Skip to main content

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Πίστη καί ἔργα

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου Καθηγητοῦ Δογματικῆς

Οὐκ ὀλίγοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι στίς μέρες μας ἐπιχειροῦν ἀπροκάλυπτα ἤ συγκεκαλυμμένα νά ὑποβαθμίσουν τήν νηπτική-ἡσυχαστική παράδοση καί νά σμικρύνουν τήν σπουδαιότητα τοῦ Μοναχισμοῦ στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος «καταγγέλλοντας» τήν φιλοκαλική εὐσέβεια ὡς προεχόντως «εὐχητική» καί τήν ἀσκητική βιωτή ὡς ἀπόπειρα ἀτομικιστικῆς «δικαιώσεως δι' ἔργων». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναφέρουν στό προσκήνιο, συνειδητά ἤ ἀσύνειδα, τήν «πάλιν καί πολλάκις» ἐγερθεῖσα ἀπό τούς Προτεστάντες μομφή κατά τῆς μοναστικῆς ἄσκησης ὡς μιᾶς «ἠθικῆς ἀξιόμισθων ἔργων» (πρβλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Οἱ βυζαντινοί ἀσκητικοί καί πνευματικοί Πατέρες, Θεσσαλονίκη 1992, 118-158).
 
Σέ ὅτι ἀκολουθεῖ ἐπιχειρῶ ἀφενός νά καταδείξω ὅτι ἡ ὡς ἄνω θέση εἶναι ἀσύστατη καί ἀφετέρου νά περιγράψω ἀδρομερῶς τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν πίστη καί τήν ἄσκηση ἤ, ἀλλιῶς, γιά τήν πίστη καί τά ἀγαθά ἔργα σέ σχέση μέ τήν ἐν Χριστῷ δικαίωση καί τόν ἁγιασμό. Στό ἐγχείρημά μου αὐτό θά βασισθῶ κυρίως σέ ἐπιλεκτικά σταχυολογημένες ἀπό τήν ὀρθόδοξη φιλοκαλική Γραμματεία μαρτυρίες τίς ὁποῖες καί θά ἑρμηνεύω ὑπό τό φῶς τοῦ προφηταποστολικοῦ φρονήματος, ὅπως ἀποτυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή καί βιώνεται ἀδιαλείπτως στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. 

1. Σωτηρία «ἐκ πίστεως δι' ἐργασίας τῶν ἐντολῶν ἐνεργουμένη» ἤ ὁ παύλειος χαρακτήρας τῆς φιλοκαλικῆς εὐσέβειας

 Ἕνας ἀπό τούς αὐθεντικότερους μάρτυρες τῆς νηπτικῆς μας παράδοσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης μᾶς καθοδηγεῖ στήν σύντομη ἀναζήτησή μας: Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ἀποκαλύπτει πίστη ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένη· εἶναι ἡ ζῶσα καί σώζουσα πίστη ἐνεργουμένη διά Πνεύματος στόν πιστό (πρβλ. «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη» Γαλ. 5, 6).
 
Ἡ προτεσταντική διάζευξη τῆς πίστης ἀπό τά ἔργα εἶναι ἄγνωστη στήν ὀρθόδοξη παράδοση. Αὐτό πρέπει νά κατανοηθεῖ ὀρθά: Κατ' ὀρθόδοξη ἐκτίμηση δέν δικαιωνόμαστε διά τῶν ἔργων μας. Ἡ «αὐτοδικαίωση» εἶναι βαθύτατα ἀντιχριστιανική διδασκαλία: «κατηργήθητε ἀπό Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε» (Γαλ. 5, 4). Ὁπότε καθίσταται σαφές αὐτό πού συνεχῶς βιώνεται στήν ἱστορία τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ὅτι δηλαδή ἡ ἄσκηση καί ἡ «ταύτης πόνοι» δέν κατανοοῦνται ὡς ἀξιόμισθα ἔργα, ἀλλ' ὡς θεραπευτικά μέσα χρησιμοποιούμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ πλαίσιο ἐξάπαντος χαρισματικό. Ἡ δικαίωση καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἐκ «πίστεως δι' ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5, 6). Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως ἀπέναντι στή θεία ἐν Χριστῷ δωρεά δέν στέκεται παθητικός, οὔτε ἀνενεργός καί ἄβουλος. Ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός θά ἰσοδυναμοῦσε eo ipso μέ ἕναν «σωτηριολογικό μονοφυσιτισμό» πού θά ἀκύρωνε τή θεόνομα καί χριστοκεντρικά θεμελιωμένη ἰουδαιοβιβλική καί πατερική ἀνθρωπολογία.
 
Ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς ἀνθρώπινης θέλησης στό πλαίσιο τῆς νέας ζωῆς ἐν Χριστῷ προϋποθέτει τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία στό Σατανά καί τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία τελεσιουργεῖται μόνον διά τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς θείας ἐν Χριστῷ ὑιοθεσίας μας. Τά ἀγαθά ἔργα, πού προϋποθέτουν τή συνέργεια μέ τή χάρη τῆς βούλησής μας (ἡ ὁποία, τό ξαναλέμε, ἀπελευθερώθηκε διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Σταυροῦ στό Βάπτισμα καί παραμένει ἐλεύθερη μέ τήν ἄσκηση στά Μυστήρια), ΔΕΝ εἶναι ἀξιόμισθα. Ἐντούτοις χωρίς αὐτά ἡ σωτηρία μας εἶναι ἀνέφικτη καί ἡ χάρη δύναται νά ἀποβεῖ «εἰς κενόν», ἀφοῦ ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πτώσης. Ἡ φιλοκαλική πείρα συμπυκνώνεται στό κλασικό φθέγμα τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, «καί αὗται οὖν αἱ ἐντολαί οὐχί τήν ἁμαρτίαν ἐκκόπτουσι -τοῦτο διά μόνου τοῦ Σταυροῦ γεγένηται- ἀλλά τούς ὅρους τῆς δοθείσης ἡμῖν ἐλευθερίας φυλάττουσιν», ἀλλά καί διευκρινίζεται ἀπό τήν λακωνική φράση τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ὅτι αἱ ἐντολαί αὗται φυλάττουσι μᾶλλον ἡμᾶς καί χάρις Θεοῦ ἐστί» (πρβλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ἠθική, τόμος ΙΙ, Θεσσαλονίκη, 2009, 211 ἐπ. ).

2.  Τό φιλοκαλικό φρόνημα ἀπέναντι στήν «ἐξωτερική δικαίωση» (προτεσταντισμός) καί στήν ρωμαιοκαθολική «ἀξιοκρατία»

 Ἔτσι μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε γιατί τό sola fide τῶν προτεσταντῶν εἶναι λειψό:
 
Δέν σώζει ἡ πίστη ὡς γενική ἰδέα, συναισθηματική κατάσταση, ἀποδοχή θεωρητικῶν ἀληθειῶν ἤ ἀκόμη καί ὑπαρξιακή πεποίθηση. Θυμίζω ὅτι ἡ κεντρική προτεσταντική ἰδέα, ἡ ἐκ μόνης τῆς πίστεως δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ (τό «ἄρθρο» αὐτό «στέκεται ἤ πέφτει μαζί μέ τήν Ἐκκλησία» κατά τόν Λούθηρο!) συνίσταται στό ὅτι ὁ Θεός ἀφοῦ «ἱκανοποιήθηκε» ἀπό τόν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, ἀναγνωρίζει ἐξωτερικῶς ἐκ μόνης τῆς χάρης (sola gratia) ἕνεκα μόνον τοῦ Χριστοῦ (propter Christum ἤ solus Christus) τόν ἁμαρτωλό ἐκ μόνης τῆς πίστεώς του (sola gratia). Προσοχή: Ὁ Θεός ἀναγνωρίζει, δέν καθιστᾶ δίκαιο τόν ἁμαρτωλό. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ πιστός ἐξακολουθεῖ νά μένει στήν ἁμαρτία, ἀλλά λογαριάζεται πλέον ἀπό τόν Θεό ὡς δίκαιος (ἡ περίφημη φράση «simul justus et peccator»). Πρόκειται γιά καθαρά δικαστικό ἐνέργημα, ὁπότε ἡ δικαίωση κατανοεῖται ὡς δικανικό μέγεθος (justitia forensis). Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἀποτελεῖ κάποια ἕξη ἤ ἰδιότητα ἐνυπάρχουσα στόν πιστό (justitia aliena), ἐντούτοις ἐπιφέρει κατά κάποιο τρόπο τόν ἀνακαινισμό τοῦ πιστοῦ. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τά ἀγαθά ἔργα στεροῦνται ὁποιασδήποτε ἀξιομισθίας (σέ ἀντίθεση μέ τήν ρωμαιοκαθολική διδασκαλία), ἀποτελοῦν δέ μόνον καρπό καί σημεῖο τῆς δικαιώσεως. Ἡ πίστη τῆς δικαιώσεως συνιστᾶ ἀπόλυτο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις ὁ πιστός ἀτενίζοντας τόν Χριστό πορίζεται τήν βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Ἐδῶ, κατά τήν γνώμη μου, ἡ διδασκαλία περί «ἀξιομισθίας» ἀντικαθίσταται ἀπό τήν «βεβαιότητα» τῆς σωτηρίας. (Γιά λεπτομέρειες παραπέμπω ἀντί ἄλλων σέ μιά ἀπό τίς πιό πρόσφατες σχετικές μελέτες: H.M. Barth, Die Theologie Martin Luthers, Gütersloh 2017, 272-273).  
 
Σύμφωνα τώρα μέ τήν φιλοκαλική μαρτυρία, πού κυρώνει τήν προφηταποστολική ταυτότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, σώζει ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατά τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός δωρίζει διά πίστεως στήν «δι' ὕδατος καί Πνεύματος» ἄνωθεν γέννηση τήν θεία ἄκτιστη καθαρτική, δικαιοῦσα, ἁγιαστική καί θεουργική χάρη στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Πρόκειται γιά τήν μέθεξη τοῦ πιστοῦ διά «πράξεως» καί «θεωρίας» στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, ἐντός τῶν ὁρίων μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως, ἡ ὁποία μέσω τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί διδαχῆς, τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί τῆς θεραπείας τελεῖ σέ σχέση μυστικῆς ταυτότητας μέ ὅλες τίς ἀνά τήν οἰκουμένη τοπικές Ἐκκλησίες. 
 
Ἡ χαρισματική αὐτή δωρεά γίνεται δεκτή, ἀναζωπυρώνεται, ἐγκαινίζεται καί τελειοῦται «ἀτελέστως» διά τῆς ἐλεύθερης τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ὡς μέθεξη στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας δημιουργικά τόν Παῦλο, κάνει λόγο γιά τίς τρεῖς ὄψεις τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε πρό τοῦ ἱστορικοῦ Σταυροῦ στόν Γολγοθά διά τῆς φυγῆς τῶν προφητῶν ἀπό τήν ἁμαρτία, στήν συνέχεια «διά τῆς ἀποχωρήσεως τῆς ἁμαρτίας ἀπό τούς ἴδιους» καί ἐν τέλει «διά τῆς ἐν τῷ θεῷ θεωρίας αὐτοῦ τούτου τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ τῆς θείας δόξας», πού καταλλάσσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί τόν ἀναδεικνύει «φίλο» Του (Ἰ. Ρωμανίδης, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, 174-175).
 
Ὡστόσο ἡ δικαίωση καί ἡ ζωή τῆς ἁγιότητας δέν ἀποκτῶνται μαγικά, οὔτε πέφτουν ἐξ οὐρανοῦ αὐτοματικά. Στό Βάπτισμα ἀσφαλῶς «ἐνεργεῖ ὁ Σταυρός» (ἱερός Χρυσόστομος)· ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἅπαντες οἱ βαπτισμένοι ζωοποιοῦνται καί καθίστανται ἄνευ ἑτέρου ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ὑπάρχει δικαίωση καί σωτηρία διά τῆς μηχανικῆς τηρήσεως (ex opere operato) τελετουργικῶν δρωμένων, οὔτε μέσω μιᾶς δικανικοῦ τύπου ἀπόφασης ἀπό τόν Θεό, πού ἐξασφαλίζει ἐκ πίστεως βεβαιότητα σωτηρίας ψυχολογικοῦ τύπου. Τό αὐτό, οἴκοθεν νοεῖται, ὅτι ἰσχύει καί γιά τή μετοχή στήν Εὐχαριστία. Ἀπαιτεῖται νηπτικός ἀγώνας, ὥστε νά καρποφορήσει ἡ χάρη στήν τέλεια ἀγάπη. Ὁ Μ. Βασίλειος, μέ ἀκρίβεια ἔμπειρου θεραπευτή, ἐξηγεῖ ὅτι καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἡ πρός Θεόν καί τόν πλησίον τελεία ἀγάπη εἶναι ἀδύνατον νά κατορθωθεῖ «ἄλλοτε περί ἄλλα ταῖς διανοίαις πλανώμενοι» (PG 31, 920). Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας εἶναι «θεοκατόρθωτον» καί «ἑκουσιόγνωμον» (ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος). Καί τοῦτο γιατί ἡ δικαίωση, ὅπως εἴπαμε,  εἶναι ἡ ἄκτιστη ζωοποιός δύναμη τοῦ Σταυροῦ, πού ἀφενός καθαίρει καί ἀνακαινίζει δωρεάν τό κατ' εἰκόνα ἄνευ ουδεμίας συνεισφορᾶς μας, ἀφετέρου ὅμως «ἐκδέχεται ἵνα σύν ἡμῖν ἐργάσηται», τουτέστιν ἀναμένει νά συνεργήσει  μαζί μας καθ' ὁδόν πρός τήν ὁμοίωση μέ τό Θεό (Διάδοχος Φωτικῆς, Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια, 89· Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, 150 ἐπ.). 
 
Μέ ἔμφαση μάλιστα ὑπογραμμίζω ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή καθίσταται γνωστή «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ πολλῇ» στόν ἐν «θεωρίᾳ διαβεβηκότα» πιστό στήν ζωή τῶν χαρισμάτων τοῦ Παρακλήτου, ἰδίως δέ στό «χάρισμα προσευχῆς», τουτέστιν στήν πνευματοκίνητη καρδιακή προσευχή, στήν «ἄνευ λογισμῶν ἐνεργουμένη καρδία» (Γρηγόριος Σιναΐτης). Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος ἑρμηνεύει τά σχετικά χωρία τοῦ Παύλου μέ τήν ἔννοια αὐτή: Ὁ Παράκλητος «συμμαρτυρεῖ» μέ τό ἐντός τοῦ πιστοῦ πνευματικό χάρισμα (ὄχι κτιστή ἕξη) ὅτι ἀναδείχθηκε χάριτι «υἱός» Θεοῦ καί συγκληρονόμος Χριστοῦ: 
 
«Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ· εἰ δέ τέκνα καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 16-17) καί πάλι: «ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον• ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4, 6). 
 
Κατ' ὀρθόδοξη ἀντίληψη ἡ δικαίωση συνδέεται μέ τό φωτισμό τῆς καρδιᾶς (πρβλ. τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος στό Εὐχολόγιο: «ἐδικαιώθης, ἐφωτίσθης», πού παραπέμπει στόν Παῦλο) καί ὁδηγεῖ στό δοξασμό - θέωση (Β΄Κορ. 3, 18). Ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος βεβαιώνει ὅτι ὅσοι βαπτισμένοι πέρασαν ἀληθῶς μέσα ἀπό τόν πόρτα τῆς μετάνοιας μαρτυροῦν ὅτι ὁ «Θεός φῶς ἐστί» καί οἱ «λαβόντες Αὐτόν ὡς φῶς ἔλαβον». Ὅσοι ὅμως δέν «ἔπαθαν τοῦτο» τελοῦν ἀκόμη ὑπό τή δουλεία τοῦ πρό τῆς χάριτος Νόμου ἀκόμη κι ἄν εἶναι πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, λαϊκοί ἤ μοναχοί! (Sources Chrétiennes 113, 137επ.) 
 
Κατά τοῦτο, δεκτά ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάποια ἀγαθά ἔργα δῆθεν ἀντάξια τῆς Βασιλείας, ἀλλά τά ἔργα ζώσας καί δι' ἐργασίας τῶν ἐντολῶν ἐνεργουμένης πίστης, ἡ ὁποία αὐξάνει συνεχῶς ἐντός τῆς ζωῆς τοῦ κυριακοῦ Σώματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ ὀρθόδοξοι φιλοκαλικοί Πατέρες εἶναι σέ θέση νά ἑρμηνεύσουν τά ἀναρίθμητα χωρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (π.χ. Ψαλμ. 61, 13· Α΄ Κορ. 3, 8· Β΄ Ιω 8· Μθ 10, 42) σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος θά κρίνει τούς ἀνθρώπους «κατά τά ἔργα» τους,  χωρίς ὅμως νά σχετικοποιοῦν τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας μας ἐκ τῆς «δικαιούσης πίστεως». Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής εἶναι σαφέστατος σέ μιά διαβεβαίωσή του πού θά ζήλευε καί ὁ πλέον πεπεισμένος προτεστάντης χωρίς ὅμως νά μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τό βάθος της:
 
«Ὅταν ἀκούσης τῆς Γραφῆς λεγούσης, ὅτι ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ, οὐκ  ἔργα νοήσεις γεένης καί Βασιλείας ἀντάξια, ἀλλά ἔργα τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁ Χριστός ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ, οὐχ ὡς συναλλάκτης πραγμάτων, ἀλλ' ὡς Θεός κτίστης καί ἀγοραστής ἡμῶν» (Φιλοκαλία Α΄, 110· πρβλ. ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, Περί τελώνου καί Φαρισαίου,  PG 97,1265).
 
Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα ἔργα ἀντάξια τῆς Βασιλείας ἤ τῆς γέενας τοῦ πυρός! Ὁ ὅσιος Μάρκος μιλᾶ γιά «ἔργα πίστεως» καί ἀντιλαμβάνεται μέ τόν τρόπο αὐτό πίστη καί ἀρετή σέ μιά μυστική ἑνότητα ὀφειλόμενη στή χάρη. Ἑπομένως ἡ ἄποψη ὅτι τά ἀγαθά ἔργα μποροῦν ὀρθοδόξως νά κατανοηθοῦν ὡς ἀξιόμισθα (merita), καί μάλιστα μέ τήν ἔννοια πού δίνει στόν ὅρο ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία, ἀπορρίπτεται. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ὀφειλόμενη, ὄχι ἀξιόμισθη: Αὐτό καταφάσκει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία χωρίς νά «φυσιοῖ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 8, 1· ἐπίσης ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, Περί τελώνου καί Φαρισαίου,  PG 97,1265).
 
Ἔτσι ὅλα τά χωρία τῆς Γραφῆς πού χρησιμοποιήθηκαν καί ἀπό νεότερους ὀρθόδοξους θεολόγους ὡς μαρτυρίες ὑπέρ τοῦ «ἀξιόμισθου» χαρακτήρα τῶν ἀγαθῶν ἔργων θά πρέπει νά κατανοοῦνται μέ βάση τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς φιλοκαλικῆς μαρτυρίας πού συνοψίζει ὁ ὅσιος Μάρκος. (Πρβλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος ΙΙ 305, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιά «σχετική ἀξιομισθία» τῶν ἀγαθῶν ἔργων μέ τρόπο πού θυμίζει τήν περί ἀξιομισθιῶν ρωμαιοκαθολική διδασκαλία. Ἐντούτοις, ὀρθότατα παρατηρεῖ ὅτι «ἡ σωτηρία δέν παύει νά παρέχεται εἰς ἡμᾶς χάριτι καί δωρεάν…» τοποθετώντας τήν ὅλη προβληματική ἐντός ὀρθοδόξου πλαισίου. Τά ἀγαθά ἔργα κατανοοῦνται ὡς ἀξιόμισθα καί στήν πιό διαδεδομένη Δογματική τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας, αὐτή τοῦ Μακαρίου Μπουλγκάκοφ, Δογματική θεολογία, ρωσιστί, τόμος ΙΙ, 290). 

3. Ρωμαιοκαθολική «κτιστή χάρη» καί προτεσταντική «sola fide»: μιά ὀρθόδοξη φιλοκαλική ἀπάντηση

 Ὡς γνωστόν, ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία ἐκλαμβάνει τή δικαίωση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἔκχυσης (infusio) στόν ἄνθρωπο τῆς χάρης ὡς μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἕξεως (habitus) ἤ ποιότητας, ἐφόσον διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος «ἱκανοποιήθηκε» ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός( Ἄνσελμος Κανταβρυγίας). Ἡ κτιστή χάρη αἴρει (gratia elevans) τόν ἄνθρωπο στό ἐπίπεδο ἐκεῖνο πού τοῦ ἐπιτρέπει πλέον ὡς καινή κτίση νά ἀπαντήσει ἀγαπητικά στή χάρη τοῦ Θεοῦ πραγματοποιώντας ἀγαθά ἔργα. Ἡ χάρη τῆς δικαίωσης (gratia gratum faciens) κατανοεῖται ἔτσι ὡς ἕνα κτιστό μέγεθος πού ἐπιπροστίθεται καί ἐνυπάρχει στόν πιστό (gratia inharens) προκειμένου νά ἱκανώσει τήν βούλησή του νά στραφεῖ πρός τό Θεό μέ τέλεια διαμορφωμένη πίστη, ἀγάπη καί ἐλπίδα (fides caritate et spe formata). Τά ἔργα πού τελοῦνται σέ αὐτή τήν κατάσταση τῆς δικαιώσεως θεωροῦνται ἀξιόμισθα (merita) καί ἑπομένως ἀνταμείβονται ἀπό τό Θεό μετά θάνατον διά τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία, ἔγκειται στήν μακαρία θέα - ὅραση (visio beatifica) τῆς θείας οὐσίας καί τῶν ἐνδοτριαδικῶν προβολῶν (βλ. τά σχετικά στήν ἀντιπροσωπευτικότερη σύγχρονη ρωμαιοκαθολική Δογματική: G. L. Müller, Katholische Dogmatik, passim). 
 
Πρόκειται γιά μία μεταφυσική-θρησκευτική προσέγγιση ἀσύμβατη μέ τήν ἰουδαιοβιβλική καί πατερική μαρτυρία. Διόλου παράξενο ὅτι ἐπρόκειτο σύντομα νά δεχθεῖ «ἐξ οἰκείων τά βέλη». Πράγματι, θεολόγοι τοῦ ὕστερου Σχολαστικισμοῦ, ὅπως ὁ πολύς Δούνς Σκῶτος, θά ἀμφισβητήσουν τή διδασκαλία αὐτή ὑποδεικνύοντας τίς ἀνεπίτρεπτες θεολογικές της συνεπαγωγές ἰδίως ὡς πρός τή θεία ἐλευθερία: Πῶς εἶναι δυνατόν μιά κτιστή ἕξη (ὅπως ἡ δικαιοῦσα χάρη ἤ τά ἀξιόμισθα ἔργα) νά ἐξαναγκάζει τόν Θεό νά παράσχει ὡς ἀνταμοιβή στόν ἄνθρωπο τήν αἰώνιο ζωή; Ἐν τέλει τίποτε τό κτιστό δέν εἶναι κατά τό εἶδος του σέ θέση νά προκαλέσει ἐξ ἀνάγκης τήν σωτηριώδη ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ («Nihil creatum formaliter est a Deo acceptandum»). 
 
Ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ Λουθήρου εἶχε ἀρχίσει. Καί τίποτε δέν θά μποροῦσε νά συμβολίσει αὐτή τήν ἐπανάσταση περισσότερο ἀπό τήν ἀπόρριψη τῆς ἀξιομισθίας τῶν ἔργων καί τήν ἐν τέλει ἐμμονική προβολή τοῦ «σολιστικοῦ» τριπτύχου: solus Christus, sola gratia, sola fide. Ὡστόσο ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἀμφότερες οἱ δυτικές παραδόσεις (Ρωμαιοκαθολική καί Προτεσταντική) θάλλουν ἐπί κοινοῦ ὑποβάθρου: Στόχος δέν εἶναι ἡ θεραπευτική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ … ἀλλαγή τῆς στάσης τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέχεται τήν «ἱκανοποίηση» πού προσέφερε στήν προσβεβλημένη ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου δικαιοσύνη Του ὁ Χριστός μέ τόν σταυρικό θάνατό Του καί ἔτσι εἴτε δημιουργεῖ στήν ψυχή τήν κτιστή ἕξη τῆς δικαιούσας χάριτος γιά νά ἱκανώσει τόν ἄνθρωπο σέ ἀξιομισθίες αἰωνίου ζωῆς (Βατικανό), εἴτε  προσπορίζει στόν πιστό τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας ἐκ μόνης τῆς χάρης Του καί διά μόνης τῆς πίστεως (Διαμαρτύρηση). Καί στίς δύο παραδόσεις ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ πρωτίστως τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα, καί ὄχι τήν συντριβή τοῦ θανάτου καί τοῦ «ἔχοντος τό κράτος αὐτοῦ» (Ἑβρ. 2, 14)· καί στίς δύο παραδόσεις ἡ σωτηρία δέν  ἀπορρέει ἄμεσα ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά διαμεσολαβεῖται εἴτε ἀπό ἕναν καθιδρυματικό μηχανισμό εἴτε ἀπό μιά δικαστική ἀπόφαση ἐπί ἀτομικοῦ ἐπιπέδου!  
 
Παρά τήν ἄκρως συνοπτική καί ἀναπόφευκτα ἁπλουστευτική παρουσίαση τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς προτεσταντικῆς σωτηριολογίας, καθίσταται πρόδηλο ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί χάριτος, ἔργων καί δικαιώσεως διδασκαλία πόρρω ἀπέχει ἀπό τό νά ταυτίζεται ἤ νά ὁμοιάζει μέ κάποια ἐξ αὐτῶν. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἄποψη ἀπαντοῦσε παλαιότερα ἀκόμη καί σέ ὀρθόδοξα δογματικά ἐγχειρίδια. Ἐπί παραδείγματι ὁ πολύς Χρ. Ἀνδροῦτσος (Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολκῆς Ἐκκλησίας, 251) ἐκλάμβανε τή ρωμαιοκαθολική διδασκαλία περί «ἀξιομισθιῶν» καί «ἐγχεομένης χάριτος» καί ἀρετῶν ὡς ταυτόσημη μέ τήν ὀρθόδοξη. 
 
Ἀλλά ἀκόμη καί στίς μέρες μας ὁ Ρῶσος δογματολόγος Ὀλέκ Νταβύντεκοφ, (Δογματική θεολογία, Μόσχα 2016, ρωσιστί, 466) διδάσκει, προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπό τίς σχολαστικές διακρίσεις τῆς χάρης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει τή χάρη πού τοῦ δωρίζεται «ἀντικειμενικῶς» στό Βάπτισμα καί ἔτσι χρειάζεται «ἔξωθεν» θεία βοήθεια (sic). Παραθεωρεῖ ἐδῶ ὅτι στό Βάπτισμα, ἀλλά καί τήν βαπτισματική ζωή τοῦ πιστοῦ πού ἐκδιπλώνεται ἐντεῦθεν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός διά τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς ἐνεργεῖ κατά τήν ἄκτιστη δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀφενός τήν καταστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἀφετέρου τήν αὔξηση τοῦ πιστοῦ μέχρι νά πληρωθεῖ «εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ». Μάλιστα ὁ «φωτισμός» τοῦ Βαπτίσματος τελειοῦται στό ἅγιο Χρίσμα, τό ὁποῖο στήν ὀρθόδοξη λειτουργική Παράδοση συνάπτεται χρονικῶς μέ τό Βάπτισμα καί καθιστᾶ τόν πιστό «ἐνεργόν» ὡς πρός τίς πνευματικές ἐνέργειες (ἱερός Καβάσιλας) ἐφόσον εἶναι «ἐνεργητικόν τῆς Χριστοῦ θεότητος» (Ἱεροσολύμων Κύριλλος). Ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα δέν ἀπαιτεῖται «ἔξωθεν» θεία βοήθεια, ἄλλα ἔνδοθεν καί, ἀσφαλῶς, διαρκῶς ἐγκαινιζόμενη «θέλουσα τά καλά διάθεσις» (Μάξιμος Ὁμολογητής). Καί τοῦτο ἐφόσον ὁ διά ἀσκήσεως καί μαρτυρίου διερχόμενος «τίς μεθηλικιώσεις τοῦ Χριστοῦ» (Συμεών Νέος Θεολόγος) ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στά μυστήρια καί ὁ Χριστός τή ζωή Του μέσα του! Σέ κάθε περίπτωση μιά ματιά στόν ἅγιο Διάδοχο ἤ τόν ὅσιο Μάρκο -μεταξύ πολλῶν ἄλλων- θά ἔπειθε τόν Νταβύντενκοφ γιά τό ἀνέρειστο τῆς ἄποψής του.
 
Ἑπομένως τίποτε δέν εἶναι πιό παραπλανητικό ἀπό τέτοιου εἴδους ἀπόψεις. Ἀκόμη καί στά σημεῖα ἐκεῖνα ὅπου σέ ὀρθόδοξα συμφραζόμενα χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια ὁρολογία μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, οἱ θεολογικές προϋποθέσεις καί οἱ ποιμαντικές συνεπαγωγές εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες. Καί τοῦτο γιά τούς ἑξῆς λόγους, πού προβάλλει καί βεβαιώνει ἡ φιλοκαλική γραμματεία: 
 
α) Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί βέβαια ἡ ἐνέργεια τῆς ἐν Χριστῷ δικαιώσεως, εἶναι ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ πού κοινωνεῖται ἐν Ἐκκλησίᾳ ὡς πρόγευση τῶν Ἐσχάτων τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Πνεύματος (ἐδῶ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· πρβλ. Β. Τσίγκος, Προλεγόμενα στή θεολογική γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, passim). 
 
β) Ἡ σωτηρία καί ἡ αἰώνια ζωή δέν ἔγκειται στή θεωρία τῆς θείας οὐσίας στό ἐπέκεινα (μιά τέτοια δοξασία ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς Πατέρες ὡς βλάσφημη), ἀλλά στήν μέθεξη τῆς ἁγιαστικῆς καί θεοποιοῦ ἤ τουλάχιστον φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κατά πρόγευση μετοχή στήν ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία Του ἤδη ἀπό τό ἐνταῦθα στή ζωή τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, πού δρασκελίζει ἀλώβητη τό κατώφλι τοῦ θανάτου (πρβλ. Ρωμ. 8, 35). 
 
γ) Ἡ χαρισματική αὐτή κατάσταση ἄρχεται ἀπό τό ἐνταῦθα τῆς ἱστορικῆς  ὅδευσης τῆς Ἐκκλησίας (in statu viae) καί θά ὁλοκληρωθεῖ ἤ μᾶλλον θά τελειωθεῖ ἀτελέστως κατά τήν γενική Ἀνάσταση μέ τήν «ἀπολύτρωσιν» τοῦ σώματός μας, ὁπότε καί ἡ ἀληθινή ζωή καί θεία υἱοθεσία μας θά φανερωθεῖ μέ τόν Χριστό καί στόν Χριστό πρός δόξαν Θεοῦ Πατρός. 
 
δ) Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ δικαίωση κατανοεῖται ὡς ζωοποίηση διά τῆς μεθέξεως στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ ἐντός τῆς ἀναστημένης ἀνθρωπότητας τοῦ Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο (ἡ ἀναντικατάστατη σπουδαιότητα τῆς τοπικῆς «συνάξεως» τῆς Ἐκκλησίας «ἐπί τό αὐτό»). Τελειοῦται δέ στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πού εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ δοξασμοῦ!
 
ε) Ὑπό τό πρίσμα, τέλος, αὐτό τά ἔργα τῶν ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένων πιστῶν δέν εἶναι καί δέν μποροῦν νά εἶναι ἀξιόμισθα, ἐφόσον τίποτε ἀπό ὅσα ὁ ἄνθρωπος φυσικῶς ἐκτελεῖ δέν μπορεῖ νά «ἐξαναγκάσει» τό Θεό σέ ἀνταπόδοση· εἶναι μᾶλλον θεραπευτικά μέσα πού μᾶς καθαίρουν ἀπό τά πάθη, προφυλάσσουν τήν ἐν Χριστῷ ἐκ χάριτος δωρηθεῖσα ἐλευθερία μας (Μάρκος Ἀσκητής· Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 57, 233 καί PG 60, 515· Νικόλαος Καβάσιλας, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Sources Chretiennes I, 90). 
 
Κατά τοῦτο κι ὅταν ἀκόμη οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός τίμησε τόν ἄνθρωπο μέ τό αὐτεξούσιο, «ἵνα  ᾖ τοῦ ἑλομένου τό ἀγαθόν οὐχ ἧττον ἤ τοῦ παρασχόντος τά σπέρματα» (Γρηγόριος Θεολόγος, Ὁμιλία 38, 12), ὑπογραμμίζουν ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως εἶναι θεόσδοτη καί ἡ συμμετοχή της στήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ ἀναγκαία· δέν ἐννοοῦν ὅμως ὅτι τά ἀγαθά ἔργα εἶναι ἀξιόμισθα μέ τήν ἔννοια μιᾶς δῆθεν δεσμεύουσας τόν Θεό «ἀξιομισθίας». Κάτι τέτοιο ἐξάλλου θά προσέκρουε στήν ξεκάθαρη διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: «ὅταν πάντα τά διατεταγμένα ὑμῖν πράξητε, τότε εἴπατε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὅ ὠφείλαμεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10· πρβλ καί τό ψαλμικό: «Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου χρείαν οὐκ ἔχεις» Ψαλμ. 15, 2· Ἰεζ. 36, 22: «οὐχ «ὑμῖν ἐγώ ποιῶ, οἶκος Ἰσραήλ, ἀλλ' ἤ διά τό ὄνομά μου τό ἅγιον…»· καί Ἡσ. 64, 6).
 

4) Ἀρνητική καί θετική διάσταση τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα

Συνεχίζουμε μέ τήν ὀρθόδοξη μαρτυρία, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν φιλοκαλική πείρα. Τά ἀγαθά ἔργα ἤ, γιά νά ἐκφραστοῦμε στό φιλοκαλικό ἰδιόλεκτο, ἡ «πράξη» ὡς «ἐργασία τῶν ἐντολῶν» δέν εἶναι ἀξιόμισθη• ὅμως ἀσφαλῶς καί δέν εἶναι ἄχρηστη ἤ ἀνώφελη• κάθε ἄλλο. Ὅμως καί ἡ «πράξη» ἤ τά ἀγαθά ἔργα κατανοοῦνται θεόνομα καί χριστοκεντρικά ἐντός χαρισματικοῦ πλαισίου ὡς ἐκδηλώσεις «ἐν χάριτι πίστεως» (Γρηγόριος Σιναΐτης). Μάλιστα ὁ ὅσιος Μάρκος ἐμφανίζεται νά τούς ἀναγνωρίζει μιά πρωτίστως ἀρνητική λειτουργία μέ τήν ἔννοια ὅτι κάθε ἀρετή (ἀκόμα καί ὁ θάνατος τῶν Μαρτύρων!) γίνεται ἀντιληπτή ὡς «φυλακή τῆς δοθείσης ἡμῖν (ἐννοεῖται στό Βάπτισμα) καθαρότητος» καί ἄρα ὡς ἐλεύθερη «ἀποχή ἁμαρτίας» καί ὄχι βεβαίως ὡς «ἀντάλλαγμα Βασιλείας».

Μιά παρόμοια ἐξάλλου ἐκδοχή θά προβάλλει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι καί «καί ἡ ἄσκησις δέ καί οἱ ταύτης πόνοι οὐ πρός τό ἐπικτήσασθαι τήν ἀρετήν ἔξωθεν ἐπείσακτον οὖσαν ἐπενοήθησαν, ἀλλά πρός τό τήν ἐπείσακτον καί παρά φύσιν κακίαν ἀποβαλέσθαι» (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 58• πρβλ. ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, Φιλοκαλία Γ΄, 289-290• ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Gregorii Nysseni Opera, IV 198).

Πρόκειται γιά ἰσχυρή θεολογική ἐνόραση: Ὁ Θεός δέν εἶναι ἔμπορος οὔτε ἀργυραμοιβός, ἀλλά Κύριος Παντοκράτωρ καί Σωτήρας μας δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ σωτηριώδης οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπό τόν ἐχθρό του, τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία, δέν ὑπακούει σέ κανόνες τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί ἠθικῆς. Αὐτή τήν ἀλήθεια συμπυκνώνει καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν δικαίωσή μας «τῇ γάρ χάριτι ἐστέ σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ. 2, 8-9).

Στήν ζωή τῆς χάριτος, πού δωρίζει στούς βαπτισμένους ἐν πίστει ὁ Κύριος διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του καί διαρκῶς ἐγκαινίζει στό εὐχαριστιακό Δεῖπνο, ὁ πιστός καλεῖται νά παραμείνει ἐνεργοποιώντας τήν ἀποκαταστημένη ἐλευθερία του. Ὁ πιστός πέθανε στό Βάπτισμα κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο καί αὐξάνει στήν χάρη στή ζωή τῶν Μυστηρίων. Ὁ ἀγώνας γιά νά παραμείνει στήν ἐλευθερία τῆς χάρης καί νά καρποφορήσει ἐν ἁγιασμῶ δέν μπορεῖ παρά νά ἀποτελεῖ μυστική συνέχεια τοῦ Βαπτίσματος, καρποφορία τῆς βαπτισματικῆς χάρης, πού ἀπαιτεῖ «ἐργασία τῶν ἐντολῶν». Ὁ ἀγώνας αὐτός, ἀκόμη κι ἄν περιγράφεται κατά τρόπο ἀρνητικό ἀπό τόν ὅσιο Μάρκο, ἐντούτοις ἐνέχει κάτι τό ἐξόχως θετικό καί δυναμικό, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ἐξάλλου καί ἡ πίστη, εἶναι καρπός χάριτος καί θείας δυνάμεως («μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ…» Ρωμ. 12, 2). Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση καί οἱ ἀρετές ἀποκτοῦν ἀξιόμισθο χαρακτήρα: ἀποτελοῦν «φύσεως ἔργον, οὐ Βασιλείας ἀντάλλαγμα» καί γι’ αὐτό «προσθήκην ἁγιασμοῦ ἐκτός χάριτος ποιῆσαι οὐ δύνανται» (Φιλοκαλία Α΄, 110).

Ἡ διδασκαλία αὐτή κέκτηται ἀριδήλως βιβλικό καί δή παύλειο χαρακτήρα: «Ὑμεῖς γάρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε ἀδελφοί• μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5, 1).Ἡ ἀντίληψη αὐτή βρίσκεται στήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης σωτηριολογίας καί ἀνθρωπολογίας: Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, πού συνεργεῖ μέ τή χάρη, δέν εἶναι ἡ πεπτωκυῖα δυνατότητα ἐπιλογῆς (ἡ αἰχμάλωτη στό νόμο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου), ἀλλά ἡ ἀποκαταστημένη ἐλευθερία πού φέρεται φυσικῶς πρός τό ἀγαθό (πρβλ. Γ. Δ. Παναγόπουλος, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός ἐκσυγχρονισμός, Ἀθήνα 2017).

Τό κλειδί ἐδῶ μᾶς τό δίνουν οἱ Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικές Σύνοδοι: Ἡ φύση μας μαζί μέ τό αὐτεξούσιο φυσικό μας θέλημα δέν θεραπεύεται μέσω μιᾶς κτιστῆς ὑπερφυσικῆς «ποιότητας», πραγματικῶς διακρινομένης ἀπό τό Θεό, πού ἐγχέεται στήν ὕπαρξή μας πρός ἐπιτέλεση ἀξιομισθιῶν. Ἐν Χριστῷ ἡ αὐτεξούσια φύση μας θεώθηκε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὑποστατικῶς• σέ μᾶς θεραπεύεται καί θεώνεται σχετικῶς καί κατά ἄκτιστη δωρεά (μυστήριο τοῦ Σταυροῦ). Στόν Χριστό ἡ κοινοποίηση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεών Του εἶναι «καθ’ ὑπόστασιν»• στήν δική μας ἕνωση μέ τόν Θεό εἶναι κατ’ «ἀντίδοσιν σχετική» (Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἐπιστολή Β΄, Πρός Ἰωάννην Κουβικουλάριον).

Εἰδικά γιά τόν μωσαϊκό Νόμο τώρα, ὁ Παῦλος πουθενά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι κακός, βλαβερός ἤ ἄχρηστος. Τουναντίον, ρητῶς διδάσκει ὅτι ὁ Νόμος εἶναι καλός καί πνευματικός (Ρωμ. 7, 8: «ὁ νόμος πνευματικός ἐστι»)• ὡστόσο δέν μπορεῖ νά δικαιώσει, δηλ. νά ἐλευθερώσει καί νά ζωοποιήσει τόν «πεπραμένον ὑπό τήν ἁμαρτίαν» ἄνθρωπο (Ρωμ. 7, 8). Ὁ Παῦλος μάλιστα σαφῶς ταυτίζει τή «δικαιοσύνη» μέ τή ζωοποίηση, ὅταν βεβαιώνει τούς Γαλάτες ὅτι, ἄν ὁ Νόμος εἶχε τή δύναμη νά ζωοποιεῖ, τότε πράγματι ἡ δικαιοσύνη θά ἦταν ἐκ τοῦ Νόμου (Γαλ. 3, 21• πρβλ. Ἰ. Σ. Ρωμανίδη, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989). Τοῦτο κατέστη ἐφικτό μόνον μέσω ὅλης τῆς ἐνσάρκου ζωῆς, κυρίως ὅμως διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔτσι μᾶς «ἐξαγόρασε» ἀπό τήν κατάρα τοῦ Νόμου ὄχι παραμερίζοντας ἤ ἀδιαφορώντας γιά τόν Νόμο, ἀλλά «πληρώσας πᾶσαν δικαιοσύνην» (πρβλ. Μθ. 3, 15).

Ἔτσι ὁ Παῦλος μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι «ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπό τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου• τό γάρ ἀδύνατον τοῦ νόμου ἐν ᾧ ἠσθένη διά τῆς σαρκός, ὁ Θεός τόν ἑαυτοῦ Υἱόν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας… κατέκρινεν τήν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τό δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μή κατά σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλά κατά Πνεῦμα» (Ρωμ. 8, 2-4).

Τοῦτο σημαίνει ὅτι διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου ἡ δίκαιη ἀπαίτηση τοῦ Νόμου («τό δικαίωμα τοῦ νόμου») πληροῦται σέ ὅσους διά τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, σέ κάθε τόπο καί χρόνο, φτάνουν στήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, ζωοποιοῦ καί θεουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ Νόμος καταργήθηκε ὡς πρός τήν κατάρα ὑπό τήν ὁποία τελοῦσαν οἱ ἄνθρωποι στό μέτρο πού ἀδυνατοῦσαν νά ἐφαρμόσουν πλήρως τίς προσταγές του (πρβλ. Δευτ. 27, 28). Ὅμως κατά τήν πνευματική του φύση ὁ Νόμος πληρώθηκε ἐν Χριστῷ καί πληροῦται διά τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ σαρκωμένου Λόγου σέ ὅσους θανατώνουν «πνεύματι τάς πράξεις τοῦ σώματος» (Ρωμ. 8,13).

Ὁ Νόμος, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο, συμπυκνώνεται στήν τέλεια πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον ἀγάπη (Μθ 22, 9-41• πρβλ. Δευτ. 6, 5• Λευ. 19, 18)- Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στόν νέο Ἰσραήλ τῆς χάριτος, πληροῦται ἔτσι κατά ἕναν νέο καί ἀπολύτως πραγματικό τρόπο, δηλ. στήν ζωή τοῦ Πνεύματος, πού μᾶς δωρίζει τήν ζωοποίηση τήν ἀπορρέουσα ἀπό τό Σταυρό τοῦ Κυρίου καί ἀπεργάζεται τήν αὔξησή μας στό πλήρωμα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ὁ St. de Young (The Religion of the Apostles, in toto) ἐμπνευσμένα περιγράφει τήν ἐν Πνεύματι πλήρωση τῆς ΠΔ στή χαρισματική ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας! Τήν διά πίστεως καί ἐκ χάριτος δικαίωση, δηλαδή ζωοποίηση, ὁ Παῦλος τήν ἀποκαλεῖ καί «νόμον τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς».

Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ὡς πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄, ὁ Τρανό, στή Δευτέρα Ἀπόκρισίν του πρός τούς Λουθηρανούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης τοῦ 1579: Πιστεύουμε ὅτι θά δικαιωθοῦν ὄχι ἁπλῶς οἱ τηρητές τοῦ νόμου, ἀλλά «οἱ τοῦ πνευματικοῦ νόμου καί νοουμένου πνευματικῶς κατά τόν ἔσω ἄνθρωπον. Τελειοῦντες γάρ, ὡς δυνατόν, τόν κατά πνεῦμα νόμον δικαιωθησόμεθα, μή ἐκπίπτοντες μέντοι τῆς χάριτος διά τήν εἰς τό βάθος τῆς ψυχῆς κατά τήν κάθαρσιν τοῦ λόγου διάβασιν», ( Ἰ. Καρμίρης (ἐπιμ.), Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος ΙΙ, 453).

Πρόκειται γιά φιλοκαλική ἑρμηνεία τοῦ παύλειου χωρίου πού παραθέσαμε ἀνωτέρω. Ἡ δικαίωση δέν πέφτει μαγικά ἀπό τόν οὐρανό• εἶναι μέθεξη διά πίστεως τῶν καθαρθέντων ἤ καθαιρομένων κατά τήν καρδιά (τόν ἔσω ἄνθρωπο!) στήν χάρη τοῦ Λόγου διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ «ἐνοικοῦντος ἡμῖν». Ἑπομένως, δέν μπορεῖ ἡ πίστη νά εἶναι «ἄεργος», οὔτε τά ἔργα «ἄπιστα». Ἐδῶ ὁ Πατριάρχης, χρησιμοποιώντας μιά κλασική πατερική διατύπωση, συναρμόζει τόν Παῦλο μέ τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (πρβλ. Ἰακ. 2, 14 ἐπ.).

5) Ἡσυχασμός καί ἡ ζωή τῆς Καινῆς Διαθήκης

Αὐτό φυσιολογικά μᾶς ὁδηγεῖ στίς ἀκόλουθες σκέψεις. Ἡ ἐν Πνεύματι πλήρωση τοῦ παλαιοῦ Νόμου στήν καινή ζωή τῆς χάριτος, στήν Ἐκκλησία τοῦ σαρκωμένου Λόγου, εἶχε προφητικῶς ἀναγγελθεῖ ἀπό τοῦ Προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Ἱερεμίας καί Ἰεζεκιήλ μίλησαν γιά τήν ἐσχατολογική ἐποχή, κατά τήν ὁποία τά θεῖα θελήματα θά γραφοῦν ἐν Πνεύματι στίς ἀνακαινισμένες σάρκινες καί ὄχι πιά πέτρινες καρδιές τῶν μελῶν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ λαοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης (Ἱερ 38, 31-35• Ἰεζ 36, 24-27 καί 18, 31).

Αὐτή ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια ὑπογραμμίζουν οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες ἐκ πείρας. Ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἐντοπίζει τήν διαφορά τῆς Καινῆς ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη στό ὅτι στήν Ἐκκλησία τῆς ΚΔ ἡ χάρη ἔνθοδεν «λαλεῖ» στούς πιστούς, ὁπότε δέν μαθαίνουν τό ἀγαθό μέσω γραμμάτων καί χαραγμάτων, ἀλλά στήν καρδιά τους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν φωτί λόγου καί λόγῳ φωτός μυστικῶς τά θεῖα μυούμενοι». Καί ἐδῶ θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά φιλοκαλική ἑρμηνεία τῆς παύλειας μαρτυρίας τοῦ Β΄ Κορ. 3, 18: «ἡμεῖς δέ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».

Ξετυλίγοντας τό «ἔντριτον σπαρτίον» τῆς νοερᾶς πολιτείας ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης (Φιλοκαλία Δ΄, 34) θά ἀποφανθεῖ ὁμοίως: «… οὕτως ὁ νοῦς, ὅταν καθαρθῆ καί εἰς τό ἀρχαῖον ἐπανέλθῃ ἀξίωμα, εἰς Θεόν ὁρᾶ καί ἐξ αὐτοῦ λαμβάνει τά θεῖα νοήματα. Καί ἀντί μέν βιβλίου ἔχει τό Πνεῦμα, ἀντί δέ καλάμου τήν διάνοιαν καί τήν γλῶσσαν… ἐμβάπτων οὖν τήν διάνοιαν ἐν τῷ φωτί, καί φῶς ἀποτελῶν, διαγράφει τούς λόγους ἐν Πνεύματι ἐν ταῖς τῶν ἀκουόντων καθαραῖς καρδίαις».

Ὁ Ἰσαάκ Σύρος (Ἀσκητικά) ζώντας ἐντός τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί γνωρίζοντας ὑπέρ γνώση καί ἔννοια τά ἄκτιστα θεῖα θεωρήματα καί θελήματα μπορεῖ νά βεβαιώσει τήν πραγματοποίηση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς προφητείας στήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀληθινοῦ Ἰσραήλ τῆς Καινῆς Διαθήκης:

«Ἕως οὗ δέξηται ἄνθρωπος τόν Παράκλητον, δέεται τῶν θείων Γραφῶν… ὅταν γάρ ἡ δύναμις τοῦ Πνεύματος ἐπιβῇ ἐπί τήν ψυχικήν δύναμιν τήν ἐνεργοῦσαν ἐν αὐτῷ, τότε ἀντί τοῦ νόμου τῶν Γραφῶν, ριζοῦνται αἱ ἐντολαί τοῦ Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ. Καί τότε κρυπτῶς ἐκ τοῦ Πνεύματος μανθάνει, καί οὐ δέεται τῆς βοηθείας τῆς ἐκ τῆς αἰσθητῆς ὕλης».

Τά ἴδια θά ξαναπεῖ σέ ἁπλούστερη διατύπωση καί ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ:

«Διά τῆς ἐλεύσεως εἰς ἡμᾶς τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ, αἱ ὀλίγαι ἐντολαί αὐτοῦ, κεχαραγμέναι ἐπί τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ, καταργοῦν πάντας τούς ἄλλους νόμους, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Μωσαϊκοῦ…»

Ὁ ἀσκητικός ἀγώνας, ἑπομένως, ἔχει ἐκτός ἀπό ἀρνητική καί μία ἐξόχως θετική διάσταση. Τήν θετική αὐτή πλευρά ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, χωρίς νά ἀποκλίνει ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μάρκου. Οἱ «ὀφθαλμοί τῆς πίστης» εἶναι ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, δηλαδή τά θεῖα προστάγματα, πού κατανοοῦνται ὡς θεῖο φῶς (πρβλ. «ὅτι φῶς τά προστάγματά σου ἐπί τῆς γῆς»): «Πᾶς ὁ τῆς πίστεως ἐν αὐτῷ διά τῆς ἀργίας τῶν ἐντολῶν τούς τοιούτους ἀνορύξας ὀφθαλμούς, πάντως κατάκριτος, μηκέτι τόν Θεόν ἔχων εἰς αὐτόν ἐπιβλέποντα» (Φιλ. Β. 135• πρβλ. Β΄ Πέτρου 1, 9) Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τό νόημα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ἁγίου Μαξίμου χρειάζεται νά ὑπομνήσουμε ὅτι οἱ «ἐντολές τοῦ Θεοῦ» κατανοοῦνται ὡς θεῖα θελήματα ἤ ἀλλιῶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, πού γιά τήν ἀσθένειά μας, μᾶς δίδονται σέ γλωσσική διατύπωση προσιτή σέ μᾶς. Ὁμοίως καί ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ὡς ἐκ τοῦ μόλις προαναφερθέντος λόγου, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ὀρθοδόξως παρά ὡς γεγονός μυστικῆς θεοκοινωνίας.

Μεταξύ πολλῶν σταχυολογῶ καί θυμίζω τήν ἔξοχη τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, κατά τήν ὁποία σέ κάθε ἐντολή κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁπότε μέ τήν τήρησή τους ἐρχόμαστε σέ κοινωνία μέ τό Θεό: «Ὁ μέν τοῦ Θεοῦ Πατρός Λόγος ἑκάστῃ μυστικῶς ἐνυπάρχει τῶν οἰκείων ἐντολῶν… Ὁ τοίνυν δεχόμενος θείαν ἐντολήν καί ποιῶν αὐτήν, τόν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται Λόγον». Τήν ἴδια σύλληψη διατυπώνει καί ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος στό ἀκόλουθο φθέγμα του: «Αἱ ἐντολαί τοῦ Θεοῦ ὑπέρ πάντας τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου. Καί ὁ ταύτας κτησάμενος ἐντός αὐτῶν εὑρίσκει τόν Θεόν».

Τέλος ἐπικαλοῦμαι καί πάλι τήν μαρτυρία τοῦ ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ὁποῖος στό Περί προσευχῆς (158 ἐπ.) ἔργο του γράφει: «Τό ἐκθαμβωτικό φῶς τῆς θεότητος ἀντανακλᾶται στό ἐπίπεδό μας μέ τή μορφή ἐντολῶν: “ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἡμῶν, … ἔσεσθε ἡμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ἡμῶν… τέλειός ἐστιν” Μθ. 5, 44)».

Μέ ἄλλη διατύπωση: «Στίς ἐντολές ἀποκαλύπτεται ἡ ζωή τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἐντολές μᾶς προσφέρονται ὑπό τή μορφή προτάσεων ἐμπεριεχομένων στά ἱερά τῆς πίστης μας κείμενα γιά τήν ἀσθένειά μας. Ὅμως, οὐχ ἧττον, ἀποτελοῦν φανέρωση τοῦ θείου ἄκτιστου θελήματος. Στούς ἁγίους ἡ μετάδοση τοῦ θείου θελήματος γίνεται ἄνευ λεκτικῶν σχημάτων καί νοημάτων στήν χαρισματική κατάσταση τῆς ἐν Θεῷ θεωρίας. (Πρβλ. Ζαχ. 1,6: «Πλήν τούς λόγους μου καί τά νόμιμά μου δέχεσθαι, ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ἐν Πνεύματί μου τοῖς δούλοις μου, τοῖς Προφήταις»• Ἰωάν. 6, 63: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λελάληκα ὑμῖν πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστι»• Ἐκκλ. 12, 13: «τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος»). Ὁ Θεός ἐντέλλεται ἐν Πνεύματι σωτήρια «νόμιμα». Τοῦτο σημαίνει: α) ὅτι οἱ ἐντολές ἀποτελοῦν μυσταγωγική ἀποκάλυψη τοῦ θείου εἶναι, ἀλλά καί φανέρωση τοῦ τελείου ἀνθρώπου (Γ. Μαντζαρίδης), β) ὅτι ἡ ἀποδοχή καί ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι χαρισματικό γεγονός, πού καταφάσκει τήν ἐλευθερία μας. γ) Ἡ διά τῶν ἐντολῶν μόρφωση τῶν ἀρετῶν ἀποτελεῖ μυστικό «τόπο» θεοκοινωνίας.

Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ πίστη εἶναι θεῖο χάρισμα (καί ὄχι δικό μας ἀξιόμισθο ἔργο). Τά ἀγαθά ἔργα ὡς ἔκφραση πίστης ἔχουν ὁμοίως χαρισματικό χαρακτήρα, χωρίς ἐντούτοις νά καταργεῖται ἡ ἀνθρώπινη βουλητική ἐλευθερία. Ὁ Μάξιμος φωτίζει μέ τή σειρά του αὐτή τήν θεόνομη ἀντίληψη τῆς μυστικῆς ἑνότητας πίστεως καί ἔργων ὡς ἑξῆς:

«Πᾶσαν ἐν ἡμῖν ὡς ἐν ὀργάνοις ὁ Θεός ἐπιτελεῖ… ἀρετήν τε καί γνῶσιν… μηδέν ἡμῶν συνεισφερόντων τό σύνολον, πλήν τῆς θελούσης τά καλά διαθέσεως» (Φιλοκαλία Β΄133)

Τήν ἴδια ἀλήθεια θά ἐκφράσει ὁ ἴδιος ἅγιος μέ διαφορετικούς, ἀλλά ταυτόσημους ὅρους (ὁ Μάξιμος ἀρέσκεται στήν ἐναλλαγή ὅρων), ὅταν θά μιλήσει γιά τήν ἑνότητα θεωρίας (πίστης) καί πράξης (ἄσκησης) ὡς μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ «θεωρία» βιώνεται ὡς «πράξη μυσταγωγουμένη» (ἄρα ἡ ἄσκηση ἔχει μυστηριακό χαρακτήρα!)• ἡ δέ «πράξη» εἶναι «θεωρία ἐνεργουμένη» (ὁπότε ἡ δικαιοῦσα πίστη δέν εἶναι νεκρή, ἀλλά ζῶσα, δικαιοῦσα καί σώζουσα).

6) Συμπεράσματα ὑπό μορφή ἐπιλόγου

Ὁδηγούμενος ἀπό τό φιλοκαλικό νῆμα ἐπιχείρησα νά σκιαγραφήσω ἁδρομερῶς τή σχέση πίστεως καί ἔργων (ἤ θεωρίας καί πράξης) ἀπό σωτηριολογική ἄποψη (δικαίωση ὡς φωτισμός καί δοξασμός ὡς θέωση). Ἀπό τήν προηγηθεῖσα ἀνάλυση κατέστη, φρονῶ, πρόδηλο:

α) Ἡ φιλοκαλική εὐσέβεια οὐδεμία σχέση ἔχει μέ οἱαδήποτε ἐκδοχή «ἠθικῆς ἀξιόμισθων ἔργων»• οὔτε εἶναι «εὐχητική» κατά μιά ἀντίληψη πού διαστρέφει τήν προσευχή σέ αὐτόνομο ἀνθρώπινο ἔργο καί προδίδει ἄγνοια τῆς χαρισματικῆς ταυτότητάς της: «Χάρις οὐ μόνον ἡ πίστις ἐστίν, ἀλλά καί ἡ ἐνεργουμένη προσευχή» (ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, Φιλοκαλία Δ΄, 54). Ἡ «δικαίωση» κατανοεῖται ὡς φωτισμός τῆς καρδιᾶς, ἡ πρώτη ἀνάσταση τοῦ «κρυπτοῦ τῆς καρδίας» ἀνθρώπου, καί ἐπιτυγχάνεται χάριτι Θεοῦ ἐν «προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» διά τῆς «δικαιοῦσας πίστεως» μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ χάρη δέν ἀποκλείει, ἀλλά θεραπεύει καί ἐνεργοποιεῖ τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο γιά νά διαφυλάξει τό θησαυρό στό μέτρο τῆς ἐργασίας τῶν θείων «ἐντολῶν», πού κατανοοῦνται ὡς μυστικοί χῶροι θεοκοινωνίας, προέκταση καί συγκεκριμενοποίηση τῆς βαπτισματικῆς χάρης. Συνεπῶς τά ἀγαθά ἔργα δέν μποροῦν νά θεωροῦν «ἀξιόμισθα», οὔτε δύνανται νά παράσχουν ψυχολογική «βεβαιότητα» σωτηρίας πού θά ὑπονόμευε τήν ζωντανή χριστιανική ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀναγκαία σέ ὅλους διά βίου «μετάνοια».

β) Ἡ νηπτικοησυχαστική βιοτή συνιστᾶ αὐτή τούτη τήν καρδιά τῆς ἀληθινῆς «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείας» προσκυνήσεως τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἔκφραση τοῦ προφηταποστολικοῦ φρονήματος. Γι’ αὐτό καί εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τήν σπουδαιότητα τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς τοῦ κατ’ ἐξοχήν «βιότοπου» τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος.

γ) Στό μέτρο πού ἀκόμη καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χάνεται ἤ ἔστω ὑποχωρεῖ ἡ «φιλοκαλική συνείδηση», στό βαθμό πού ἀγνοοῦνται ἡ ὀργανική σχέση «θεωρίας καί πράξης», ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα «ἡσυχαστική ἐπαλήθευση» τοῦ δόγματος, καί ἡ σπουδαιότητά της γιά τήν θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀπό τήν ἰδιοτέλεια, τότε ὁ κίνδυνος ἔκπτωσης στήν «καθιδρυματικότητα» εἶναι περισσότερο ἀπό ὁρατός. Τότε ἡ θεραπεία στή ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀντικαθίσταται ἀπό ἕνα σύνολο θρησκευτικῶν «καθηκόντων» στό ὁποῖο ἀνταποκρίνονται μόνον ὑποκριτές καί ἀπό τό ὁποῖο ἀναδεικνύονται κυρίως «χριστιανίζοντες Φαρισαῖοι»…


  • Προβολές: 830