθεο καί στόν Διονύσιο:
«71 μ.Χ. Ὁ Ἱερόθεος κατά τό γένος Ἱσπανός8, ὁ ὁποῖος μετεστράφη ἀπό τόν Παῦλο καί τόν ἔκανε γνωστό ἡ δόξα τοῦ μαθητοῦ του Διονύσιου, μετακινήθηκε στήν Ἱσπανία, πρώην ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, καί μετά τήν Σεγκόβια ἔγινε ἐπίσκοπος στήν Arenacis, ἀξιοθαύμαστος γιά τήν ἁγιοσύνη του».
«100 μ.Χ. Ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ἀφιερώνει στόν Εὐγένιο Μάρκελλο, τόν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε Τιμόθεο λόγω τῆς ἐξαιρετικῆς εὐφυΐας του, τό βιβλίο του Περί Θείων Ὀνομάτων».
Αὐτό τό ἔργο τοῦ Dexter εἶναι πολύτιμο, διότι περιέχει σπάνιες πληροφορίες σχετικά μέ τίς συνθῆκες ἐκχριστιανισμοῦ τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν.
Συμπληρωματικά θά προσθέσουμε καί τρεῖς ἔμμεσες ἀναφορές, στίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι οἱ συγγραφεῖς γνώριζαν τά ἔργα τοῦ Διονύσιου.
1). Ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός στόν 38ο Λόγο του γράφει:
«Ἔτσι λοιπόν καί τά ἅγια τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα συγκαλύπτονται καί δοξάζονται μέ τρεῖς ἁγιασμούς ἀπό τά Σεραφείμ (Ἡσαΐας 6, 2 ἑξ.) συνέρχονται σέ μία κυριότητα καί θεότητα. Γιά τό θέμα αὐτό καί κάποιος ἄλλος προηγούμενος ἀπό ἐμᾶς ἔχει φιλοσοφήσει κάλλιστα καί ὑψηλότατα».Ἐδῶ ὑπονοεῖται σαφέστατα, (κοινῶς «φωτογραφίζεται») ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, διότι οὐδείς ἄλλος προηγούμενος συγγραφέας ἔχει φιλοσοφήσει «κάλλιστα καί ὑψηλότατα» γιά τά ἅγια τῶν ἁγίων, τά Σεραφείμ καί τίς Οὐράνιες Δυνάμεις. Ἡ ἀποφυγή ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματός του ὀφείλεται στό μυστικό περιεχόμενο τῶν ἔργων του, τά ὁποῖα δέν ἔπρεπε νά γίνουν γνωστά στό κοινό. Ὅσοι ὅμως τά γνώριζαν, ἀντιλαμβάνοντο ἀμέσως περί τίνος πρόκειται.
2). Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος σέ μία ὁμιλία του ἀναφέρεται στά φαινόμενα πού συνέβησαν κατά τήν Σταύρωση τοῦ Κυρίου καί μεταξύ ἄλλων λέγει: «Εἶδες τό σκότος στήν Αἴγυπτο καί τίς μεταβολές τῶν στοιχείων;». Σύμφωνα μέ τά Εὐαγγέλια, τό σκότος «ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λουκᾶ 23, 44). Ἄρα ὁ Χρυσόστομος δέν εἶχε κανένα λόγο νά ἐπισημάνει εἰδικά τό «σκότος στήν Αἴγυπτο». Ἡ φράση αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι γνώριζε τήν σχετική περιγραφή τῶν φαινομένων ἀπό τόν Διονύσιο, ὁ ὁποῖος τά παρακολούθησε στήν Ἡλιούπολη τῆς Αἰγύπτου, μαζί μέ τόν σοφιστή Ἀπολλοφάνη, καί εἶναι ὁ μοναδικός συγγραφέας τῆς ἀρχαιότητος πού τά περιγράφει. Τό δέ δεύτερο τμῆμα τῆς φράσεως «καί τίς μεταβολές τῶν στοιχείων», ὀφείλεται στήν ἀπάντηση τοῦ Ἀπολλοφάνη: «Αὐτά, ὤ καλέ Διονύσιε, εἶναι μεταβολές θεϊκῶν πραγμάτων».11 Ἄλλωστε καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου τοῦ σκότους ἀπό τόν Χρυσόστομο, μέ τήν ὑπερφυσική κίνηση τῆς σελήνης, ταυτίζεται μέ ἐκεῖνα πού λέγει ὁ Διονύσιος.
3). Ὁ Νεῖλος ὁ ἀσκητής ὑπῆρξε ἐπιφανής μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τά τέλη τοῦ Δ΄ καί τίς ἀρχές τοῦ Ε΄ αἰώνα. Μεταξύ τῶν συγγραμμάτων του σώζονται καί 1061 ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες κατατάσσονται στά αὐθεντικά καί γνήσια ἔργα του. Σέ μία ἀπό αὐτές ἀναφέρει καί ἕνα ὅραμα τοῦ Κάρπου, ὅπως τό περιγράφει ὁ Διονύσιος στήν Ἐπιστολή Η΄. Ὁ Διονύσιος εἶναι ὁ μοναδικός συγγραφέας τῆς ἀρχαιότητος πού ἔχει καταγράψει τό ὅραμα αὐτό, βασιζόμενος στήν ἀφήγηση τοῦ ἴδιου τοῦ Κάρπου. Ἄρα, τό πιθανότερο εἶναι ὅτι ὁ Νεῖλος εἶχε διαβάσει τήν ἐπιστολή αὐτή τοῦ Διονύσιου καί ἀπό ἐκεῖ ἀντλεῖ τήν ἐξιστόρηση τοῦ ὁράματος.
Εἶναι γεγονός ὅτι αὐτή ἡ ἐπιστολή τοῦ Νείλου παρουσιάζει ἕνα σημαντικό χάσμα, ἀλλά τό σωζόμενο τμῆμα της συνταυτίζεται μέ αὐτά πού γράφει ὁ Διονύσιος, ἐκτός ἀπό κάποιες ἐπουσιώδεις λεπτομέρειες, λόγω τῆς καταγραφῆς τοῦ γεγονότος ἀπό μνήμης. Μάλιστα ἡ ἀναφορά στό ὅραμα τοῦ Κάρπου ἀπό τόν Νεῖλο γίνεται ἀκριβῶς γιά τόν ἴδιο σκοπό πού τό ἀνέφερε καί ὁ Διονύσιος, δηλαδή γιά νά νουθετήσει τόν ἀποδέκτη τῆς ἐπιστολῆς του, ὥστε νά μήν εἶναι ἀπότομος καί ἐμπαθής μέ τούς ἀπίστους. Ὅλες αὐτές οἱ ἄμεσες καί ἔμμεσες ἀναφορές ἀποδεικνύουν ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν 5 πρώτων αἰώνων ὑπῆρχαν ἀρκετοί πού γνώριζαν τά Ἀρεοπαγιτικά ἔργα. Ὅμως δέν τά ἀποκάλυπταν στόν πολύ κόσμο, ἀκριβῶς λόγω τῆς μυστικότητος τοῦ περιεχομένου των.
Μερικοί μελετητές ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Ἐπιστήμη ἔλυσε τό πρόβλημα τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀποδεχόμενοι τήν ὕπαρξη τοῦ Ψευδο-Διονύσιου.
Ἡ γνώμη μας εἶναι, ὅτι ὅσο δέν προσδιορίζεται συγκεκριμένα ποιός εἶναι ὁ Ψευδο-Διονύσιος, δέν πρόκειται γιά πραγματική λύση, ἀλλά γιά μία ἁπλή ὑπόθεση. Τονίζουμε μάλιστα, ὅτι ἡ ὑπόθεση αὐτή ἔχει δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα ἀπό ὅσα διατείνεται ὅτι ἔλυσε, ὅπως:
— Τί τόν ἐμπόδιζε νά παρουσιαστεῖ ὁ ἴδιος ὡς συγγραφέας;
— Πῶς καί γιατί ἀπό μαθητής τοῦ Πρόκλου, ἄλλαξε ριζικά ἀπόψεις καί ἀσπάστηκε τόν Χριστιανισμό;
— Πῶς συμβιβάζεται ἡ ἀπάτη τῆς ψευδωνυμίας μέ τό ἀναμφισβήτητα ὑψηλό ἠθικό καί πνευματικό του ἀνάστημα;
— Πῶς μπόρεσε νά ἐμφανιστεῖ σάν ψευτοπροφήτης, λέγοντας ὅτι ἔμαθε ἐκ θεοῦ τήν ἀποφυλάκιση τοῦ Ἰωάννη ἀπό τήν Πάτμο;
— Ποιός ἔκανε τή σκηνοθεσία, ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἤ κάποιος ἄλλος;
— Γιατί δέν δίνει κανένα στοιχεῖο γιά τόν ἑαυτό του, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα «Διονύσιος», πού ἀναφέρεται ἐντελῶς συμπτωματικά στή Ζ΄ ἐπιστολή;
— Γιατί δέν συμπεριέλαβε ἐμφανέστερα σκηνοθετικά εὑρήματα, ὅπως ἡ ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο ἤ τό ὄνομα τῆς Δαμάρεως;
— Γιατί ἀναφέρει τά ὀνόματα προσώπων ἀγνώστων κατά τόν Ε΄ αἰώνα, ὅπως ὁ Ἱερόθεος, ὁ Ἀπολλοφάνης, ὁ Δημόφιλος κ.λπ., καί ὄχι ὀνόματα γνωστῶν προσώπων;
— Γιατί καταγράφει πολλά ἐδάφια τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ διαφορετική διατύπωση ἀπό τό ἐπίσημο κείμενο;
— Πῶς δικαιολογοῦνται οἱ ὀνομαστικές ἀναφορές στόν Διονύσιο καί τά ἔργα του, ἀπό τόν Διονύσιο Ἀλεξανδρείας καί τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο;
Οἱ ἀπαντήσεις, ἤ μᾶλλον οἱ ὑποθέσεις πού γίνονται σέ ὅλα αὐτά, καί σέ ἀκόμη περισσότερα ἐρωτήματα, δέν εἶναι καθόλου ἱκανοποιητικές, κατά τή γνώμη μας. Προσπαθοῦν νά ἐξηγήσουν τά κίνητρα καί τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ὑποθετικοῦ Ψευδο-Διονύσιου, χωρίς νά καταλήγουν σέ κάποιο θετικό συμπέρασμα. Ἀντίθετα, μέ τήν σωστή ἑρμηνεία τῆς σχέσεως Διονύσιου-Πρόκλου, ὅπως τήν ἔχουμε παρουσιάσει, καί μέ τήν ἀποδοχή τῆς γνησιότητος τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων, ὅλα τά παραπάνω ἐρωτήματα παύουν νά ὑφίστανται.
Εἶναι ἀξιοσημείωτη μάλιστα ἡ ἄποψη μερικῶν μελετητῶν, ὅτι ὑπῆρξε ἀπώτερη σκοπιμότητα στίς προσπάθειες τῶν Koch καί Stinglmayr νά ἀποδείξουν ὅτι τά Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα δέν εἶναι γνήσια. Σύμφωνα μέ τίς θεωρίες τῶν Προτεσταντῶν, κατά τήν ἀρχική περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ὑπῆρχε Ἐκκλησιαστική ἱεραρχία (δηλ. οἱ βαθμοί διάκονος, πρεσβύτερος, ἐπίσκοπος), καί δέν ἐτελοῦντο μυστήρια ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τά συγγράμματα αὐτά ἀνέτρεπαν ἐκ βάθρων τίς θεωρίες τους, καί ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τά ἀγνοήσουν, ἀκολούθησαν τήν εὔκολη λύση νά ἀμφισβητήσουν τήν γνησιότητά τους. Ἔτσι δημιούργησαν τό φάντασμα τοῦ Ψευδο-Διονύσιου, ἔχοντας σάν κυριώτερο ἀποδεικτικό στοιχεῖο τίς ὁμοιότητες μέ τά ἔργα τοῦ Πρόκλου. Τό περίεργο εἶναι, πῶς αὐτή ἡ καθαρά προτεσταντική θεωρία ἔγινε ἀνεξέλεγκτα ἀποδεκτή ἀπό ὅλους, καί τούς Καθολικούς καί τούς Ὀρθόδοξους. Θά ἦταν ἐνδιαφέρον νά διερευνηθεῖ καί αὐτή ἡ πτυχή τοῦ θέματος. Ὅμως ἕνα λάθος δέν εἶναι δυνατόν νά διαιωνίζεται ἐπ’ ἄπειρον, ἀλλά ἔρχεται ἡ κατάλληλη στιγμή πού ἀποκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια.
Τελειώνοντας, θέλω νά προσθέσω καί κάτι ἄλλο, πού διαπιστώθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς ἔρευνας: Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητος τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑποβαθμιστεῖ καί ἡ ἐκτίμηση τῶν μελετητῶν πρός αὐτά. Ἐνῶ ἐθεωροῦντο, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὡς τά κορυφαῖα ἔργα τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας, σήμερα ἐκλαμβάνονται ἁπλῶς σάν ἀπάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στή Νεοπλατωνική φιλοσοφία, κ.λπ. Συνεπῶς ἡ ἀποδοχή τῆς γνησιότητος, ὄχι μόνον θά ἀποκαταστήσει μιά μεγάλη ἱστορική ἀλήθεια, ἀλλά καί θά συμβάλει ἀποφασιστικά στή μελέτη τους, ὄχι σάν κείμενα τοῦ Ε΄ αἰῶνος, ἀλλά ἀπό τήν ἄποψη τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς τοῦ Α΄ αἰῶνος. Ἔτσι θά ἀποκτήσουν ξανά τήν παλαιά αἴγλη τους.
Ἀκόμη, πιστεύω ὅτι πρέπει νά διερευνηθεῖ ἐξ ὑπαρχῆς καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν, στόν ὁποῖο συνέβαλαν τά μέγιστα, ὡς θεόπνευστοι πρωτοπόροι, τά δύο μεγάλα ἀλλά ἀγνοημένα τέκνα τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Ἱερόθεος καί ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.
Δημήτριος Μακρυγιάννης
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τό ἔργο τοῦ Δημ. Μακρυγιάννη «Ἡ γνησιότητα τῶν ἔργων τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη» κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις «ΕΣΟΠΤΡΟΝ», Ἀθήνα 2017.
- Προβολές: 1556