Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἠθική θρησκεία καί Ναός τῆς ἁγίας Δικαιοσύνης

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὅλα τά μικρόβια καί οἱ ἰοί πού ταλαιπωροῦν τίς σύγχρονες κοινωνίες ἔρχονται ἀπό τό παρελθόν· ἰοί πάσης φύσεως, κοινωνικοί, πολιτικοί, θεολογικοί. Αὐτό συμβαίνει γιατί ἡ παράδοση, ὄχι μόνον ἡ ἱερά, ἔχει πολύ μεγάλη δύναμη. Ὁπότε ἡ ἔρευνα τῶν σύγχρονων προβλημάτων πρέπει νά ξεκινᾶ ἀπό τήν ἱστορία.

Δάσκαλος αὐστηρῆς ἱστορικῆς ἔρευνας ἦταν ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τοῦ ὁποίου τό ἀδημοσίευτο προφορικό ὑλικό μᾶς δημοσιοποίησε συστηματικά ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος. Εἰδικά τό τελευταῖο βιβλίο του («Πατερική καί Σχολαστική Θεολογία») εἶναι θησαυροφυλάκιο ἱστορικοῦ ὑλικοῦ συνδεδεμένου μέ τήν θεολογία. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι ἡ ἀφετηρία ὅσων στήν συνέχεια θά σημειώσουμε.

Γιά νά καταλάβουμε σέ ἱκανοποιητικό βαθμό τίς ποικίλες τάσεις πού ὑπάρχουν μέσα στήν σύγχρονη Ἑλληνική κοινωνία, ἀλλά καί στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπαραίτητο νά μελετήσουμε τήν ζωή καί τήν συγγραφική δράση τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ. Σέ κάποιες ἀπόψεις του, πού ἐπηρέασαν τήν ἐθνική μας ζωή, θά ἀναφερθοῦμε παρακάτω.

Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς γεννήθηκε στήν Σμύρνη τό 1748 ἀπό πατέρα Χιώτη καί πέθανε στό Παρίσι τό 1833, τήν χρονιά πού ἱκανοποιήθηκε ἡ ἐπιθυμία του, γιά τήν ἀπόσπαση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ἔβλεπε τά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα μέσα ἀπό τήν νοοτροπία τῶν προτεσταντῶν. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τήν παιδεία πού ἔλαβε καί τίς συναναστροφές πού εἶχε στήν Σμύρνη, τό Ἄμστερνταμ καί κατόπιν στό Παρίσι.

Στήν Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ) διαβάζουμε: «Φοιτήσας [ὁ Κοραῆς] εἰς τήν ἀκμάζουσα τότε Εὐαγγελικήν Σχολήν τῆς Σμύρνης, ὅπου ἐδίδασκεν ὁ συντηρητικός διδάσκαλος Ἱερόθεος, ἀπέκτησεν ἱκανήν ἐγκύκλιον μόρφωσιν, ἐμπλουτισθεῖσαν καί ἐκ τῆς συναναστροφῆς μετά τοῦ πάστορος τοῦ ἐκεῖ ὁλλανδικοῦ προξενείου Βερνάρδου Κεύνου ὡς καί μετά Ἰησουϊτῶν μοναχῶν».

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, πιό ἀναλυτικός, δείχνει τίς ρίζες τοῦ προτεσταντικοῦ ἐπηρεασμοῦ τοῦ Κοραῆ καί τῆς στροφῆς του στούς ἀρχαίους Ἕλληνες, μιλώντας γιά τόν πάστορα τοῦ ὁλλανδικοῦ προξενείου, τόν ὁποῖο ὁ Κοραῆς εἶχε πνευματικό πατέρα, «ἀπό τόν ὁποῖο ἔμαθε λατινικά καί Ἑβραϊκά, καί μετά πῆγε στήν Ὁλλανδία καί σπούδασε. [...] Εἶχε φοβερό μίσος γιά τούς παπικούς, [...] ἐμφανίζεται ὡς θρῆσκος καί εἶναι θρῆσκος ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς. Ὀρθόδοξος θρῆσκος δέν εἶναι». Ἀπό τούς Ὁλλανδούς Καλβινιστές πῆρε καί τόν «θαυμασμό στόν κλασσικό πολιτισμό καί στούς ἀρχαίους Ἕλληνες»(Πατερική καί σχολαστική θεολογία, σ. 488-489).

Ἐνδεικτικό τῆς νεοελληνικῆς θεολογικῆς σύγχυσης εἶναι τό παρακάτω παράθεμα ἀπό τήν ΘΗΕ:

«Τό οἰκογενειακόν περιβάλλον, ἐντός τοῦ ὁποίου ἔζησε τά πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς του ὁ Κοραῆς, διεπνέετο ὑπό ζώσης θρησκευτικότητος. Εἷς θεῖος του ἐπίσκοπος, ὁ Βελιγραδίου Σωφρόνιος, ἡ εὐλαβής μήτηρ του καί ὁ πρῶτος του διδάσκαλος Ἱερόθεος θεμελιώνουν εἰς τήν ψυχήν του ἀκατάλυτον τόν ναόν τῆς εὐσεβείας ὑπό τήν ὀρθόδοξον μορφήν της. Τήν ἰδίαν ἐποχήν ὁ μνημονευθείς ἤδη πάστωρ Βερνάρδος Κεῦνος, φίλος καί προστάτης τοῦ Κοραῆ, ὡς καί ἡ μετά τῶν ἐν Σμύρνῃ Ἰησουϊτῶν συχνή ἐπικοινωνία, προξενοῦν εἰς αὐτόν ζωηρόν ἐνδιαφέρον γιά τήν Δύσιν καί τόν προφυλάσσουν ἀπό τόν κίνδυνον τῆς θρησκευτικῆς ἀποκλειστικότητος καί τοῦ φανατισμοῦ· ἡ οἰκουμενικότης τοῦ χριστιανισμοῦ κερδίζει ἐξ ἀρχῆς τήν συμπάθειάν του».

Οἱ παραπάνω παρατηρήσεις μᾶλλον ἐκφράζουν τόν συγγραφέα τους καί ὄχι τίς ἀπόψεις τοῦ Κοραῆ, ὁ ὁποῖος, ὅπως σημειώσαμε, «εἶχε φοβερό μίσος γιά τούς παπικούς» καί ἰδιαίτερα, ὅπως θά δοῦμε ἀμέσως παρακάτω, πρός τούς Ἰησουΐτες.

Σημαντικά στοιχεῖα γιά τίς ἀπόψεις του σέ θέματα ἐκκλησιαστικά βρίσκουμε στόν Πρόλογο πού συνέταξε ἐκδίδοντας τά Πολιτικά τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἐκεῖ γιά τούς Ἰησουΐτες διαβάζουμε:

«Αὐτοί τῶν δυτικῶν χριστιανῶν βασιλεῖς κατήργησαν πρό πολλοῦ, καί ἐδίωξαν ἀπό τάς ἐπικρατείας των, συνευδοκοῦντος καί συγκαταργοῦντος τοῦ τότε Πάπα, τούς Ἰησουΐτας, ὡς τάγμα ἀπαράδεκτον ἐξ αὐτῆς του τῆς φύσεως εἰς κάθε πολιτισμένον ἔθνος. Τά ὀλίγα ταῦτα λόγια, διά νά μή προσθέσω ὅσα ἐγράφησαν πολλά καί φρικτά κατά τῶν Ἰησουϊτῶν, εἰς τούς ὁποίους ἡ φήμη ἀναφέρει καί τελευταῖον ἆθλον τόν διά φαρμάκου θάνατον τοῦ καταργήσαντος αὐτούς Πάπα, τά ὀλίγα λέγω ταῦτα λόγια ἀρκοῦν νά μᾶς διδάξωσιν, ἄν πρέπῃ νά δεχώμεθα ἡμεῖς τάγματα Μοναχῶν τοιαῦτα, κατ’ αὐτήν τήν ἀρχήν τοῦ νέου μας πολιτισμοῦ» (σ. ρλ΄-ρλα΄). Μιλάει γιά τόν «νέο μας πολιτισμό» ἔχοντας συνείδηση ὅτι ὁ πολιτισμός αὐτός δέν ἔχει ρίζες στό ἄμεσο παρελθόν.

Δέν θέλει στόν «νέο μας πολιτισμό» τούς δυτικούς μοναχούς στήν Ἑλλάδα, ἀλλά δυσανασχετεῖ καί μέ τούς ὀρθοδόξους, τούς ἀνατολικούς, ὅπως τούς ὀνομάζει:

«Εἶναι φρόνιμον ἤ πολιτικόν, νά συγχωρήσωμεν εἰς τόσον νέφος Μοναχῶν νά φορολογῶσι τήν Ἑλλάδα, ἔχοντες ἡμεῖς τόσους φορολόγους ἀνατολικούς Μοναχούς;»(σ. ρκθ΄). Τούς ὀρθόδοξους μοναχούς δέν τούς βλέπει ὡς ἐκφραστές τῆς ἡσυχαστικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως, ἀλλά ὡς «φορολόγους». Ἄλλωστε, τήν ἀσκητική τήν ἀντικατέστησε μέ τήν «ἠθική φιλοσοφία».

Ὁ π. Ίωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε: «Ὅταν ἔγινε ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση, ἀποφάσισαν οἱ ἐθνοπατέρες μας, μέ ἀρχηγό τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ, νά καταργήσουν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό ἀσκητική θρησκεία πού ἦταν μέχρι τότε καί νά τήν κάνουν μιά “ἠθική θρησκεία”, πού εἶναι ὡραία γιά τήν μεσαία τάξη τῶν “μπουρζουά” τοῦ Παρισιοῦ, νά βοηθάη τήν ἀστυνομία νά κάνη καλούς πολίτες. Αὐτό ἦταν.

[...] «Ἔλεγαν ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά βοηθάη προληπτικά. Προμηθεύς ἦταν ἡ Ἐκκλησία καί Ἐπιμηθεύς ἡ ἀστυνομία. Ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά φτιάξη καλούς πολίτες καί ἡ Ἀστυνομία κάθεται νά ἐλέγχη, ἄν ἔγιναν πράγματι καλοί πολίτες κ.ο.κ.»(ὅ.π. σ 495-496).

Ὅλα αὐτά μᾶς τά λέει καθαρά ὁ ἴδιος ὁ Κοραῆς στόν Πρόλογό του στά Πολιτικά τοῦ Ἀριστοτέλη. Γράφει:

Οἱ ὑποψήφιοι Ἱερεῖς πρέπει «νά ἐξετάζονται αὐστηρῶς, πρίν ἀξιωθῶσι τό ἀποστολικόν ἐπάγγελμα, ἄν ἔχωσι τάς ἀποστολικάς ἀρετάς, καί τήν ἀναγκαίαν ὅλην παιδείαν εἰς τόν ἐξ ἐπαγγέλματος διδάσκαλον τῆς ἠθικῆς, διά νά προξενήσωσι τήν ὁποίαν ἡ πολιτεία προσμένει ἐξ αὐτῶν ὠφέλειαν»(σ. ριη΄). Ὅλοι οἱ Κληρικοί ἐκλέγονται ἀπό τόν λαό ἤ τούς προεστῶτες. Καί συμπληρώνει: «ἱερεύς μέν δέν ἐκλέγεται, ἄν σιμά τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, δέν ἐμαθητεύθη εἰς κανέν ἀπό τά γυμνάσιά μας τήν Ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν, τήν Λογικήν, καί ἐξαιρέτως τήν ἠθικήν φιλοσοφίαν».

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι γιά τήν ἡλικία τῶν Ἱερέων δέν ἀνατρέχει στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στούς ἀρχαίους φιλοσόφους. Γράφει:

«Ὁ Ἀριστοτέλης ἤθελε τούς ἱερεῖς τῶν ψευδοθεῶν γηραλαίους· καί ὁ Πλάτων διορίζει καί τόν χρόνον εἰς τά ἑξήκοντα ἔτη. Δέν ἔδειξεν ὀλιγωτέραν τῶν ἐθνικῶν πρόνοιαν ἡ ἀληθής τοῦ Χριστοῦ θρησκεία περί τούτου. Διά τοῦτο ὠνομάσθησαν εἰς τήν ἀρχαίαν ἐκκλησίαν οἱ ἱερεῖς Πρεσβύτεροι, καί ὀνομάζονται ἀκόμη καί σήμερον ἀπό τούς Δυτικούς χριστιανούς, διότι καί πρεσβυτέρων ἀληθῶς ἡλικίαν εἶχαν· [...] Τό ἔργο τῆς ἐξομολογήσεως μάλιστα δέν πρέπει νά συγχωρῆται εἰς ἱερεῖς νεωτέρους τῶν ἑξήκοντα ἐτῶν».

Μιλώντας γιά τούς Ἱερούς Ναούς δείχνει ὅτι δέν κατανοεῖ ὅτι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, εἶναι ἐνυπόστατη, εἶναι ὁ Χριστός. Τήν θεωρεῖ ὡς ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν δικαιοσύνη. Γι αὐτό κάνει τήν ἀκόλουθη πρόταση:

«Ἕνα μόνον ναόν ἐξαίρετον παρά τούς ἄλλους ἐπεθύμουν, κ’ ἤθελα, ἐάν εἶχα τήν ἐξουσίαν, προστάξειν νά τόν ἔχῃ πᾶσα πόλις, καί κατ’ ἐξοχήν ἡ πόλις, ὅπου μέλλει νά συναθροίζεται κατ’ ἔτος τό Νομοθετικόν τοῦ ἔθνους συμβούλιον. Ποῖον ναόν; Μή με περιγελάσῃ ὁ ἀναγνώστης, ἄν ἀποκριθῶ, ναόν τῆς ἁγίας Δικαιοσύνης, φέροντα ἐπιγραφήν εἰς τόν πυλῶνα, τά ὀλίγα ταῦτα λόγια, «Δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Ἕν ἀπό τά ἀχώριστα τοῦ Ὑψίστου ὄντος ἴδια εἶναι ἡ Δικαιοσύνη καί ἡ Σοφία, καί αἱ ἄλλαι του τελειότητες. [...] Εἰς τόν ναόν τοῦτον πρέπει νά ἀκούωσι τήν λειτουργίαν οἱ κατ’ ἔτος συναθροιζόμενοι βουλευταί καί νομοθέται τοῦ γένους, πρίν ἐμβῶσιν εἰς τό βουλευτήριον· εἰς τόν ναόν τοῦτον νά ὁρκίζωνται οἱ κριταί, πρίν καθίσωσιν εἰς τό δικαστήριον».

Δείχνοντας τήν ἀποστροφή του στούς αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινούπολης στήν συνέχεια γράφει:

«Ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει ἐξ ἀκοῆς ἤ αὐτοψίας τόν μεγαλοπρεπέστατον ναόν τῆς Ἁγίας Σοφίας, μιαινόμενον καθημέραν ἀπό τάς ἀσεβεῖς προσευχάς τῶν βαρβάρων τυράννων· ἀλλ’ ὀλίγοι ἴσως ἐξεύρουν, ὅτι διά νά ἀνεγείρῃ τόν πολυδάπανον τοῦτον ναόν ὁ Ἰουστινιανός, ἔκοψεν ἀδίκως τά σιτηρέσια τῶν γυμνασίων καί τῶν διδασκάλων. Ἐάν ὁ δυστυχέστατος (τί ἄλλο νά τόν ἐπονομάσω!) οὗτος Αὐτοκράτωρ ἐφαντάσθη νά τιμήσῃ τήν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀσοφίαν τοῦ γένους του, διά τί νά μή φανῶμεν ἡμεῖς εὐσεβέστεροι καί φρονιμώτεροι τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἀνεγείροντες, χωρίς ν’ ἀδικήσωμεν κανένα, ναόν τῆς ἁγίας Δικαιοσύνης, μέ σκοπόν νά τόν ἔχωμεν πρό ὀφθαλμῶν καθημερινόν ὑπόμνημα νουθετικόν τῆς πρός ἀλλήλους διαγωγῆς μας;».

«Δυστυχέστατος» ὁ Μέγας Ἰουστινιανός! Εἶναι φανερή ἡ ρίζα πολλῶν στρεβλῶν ἀπόψεων, ἱστορικῶν καί θεολογικῶν, πού γιά πολλά χρόνια ταλαιπώρησαν τό γένος μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1234