Φιλοκαλικές Σελίδες - Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης (†1835;)
Φιλοκαλικές Σελίδες
Ὁ ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ τοῦ Πυρσοῦ "παροικῶν"
Στά προεπαναστατικά, ἀλλά καί τά πρῶτα ἐπαναστατικά ἔτη, στήν περιοχή τῶν Ἀγράφων ἔδρασε ἕνας ὄχι ἰδιαίτερα γνωστός, παρά ταῦτα ἰδιαιτέρως ἀξιόλογος, ἁγιορείτης ἱερομόναχος, ὁ Κύριλλος Καστανοφύλλης, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Προυσοῦ. Ὁ πρῶτος μελετητής τοῦ ἔργου καί τῆς μορφῆς του εἶναι ὁ ἀρχιμ. Δοσίθεος Κανέλλος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης. Μέ τήν μονογραφία του «Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης, Βίος, δρᾶσις καί ἀνέκδοτος ἀλληλογραφία», τήν ὁποία ἐξέδωσε τό ἔτος 1965, ὡς ἱεροκύρηξ τῆς πάλαι ποτέ Μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, ξέθαψε «ἐκ τοῦ κονιορτοῦ τῆς Μοναστηριακῆς Βιβλιοθήκης» τῆς Μονῆς Προυσοῦ τόν ζηλωτή αὐτόν ἱερομόναχο. Μέσα ἀπό τήν ἐργασία τοῦ π. Δοσιθέου, ἀλλά καί ἀπό διαφόρους κώδικες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε ἐν ὀλίγοις τόν «τῷ πνεύματι ζέοντι καί τῷ Κυρίῳ δουλεύοντι» ἱερομόναχο Κύριλλο.
α) Βιογραφικά
Ὁ Κύριλλος γεννήθηκε τό ἔτος 1775 στό ὀρεινό χωριό Καστανιά Εὐρυτανίας, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ. Σέ ἡλικία 2 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ἀπό τά 5 του χρόνια «ἐμβῆκε εἰς τό ἀλφάβητον», ἐνῶ τό ἔτος 1789 «ἔκαμε τέλος τῶν γραμμάτων», ἐτῶν 14, πιθανόν στήν Σχολή Ἀνωτέρων Γραμμάτων τοῦ Καρπενησίου, τήν ὁποίαν καί ἵδρυσε ὁ ὅσιος Εὐγένιος Γιαννούλης, ὁ Αἰτωλός. Τήν περίοδο αὐτή συνδέεται μέ τούς πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ. Ἡγούμενος τῆς Μονῆς εἶναι ὁ ἀξιόλογος ἱερομόναχος Πελάγιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1788), ἄνθρωπος μέ πνευματική πείρα, τήν ὁποία κληρονόμησε ἀπό τόν ὑποτακτικό τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, παπα-Ἰωνᾶ. Ὁ παπα-Πελάγιος μέ τήν ἡσυχαστική του παράδοση λειτούργησε ὡς ἕνα καθοριστικό πρότυπο γιά τόν νεαρό Κύριλλο.
Ὁλοκληρώνοντας τήν σπουδή του εἰσέρχεται ὡς δόκιμος στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Προυσοῦ καί τό ἔτος 1794, ὡς ρασοφόρος ἤ μικρόσχημος μοναχός, σέ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἔλαβε «τήν τάξιν τοῦ ἀναγνώστου, ὑποδιακόνου, διακόνου καί ἱερωσύνης, ὅλα παρά τούς κανόνας διά τό ἀνήλικον» τῆς ἡλικίας του. Δύο χρόνια ἀργότερα, τό ἔτος 1796, «ἀπῆλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος» πρός ἀναζήτησιν περισσοτέρας ἡσυχίας, ἀλλά καί ἀνθρώπου ἱκανοῦ νά τόν καθοδηγήση στήν μοναχική του ζωή. Ἡ αὐτοβιογραφία του δέν μᾶς δίνει καμμία πληροφορία γιά τόν ἀρχικό τόπο ἐγκαταστάσεώς του. Αὐτό πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος κινεῖτο μεταξύ τῆς Μονῆς τοῦ "Ρωσσικοῦ" καί τοῦ ξεροκάλυβού του στήν Σκήτη τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου, καί τά δύο τιμώμενα στό ὄνομα τοῦ ἀναργύρου καί ἰαματικοῦ Παντελεήμονος. Ἡ βασική του ἕδρα φαίνεται πώς ἦταν τό ξεροκάλυβο (ἄνευ ναϊδρίου) τῆς Σκήτεως. Τό 1801 ἐπισκέφθηκε γιά λίγο τήν πατρίδα του, «χάριν θεραπείας τοῦ καρκινικοῦ πάθους» ὅπου εἶχε στό ἀριστερό του πόδι «καί αὖθις ἐπανέστρεψε εἰς τόν Ἁγιώνυμον Ἄθωνα». Αὐτό τό ἔτος ἐκοιμήθη καί ἡ μητέρα του. Ἐπιστρέφοντας στόν Ἄθωνα ἐπιζητᾶ στενότερη ἐπικοινωνία μέ τόν «θεῖον καί οἰκουμενικόν διδάσκαλον» Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Ἑπτά ἔτη διῆλθε «ὑπό τήν ὑποταγήν τοῦ ἀοιδίμου τούτου ἀνδρός, καλλιγραφία χρώμενος», ὥστε καί τά περισσότερά των ἔργων τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως «ταῖς ἰδίαις χερσίν» καλλιέγραψε. Ἔτσι γενόμενος εἷς ἐκ τῶν στενοτέρων συνεργατῶν τοῦ ὁσίου Νικοδήμου διδασκόταν τό μοναχικό ἦθος ἀπό ἕναν μεγάλο ἡσυχαστή, ἀλλά καί πλούτιζε ἀπό θεολογικές γνώσεις δίπλα στόν μεγαλύτερο θεολόγο τῆς τουρκοκρατίας.
Ζώντας στήν Σκήτη εἶχε ὡς ἐργόχειρο τήν ἀντιγραφή καί καλλιγραφία κωδίκων, μιᾶς καί ἦταν φύσει φιλάσθενος καί δέν μποροῦσε νά ἐργασθῆ χειρωνακτικά. Πέραν τοῦ «καρκινικοῦ πάθους» πού εἶχε στό πόδι του, φαίνεται πώς εἶχε καί κάποιο ἔντονο πρόβλημα στούς πνεύμονες. «Οἱ ὑπερβολικοί πόνοι τοῦ στήθους μέ ἐμποδίζουν εἰς τό νά γράφω», σημειώνει σέ μία ἐπιστολή του. Ὁ δέ ἅγιος Νικόδημος τόν παρηγορεῖ «διά τήν ἀσθένειαν, μᾶλλον τάς ἀσθενείας ὅπου πάσχει» καί τόν συμβουλεύει «νά προφυλάττηται καί αὐτός, ὅση δύναμις ἀπό τά ἐνάντια». Παρ' ὅλα τά προβλήματά του ὁ Κύριλλος παρέμενε ἀσκητικός καί βιαστής μοναχός.
Στόν Ἄθωνα, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο, συνδέθηκε φιλικά μέ μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως τόν τότε ἐφησυχάζοντα ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε΄, τόν Χριστοφόρο Προδρομίτη, τόν ἱεροδιάκονο Βενέδικτο κ.ἄ.
Τό ἔτος 1806 λαμβάνει τό Ἀγγελικό σχῆμα σέ ἡλικία 31 ἐτῶν, ἐνῶ τό 1809 ὁ Γέροντάς του, ὅσιος Νικόδημος, πληρεῖ τό κοινόν χρέος ἀφήνοντας πίσω του ἕναν ὥριμο πλέον μαθητή, ἱκανό εἰς τό «τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι». Κατ' αὐτήν τήν περίοδο ὁ Θεός στέλνει κοντά του ὡς ὑποτακτικό τόν νεαρό Γεώργιο, ἕναν μετανοημένο ἀρνησίχριστο, τόν ὁποῖον ὁ Κύριλλος κούρευσε μοναχό μετονομάζοντάς τον Γεράσιμο, μαθαίνοντάς του μαζί μέ τά καλογερικά καί λίγα γράμματα, ὥστε νά μπορῆ νά ἀναγινώσκη ψυχωφελῆ βιβλία, πράγμα τό ὁποῖο θεωροῦσε ὡς ἕνα βασικό ὅπλο τοῦ μοναχοῦ. Τό 1812, ὁ ὑποτακτικός του Γεράσιμος θά μεταβῆ στήν Πόλη γιά νά μαρτυρήση, λαμβάνοντας "πλαγίως" τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του, ὄχι γιατί ὁ Κύριλλος ἦταν κατά τῆς προσελεύσεως στό μαρτύριο, ἄλλωστε τό βιβλίο πού σύστησε στόν ὑποτακτικό του νά διαβάζη ἦταν τό «Νέον Μαρτυρολόγιον», ἀλλά διότι θεωροῦσε τόν Γεράσιμο ἀνώριμο ἀκόμη γιά ἕναν τέτοιον ἆθλο. Τελικῶς καί ὁ Γεράσιμος ἀξιώθηκε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ἀλλά καί ὁ Κύριλλος τήν εὐλογία νά γίνη ἀλήπτης ἑνός Νεομάρτυρος. Μετά 3 χρόνια θά μεταβῆ στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ὑποτακτικοῦ του, ἐκ τῶν ὁποίων μέρος ἄφησε στήν Σκήτη καί τά ἐπίλοιπα τά ἀφιέρωσε στήν Μονή τοῦ «Πυρσοῦ».
Ὅλη αὐτήν τήν περίοδο τῆς πρώτης διαμονῆς του στόν Ἄθωνα ὁ Κύριλλος δέν ξεχνᾶ τήν Μονή τῆς μετανοίας του. Συγγράφει «πόνοις ἀτρύτοις» τήν «Ἱεράν Διήγησιν» τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου Προυσιωτίσσης μαζί μέ πλήρη Ἀκολουθία καί ἱερά Παράκληση. Ἡ ἔκδοση «θεωρήθηκε» ἀπό πολλούς λογίους τῆς ἐποχῆς καί εὐλογήθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Γρηγόριο τόν Ε΄, ἐφησυχάζοντα τότε σέ κάθισμα τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων. Στήν «Ἱερά Διήγησιν» πέραν τοῦ συναξαρίου τῆς Εἰκόνος ὁ Κύριλλος δείχνει καί τά ἄλλα χαρίσματά του, ὅπως τό ὑμνογραφικό, ἀλλά καί τό στιχουργικό. Συντάσσει τήν Ἀκολουθία μέ τήν βοήθεια καί ἄλλων ἁγιορειτῶν ὑμνογράφων, ἐνῶ στό τέλος τῆς βίβλου τυπώνει καί δικῆς του ἐμπνεύσεως πολιτικούς στίχους «Περί τῆς ἀληθινῆς πολιτείας τῶν μοναχῶν», τό γνωστό: «Ὦ μοναχέ ἀμόναχε, σύντροφε ἐδικέ μου...». (Νά σημειωθῆ ὅτι οἱ ἕτεροι στίχοι κατανυκτικοί στό τέλος τῆς «Ἱερᾶς Διηγήσεως» μέ τίτλο• «Ἀπό προσώπου τοῦ λέγοντος πρός τήν ἑαυτοῦ ψυχήν», δέν ἀνήκουν στόν Κύριλλο, παρ' ὅλο πού ἤδη στήν α΄ ἔκδοση τοῦ 1815 ἔχουν προστεθῆ ἐκ παραδρομῆς τά ἀρχικά Κ:λλ. Οἱ στίχοι αὐτοί εἶναι ποίημα τοῦ γνωστοῦ βυζαντινοῦ στιχουργοῦ Μανουήλ Φιλῆ).
Τό 1814, ὁ Ἐπίσκοπος Λιτζᾶς καί Ἀγράφων καθώς καί οἱ προεστῶτες τοῦ Καρπενησίου, βλέποντας τήν κακή κατάσταση τῆς Μονῆς τοῦ Προυσοῦ, ἡ ὁποία φυσικά ἀντανακλᾶ καί τήν «οἰκτρή» κατάσταση τῶν κατοίκων τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς, ζητοῦν ἀπό τόν Κύριλλο νά ἐπιστρέψη στήν "μετάνοιά" του «ἐν ᾗ ἀνετράφη καί τάς ἀρχάς ἔλαβε τῆς μοναδικῆς ζωῆς». Ὁ Κύριλλος μετά ἀπό ἀρκετή σκέψη καί περιμένοντας νά ὁλοκληρώση «τά μουσικά» τά ὁποῖα διδασκόταν στόν Ἄθωνα, τελικῶς ἀπεφάσισε τήν ἐπιστροφή του στόν Προυσό, μιμούμενος καί σέ αὐτό τόν ἱερομόναχο Πελάγιο Καυσοκαλυβίτη. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ξεκινᾶ ἕνα πολύμοχθο ἀνακαινιστικό (κυρίως σέ πνευματικό ἐπίπεδο) ἔργο τοῦ Κυρίλλου, ἐντός καί ἐκτός τῆς Μονῆς τοῦ Προυσοῦ.
Κατά τό 1824 ὁ Κύριλλος πιεζόμενος ἀπό τόν φθόνο τῶν συμμοναστῶν του, ἀλλά καί τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν (ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ἀρχίσει καί οἱ συνθῆκες ἦταν πλέον ἀκατάλληλες γιά πνευματική ἐργασία) ἀποφασίζει νά ἀναχωρήση γιά τελευταία φορά στήν ἡσυχία τοῦ ἀγαπητοῦ του Ἄθωνος, φοβούμενος «μή ἐν τῷ πελάγει τοῦ ματαίου κόσμου ἀπολέσῃ τό κατ' εἰκόνα». Τό «ἡσυχαστικόν κλίμα» τοῦ Ὄρους οὐδέποτε τό λησμόνησε ὁ «παροικῶν» ἐν τῇ μονῇ τοῦ Πυρσοῦ, ὅπως συχνά ὑπέγραφε. Ἔτσι μέ «μία λύπη ἀθεράπευτο» φεύγει γιά τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, ἀφοῦ κατά τόν χαρακτηριστικό λόγο του «καί τόν μοναχόν ἀπώλεσε καί μοναχούς οὐκ ἐποίησε». Ἔκτοτε χάνονται πλήρως τά ἴχνη τοῦ Κυρίλλου. Ἡ παράδοση τόν θέλει νά κοιμᾶται ἥσυχα στό ξεροκάλυβό του στήν Σκήτη τοῦ Κουτλουμουσίου, ὅπου καί ἄφησε μνήμη ἁγιασμένου ἀνδρός.
β) Τά ἐν τῇ Μονῇ
Οἱ ἐντός τῆς Μονῆς Προυσοῦ ἀνακαινιστικές ἐνέργειες πού ἀνέλαβε νά φέρη εἰς πέρας ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος μέ τόν ἐρχομό του στήν Ἱ. Μονή Προυσοῦ, γιά τίς ὁποῖες κάνει καί ἰδιαίτερη μνεία στήν αὐτοβιογραφία του, εἶναι οἱ ἑξῆς: 1) ἡ θέσπιση τοῦ ἀβάτου, 2) ἡ ἐπανασύσταση τῆς μοναστηριακῆς βιβλιοθήκης, 3) ἡ κατά τήν ἁγιορειτική τάξη τέλεση τῆς ἡμερησίου ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας καθώς «καί ἄλλα τινά χρήσιμα». Ξεκαθαρίζει ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ Μονή ὀφείλει «νά ἀκολουθῆ εἰς τάς τάξεις τά ἴχνη τῶν εὐαγῶν μοναστηρίων τοῦ ἁγίου Ὄρους».
1. Πρῶτο του μέλημα τό ἄβατον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Σώζεται «Κανονικόν Γράμμα», Κυριλλικῆς γραφίδος, μέ τό ὁποῖο ζητᾶ σύνολος ἡ ἀδελφότητα, ἑκόντες-ἄκοντες (;), τήν Πατριαρχική εὐλογία γιά τήν θέσπιση τοῦ ἀβάτου, «διά νά φυλαχθῇ εἰς τό ἑξῆς ἡ σεβασμιότης τοῦ Μοναστηρίου, ὡς οἱ θεῖοι καί Ἱεροί Νόμοι διακελεύουσι». Τό ἄβατο αἴρεται «ἀπό τόν καιρόν καθ' ὅν γίνεται ἡ Κοινή Πανήγυρις τῆς Θεοτόκου. Τότε γάρ εὕρομεν εὔλογον, νά εἰσεβαίνουν ἀκωλύτως χάριν προσκυνήσεως, καί χάριν θεραπείας. Διορίζομεν δέ νά ἔχωσι τήν ἄδειαν δέκα ἡμέρας τοῦ χρόνου, ἤτοι ἀπό τῆς δεκάτης πέμπτης τοῦ Αὐγούστου Μηνός, μέχρι τῆς εἰκοστῆς τετάρτης τοῦ αὐτοῦ, ἐν αἷς δηλαδή γίνεται ἡ σύναξις πάντων τῶν χριστιανῶν. Πρός τούτοις νά ἔχωσι τήν ἄδειαν χάριν ἀναγκαίας ὑπηρεσίας, νά ἔρχωνται ἕως πλησίον τῆς ἔξω μεγάλης πύλης τοῦ μοναστηρίου ὄχι, ὅμως, καί νά κατοικοῦν ἐπί πολύν καιρόν εἰς τά πλησιάζοντα τῷ μοναστηρίῳ καθίσματα».
2. Ὁ Κύριλλος θεωρεῖ τήν ἀνάγνωση ψυχωφελῶν βιβλίων θεμελιακή γιά τήν περαιτέρω πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ Μοναστηριοῦ. Κατά τήν διαβίωσή του στόν Ἄθωνα ἐνέκυψε στίς πατερικές γραφές, καθώς καί στά θεολογικά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, τά ὁποῖα ἀπό μόνα τους εἶναι μία πλήρης θεολογική βιβλιοθήκη. Ἐκεῖ κατάφερε νά δημιουργήση μία καλή προσωπική συλλογή τήν ὁποία καί ἀποφασίζει νά δωρίση στήν Ἱ. Μονή Προυσοῦ, ἀποτελούμενη ἀπό 250 σώματα «ὡς ἔγγιστα». Γράφει στήν ὄμορφη ἰδιόχειρη ἀφιέρωσή του: «γευσάμενος κἀγώ ἄκρῳ δακτύλῳ ἐκ τῆς ψυχωφελοῦς ταύτης δρόσου τῶν θείων Γραφῶν, ἐν ᾧ τάς διατριβάς ἐποιούμην ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος, καί συνείς οἷος ἐντεῦθεν ἀναφύεται καρπός, ἐγκαρδίῳ ἔρωτι πυρούμενος, ἔγνων εἰ δυνατόν καί ἰδίων εὐπορῆσαι βιβλίων, ἐξ ὧν καί αὐτός μέν ὠφεληθήσομαι ὁπωσοῦν, καί τοῖς μετ' ἐμέ ταῦτα ἐγκαταλείψω. Θείᾳ συνάρσει, καί τῇ φιλοτίμῳ ἐπιμελείᾳ μου ἐγενόμην ἐγκρατής οὐκ ὀλίγων σωμάτων, ἅτινα ἑκουσίᾳ μου βουλῇ καί αὐτοπροαιρέτῳ θελήσει, ἀφιερῶ τῷ θεοσώστῳ καί σεβασμίᾳ Μονῇ τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς δισσῶς κλεϊζομένης Προυσοῦ ἤ Πυρσοῦ».
3. Γιά τήν ἀνάγκη τῆς καθημερινῆς τελέσεως τῆς ἡμερησίου Ἀκολουθίας ὁ Κύριλλος συγγράφει, ἅμα τῇ ἐλεύσει του, δύο πίνακες. Ὁ ἕνας ὁμιλεῖ περί τῆς «Προσοχῆς τοῦ Ἐκκλησιάρχου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης», γραμμένος στίς 6 Φεβρουαρίου 1814 «παρά τινος ἀμονάχου Κ:λλ: συγκοινοβιάτου τῆς ἱερᾶς μονῆς ταύτης», καί ὁ ἕτερος εἶναι μία «Διήγησις φοβερᾶς ἱστορίας περί Κληρικῶν, Ἱερέων καί Μοναχῶν, τῶν μή ψαλλόντων τήν παραδεδομένην Ἐκκλησιαστικήν Ἀκολουθίαν• Ἑσπερινόν δηλαδή, Ἀπόδειπνον, Μεσονυκτικόν, Ὄρθρον σύν τῇ Πρώτῃ Ὥρᾳ, Τρίτην, καί Ἕκτην, σύν τῇ Ἐννάτῃ», γραμμένος τήν 2α Μαρτίου «παρά τοῦ κοινοβιοῦντος καθ' αὐτήν τήν ἱεράν μονήν τοῦ Πυρσοῦ Κ:λλαναξίου ἱερομονάχου τοῦ Καστανοφύλλη».
Στόν πρῶτο πίνακα ὁρίζει τά ἰδιαίτερα καθήκοντα τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ», δηλ. τοῦ νεωκόρου, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά κινῆται μέ εὐλάβεια: «Πρόσεχε, ἀδελφέ, σύ ὁ ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας ταύτης καί μή στοχασθῆς πώς εἶσαι δοῦλος τινός φθαρτοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά νά στοχασθῆς ὅτι εἶσαι ὑπηρέτης... τῆς ὑψηλοτέρας τῶν Οὐρανῶν καί τιμιωτέρας τῶν Ἀγγέλων... Τά κηρία ὁπού ἀνάπτεις ἔμπροσθεν τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνος ἔσω εἰς τό παρεκκλήσιον νά εἶναι μικρά, διά νά μήν καπνίζεται καί μαυρίζη ἡ Ζωγραφία... μήτε νά δίδης ἀκρόασιν εἰς μερικούς ἀγραμμάτους ἀνθρώπους καί ἀφίνης νά κοιμῶνται οἱ ἀσθενεῖς μέσα εἰς τήν ἐκκλησίαν τάχα δι' εὐλάβειαν...ὄχι μόνον τό βλέμμα σου, καί ὁ λόγος σου πρέπει νά προξενῆ εὐλάβειαν καί οἰκοδομήν εἰς τούς ὁρῶντας, ἀλλά καί τά ἐνδύματά σου ὅλα νά εἶναι ταπεινά, τακτικά καί καλογερικά».
Στόν δεύτερο πίνακα, ἀφοῦ παραθέτει μία διδακτική διήγηση γιά τήν ἀπαραίτητη τήρηση τῆς νυχθημέρου ἀκολουθίας, παρμένη ἀπό τό «Πηδάλιον» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, στήν συνέχεια προτρέπει: «Λοιπόν, αγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς συντρέχωμεν προθύμως εἰς τάς κοινάς ἀκολουθίας, ὅτι ἔχει νά ζητηθῆ λογαριασμός ἀπό ἡμᾶς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Καί πρός τούτοις ὡς καθώς ἡ θαυματουργός αὕτη μονή ἔχει τό ὄνομα καί τήν ὑπόληψιν εἰς τόν Κόσμον, ἔτζι καί ἡμεῖς ὁπού κατοικοῦμεν εἰς αὐτήν πρέπει νά εἴμεθα γυμνασμένοι εἰς τάς θείας Γραφάς, καί νά διαφέρωμεν ἀπό τούς ἄλλους Καλογήρους τῶν πέριξ μοναστηρίων, καί νά ἦναι ὁ λόγος μας ταπεινός καί ἡ ζωή μας τακτική, καλογερική καί οἰκοδομητικός εἰς τούς ὁρῶντας, ὡσαύτως καί τά ἐνδύματα ἡμῶν, τόσον τῶν ἱερωμένων ὅσον καί τῶν ἰδιωτῶν πρέπει νά εἶναι σεμνά καί ὅλα μαῦρα (ἅπερ δηλοῦσι πένθος κατά τούς θείους Πατέρας) καί ἐν ἑνί λόγῳ ἡμεῖς πρέπει νά εἴμεθα τό φῶς καί τό ἅλας τοῦ Κόσμου, ὁπού λέγει ὁ Κύριος. Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει νά ἦναι παράδειγμα καί τυπικόν ὅλων τῶν πέριξ Ἐκκλησιῶν τοῦ κόσμου, καί νά ἀκολουθῆ εἰς τάς τάξεις τά ἴχνη τῶν εὐαγῶν μοναστηρίων τοῦ ἁγίου Ὄρους».
Καί οἱ δύο Πίνακες τελειώνουν μέ τήν προτροπή «ὅταν παλαιωθῆ, φρόντισον, ὦ ἱερά κεφαλή, νά ἀντιγραφθῆ καί εἰς τόν ἴδιον τόπον νά τεθῆ».
Ἐνδιαφέρεται καί γιά τήν ἐξωτερική εὐπρέπεια τῶν μοναχῶν, ὄχι ἠθικιστικῶς, ἀλλά πνευματικῶς, διότι γνωρίζει ὅτι «τοῖς ἔξω σχήμασι πέφυκεν ὁ ἔσω ἄνθρωπος συνεξομοιοῦσθαι μετά τήν παράβασιν» (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς), ἀλλά καί ὅτι «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται» (Ἀββᾶς Ἰσαάκ) καί ἰδιαίτερα «τοῖς ἀτελέσι» (Κλῖμαξ). Μέσα σέ αὐτό τό πνεῦμα τούς ἐλέγχει λέγοντας ὅτι «τό νά ἐμβαίνη τινάς μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τήν λεγομένην κάπαν ἀνάριχτα εἰς τούς ὤμους [μόδα τῆς ἐποχῆς καί κυρίως τῶν κλεφταρματολῶν] εἶναι μία μεγαλωτάτη ἀταξία καί ἀνευλάβεια, καί ἐκεῖνος ὁπού κάμνει τοῦτο ἀντί εὐλογίαν λαμβάνει κατάραν... τόσον τά ἐνδύματα ὅσον καί τό καλυμμαύχιον καί τά σανδάλια καί τζοράπια [νά εἶναι εὔτακτα] καί ὄχι νά φαίνεσαι ὡσάν τούς κοινῶς λεγομένους λιάπηδες, διότι τοῦτο ἄπρεπον εἶναι καί ἐφάμαρτον εἰς τούς μοναχούς καί μάλιστα εἰς ἕναν ὑπηρέτην τῆς Κυρίας Προυσιωτίσσης».
γ) Τά ἐκτός Μονῆς
Ὁ Κύριλλος ἔχαιρε τῆς μεγάλης ἐκτιμήσεως τοῦ Ἐπισκόπου του, τοῦ Λιτζᾶς καί Ἀγράφων Δοσιθέου, γι' αὐτό καί ὁ οἰκεῖος ποιμενάρχης τοῦ ἀναθέτει ἔργο καί ἐκτός Μονῆς. Τόν ἀποστέλλει σέ περιοδεῖες ἀνά τήν ἐπαρχία του, δίνοντάς του τήν ἐξουσία «νά ἀργήση καί νά ἀφορίση» τούς τυχόν ἀπειθεῖς, ἐνῶ σέ περιόδους μακρᾶς ἀπουσίας του ἀπό τήν ἕδρα του τοῦ ἀναθέτει τήν διαποίμανση τοῦ Καρπενησίου. Παράλληλα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφύριος τοῦ χορηγεῖ τήν ἄδεια νά ἐξομολογῆ «εἰς Βραχώρι» (σημ. Ἀγρίνιο). Οἱ δύο ἄνδρες διατηροῦσαν καί ἀλληλογραφία. Ἡ διδαχή τοῦ Κυρίλλου, ὅπως τήν περιγράφει ὁ λόγιος φίλος του Ἰατρίδης, διέθετε λόγον «ἀποστολοευαγγελικόν, φράσιν δέ ἁπλόκομψον καί γλυκύπικρον... ἥδεται μέν ἡ γλῶσσα τῇ ὑποπίκρῳ γλυκύτητι, ἰσοσταθμεῖ δέ ὁπωσοῦν ἡ διάνοια ρεμβομένη τῇ γλυκυπίκρῳ νύξει τῶν πνευματικῶν βελῶν».
Πέραν τοῦ ἔργου τοῦ ἐξομολόγου ὁ Κύριλλος διακρίθηκε καί γιά τήν ἐλεημοσύνη του. «Εἰς τά εὑρεθέντα κατάστιχα αὐτοῦ τοῦ ἔτους 1822, περιέχονται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἐξόδων καί τά ἑξῆς: "Γρόσια 5,38 εἰς τά ἰατρικά Κων/νᾶς... 35 τῷ Χαρίτωνι διά γέννημά του ἔλεος... 25 τῷ Ζωσιμᾷ ἔλεος... 10 τῷ Ἰορδάνῃ διά τόν μαθητήν του... 6 τῷ αὐτῷ μαθητῇ ἔλεος... 1 τῷ πτωχῷ ἱερεῖ..."». Στό χωριό του, τήν Καστανιά, δώρισε τήν πατρική του οἰκία προκειμένου νά ἀνεγερθῆ Ἱερός Ναός, ἐνῶ μέ ἔξοδά του καλλώπισε καί ἀνεκαίνισε διάφορα ἄλλα παρεκκλήσια.
Σημαντικότερη ὅμως ἐλεημοσύνη φαίνεται πώς ἦταν ἡ παρακάτω. Τήν ἐποχή αὐτή ἡ περιοχή τῶν Ἀγράφων, καί ὄχι μόνον, βρίσκεται σέ δεινή θέση ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως. Ἄν καί προηγήθηκε ὁ μέγας ἰσαπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, παρ' ὅλα αὐτά ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος γράφει γιά τήν κατάσταση: «καταρῶμαι τήν βαρβαρότητα καί ἀνοησίαν ὁπού ἐκυρίευσε τό γένος μας»! Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς καταστάσεως, μία ἐκτενέστατη ἐπιστολή του πού παρουσιάζει ὅλη τήν τραγικότητα τῆς ἀμάθειας τοῦ λαοῦ γι' αὐτό καί «δέν ἠξεύρει ἄν μέ δάκρυα γράφει ἤ μέ μελάνι». Στήν ἐπιστολή αὐτή ἐμφανίζονται διάφοροι «πλανεμένοι», οἱ ὁποῖοι κάνουν «θραύση» στόν ἁπλό λαό πού εὔκολα τούς ἀκολουθεῖ: «Ἤκουσα πώς ἡ γραία τῆς πλάνης, ἥν ἐγώ ἐδίωξα ἀπό Καρπενήσι, ἔφθασε κατά Θεοῦ παραχώρησιν ν' ἀνέβη καί ἀπάνω εἰς τόν ἱερόν ἄμβωνα τῆς Μητροπόλεως τοῦ ἁγίου Νέων Πατρῶν. Οὐαί! Οὐαί!... Ἀλλ' ἄς ἰδῶμεν καί τινά κεφάλαια τῆς διδαχῆς τῆς γραίας ἤ μᾶλλον εἰπεῖν ἐκ τῆς μωρολογίας της. Ἔλεγεν ὅτι ἡ λειτουργία ἔχει δώδεκα χρόνους ὁπού εἶναι ἄδεκτος πρός τόν Θεόν... ἔλεγεν ὅτι ἀπό τόν περσινόν σπόρον νά σπείρωσιν οἱ ἄνθρωποι τά χωράφια τους, διότι τόν φετεινόν τόν ἀφώρισεν ὁ Χριστός... ἔλεγεν ὅτι καί οἱ εὐσεβεῖς καί οἱ ἀσεβεῖς ὅλοι εἰς τόν Παράδεισον ἔχουν νά ὑπάγωσι... Ἄς ἴδωμεν δέ μερικά ὡς ἐν συντόμῳ τινά τοῦ κήρυκος Μάνθου... εἶχε δέ οὗτος τό ἴδιον δαιμόνιον τῆς γραίας καί πλέον χειρότερον. Ἔλεγεν οὖν ἐπάνω εἰς τόν ἄμβωνα ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἐνώχ... ἔλεγεν ὅτι ὁ Κοσμᾶς [ὁ Αἰτωλός] εἶχε δύο χαρίσματα καί αὐτός ἔχει πέντε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... Ἔλεγεν ὅτι εἰς τρεῖς χρόνους, κατά μήνα Σεπτέμβριον, ἔχει νά γίνη ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος... ἔλεγεν ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος, ἄναξ τῆς Ρωσσίας, εἶναι ὁ Ἀντίχριστος... Ἔλεγεν ὅτι οἱ προφυλάξεις ὁπού γίνονται διά τήν πανούκλαν εἶναι μάταιαι, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς λέγει νά παραμερῶμεν ἀπό τό κακόν... Ἄνθρωπος παράφρων... Ἀπό τό μέρος πάλιν τοῦ Κραβάρου εὐγῆκε μία ἐπιστολή καί γράφει πώς ἐπεσεν ἀπό τούς οὐρανούς εἰς τόν Ἅγιον Τάφον καί ἀφορίζει ἐκεῖνον ὁπού νά εἰπῆ πώς τήν ἔγραψεν ἄνθρωπος... Λοιπόν οἱ ἁπλοί λαοί ἐδέχθησαν καί αὐτήν τήν ἐπιστολήν ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσοῦσαν καί ἄν τούς εἰπῆ τινάς: "Χριστιανοί ἀδελφοί, μήν εἶσθε τόσον ὁρμητικοί, διά νά μή πλανηθῆτε", αὐτοί πρέπει νά τόν λιθοβολήσουν». Ὁ Κύριλλος δέν παύει νά καταδιώκη τήν ἑτεροδιδασκαλία ὅπου τήν βρεῖ, εἴτε γραπτῶς εἴτε προφορικῶς, μή ὑπολογίζοντας προσωπική ζημία.
Τέλος, περί τό 1820 ἱδρύει, μέ τήν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, «κοινή των Ἑλληνικῶν μαθημάτων σχολή» ἔξωθεν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς στήν ὁποία καί ἐδίδαξε. Δημιουργήθηκε «διά τά γειτνιάζοντα χωρία, ἅτινα ἀπεβαρβαρώθησαν ὑπό τῆς ἀμαθείας, ὥστε ὁπού καί αὐτῇ τῇ πίστει κλονοῦνται οἱ δυστυχεῖς». Ὁ ἀπώτερος σκοπός τοῦ Κυρίλλου δέν εἶναι μιά ξερή γνώση, ἀλλά ἡ ἐμβάθυνση στήν Ὀρθόδοξο πίστη, πιστό τέκνο τῶν μεγάλων ἁγίων Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ἡ σχολή δέν μακροημέρευσε, καθώς ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως δέν διευκόλυνε τήν λειτουργία της καί ὁ Κύριλλος ἀπεφάσισε πιά νά ἐγκαταλείψη τούς κοσμικούς θορύβους διά παντός. Ἐξήντλησε καί τήν τελευταία «ρανίδα αἵματος» στόν ἀγῶνα γιά ἀναμόρφωση τῆς Μονῆς καί τοῦ λαοῦ. Βλέποντας ὅμως «τήν ἀδιαφορία νά πλατύνεται καί τούς νηπίους νά ἀσθενοῦσι» ἀποφασίζει νά κρύψη τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του μέσα στό ἀγαπητό του ξεροκάλυβο στήν ἀθωνική ἡσυχία, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τούς λόγους του, «συμφέρει κατά τόν διπλοῦν ἄνθρωπον».
«Ὅθεν κἀγώ ἰδών τό κακόν ἀθάνατον, ἰδού αὖθις ἀναχωρῶ εἰς τήν φίλην μου ἡσυχίαν τόν Ἄθωνα, διά νά κλαίω τάς ἐμάς ἁμαρτίας, αἵτινες ὑπερέβησαν τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου. Ὑμεῖς δέ, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί πατέρες μου σεβασμιώτατοι, μή μου ἐπιλάθησθε, ἀλλ’ ὅταν προσεύχησθε πρός Κύριον, μέμνησθέ μου τῆς ἀγάπης καί ἱκετεύσατε τόν Χριστόν, ἵνα τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ κατατάξῃ τό πνεῦμά μου μετά τῶν δικαίων. Ὁ ἀνάξιος τῆς ἱερᾶς κλήσεως Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης».-
δ.Π.
- Προβολές: 2008