Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πόθος τοῦ «μαθεῖν τό ἀληθές»
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Τήν Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος μέσα στόν θεολογικό πλοῦτο τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἡ προσοχή μας στάθμευσε σέ κάτι τό ὁποῖο, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται πολύ ἀνθρώπινο, ἀφορᾶ ὅμως καί τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Εἶναι τό πῶς ἀκοῦμε τόν λόγο κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο συνήθως δεχόμαστε ἤ ἀπορρίπτουμε, ὄχι ἀπό τό ἄν εἶναι ἀληθινός ἤ ψεύτικος, ἀλλά ἀπό τό ποιός εἶναι αὐτός πού τόν λέει.
Ἡ Σαμαρείτιδα, καθώς συνομιλοῦσε μέ τόν Χριστό, ἐξέφρασε στήν ἀρχή τίς ἐπιφυλάξεις της, δέν άπέρριπτε ὅμως τόν λόγο Του. Ἄναβε ἡ δίψα της γιά γνώση, ρωτοῦσε, ἀλλά ἐνόσω θεωροῦσε τόν Ἰησοῦ ὡς θνητό ἄνθρωπο, ἔστω καί προφήτη, περίμενε τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας ἀπό τόν ἐρχόμενο Μεσσία, τοῦ ὁποίου τήν ἔλευση προανήγγειλε ὁ Μωϋσῆς. Ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό λόγους πού πληροφοροῦσαν τήν ψυχή της. Κι ὅταν ἔφθασε στό ἀποκορύφωμα τῆς ἀποκάλυψης, ἀντιμετώπισε τόν Χριστό, ὅπως περίπου οἱ Ἀθηναῖοι Ἀρεοπαγίτες τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν τούς μίλησε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιό εὐπρεπεῖς ἀπό αὐτούς, γιά νά τελειώνουν τήν συζήτηση, εἶπαν στόν Ἀπόστολο: «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου». Ἡ Σαμαρείτιδα, ἔχοντας πίστη στόν Μωϋσῆ, εἶπε στόν Χριστό: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα».
Ὁ Χριστός ὁδήγησε σταδιακά τήν Σαμαρείτιδα ἀπό τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, πού τῆς ζήτησε νά πιῆ «κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας», στό ζῶν ὕδωρ (τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), τό ὁποῖο ὅποιος τό πιεῖ «οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα». Κατόπιν, στήν αἴτηση τῆς Σαμαρείτιδας νά τῆς δώση αὐτό τό νερό, ὁ Χριστός ἔστρεψε τήν συζήτηση στήν προσωπική της ζωή καί τῆς ἀποκάλυψε τήν ἀνομία της («πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου»). Τήν ἀποκάλυψη αὐτή ὄχι μόνο τήν ἀποδέχθηκε ἡ Σαμαρείτιδα, ἀλλά τήν χρησιμοποίησε ὡς ἐφαλτήριο γιά νά θέση στόν «προφήτη» πού ἔβλεπε μπροστά της τήν ἐρώτηση, γιά τό ποιά εἶναι ἡ σωστή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τῶν Σαμαρειτῶν ἤ τῶν Ἰουδαίων.
Στήν ἀπάντηση πού ἔλαβε ἀπό τόν Χριστό, ὅτι θά ἔλθη καιρός, πού «οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί», καί ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», ἀντέδρασε μέ ἕναν τρόπο πού ἔδειχνε τήν ἑτοιμότητά της νά δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἀνθρώπινη καί εἰλικρινῆ ἐπιφύλαξή της, ὅτι τίς μεγάλες ἀλήθειες πού ἄκουγε, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονταν στήν δίψα της γιά ἀλήθεια, στήν πληρότητά τους θά τίς ἀναγγείλη στόν λαό ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὁ Χριστός. Ὁ λόγος γιά τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐπικυρώνεται ἀπό τήν ἀξία αὐτοῦ πού τίς λέει. Ὁ Χριστός βλέποντας τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρίνεια καί τήν θερμότητα τῆς ἐπιθυμίας της γιά τήν ἀληθινή γνώση, τῆς εἶπε ὅτι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας «ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι».
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ρωτᾶ: Γιατί στούς Ἰουδαίους πού τόν ρωτοῦσαν, ἄν εἶναι ὁ Χριστός δέν ἀπαντοῦσε καί στήν Σαμαρείτιδα γυναῖκα ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό του; Καί ἀπαντᾶ: διότι ἐκεῖνοι «οὐκ ἐπί τῷ μαθεῖν ἠρώτων, ἀλλ’ ἐπί τῷ μᾶλλον συκοφαντῆσαι», ἐνῶ ἡ Σαμαρείτιδα ρωτοῦσε «ἐξ ἁπλῆς γνώμης καί διανοίας, καί ποθοῦσα μαθεῖν τό ἀληθές».
Οἱ συζητήσεις τῶν ἀνθρώπων δέν γίνονται πάντα μέ ἁπλότητα γνώμης καί μέ τόν πόθο τοῦ «μαθεῖν τό ἀληθές». Εἶναι σπάνια ἡ ὡριμότητα πού ἔδειξε στήν ἐπικοινωνία της μέ τόν Χριστό ἡ ἕως τότε ἄνομη καί ἁμαρτωλή γυναίκα τῆς Σαμάρειας, ἡ κατόπιν Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολος Φωτεινή.
Ἔχει εἰπωθῆ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ὅταν συνομιλοῦμε μεταξύ μας, μιλοῦμε παράλληλα. Οἱ ὁμιλίες μας δέν τέμνονται. Δέν συναντιοῦνται σέ κάποιο κοινό σημεῖο. Οἱ διάλογοί μας εἶναι «συζητήσεις κωφῶν», ὅπως ἐπισημαίνει σέ παλαιότερο ἄρθρο του ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος (Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση, τ. 8) ἤ «εἴμαστε ἡ χώρα τῶν παράλληλων μονολόγων», ὅπως λέει ὁ Γιῶργος Σεφέρης σέ κείμενο πού ἔγραψε τόν Μάη τοῦ 1936. Ἄν ζοῦσε σήμερα, δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πῶς θά περιέγραφε τίς συζητήσεις τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων τῆς μεταπολίτευσης, τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρός τήν πίστη ἤ καί μόνον ὡς πρός τόν λαϊκό πολιτισμό.
Πρίν περάσουμε στήν ἁγιογραφική μελέτη τοῦ θέματος, παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο τοῦ Γ. Σεφέρη, πού εἶναι μιά κοσμική, ἀλλά συνετή περιγραφή τοῦ θέματος. Γράφει:
«Δέν ἔχω φυσικά τήν ἀπαίτηση νά εἴμαστε ὅλοι σύμφωνοι στήν παραδοχή ἤ στήν ἄρνηση ἑνός ὁποιουδήποτε πράγματος πού θά ἔπεφτε στήν ἀντίληψή μας. Ἐννοῶ μόνο ὅτι δέν ὑπάρχει ἀκόμη στήν Ἑλλάδα, οὔτε κἄν γιά τά δικά μας ζητήματα, ἐκείνη ἡ κάποια βαθύτερη συμφωνία, χωρίς τήν ὁποία κάθε ἀντιγνωμία καταντᾶ μάταιη ταραχή. Στή βάση κάθε συζήτησης ἐξυπακούεται ἕνα σιωπηρό συμβόλαιο. Χωρίς αὐτό ἔχουμε ἴσως πολλούς παράλληλους μονολόγους, ἀλλά δέν ἔχουμε διάλογο. Γιά τήν ὥρα εἴμαστε ἡ χώρα τῶν παράλληλων μονολόγων». Σέ ὑποσημείωσή του, βέβαια, γράφει ὅτι «ἡ ἔλλειψη κοινῶν δεδομένων μπορεῖ νά παρουσιάζεται καί στίς μεγάλες χῶρες τῆς Εὐρώπης», δέν εἶναι, δηλαδή, μόνον ἑλληνικό φαινόμενο, ἀλλά ἐκεῖ μέ κάποιες διαφοροποιήσεις ἀπό τά παρ’ ἡμῖν.
Τό πῶς ἀκοῦμε τόν λόγο ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου ἔχει συνέπεια στό πῶς ἀκοῦμε τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Θά δοῦμε στήν συνέχεια τήν στάση ἀπέναντι στόν Χριστό καί τόν λόγο Του σέ τέσσερεις κατηγορίες ἀνθρώπων, ὅπως μᾶς τίς περιγράφουν τά ἱερά Εὐαγγέλια. Μᾶς ἀφοροῦν. Εἶναι οἱ Σαμαρεῖτες, οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ συμπατριῶτες τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Μαθητές Του. Στίς ἑρμηνευτικές παρατηρήσεις χρησιμοποιοῦμε τόν ἅγιο Θεοφύλακτο Βουλγαρίας.
Οἱ Σαμαρεῖτες τῆς πόλης Συχάρ ἔδειξαν μιά ἀξιοπρόσεκτη σύνεση. Πίστευσαν στόν λόγο τῆς γυναίκας, κρίνοντας ὅτι δέν θά διαπόμπευε τόν βίο της λέγοντας «δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα», ἄν «μή ἀληθῶς μέγας τις ἦν και ὑπέρ τούς πολλούς ὁ ὑπ’ αὐτῆς κηρυττόμενος». Γι αὐτό πίστευσαν καί «τήν πίστιν τοῖς ἔργοις δεικνύντες, παρεκάλουν αὐτόν δι’ ὅλου παρ’ ἑαυτοῖς εἶναι».
Ὁ Χριστός μένοντας δύο μέρες μαζί τους τούς δίδαξε «θειότερά τινα». Δέν γράφεται ὅτι ἔκανε σ’ αὐτούς θαύματα. Δίδαξε μόνον. «Ὅθεν οὐδέ σημεῖον οὐδέν ἰδόντες, πιστεύουσι».
Οἱ Ἰουδαῖοι περιγράφονται ἀπό τά «οὐαί» τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων καί ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτούς πού τόν ἔψαχναν μετά τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἄρτων στήν ἔρημο, στούς ὁποίους εἶπε: «ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε». Εἶναι οἱ «σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν», πού ἀντιτίθενται «ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ». Βλέποντες δέν βλέπουν καί ἐνῶ ἔχουν αὐτιά δέν κατανοοῦν τούς πνευματικούς λόγους. Κινοῦνται ἀπό φθόνο καί ἰδιοτέλεια, πού τούς καθιστᾶ ἀνίκανους νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ εἰλικρίνεια, ὅπως ὁ Νικόδημος, ὁ νυχτερινός μαθητής, νά διαλεγχθοῦν μαζί Του.
Γιά τούς συμπατριῶτες τοῦ Χριστοῦ ὁ ἴδιος «ὁ Ἰησοῦς ἐμαρτύρησεν, ὅτι προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι ἄτιμός ἐστιν». Διότι συνηθίζουμε «οἱ ἄνθρωποι τῶν ἐν συνηθείᾳ καταφρονεῖν, ἀεί τοῖς ξένοις καί ἀηθέσι προσέχοντες». Αὐτούς πού ἔχουν τά ἴδια ἤθη μέ ἐμᾶς τούς καταφρονοῦμε, πάντοτε τούς ξένους κι αὐτούς πού ἔχουν ἄλλα ἤθη προσέχουμε. Μᾶς ἑλκύει τό παράξενο καί τό παράδοξο. Ἡ πρωταρχική σημασία τῆς λέξης «ἀήθης» δέν εἶναι ὁ «ἄνευ ἤθους ἤ χαρακτῆρος», ἀλλά ὁ ἀσυνήθης, ὁ παράδοξος.
Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτοί πού μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο ὁμολόγησαν ἐνώπιόν Του ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν κάποιοι ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν Μαθητῶν Του δέν ἄντεχαν τούς λόγους Του καί ἀπομακρύνθηκαν, ὁ Χριστός τούς ρώτησε: «μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Δέν ἤθελε νά μείνουν μαζί Του ἀπροαίρετα. Ἤθελε ἡ ἀπόφαση νά εἶναι δική τους. Κι αὐτοί τοῦ ἀποκρίθηκαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Καταλάβαιναν ὅτι τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μετέδιδαν ζωή αἰώνια σέ ὅσους ἐν καρδίᾳ καλῇ καί ἀγαθῇ τούς δέχονταν.
Ἄν δέν μποροῦμε νά εἴμαστε σάν τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἔχουμε τουλάχιστον τήν σύνεση τῶν Σαμαρειτῶν. Νά μήν ἔχη ἡ ζωή μας λόγο αὐτόνομο, ἐγωιστικό, ξένο —«παράλληλο»— πρός τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, πρός τόν λόγο τῆς Ἐκκλησίας. Νά κινῆται ἡ ζωή μας ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ ἤ τουλάχιστον νά ἀφήνουμε διαρκῶς νά τέμνεται ἡ ἰδιοτέλειά μας ἀπό τόν «τομώτερον ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί νά μᾶς διακατέχη διαρκῶς ὁ πόθος τοῦ «μαθεῖν τό ἀληθές».
- Προβολές: 1114