Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: "Θεολογίες" δημοσιογραφικῆς παντογνωσίας

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Γνωστός δημοσιογράφος, πού ἀρθρογραφεῖ σέ μεγάλη ἀθηναϊκή ἐφημερίδα, ἔγραψε πρόσφατα ἄρθρο, στό ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά καταλάβη ἄν ἐπαινεῖ ἤ εἰρωνεύεται τόν Μάκ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο. Αὐτό πού γίνεται ὅμως ἀμέσως ἀντιληπτό εἶναι ὅτι ὁ συγκεκριμένος δημοσιογράφος ἔχει λανθασμένη γνώμη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού προέρχεται ἀπό ἄγνοια τῆς ζωῆς καί διδασκαλίας της.

Ὁ Μακαριώτατος. Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι εὐφυής καί γνώστης πολλῶν πραγμάτων, ἔχει σαφῆ γνώση τῶν ρευμάτων πού ἔρχονται στήν πατρίδα μας, ἀλλά δυστυχῶς ὅσοι διαποτίζονται ἀπό τά ξένα ρεύματα, ἐπειδή δέν γνωρίζουν τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, δέν μποροῦν νά καταλάβουν τήν ποιμαντική της Ἐκκλησίας, οὔτε νά ἐκτιμήσουν σωστά τόν Ἀρχιεπισκοπικό λόγο.

Νομίζω ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά σχολιασθοῦν ὁρισμένες ἀπό τίς “θεολογίες” τοῦ συγκεκριμένου δημοσιογράφου.

Κατά τήν δημοσιογραφική του, λοιπόν, “θεολογία” ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό τόν παπισμό καί τόν μουσουλμανισμό. Οὔτε καν χωροῦν στό νοῦ τοῦ ἀλήθειες καί διατυπώσεις, ὅπως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι “σῶμα Χριστού” καί “κοινωνία θεώσεως”, ὅτι πνέει μέσα της τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης πού ἐκφράζεται ὡς ἐλευθερία καί τῆς ἐλευθερίας πού βιώνεται ὡς ἀγάπη. Ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, πού τήν θεραπεύει ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς φιλαυτίας, ἀπό τό πάθος τῆς κυριαρχίας πάνω στούς ἄλλους, ἀπό τήν κενοδοξία καί τίς ἰδιοτελεῖς διεκδικήσεις, ὅτι εἶναι αὐτή πού μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο τῆς ὑπερβάσεως ὅλων των αἰσθητῶν καί τῶν νοημάτων τους καί, φυσικά, ὅλων των ἰδεῶν καί τῶν ἰδεολογιῶν καί ἀκόμη, ὅτι εἶναι αὐτή πού μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ἀπολαμβάνουμε “μετ’ εὐχαριστίας” τήν κτίση, μέ ὅλες, βέβαια, τίς “οἰκολογικές” προδιαγραφές πού ὁρίζουν οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτόν ἡ Ἐκκλησία “Εἶναι σύστημα ἰδεῶν, μέ ἀπόψεις καί ἀξίες. Μέ διεκδικήσεις καί συγκρότηση. Μέ δύναμη καί φιλοδοξίες. Δέν εἶναι “παῖξε-γέλασε”. Καί στήν κοινωνία αὐτή θέλει νά κάνει κουμάντο, ὅσο μπορεῖ, ὅπως μπορεῖ, ὅπως καί οἱ ἄλλοι. Ὅπως καί ὅλες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες στόν κόσμο, εἴτε ἔχουν Πάπα εἴτε Χομεϊνί”.

Στό σημεῖο αὐτό ἔχει ξεπεράσει τήν αἱρετική θεωρία τῶν κλάδων. Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν σέ κάποια ἀπό τίς θρησκεῖες βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια ἤ ἡ καθεμιά ἀπ’ αὐτές ἀποτελεῖ κλάδο μιᾶς ἀφηρημένης ἑνιαίας ἀλήθειας. Δέν βλέπει στίς θρησκεῖες καμμιά ἀλήθεια. Φοβᾶται μονάχα τό κουμάντο πού θέλουν νά κάνουν πάνω στίς κοινωνίες. Τό αἰσθάνεται ὡς ἀπειλῆ. Αὐτός ὁ φόβος ἐξισώνει μέσα στό νοῦ τοῦ ὅλες οἱ θρησκεῖες. Τίς θεωρεῖ μάλιστα ἐκκλησίες.

Μέ τήν ὑπεροψία τῆς θεοποιημένης λογικῆς καί τῆς δημοσιογραφικῆς παντογνωσίας οἰκτείρει αὐτούς πού τόσο καιρό δέν καταλάβαιναν τό τί πραγματικά πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀπευθυνόμενος στούς προοδευτικούς ἀναγνῶστες του, ὅλων των βαθμίδων τῆς κοινωνικῆς καί τῆς πολιτικῆς ζωῆς, μέ ἄλλα λόγια τούς λέει, ὅτι κάνατε λάθος τόσα χρόνια, θεωρώντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό κάτι ἄλλο. Γνωρίζει, προφανῶς, ὅτι πολλοί ἀπό τούς ἀναγνῶστες τοῦ ταυτίζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν πρόοδο, γιατί ἔμαθαν ἐμπειρικά ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέσα σ’ αὐτήν βρίσκει τόν ἑαυτό του, ἠρεμεῖ, προσγειώνεται, γίνεται ἱκανός νά ἀγαπᾶ, νά προσεύχεται, νά ἀνέχεται τούς ἄλλους, νά καταλαβαίνη τήν ἀδυναμία του, χωρίς νά ἀπελπίζεται, χωρίς νά ἀποκάμη στόν ἀγώνα γιά τήν ἐπίτευξη πολύ ὑψηλῶν στόχων στό ὑπαρξιακό καί ὀντολογικό ἐπίπεδο. “Εξακολουθώ, λοιπόν”, γράφει, “νά μήν καταλαβαίνω γιατί ὁ νέος δραστήριος Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ ἀπόψεις τοῦ ἐνοχλοῦν. Καί κυρίως γιατί ἐκπλήσσουν”. Ἐκπλήσσει, βέβαια, πιό πολύ ἡ εἰρωνική καί δεικτική περιγραφή πού ἐπιχειρεῖ τοῦ τί πρεσβεύει ἡ Ἐκκλησία. Ἔχει τήν εὐφυΐα νά καταλαβαίνη τούς λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀλλά τούς διαβρώνει μέ τήν εἰρωνεία του, ὥστε στόν “προοδευτικό” ἀναγνώστη νά ὄζουν συντηρητισμό καί ἐθνικισμό. “Αυτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί αὐτά πρεσβεύει: ὅτι οἱ νέοι δέν πρέπει νά ἔχουν προγαμιαῖες σχέσεις, ὅτι τό μητρικό γάλα εἶναι καλύτερο ἀπό τό ΦΑΓΕ, ὅτι οἱ μαθητές πρέπει νά ἐξομολογοῦνται καί νά μετανοοῦν, ὅτι πρέπει νά πάρουμε τήν Πόλη καί τήν Ἅγια-Σοφιά καί ὅτι “Ζήτω ἡ Παναγία Σουμελά””. Γιά νά πῆ στή συνέχεια μεταξύ ἄλλων: “Τί περιμένατε, δηλαδή, ἀπό τήν Ἐκκλησία;.... νά στρατεύεται ὑπέρ τῆς σεξουαλικῆς ἀπελευθέρωσης;”. Στήν ἀφελῆ προοδευτικότητα ὁρισμένων, τήν ὁποία προσπαθεῖ νά ἐκφράση, θά ταίριαζε μιά Ἐκκλησία πού δέχεται τά πάντα καί δέν μιλᾶ γιά μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Σ’ αὐτούς ὑπενθυμίζει - ἐπειδή κάποιοι ἀπό αὐτούς ἔχουν τήν ἐξουσία - ὅτι “δική τους ὑπόθεση εἶναι νά ἐμποδίσουν τούς ἐξομολογητές νά μποῦν στά σχολεία”.

Τό ἄρθρο γραμμένο μέ σκωπτική διάθεση, δέν προδιαθέτει τόν ἀναγνώστη γιά σοβαρή μελέτη. Ἄν τό προσέξη ὅμως καλύτερα κανείς, βλέπει ὅτι θίγει πολλά προβλήματα καί ἀφήνει αἰχμές μέ πολλούς ἀποδέκτες. Ὁ χῶρος ὅμως δέν ἐπαρκεῖ γιά περισσότερη ἀνάλυση. Θά κλείσω σχολιάζοντας μόνο τήν φράση πού ἀφορᾶ “τήν καλοκάγαθη” κατά τήν διατύπωσή του “ἐκκλησία τοῦ Σεραφείμ”, γιά τήν ὁποία γράφει: “δέν μᾶς ἐνοχλοῦσε καί οὔτε τήν ἐνοχλούσαμε”.

Κάποιος μακαριστός Γέροντας ἔλεγε: “Ἀφῆστε τούς ἀθέους νά κάνουν τήν δουλειά τους, γιά νά μᾶς ἀφήσουν νά κάνουμε καί ἐμεῖς τήν δουλειά μας”. Κεντρικά σημεῖα τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, πού συνδέονται ὅμως ἄμεσα μέ τήν βίωση τοῦ σταυροῦ στήν προσωπική μας ζωή. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιβάλλεται δυναστικά σέ κανένα, δέν ταυτίζει τήν δράση της μέ κοσμικές διεκδικήσεις καί νοοτροπίες• τούς ἀφήνει ὅλους ἐλεύθερους, τούς ἀγαπᾶ σταυρικά. Τούς ἀνακοινώνει τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί τούς ἀφήνει νά πορευτοῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ κατά τήν συνείδησή τους. Γι’ αὐτό πολλοί ἀναπαύονται στό κήρυγμα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης, τό ὁποῖο ὅμως, στήν προσωπική τους ζωή, τό χωρίζουν ἀπό τόν λόγο τοῦ σταυροῦ, ἀπό “τάς σκληρᾶς ὄδους”, δηλαδή, τῆς ὑπακοῆς στούς λόγους τῶν χειλέων τοῦ Χριστοῦ. Πλησιάζουν τό νόημα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης ἰδιοτελῶς. Τούς ἀρέσει νά τούς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, τούς ἀρέσει νά τούς ἀφήνουν ἐλεύθερους νά κάνουν ὅ,τι θέλουν, χωρίς κριτική. Πονοῦν πολύ, ὅταν κάποιος ἀκουμπᾶ - ἔστω θεραπευτικά - τήν ἰδιοτέλειά τους ἤ τούς θυμίζει, ὅτι ἡ ὑγεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας κατακτᾶται μέ σκληρούς πνευματικούς ἀγῶνες.

Ἡ εἰρωνεία καί τά σκωπτικά σχόλια εἶναι μιά ἀντίδραση τῆς ὑπερήφανης διάνοιας καί τῆς ἀδύναμης σάρκας, πού δέν ἀντέχουν ἤ δέν μποροῦν νά καταλάβουν τόν ταπεινό θεραπευτικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3305