Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 (video)
Μπορεῖτε νά δεῖτε τήν ὁμιλία ΕΔΩ
Τό Σάββατο 2 Ἰανουαρίου 2021, πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου πρός τούς φοιτητές, μέ θέμα «Τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821».
Ἡ ὁμιλία αὐτή ἐντάσσεται στήν καθιερωμένη κατ' ἔτος ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου γιά τούς φοιτητές τῆς Ἐπαρχίας, μέ τόν γενικό τίτλο «Φοιτητικό τοῦ νέου ἔτους».
Ἐφέτος ἡ ἐκδήλωση τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἦταν ἐντεταγμένη στά πλαίσια τοῦ Ἑορτασμοῦ τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καί ἦταν ἡ πρώτη χρονολογικά στόν κατάλογο τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων.
Τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821
Καλησπέρα σας καί χρόνια πολλά. Καλή καί εὐλογημένη χρονιά. Νά δώση ὁ Θεός νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν πανδημία, ἡ ὁποία δημιούργησε τόσα προβλήματα στήν οἰκονομία, τήν κοινωνία, τό Κράτος καί τήν Ἐκκλησία.
Ἡ σημερινή ἐκδήλωση εἶναι μιά ἐκδήλωση πού γίνεται κάθε χρόνο αὐτή τήν ἡμέρα μέ τήν παρουσία φοιτητῶν καί ἀποφοίτων τῶν Λυκείων μας, κατά τήν ὁποίαν γίνεται μιά ὁμιλία, ἀκολουθεῖ συζήτηση, εὐλόγηση τῆς βασιλόπιτας καί δεξίωση. Ἐφέτος αὐτή ἡ ὁμιλία στούς φοιτητές γίνεται διαδικτυακά.
Τό ἔτος 2021 πού ἄρχισε ἀπό χθές εἶναι ἀφιερωμένο στήν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, λόγῳ τῆς συμπληρώσεως 200 ἐτῶν ἀπό τήν ἔναρξή της. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει προγραμματίσει πολλές ἐκδηλώσεις γιά τό γεγονός αὐτό καί σέ αὐτές περιλαμβάνονται καί οἱ ἐκδηλώσεις πού θά πραγματοποιήση καί ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας. Ἔτσι, ἡ σημερινή ἐκδήλωση εἶναι ἡ πρώτη ἐκδήλωση γιά τό γεγονός αὐτό, νομίζω πρώτη ἐκδήλωση πανελλαδικά, καί χαίρομαι γι' αὐτό.
Τό θέμα τῆς ὁμιλίας εἶναι σημαντικό: «Τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821».
Ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 εἶναι ἕνα θαυμαστό γεγονός πού ἔγινε ἀντίθετα μέ τά ὅσα ἴσχυαν τότε στήν Εὐρώπη, πού δέν εὐνοοῦσαν τά ἐπαναστατικά κινήματα, ὅπως τό καθόριζε ἡ «Ἱερά Συμμαχία» ἤ ἡ «Μεγάλη Συμμαχία» πού δημιουργήθηκε μετά τήν ἧττα τοῦ Ναπολέοντα μεταξύ τῶν Αὐτοκρατόρων Ἀλεξάνδρου Α΄ τῆς Ρωσίας, Φραγκίσκου Α΄ τῆς Αὐστρίας καί τοῦ Βασιλέα Γουλιέλμου Γ΄ τῆς Πρωσίας, τήν ὁποία συμμαχία ὑπέγραψαν στό Παρίσι στίς 24/26 Σεπτεμβρίου τοῦ 1815. Σκοπός αὐτῆς τῆς Συμμαχίας ἦταν νά ἑνωθοῦν οἱ Χριστιανικές Εὐρωπαϊκές Χῶρες, ἤτοι οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ρωσίας, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τῆς Αὐστρίας καί οἱ Προτεστάντες τῆς Πρωσίας.
Μέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ «Ἱερά Συμμαχία» μετατράπηκε σέ ἕναν θεσμό καταπίεσης τῶν λαῶν, μέ τήν ἐπέμβαση τῶν ἰσχυρῶν Βασιλέων στούς ἀσθενεστέρους λαούς, ὅπου ἐκδηλώνονταν φιλελεύθερες τάσεις. Ἡ «Ἱερά Συμμαχία» εἶχε σκοπό νά ἐπιβάλη τήν εἰρήνη στήν Εὐρώπη, καί, βεβαίως, ἦταν ἐναντίον κάθε ἐπαναστατικῆς ἰδέας. Ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 σήμανε τό τέλος τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας.
Ἦταν ἑπόμενο ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση-Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 εἶχε νά ἀντιμετωπίση ἀφ’ ἑνός μέν τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία μέ τόν ἰσχυρότατο στρατό της, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν «Ἱερά Συμμαχία», πού ἀπέβλεπε σέ μιά Εὐρωπαϊκή ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἤτοι Ὀρθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν ἐναντίον κάθε νέας διαφωτιστικῆς ἰδέας.
Καί αὐτό τό ἐπέτυχε ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση, γιατί πέρα ἀπό διάφορες ἔξωθεν ἐπιδράσεις, ὅπως οἱ ἰδέες τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ καί διαφόρων λογίων Ἑλλήνων, στηρίχθηκε στίς ἐγχώριες δυνάμεις, πού ἐκφράζονταν μέ αὐτό πού ὀνομάζουμε Ρωμηοσύνη. Βέβαια, ὅταν ἀποφασίσθηκε ἡ ἀπελευθέρωση τῆς μικρῆς Ἑλλάδος καί ὁ σχηματισμός τοῦ πρώτου Βασιλείου, προσδόθηκε σέ αὐτό ἰδιαίτερη σκοποθεσία-ἰδεολογία, πού συγγένευε περισσότερο στό πνεῦμα πού ἐπικρατοῦσε τότε στήν Εὐρώπη, καί ἔτσι παρατηρήθηκε μιά ἐκτροπή ἀπό τήν Ρωμηοσύνη τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἔτσι, τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 εἶναι ὅτι ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε ὡς ὄντως Ἐθνεγερσία, δηλαδή Ἐθνεγερσία τῶν Ρωμηῶν, καί κατέληξε σέ προσανατολισμό πρός τήν Εὐρώπη, πού διακρινόταν ἀπό ἀρχές ἐντελῶς ξένες ἀπό τίς ἀρχές τῆς Ρωμηοσύνης.
Αὐτόν τόν διπλό σκοπό ἀποβλέπει νά παρουσιάση ἡ σημερινή ὁμιλία.
1. Ἡ ἐσωτερική πολιτιστική ταυτότητα τῶν Ἐπαναστατῶν
Ὅταν διαβάση κανείς τά ἀπομνημονεύματα τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Ἐπαναστάσεως, θά διαπιστώση ὅτι ὁ τύπος τοῦ ἐπαναστατημένου Ρωμηοῦ ἦταν αὐτός πού εἶχε διαμορφωθῆ ἀπό τό πνεῦμα πού ἐπικρατοῦσε μεταξύ τῶν Ρωμηῶν κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί ὄχι ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Φυσικά, ὑπῆρχαν μερικοί λόγιοι πού σπούδασαν στήν Εὐρώπη πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς διαφωτιστικές ἀρχές πού ἐπικρατοῦσαν στήν Εὐρώπη τοῦ 18ου αἰῶνος, ἀλλά καί αὐτοί δέν εἶχαν ἀποδεσμευθῆ τελείως ἀπό τίς ἀρχές τῆς Ρωμηοσύνης, γι’ αὐτό καί ὁ λεγόμενος Ἑλληνικός Διαφωτισμός εἶναι μετριοπαθής Διαφωτισμός, διαφορετικός ἀπό τίς ἀντιλήψεις πού ἐπικρατοῦσαν στόν Γαλλικό, Ἀγγλικό καί Ἰταλικό Διαφωτισμό.
Θά δοῦμε ὅλο αὐτό τό ρωμαίϊκο πνεῦμα πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας στόν χῶρο αὐτό τῶν Βαλκανίων, πού ἦταν ἡ ἐσωτερική δύναμη τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, γιατί πράγματι δέν ἔχουμε μιά ἐπανάσταση μερικῶν Ἑλλήνων, ἀλλά Ἐθνεγερσία, Ἐπανάσταση ὅλου τοῦ Ρωμαίϊκοῦ λαοῦ.
Αὐτό φαίνεται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν δομή της, τούς ἁγίους καί τά μοναστικά κέντρα, τήν παιδεία, τούς Νεομάρτυρες, τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες – Κολλυβάδες καί τούς θυσιασθέντες Ἀρχιερεῖς. Θά δοῦμε τίς ἕξι μικρές αὐτές ἑνότητες.
Μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ἄρχισε μιά νέα περίοδος στήν μέχρι τότε Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, μέ τήν Ἐκκλησία νά εἶναι Ἐθναρχοῦσα. Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής, κατά τόν Ranciman, γνώριζε πολύ καλά τό τί προβλήματα καί δυσαρέσκειες εἶχε δημιουργήσει ἡ προσπάθεια μερικῶν δυτικοφρόνων νά ἐπιβληθῆ ἡ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μέ τήν Ρώμη καί γι' αὐτό ἀνεζήτησε νά βρῆ τόν Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, πού εἶχε ἀποσυρθῆ σέ Μονή καί ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τήν ὁμάδα τῶν ἀνθενωτικῶν καί τόν ἔπεισε νά δεχθῆ νά ἐκλεγῆ Πατριάρχης. Ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1454 καί ὁ Μωάμεθ τοῦ δώρισε ἕναν καινούριο σταυρό, τόν περιέβαλε μέ τά ἐμβλήματα καί τοῦ εἶπε: «Ἔσο Πατριάρχης μέ καλή τύχη καί νά εἶσαι βέβαιος γιά τήν φιλία μας, καί γιά ὅλα τά προνόμια πού εἶχαν οἱ Πατριάρχες πρίν ἀπό σένα». Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἀνέλαβε νά σηκώση ἕναν μεγάλο σταυρό κατά τά ἑπόμενα χρόνια.
Ὁ Μωάμεθ ἐπέβαλε στό Ὀθωμανικό κράτος τό σύστημα τῶν μιλιέτ, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο κάθε ἔθνος θά ἀσκοῦσε μιά διοίκηση, ὅπως τό ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία του. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης θεωρήθηκε Ἐθνάρχης, ἀρχηγός τοῦ ρωμαίϊκου μιλιέτ. Τά Πατριαρχικά δικαστήρια εἶχαν δικαιοδοσία σέ ὅλες τίς ὑποθέσεις πού ἀφοροῦσαν τούς Ρωμηούς, ἤτοι τούς γάμους, τά διαζύγια, τίς ἐπιτροπεῖες τῶν ἀνηλίκων, τίς διαθῆκες καί τούς διαδόχους, ἐκδίκαζαν ἐμπορικές ὑποθέσεις ἄν οἱ διάδικοι ἦταν Ὀρθόδοξοι. Δηλαδή, «τά πατριαρχικά δικαστήρια ἀπένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα μέ τόν κανονικό νόμο τῶν Βυζαντινῶν καί μέ τό ἀστικό καί ἐθιμικό βυζαντινό δίκαιο» .
Ὁ Charles Frazee γράφει ὅτι ἡ ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν Χριστιανῶν μέσα στήν κοινωνική καί πολιτική διάρθρωση τοῦ Ὀθωμανισμοῦ ἔγινε βάσει τοῦ ἰσλαμικοῦ δικαίου καί τῆς ἰσλαμικῆς παράδοσης, ὁπότε «οἱ Χριστιανοί θά ἀποτελοῦσαν ἕνα μιλέτ, ἕνα "ἔθνος" ὑπό τή θρησκευτική καί πολιτική διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τους ἡγετῶν». Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν ἦταν μόνον θρησκευτικός ἡγέτης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί «ἡ κεφαλή τοῦ ἔθνους», δηλαδή ἕνας μιλέτ-μπασί, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου. Ἀκόμη, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ Κληρικοί καί λαϊκοί πού ἀσκοῦσαν τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα προέρχονταν ἀπό τήν ἑλληνική κοινότητα τῆς πρωτεύουσας πού εἶχε συγκεντρωθῆ στό Φανάρι, ἐξ οὗ καί ὀνομάσθηκαν Φαναριῶτες. Ἡ δύναμη τῶν Φαναριωτῶν πού ἄρχισε τόν 16ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν συνέχεια καί ἀπέκτησαν παντοδυναμία τόν 18ο αἰώνα. Αὐτό εἶχε σχέση καί μέ τήν «αὐξανόμενη ἑλληνοποίηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στά Βαλκάνια», ὅπως τό βλέπουμε κυρίως στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες .
Σημαντικές πληροφορίες γιά τό πῶς ζοῦσαν οἱ Ρωμηοί κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση καί διοίκηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί γενικά τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο Τουρκοκρατία καί ὑπότιτλο Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Στό βιβλίο αὐτό βλέπουμε ἀναλυτικά τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, τῶν Ἐνοριῶν καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν στήν ζωή τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν, τήν πολιτική δράση τῶν Φαναριωτῶν, τήν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας, τό πρόβλημα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί τήν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτό καί γενικά τό πῶς ἡ Ρωμανία ἐπιβίωσε μέ τήν συμπαράσταση καί τήν πνευματική βοήθεια πού προσέφερε ἡ Ἐκκλησία .
Μέσα στά πλαίσια αὐτά τῆς Ἐθναρχίας λειτουργοῦσαν οἱ Ρωμηοί καί κέντρο τῆς ρωμαίϊκης κοινότητας ἦταν ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Ἐπίσκοπό της.
Σέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία συναντοῦμε τήν μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα τῶν Μοναστηριῶν, μέσα στά ὁποῖα καλλιεργήθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία στήν πρακτική της ἐφαρμογή. Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνδόξου Ρωμηοσύνης στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας στήν Κωνσταντινούπολη δέν διδασκόταν ἡ θεολογία, ἀλλά ἡ θύραθεν ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία, διότι ὅποιος ἤθελε νά μάθη ὀρθόδοξη θεολογία πήγαινε στά Μοναστήρια, ὅπου ζοῦσαν ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τήν θεολογία ἐμπειρικῶς.
Ἔτσι, τά Ὀρθόδοξα Μοναστήρια καί κατά τήν Τουρκοκρατία ἀπέβησαν τά πνευματικά φροντιστήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί θεολογικῶς ζῆν καί στήριξαν τόν λαό. Ἦταν, πράγματι, τά πνευματικά θεραπευτήρια πού βοήθησαν τόν λαό νά ζῆ ὀρθόδοξα καί νά πιστεύη ὀρθόδοξα. Ἄλλοτε λειτουργοῦσαν ὡς πνευματικοί μαγνῆτες πού εἵλκυαν τόν λαό πρός αὐτά καί ἄλλοτε ἦταν τά ὁρμητήρια ἀπό τά ὁποῖα, μέ τήν εὐλογία τῶν Ἡγουμένων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, ἐξέρχονταν ἐξαγιασμένοι μοναχοί καί ἐπιτελοῦσαν ἕνα θαυμαστό ἱεραποστολικό ἔργο, στήριζαν τόν λαό.
Εἰδική μνεία πρέπει νά γίνη ἐδῶ τῆς μεγάλης προσφορᾶς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Μέ τήν εὐλογία τῶν Πνευματικῶν του Πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί τήν κανονική ἄδεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων, περιόδευε ἐπανειλημμένως σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος καί κήρυττε θεοφώτιστα καί ἐμπνευσμένα, ἔκανε θαύματα, προέλεγε τά μέλλοντα καί ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια καί σωτηρία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά συγχρόνως ἀνεπτέρωνε τήν ἐλπίδα σέ πολλούς ἀνθρώπους γιά τήν πνευματική καί ἐθνική ἐλευθερία.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως τό βλέπουμε στίς ὁμιλίες του, δίδασκε τούς Χριστιανούς νά ἀγαποῦν τόν Θεό, νά παραμένουν μέσα στήν Ἐκκλησία, νά μαθαίνουν γράμματα προκειμένου νά διαβάζουν τά Εὐαγγέλια, τούς βίους τῶν ἁγίων καί τήν ἱστορία τοῦ Γένους, νά ὑπομένουν στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, νά ταπεινώνονται, νά δείχνουν ἀγάπη στούς πτωχούς κλπ. Μέ τίς ὁμιλίες του μετέφερε τήν ἡσυχαστική παράδοση πού εἶχε ζήσει στό Ἅγιον Ὄρος σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Ὅταν μελετήση κανείς τίς ὁμιλίες του, διαπιστώνει ὅτι εἶναι γεμάτες ἀπό ἡσυχαστικά στοιχεῖα.
Ἕνας ἀπό τούς οὐσιαστικούς παράγοντας πού συνετέλεσε στήν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἦταν καί ἡ Παιδεία τήν ὁποία καλλιεργοῦσε ἡ Ἐκκλησία μέ τά Σχολεῖα, ἀμέσως μετά τήν ὑποδούλωση τοῦ Γένους στούς Ὀθωμανούς.
Βεβαίως, στά πρῶτα χρόνια τῆς δουλείας δέν ὑπῆρχε δυνατότητα νά λειτουργήσουν πολλά Σχολεῖα, ἐπειδή οἱ δυσκολίες ἦταν ἀρκετές, ἀλλά καί τότε πού ἐπετράπη ἡ λειτουργία Σχολείων, ἤτοι ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἦταν περιορισμένα.
Ὁ πρῶτος Πατριάρχης τοῦ Γένους, Γεννάδιος Σχολάριος, τό 1454 ἵδρυσε τήν Πατριαρχική Σχολή στήν Κωνσταντινούπολη πού ὀνομαζόταν «Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή». Ἀργότερα ἡ Σύνοδος πού συγκροτήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1593 ἐπί πατριαρχείας Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ προέτρεψε τούς Μητροπολίτας νά ἱδρύσουν κατά τόπους Σχολεῖα καί νά ὑποστηρίζουν τήν Παιδεία. Συγκεκριμένα: «Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι· βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν» .
Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή πού ἱδρύθηκε ἀμέσως μετά τήν Ἅλωση ἦταν συνέχεια τῆς λεγομένης «Οἰκουμενικῆς Σχολῆς» ἤ «Οἰκουμενικοῦ Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως». Ἀπό τήν Σχολή αὐτή βγῆκαν μεγάλες προσωπικότητες πού κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στήν Ἐκκλησία καί τήν τουρκική διοίκηση καί βοήθησαν τό Γένος. Στήν συνέχεια ἱδρύθηκαν καί ἄλλες Σχολές, ὅπως στήν Θεσσαλονίκη, τά Ἰωάννινα, τήν Πάτμο, τήν Ἄρτα, τήν Χίο, τήν Δημητσάνα, τήν Βέροια, τήν Σμύρνη, τήν Κύπρο, τήν Τραπεζοῦντα, τήν Ἀδριανούπολη, τήν Κοζάνη, τήν Ἀθήνα, τήν Ρόδο καί ἀλλοῦ .
Τά Σχολεῖα τά ὁποῖα λειτουργοῦσαν ἦταν δύο εἰδῶν, ἤτοι τά κοινά καί τά ἀνώτερα. Τά κοινά Σχολεῖα λειτουργοῦσαν στά Μητροπολιτικά Μέγαρα τῶν πόλεων ἤ στούς Ἱερούς Ναούς τῶν κωμοπόλεων καί τίς παρακείμενες Ἱερές Μονές. Ὡς ἀναγνωστικά χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐκκλησιαστικά βιβλία, ὅπως τήν Ὀκτώηχο, τόν Ἀπόστολο, τό Ψαλτήριο, τό Ὡρολόγιο. Τά παιδιά συνήθως κάθονταν στήν ψάθα ἤ στόν τάπητα τοῦ δαπέδου, μάλιστα δέ ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Γεννάδιος εἰσήγαγε πρῶτος τά θρανία στήν Βλαχία. Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσαν τήν ἀρίθμηση, τήν λογαριθμητική κλπ. Τά ἀνώτερα Σχολεῖα εἶχαν διάφορα ὀνόματα, ὅπως Ἀκαδημία, Λύκειον, Μουσεῖον, Ἑλληνομουσεῖον, Παιδαγωγεῖον, Φροντιστήριον, Ὁμακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολεῖον, Σχολή .
Σέ δύσκολες περιστάσεις παρέδιδε μαθήματα ὁ παπάς καί ὁ καλόγερος κρυφά καί αὐτά ἀποκλήθηκαν «Κρυφά Σχολειά».
Σημαντικό ρόλο στήν διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλά καί ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας εἶχαν οἱ Νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Στήν κατηγορία αὐτή ὑπάγονται ὅλοι οἱ μάρτυρες πού μαρτύρησαν μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς τό 1453.
Οἱ Νεομάρτυρες ἀρνήθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν, ἄλλοι ἐπειδή εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει, ἐπέστρεφαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί ἄλλοι ἀπό Μουσουλμάνοι γίνονταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καί γι΄ αὐτό ὑποβάλλονταν σέ διάφορα μαρτύρια καί τελικά ἀπέθνησκαν γιά τόν Χριστό. Τό μαρτύριο καί ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἦταν σημαντικά γεγονότα γιά τήν περιφέρεια ἐκείνη, γίνονταν ἑορταστικές ἐκδηλώσεις, ἦταν στήν πραγματικότητα μιά διαμαρτυρία ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν, ὑπόσχεση παραμονῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαφύλαξη τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τοῦ Γένους, καί, βεβαίως, ἦταν μιά ὑπόμνηση τῆς ἐλευθερίας.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) συγκέντρωσε ὅσα μαρτυρολόγια Νεομαρτύρων κυκλοφοροῦσαν, καθώς ἐπίσης καί ὁ ἴδιος συνέταξε ἄλλα μαρτυρολόγια καί στήν συνέχεια τά ἐξέδωσε σέ βιβλίο ἐπονομαζόμενο «Νέον Μαρτυρολόγιον» μέ ὑπότιτλο «ἤτοι μαρτύρια τῶν νεοφανῶν μαρτύρων, τῶν μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων, συναχθέντα ἐκ διαφόρων Συγγραφέων καί μετ΄ ἐπιμελείας ὅτι πλείστης διορθωθέντα, ἐν οἷς καί ἱκαναί ἀκολουθίαι προσετέθησαν, παρά τοῦ ὁσίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου». Στό βιβλίο αὐτό καταγράφονται ἑκατό περίπου συναξάρια Νεομαρτύρων. Μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθῆ τήν μεγάλη σημασία τους, ἀφοῦ οἱ τόποι πού μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι αὐτοί καί ὅπου εὑρίσκονταν οἱ τάφοι τους, ὑπῆρξαν, τοὐλάχιστον, ἑκατό πνευματικές ἑστίες πού τροφοδοτοῦσαν τόν λαό μέ δύναμη, ἀλλά καί ὑπόμνηση νά παραμείνουν πιστοί στίς παραδόσεις πού εἶχαν παραλάβει. Ἦταν καί εἶναι ἑκατόν πνευματικές ἀντιστάσεις ἐναντίον κάθε ἐκκοσμίκευσης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Σκοπός τοῦ βιβλίου νά καταγραφοῦν οἱ ὁμολογίες καί τά μαρτύρια τῶν νεοφανῶν μαρτύρων καί νά γίνουν ἀνάγνωσμα ἀπό τούς Χριστιανούς πού βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν δουλεία τῶν Ὀθωμανῶν, σέ μιά περίοδο πολύ κρίσιμη, ὅπου παρατηροῦνταν πολλές ἀλλαξοπιστίες καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀλλοιωνόταν ἡ ταυτότητα τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό σκοπός τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν νά προτρέψη τούς Ρωμηούς νά ὑπομένουν τούς πολλούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν, νά παραμείνουν σταθεροί στήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησία ὅσοι εἶχαν ἀρνηθῆ τόν Χριστό καί ἀλλαξοπίστησαν καί ἀκόμη νά μαρτυρήσουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά ἕνα σάλπισμα πνευματικῆς ἐλευθερίας, πού δινόταν μέσα ἀπό τά σπλάχνα τῆς Ρωμηοσύνης καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτήν.
Συνήθως κάνουμε λόγο γιά τήν συμβολή τῶν διαφωτιστῶν στήν ἐξέγερση τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν. Καί αὐτοί ἔπαιξαν ἕναν ρόλο, μεταξύ τῶν λογίων, ἀλλά δέν πρέπει νά παραβλέπουμε τήν σημαντική προσφορά τῶν Νεομαρτύρων, καθώς καί τήν προσφορά αὐτοῦ τοῦ βιβλίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἦταν μιά οὐσιαστική συμβολή στό νά διαφυλαχθῆ ἡ πνευματική ἐλευθερία καί ἡ αὐτοσυνειδησία τῶν Ρωμηῶν. Γιατί, ἄν δέν προηγεῖτο ὁ ἀγώνας τῶν Νεομαρτύρων, οἱ λόγιοι δέν θά εὕρισκαν ἀνταπόκριση στήν προσπάθειά τους αὐτή.
Ὅταν διαβάση κανείς τά συναξάρια τῶν Νεομαρτύρων, ἐκπλήσσεται ἀπό τό «πνεῦμα» πού διακατεῖχε τούς Χριστιανούς αὐτούς, πού προέρχονταν ἀπό ὅλη τήν Βαλκανική καί ἀγωνίσθηκαν μέ τόν τρόπο τους, δέχθηκαν νά μαρτυρήσουν παρά νά χάσουν τήν πνευματική τους ἐλευθερία, τό ὁποῖο τούς ξεχωρίζει σαφέστατα ἀπό τούς ἥρωες τῆς Πατρίδος. Οἱ Νεομάρτυρες ἦταν ἐμποτισμένοι ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνῶ οἱ ἥρωες ἀγωνίζονταν γιά κάποιο ὑψηλό ἰδανικό.
Τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» εἶναι γεμάτο ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα πού διακατεῖχε τούς Νεομάρτυρες, πού ἦταν ἡ ἴδια ἀτμόσφαιρα πού διακατεῖχε τούς ὁσίους ἀσκητές, τούς μάρτυρες καί τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ζωή τῶν Νεομαρτύρων βλέπει κανείς τήν εὐαγγελική ἄσκηση, διάφορα στοιχεῖα τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, καί τήν ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Στά συναξάρια αὐτά συναντᾶ κανείς τήν σωστή πνευματική καθοδήγηση πού λάμβαναν οἱ Χριστιανοί ἀπό διαφόρους ἁγίους πνευματικούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τούς συνιστοῦσαν τό μαρτύριο· βλέπει τήν ἀτμόσφαιρα πού διακατεῖχε τούς μάρτυρες, δηλαδή τήν προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», τήν νοερά καρδιακή προσευχή, τήν ἔλευση τῆς εὐχῆς στήν καρδιά, τόν φωτισμό τοῦ νοός· τήν ἔκσταση, ὡς ἁρπαγή τοῦ νοός· τήν δίψα τοῦ μαρτυρίου, τά μαρτύρια μέ ἔκσταση, ὥστε νά μποροῦν νά βαστάσουν τούς πόνους τῶν βασάνων· τήν ἔκφραση τῆς μετανοίας τῶν ἤδη ἀλλαξοπισθέντων μέ τό μαρτύριό τους· τήν ἔλλαμψη στό σῶμα ὑπό τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τήν συνανάκραση σώματος καί φωτός, τήν θέωση· τόν φωτισμό τοῦ χώρου τῆς φυλακῆς ἀπό κάποιο ἄλλο φῶς· τά ἐκδηλούμενα διάφορα σημεῖα κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου· τήν ἐμφάνιση τῶν ἁγίων μέσα στό φῶς· τήν ἔλλαμψη τῶν λειψάνων τῶν μαρτύρων· τά διάφορα θαύματα πού γίνονταν μετά τό μαρτύριο κλπ.
Τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» εἶναι ἕνα συναξάριο πού δείχνει τό «πνεῦμα» πού διακατεῖχε τούς Νεομάρτυρες πού ἦταν τό ἴδιο τό «πνεῦμα» τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν καί ἀρχαίων μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἦταν μέτοχοι τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ὁδηγοῦντο ἀπό αὐτό στό μαρτύριο.
Τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰῶνος ἀναπτύχθηκε στό Ἅγιον Ὄρος μιά πνευματική κίνηση, πού ἐπεκτάθηκε καί ἔξω ἀπό αὐτό, ἡ λεγόμενη νηπτική καί φιλοκαλική κίνηση καί παράδοση, στήν ὁποία συγκαταλέγονταν πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ἱερομόναχοι καί μοναχοί. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς ἀπέδωσαν τόν χαρακτηρισμό «κολλυβάδες», ἐπειδή ἡ κίνηση αὐτή ἄρχισε ἀπό ἕνα γεγονός ὅτι οἱ μοναχοί αὐτοί δέν ἀνέχονταν καί δέν ἐπιθυμοῦσαν νά γίνονται μνημόσυνα τήν Κυριακή, λόγῳ τοῦ ἀναστασίμου χαρακτήρα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀλλά τά κόλλυβα νά διαβάζονται τό Σάββατο πού εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν νεκρῶν.
Ὅμως, ἡ πνευματική αὐτή κίνηση δέν μπορεῖ νά κλεισθῆ μέσα στόν χαρακτηρισμό «κολλυβάδες», ἀλλά ὅσοι συγκαταλέγονταν στήν πνευματική αὐτή κίνηση πρέπει νά ὀνομασθοῦν Φιλοκαλικοί Πατέρες, καί, ὅπως ἀποδείχθηκε, βοήθησαν πολύ τούς Χριστιανούς καί τελικά τό Γένος νά παραμείνουν στήν πίστη τῶν Πατέρων τους καί νά διαφυλάξουν τήν πνευματική ταυτότητά τους.
Τέτοιοι φωτισμένοι Πατέρες καί θεολόγοι ἦταν οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν καί ἔζησαν ὅλη τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παρουσίασαν στήν ἐποχή τους, γι' αὐτό καί ἔχουν χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀνανεωταί τῆς πατερικῆς σκέψεως». Πρόκειται γιά τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη πού προερχόταν ἀπό γονεῖς ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἀλλά προσήλυτους στήν Ὀρθοδοξία, τόν Ἀθανάσιο Πάριο (1721-1813), τόν Μακάριο Κορίνθου Νοταρᾶ (1731-1805), τόν Νικόδημο Ἁγιορείτη (1749-1809) καί ἄλλους . Πέρα ἀπό αὐτούς, ὡς Κολλυβάδες χαρακτηρίζονταν καί οἱ Χριστοφόρος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ. . Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες-Κολλυβάδες ἦταν σχολάρχες καί διδάσκαλοι σέ διάφορες Σχολές, παιδαγωγοί τοῦ Γένους, ἡγέτες στόν μοναχισμό, Πνευματικοί Πατέρες καί καθοδηγητές μαρτύρων, συγγραφεῖς, μεταφραστές καί σχολιαστές διαφόρων κειμένων κλπ. . Ἡ σημαντικότερη φυσιογνωμία εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πράγματι πρωτεργάτης σέ αὐτήν τήν πνευματική κίνηση, ὅπως εἴδαμε καί προηγουμένως.
Σημαντικό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, σέ συνεργασία μέ τόν ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, μέ τίτλο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων» καί ὑπότιτλο πού δείχνει τό περιεχόμενο, «ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί θεοῦται» . Τό ἔργο αὐτό εἶναι μιά ἀνθολόγηση νηπτικῶν κειμένων τῶν Πατέρων πού ἀναφέρονται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώνει κανείς τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τό διοικητικό της σύστημα κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, μέ τήν λατρεία της, μέ τήν διδασκαλία της καί κυρίως μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση πού ἀνέδειξε τούς Νεομάρτυρες, τούς ὁποίους μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὡς τούς πραγματικούς «ἀντιστασιακούς» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, συνετέλεσε πάρα πολύ στήν διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης καί στήν ἀπελευθέρωσή της. Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ πρωτεργάτες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἐμπνέονταν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ὄχι ἀπό τόν διαφωτισμό.
Ἡ Ἐκκλησία δέν κράτησε μόνον τήν παράδοση σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά θυσιάσθηκε καί κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐθνεγερσίας. Ὁ Κλῆρος θυσιάστηκε στόν ἀγώνα αὐτόν, ἰδιαίτερα οἱ Ἀρχιερεῖς.
Ἐπειδή μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ '21 θυσιάστηκε κυρίως ὁ λεγόμενος «κατώτερος» Κλῆρος, ἐννοοῦν τούς Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς ἦταν ἀπρόθυμοι γιά τήν Ἐπανάσταση, θά πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἔχει ἐκδοθῆ ἕνα σημαντικό βιβλίο μέ τίτλο Ἀρχιερεῖς καί '21, γραμμένο ἀπό τόν ἱστορικό ἐπιστήμονα Πέτρο Γεωργαντζῆ, στό ὁποῖο βρίσκει κανείς πολύ ἐνδιαφέρουσες ἱστορικές πληροφορίες.
Σχετικά μέ τήν στάση τῶν Ἀρχιερέων πρό τῆς Ἐπαναστάσεως καί κατά τήν Ἐπανάσταση ὁ συγγραφεύς εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. Μέ βάση ἱστορικές πηγές καί μαρτυρίες ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς προέρχονταν ἀπό τά κατώτατα στρώματα τοῦ λαοῦ καί ὄχι ἀπό τήν λεγομένη «ἄρχουσα τάξη». Ἔπειτα, οἱ Ἀρχιερεῖς δέν ἦταν οἱ εὐνοούμενοι τῶν Τούρκων, γιατί δέν εἶχαν καθόλου ἐλευθερία κινήσεως, δέν εἶχαν ἐλευθερία λόγου καί, ὅπως ἀποδεινύεται ἀπό πολλές μαρτυρίες, ἡ στάση τῶν κρατούντων στά αἰτήματα τῶν Ἀρχιερέων ἦταν σκληρή. Ἀκόμη, οἱ φόροι τούς ὁποίους ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στούς Ἀρχιερεῖς ἦταν δυσβάστακτοι, ἀφοῦ ἀναφέρονται περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες Ἀρχιερεῖς ἤ παρητοῦντο ἤ ἀπέθαναν ἀπό μελαγχολία, γιατί δέν μποροῦσαν νά ἐξοφλήσουν τούς φόρους, πού ἔπρεπε νά ἀποδώσουν στούς Τούρκους κατακτητές.
Πέρα ἀπό αὐτά ὁ συγγραφεύς ἀποδεικνύει, μέ βάση τίς πηγές καί ἄλλες μαρτυρίες, ὅτι κατά τόν καιρό τῆς Ἐπαναστάσεως σέ ὁλόκληρο τό Ὀθωμανικό κράτος ὑπῆρχαν 195-200 Ἀρχιερεῖς. Ἀπό αὐτούς ἀποδεδειγμένα οἱ 81 εἶχαν μυηθῆ στήν Φιλική Ἑταιρεία, χωρίς νά ὑπολογισθοῦν καί οἱ ἄλλοι πού τυχόν ἦταν Φιλικοί, ἀλλά δέν ἔχουμε ἐπίσημες μαρτυρίες. Ἐπίσης ἀποδεικνύει ὅτι ἀπό τούς 200 Ἀρχιερεῖς οἱ 73, ποσοστό 36,5%, ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στόν ἀγώνα «ἐπώνυμα καί ἀδιαμφισβήτητα», οἱ 42 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν καί βασανίσθηκαν, καί οἱ 45 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν γιά τήν ἐλευθερία, εἴτε ἀπό βασανιστήρια καί θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε σέ πολεμικές συρράξεις». Τό συνολικό ποσοστό αὐτῶν πού συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στόν ἀγώνα ἀνέρχεται στό 80%. «Ἄν ὅμως ληφθῆ ὐπόψη ὅτι οἱ πλεῖστοι Ἀρχιερεῖς τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Συρίας, τῆς Σερβίας ἤ Βουλγαρίας, λόγῳ ἀδιαφορίας ἤ ἀδυναμίας τῶν Χριστιανῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, δέν ἔλαβαν μέρος στούς ἀγῶνες, τότε τό ποσοστό τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, δηλ. ἀπό τήν Θράκη, τήν Μακεδονία καί τά δυτικά παράλια τῆς Μ. Ἀσίας καί κάτω, εἶναι ἀσφαλῶς πολύ ὑψηλότερο, πού φθάνει ὁπωσδήποτε γύρω στά 90% τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερέων» .
Ὅλα αὐτά ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τήν δομή της καί τήν παράδοσή της κράτησε ἀναμμένη τήν φλόγα τῆς πίστεως. Καί ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, συμμετεῖχε ἐνεργῶς στόν ἀγώνα, γι' αὐτό ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἦταν μιά κατ’ ἐξοχήν «ἁγία ἐπανάσταση» πού κέντρο εἶχε τήν Ἐκκλησία.
2. Ἡ ἀλλοίωση τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητος τοῦ νέου Κράτους
Οἱ Εὐρωπαῖοι ἡγέτες, ἡ «Ἱερά Συμμαχία», ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἐπανάσταση στήν Ἑλλάδα, ἦταν ὄχι μόνον ἐπιφυλακτικοί, ἀλλά καί ἀντίθετοι. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσαν τήν δύναμη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνεγερσίας, προσάρμοσαν τά σχέδιά τους καί δημιούργησαν ἕνα μικρό Ἑλληνικό Κρατίδιο, προσανατολισμένο στίς ἐπικρατοῦσες τότε Εὐρωπαϊκές ἀρχές. Ἔτσι, ἀλλοιώθηκε ὁ σκοπός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τόν ὁποῖο εἶχαν θέσει οἱ Ρωμηοί, καί ἐπῆλθε ἡ ἀλλοτρίωση τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κρατιδίου.
Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα συνέγραψε ἕνα καταπληκτικό βιβλίο, μέ τίτλο «Τό "Πρότυπο Βασίλειο" καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα» καί μέ ὑπότιτλο «ὄψεις τοῦ ἐθνικοῦ προβλήματος στήν Ἑλλάδα (1830-1880)», τό ὁποῖο εἶναι ἕνας καθρέπτης τῆς ἐποχῆς μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν τουρκικό ζυγό.
Πρόκειται γιά διδακτορική διατριβή τῆς συγγραφέως, τῆς ὁποίας σκοπός εἶναι «ἡ καταγραφή καί, ὥς ἕναν ἐφικτό βαθμό, ἡ κωδικοποίηση τῶν ἀντιλήψεων γιά τό ἑλληνικό ἔθνος καί τόν "προορισμό" του, ὅπως διαμορφώθηκαν στήν Ἑλλάδα κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τῆς ἀνεξαρτησίας της» (σελ. 13). Ἡ συγγραφεύς στηρίχθηκε κατ' ἀρχάς στόν Τύπο τῆς ἐποχῆς, στήν συνέχεια στόν περιοδικό Τύπο καί ἀκολούθως στούς ἐπώνυμους μείζονες λογίους «μέ ἔμφαση ὅμως πιά στά σημεῖα ἐκεῖνα πού τούς συνάπτουν πρός τούς ἐλάσσονες, καί ὄχι σέ ἐκεῖνα πού τούς ξεχωρίζουν» (σελ. 15).
Ἐπειδή δύο εἶναι τά κεντρικά σημεῖα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὅπως φαίνεται καί στόν τίτλο του, ἤτοι τό ἕνα «τό Πρότυπο Βασίλειο» καί τό ἄλλο «ἡ Μεγάλη Ἰδέα», γι' αὐτό θά ἀρκεσθῶ σέ μιά συντομοτάτη παρουσίαση τῶν ἀπόψεων τῆς Ἕλλης Σκοπετέα γιά τά θέματα αὐτά.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὁ ὅρος «Πρότυπο Βασίλειο», πού διατυπώθηκε πρώτη φορά στήν προκήρυξη τοῦ Βασιλέως Γεωργίου πρός τόν Ἑλληνικό λαό τό 1863 μέ τήν φράση «τοῦ προτύπου Βασιλείου ἐν τῇ Ἀνατολῇ», πού ἐξέφραζε ὅλη τήν ἰδεολογία ἀπό τήν Ἐπανάσταση καί μετέπειτα γιά τήν δημιουργία ἑνός συγχρόνου Εὐρωπαϊκοῦ Κράτους καί οὐσιαστικά προσδιόριζε τήν «εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας ὡς χρυσαλλίδος: μιᾶς Ἑλλάδας πού δέν εἶναι πιά Ἑλλάδα, ἀλλά οὔτε —ἀκόμα— Εὐρώπη» (σελ. 162).
Μέ τήν δημιουργία τῆς Ἑλλάδος ὡς μιᾶς κρατικῆς ὀντότητος ἐπιδιώχθηκαν τρεῖς συγκεκριμένοι σκοποί. Ὁ πρῶτος νά συνδεθῆ τό νέο κρατικό μόρφωμα μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὁ δεύτερος νά ἀποσυνδεθῆ ἀπό τόν ὀμφάλιο λῶρο μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί γενικά ἀπό τήν Ρωμανία –Βυζάντιο, καί ὁ τρίτος νά προσανατολισθῆ πρός τήν Εὐρώπη.
Μέσα στήν προοπτική αὐτή ἐπιδιώχθηκε νά δημιουργηθῆ μιά νέα ἐθνική συνείδηση. Ὅπως λέγει ἡ συγγραφεύς «ἐπεῖγε ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοτελοῦς πλέον ἐπεξεργασίας μιᾶς νέας συνείδησης, στό νέο πλαίσιο ἀναφορᾶς πού ἦταν τό ἐθνικό κράτος» (σελ. 31). Τόσο οἱ λόγιοι ὅσο καί οἱ πολιτικοί συνέβαλαν «στή γενίκευση τοῦ περάσματος ἀπό τήν "ὑπερεθνική" στήν ἐθνική συνείδηση, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι μιά κίνηση πού εἶχε ἀρχίσει προεπαναστατικά. Τήν ἴδια ὅμως στιγμή, ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, μπαίνουν στό ρεῦμα πού ὁδηγεῖ ἀπό τό "ἐθνικό" στό "ἑλλαδικό" —ἕνα ρεῦμα ἐξ ἴσου ἀναπότρεπτο ἀλλά λανθάνον» (σελ. 33).
Ἐπίσης, μέσα στήν προοπτική αὐτή ἐντάσσεται ὁ καθορισμός τῶν συνόρων, ἀφοῦ σκοπός ἦταν νά δημιουργηθῆ «ἕνα μικροσκοπικόν, σπιθαμιαῖον Βασίλειον στό νότιο ἄκρο τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου… τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου δέν ἱκανοποιοῦσαν παρά ἕνα ἐλάχιστον ἐθνικῶν διεκδικήσεων» (σελ. 21).
Ἀκόμη, στήν προοπτική αὐτή ἐντάσσονται καί οἱ συγκρούσεις μεταξύ «αὐτοχθόνων» καί «ἑτεροχθόνων», ἡ διάκριση μεταξύ «Ἑλλαδιτῶν» καί «Ἑλλήνων», «Ἑπτανησίων» καί «Φαναριωτῶν».
Στήν προσπάθεια δημιουργίας νέας ἐθνικῆς συνείδησης χρησιμοποιήθηκαν τρία πολιτιστικά μεγέθη, ἤτοι ἡ γλώσσα μέ τόν προσανατολισμό της στήν ἀρχαΐζουσα, πού ὁπωσδήποτε ἦταν μιά «τεχνητή, μιά ἁπλῶς "γραφομένη" γλώσσα, πού ὅμως ἀπέκτησε συμπεριφορά ζώσης γλώσσας» (σελ. 110), ἡ θρησκεία μέ τήν ἀποκοπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «ἀπό τήν αὐθαίρετη ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου ὥς τή συμμόρφωση τῶν παραδοσιακῶν ὁρίων τῶν ἐπισκοπῶν μέ τά ὅρια τῶν νομαρχιῶν» (σελ. 126 – 127), καί ἡ παιδεία, ἀφοῦ «στήν ἐκπαιδευτική πραγματικότητα τοῦ Βασιλείου ἐκπροσωποῦνται καί τό "ἐθνικό" καί τό "εὐρωπαϊκό" σκέλος τῆς παιδείας, ἀλλά, θά ἔλεγε κανείς, παρωδημένα» (σελ. 139).
Στήν προσπάθεια δημιουργίας νέας ἐθνικῆς συνείδησης καλλιεργήθηκαν ἔντονα οἱ μελέτες γύρω ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, γίνονται ἀνασκαφές γιά τήν ἀνακάλυψη ἀρχαίων μνημείων, δημιουργοῦνταν ἀρχαιοελληνικοί Σύλλογοι γιά τήν προώθηση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν.
Τό δεύτερο κεντρικό σημεῖο τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στήν Μεγάλη Ἰδέα τοῦ Γένους. Καί στό σημεῖο αὐτό κατατίθενται πολλές μαρτυρίες, εἰλημμένες ἀπό τόν καθημερινό καί περιοδικό τύπο τῆς ἐποχῆς.
Ἡ «ληξιαρχική πράξη γέννησης» τοῦ ὅρου «Μεγάλη Ἰδέα» προῆλθε ἀπό τήν ἀγόρευση τοῦ Ἰωάννου Κωλέττη τήν 14-1-1844 «κατά τή συζήτηση στήν Ἐθνοσυνέλευση γιά τό ζήτημα τῶν ἑτεροχθόνων» (σελ. 257). «Ὁ Κωλέττης ἔμεινε στήν ἱστορία εἴτε ὡς ἡγέτης πού τάχθηκε στήν ὑπηρεσία τῆς Μεγάλης Ἰδέας εἴτε ἀντίθετα ὡς δημαγωγός της» (σελ. 259-260). Βέβαια ὁ Κωλέττης, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν, Ἐσωτερικῶν, Παιδείας, Πρωθυπουργός, Πρόεδρος τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας καί ἡγέτης τοῦ Γαλλικοῦ κόμματος, «δέν ἔσπευσε, ἀναλαμβάνοντας τήν ἐξουσία, νά διευκρινίση στήν πράξη τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε μέ τό κήρυγμα τῆς Μεγάλης Ἰδέας» (σελ. 263-264). Ἀπό τήν ἄλλη μεριά καί οἱ Εὐρωπαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθορίσει τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής του, ἀμφισβητοῦσαν τό ἑλληνικό «ὄνειρο», τό ὁποῖο θεωροῦσαν καί «ἀστεῖο», ἀλλά καί «ἐνοχλητικό» (σελ. 266-267).
Τελικῶς, ἡ Μεγάλη Ἰδέα πέρασε ἀπό τρεῖς διαδοχικές φάσεις. «Στήν πρώτη φάση, ὡς ἐθνικό κέντρο ἐξακολουθεῖ νά ἐννοεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη, καί τό κυρίαρχο ὅραμα εἶναι ἡ Ἀνατολική ἤ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία. Στή δεύτερη, τήν ὁποία ἐπισημοποιεῖ ἡ ἔλευση τοῦ Γεωργίου καί ἡ πρώτη προσαύξηση τοῦ Βασιλείου μέ τήν Ἕνωση τῶν Ἑπτανήσων, ἐθνικό κέντρο εἶναι πιά ἡ Ἀθήνα, καί ἐπιδίωξη ἡ ἐπέκταση τῶν ἑλληνικῶν συνόρων. Στήν τρίτη, πού ἔρχεται μέ τή συνειδητοποίηση, γύρω στά 1870, τῆς ἀλλαγῆς τῆς θέσης τῆς ὁμογένειας στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, γίνεται προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν δύο κέντρων, πίσω ἀπό τό σχῆμα τοῦ ἑλληνοθωμανισμοῦ» (σελ. 269-270).
Στό βιβλίο αὐτό ἀναλύονται πάρα πολλά ἐνδιαφέροντα ζητήματα, τά ὁποῖα πρέπει νά ἔχη ὑπ' ὄψη του κάθε λόγιος, κάθε Κληρικός, κάθε ἐνδιαφερόμενος πολίτης αὐτῆς τῆς Χώρας, ἀλλά ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική καί μάλιστα μέ τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς Χώρας. Γιά παράδειγμα, παρουσιάζεται ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας ὡς πρωτευούσης τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους τῆς Ἀθήνας, ἡ σχέση καί ἡ διαφορά μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Ἀθήνας, τό πῶς οἱ Ἕλληνες ἔβλεπαν τούς ὁμογενεῖς, τό πῶς «οἱ ἀρχαῖοι ξανάζησαν στά ἑλληνικά χώματα, οἱ Γραικοί ἔγιναν, ἐπιτέλους, Ἕλληνες» καί σέ αὐτήν τήν προοπτική «κατ' ἐξοχήν σύμβολο τῆς παλιγγενεσίας ἦταν ὁ Φοίνιξ, ὁ ἀναγεννώμενος ἀπό τήν τέφρα του» (σελ. 207), τό πῶς «ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους καί κυρίως ἡ μεταφορά τῆς πρωτεύουσας στήν Ἀθήνα ἦταν ἀφετηρία ὄχι μόνον θεαματικῶν ἀρχαιολογικῶν ἀποκαλύψεων, ἀλλά καί μιᾶς πρωτοφανῶς μαζικῆς καταστροφῆς μνημείων —εἴτε ἀπό ἰδιῶτες εἴτε ἀπό κυβερνητικούς ὑπαλλήλους— πού ἐπί αἰῶνες εἶχαν μείνει ἀπείραχτα» (σελ. 199).
Γενικῶς, σέ ὅλο τό βιβλίο φαίνεται ὅτι οἱ τότε Μεγάλες Δυνάμεις χρησιμοποίησαν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 γιά νά δημιουργήσουν ἕνα Κράτος προσανατολισμένο στήν Εὐρώπη, ἡ ὁποία Εὐρώπη εἶχε δεχθῆ τήν ἐπιρροή τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μέ τήν Ἀναγέννηση καί τόν Νεοκλασσικισμό, ἀλλά συγχρόνως μέσα στό δημιουργημένο κράτος νά ταυτισθῆ ἡ ἀντίληψη τοῦ ἑλληνισμοῦ μέ τόν ἑλλαδισμό, δηλαδή νά συρρικνωθῆ ὁ ἑλληνισμός σέ μιά ἐπαρχία, γι' αὐτό καλλιεργήθηκε ἡ Μεγάλη Ἰδέα.
Ἑπομένως, τό μέν «Πρότυπο Βασίλειο» ἦταν προσανατολισμένο στόν ἑλλαδισμό, ἡ δέ «Μεγάλη Ἰδέα» εἶναι μιά ἀναφορά στόν ἑλληνισμό μέ τήν οἰκουμενική του διάσταση. Γι' αὐτό ὁ Σπυρίδων Τρικούπης διέσωσε τόν διπλό χαρακτηρισμό τοῦ ἀγώνα τοῦ '21 ὡς «Ἐπανάσταση καί ἀποστασία» (σελ. 39), δηλαδή τό 1821 ἔγινε ἐπανάσταση καί συγχρόνως ἐπῆλθε καί ἀποστασία. Ἡ σύγχυση δέ «τοῦ ἀρτισύστατου ἔθνους μέ τό ἀρτισύστατο κράτος ἐντείνει τήν κυρίαρχη ἀσάφεια», ὥστε «γιά τόν Μακρυγιάννη τό ἔθνος παραμένει ζητούμενο πού οἱ Ἕλληνες δέν κατόρθωσαν νά πραγματώσουν», γιά τόν Γ. Φιλήμονα ἀντιδιαστέλλεται τό ἑλληνικό κράτος «πρός τήν ἀφηρημένην Ἑλλάδα» καί κατά τόν Γ. Φιλάρετο τό ἑλληνικό κράτος θά ἀποκληθῆ «ὠμά» «Βασίλειον Ἀθηνῶν καί Πειραιῶς».
Τό βιβλίο «Τό "Πρότυπο Βασίλειο" καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα» εἶναι πολύ σημαντικό καί ὅταν κανείς τό διαβάση μέ προσοχή, μπορεῖ νά ἑρμηνεύση ὄχι μόνον ἱστορικά γεγονότα πού προηγήθηκαν, ἀλλά καί τήν σύχρονη νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στόν ἑλληνικό χῶρο. Δείχνει τήν μεγάλη ἀλλοίωση πού ἔγινε στό Ἔθνος μας καί τόν ἀποπροσανατολισμό του. Βιβλία δέ σάν αὐτό, πού γράφονται μέ σοβαρότητα καί ἐπιστημονική εὐσυνειδησία, χωρίς φανατισμό καί μικρονοϊκές ἀντιλήψεις, εἶναι προσφορά ὄχι μόνο στήν ἐπιστήμη, ἀλλά καί στήν συνείδηση τῆς ἰδιοπροσωπίας μας (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐνιαύσιον 2004, σελ. 30-35).
Καταλήγω τήν ὁμιλία μου αὐτή λέγοντας ὅτι, κατά τήν γνώμη μου, τό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 εἶναι τριπλό. Πρῶτον, πρέπει νά δοῦμε τήν ἐσωτερική δύναμη τοῦ ἡφαιστείου πού ξέσπασε τό 1821, καί αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης πού κυριαρχοῦσε ἀπό τόν 4ο αἰώνα μέχρι τόν 19ο αἰώνα μ.Χ. καί κράτησε τόν πληθυσμό σέ αὐτές τίς παραδόσεις, κατά τήν διάρκεια τῆς φοβερᾶς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. Δεύτερον, πρέπει νά δοῦμε τό πῶς ἀποπροσανατολίσθηκε ὁ βαθύτερος σκοπός τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, παρά τήν ἐξωτερική ἐλευθερία πού ἀπολαμβάνουμε καί δοξάζουμε τόν Θεό γι’ αὐτό. Καί τρίτον, πρέπει νά παραμείνουμε σταθεροί στήν ζωή τῆς Ρωμηοσύνης μας, μέ τό φιλόθεο καί φιλάνθρωπο πνεῦμα της, καί νά δοῦμε τίς ἄλλες ρωμαίϊκες δυνάμεις πού ἀκόμη ὑπάρχουν στήν Εὐρώπη, τό παλαιό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἐάν αὐτό δέν μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε, τοὐλάχιστον νά μή ἀποστοῦμε ἀπό τήν κληρονομιά τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῶν Ρωμηῶν προγόνων μας, πού ἀντιστάθηκαν κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί ἀγωνίσθηκαν γιά τήν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821.
Αὐτό, κατά τήν γνώμη μου, εἶναι τό τριπλό νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνεγερσίας αὐτῆς.
- Προβολές: 2721