«Ἡ πολιτική τοῦ τόπου καί ἡ ποιητική τοῦ τρόπου»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Εἰσήγηση στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἡ πολιτική τοῦ τόπου καί ἡ ποιητική τοῦ τρόπου» τοῦ Μάρκου Μπόλαρη, στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Δήμου Ἀθηναίων, τήν 6 Ἀπριλίου 2023. Ἐπίσης γιά τό βιβλίο μίλησαν: Ὁ Εὐάγγελος Βενιζέλος, πρώην Ἀντιπρόεδρος τῆς Κυβέρνησης, ὁ Νίκος Γ. Ξυδάκης, πρώην Ὑπουργός Πολιτισμοῦ, ἡ Μαρίνα Κολοβοπούλου, Ἀναπλ. Καθηγήτρια Θεολογίας ΕΚΠΑ καί ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου.
Τήν συζήτηση συντόνισε ὁ δημοσιογράφος Βασίλης Νέδος.
Ἡ παρουσία μου σέ αὐτήν τήν ὁμήγυρη ἔχει σκοπό νά δώση μιά μαρτυρία γιά τόν Μάρκο Μπόλαρη ὡς ἄνθρωπον περισσότερο, καί στήν συνέχεια ὡς συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Ἡ πολιτική τοῦ τόπου καί ἡ ποιητική τοῦ τρόπου».
Τόν γνωρίζω πρίν χρόνια καί δέν μπορῶ νά διακρίνω διαλεκτικά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστιανό, τόν ἐκκλησιαστικό ἀπό τόν πολιτικό, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι συνδεδεμένα ἁρμονικά.
Μεγαλωμένος ὁ ἴδιος μέσα σέ ἐκκλησιαστικό περιβάλλον, μέ τήν εὐπρέπεια τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί ἀπό ἀπόψεως ἐπαγγελματικῆς, ἐμποτισμένος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἐπηρεασμένος ἀπό τίς ἀγρυπνίες στίς Ἱερές Μονές καί ἀπό τίς συζητήσεις μέ μοναχούς, κοινοβιάτες καί ἐρημίτες, ἐκπαιδευμένος μέ τά «πάθια τῶν ἀνθρώπων» στό δικηγορικό γραφεῖο καί τίς αἴθουσες τῶν δικαστηρίων, ἀναμεμειγμένος μέ τά πολιτικά δρώμενα σέ μιά μεγάλη χρονική περίοδο, ὄχι μόνον στήν νομοθετική, ἀλλά καί στήν ἐκτελεστική ἐξουσία, ἔχοντας τήν ὑπευθυνότητα τῆς στενῆς οἰκογένειάς του, ἀλλά καί τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας τῆς κοινωνίας, εἶναι ὄντως ἕνα ἐκκλησιαστικό καί πολιτικό ὄν ταυτόχρονα.
Ἔτσι μπορεῖ νά ὁμιλῆ καί νά γράφη γιά τήν «πολιτική τοῦ τόπου καί τήν ποιητική τοῦ τρόπου». Μᾶλλον στήν σκέψη του ὁ τρόπος ἐπηρεάζει τόν τόπο, καί ἡ ποιητική πρέπει νά διαποτίζη τήν πολιτική, ἤ θά μποροῦσε νά βιωθῆ ἀντίστροφα ὡς ἡ πολιτική τοῦ τρόπου καί ἡ ποιητική τοῦ τόπου. Διερωτῶμαι, ὅμως, ἄν σήμερα συνδυάζονται καί τά δύο αὐτά μεγέθη. Μᾶλλον, ἄν ζούσαμε στήν Ρωμανία, θά ἦταν φυσική ζωή αὐτή ἡ κατάσταση, δηλαδή θά κυριαρχοῦσε ἡ ποιητική περισσότερο, ὅμως σήμερα φαίνεται ὅτι ἡ πολιτική δαμάζει καί ἐξουσιάζει τήν ποιητική.
Ἡ πολιτική μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ ὡς οὐσιαστικό καί ὡς ἐπίθετο. Ὡς οὐσιαστικό εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τήν νομοθετική καί ἐκτελεστική ἐξουσία, ὡς ἐπίθετο, κατά πλατωνική θεωρία, εἶναι ἡ ζωή τῆς πόλης, μέ τά θετικά καί τά ἀρνητικά της σημεῖα, καί ἑπομένως ὁ ἀγαπητός Μάρκος εἶναι πεπειραμένος κατά πάντα. Ἡ ποίηση εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ νοήματος τῶν ὄντων, συνδέεται μέ τήν ζωγραφική, ἀφοῦ ὁ ποιητής μέ τίς λέξεις ζωγραφίζει καί ὀ ζωφράφος μέ τό πινέλο του κάνει ποίηση.
Ὁ Μάρκος ἀναμείχθηκε καί μέ τίς δύο ἔννοιες τῆς πολιτικῆς. Ἔχει, ὅμως, καί τό ἦθος τῆς ποιητικῆς τοῦ τρόπου. Καί ὅλα αὐτά τά ἀντιμετωπίζει μέ ἠρεμία, ψυχραιμία, ὑπευθυνότητα, παραγωγικότητα, εὐαισθησία καί ἀνθρωπιά.
Σκεπτόμενος ὅλα αὐτά αἰσθάνομαι ὅτι ὁ ἴδιος ὡς προσωπικότητα παραπέμπει στά χρόνια τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, πού συνδυάζονταν ἡ πολιτική μέ τήν ποιητική μέσα στό κλίμα τῆς ἀτμόσφαιρας τῆς Ρωμηοσύνης. Παρά τά ὅσα λέγονται ἀπό μερικούς γιά τήν δῆθεν Θεοκρατία στό λεγόμενο Βυζάντιο, τότε δέν ὑπῆρχε τό οἰκοδόμημα τῆς Θεοκρατίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει ταύτιση τῶν δύο ἐξουσιῶν, ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς, στό ἴδιο πρόσωπο. Ὅμως, τότε ἄλλο ἦταν ἡ Βασιλεία καί ἄλλο ἡ Ἱερωσύνη, ἄλλο ἦταν ὁ Βασιλεύς καί ἄλλο ἦταν ὁ Πατριάρχης, ἀλλά καί στούς δύο ἐπικρατοῦσε ἡ ἴδια νοοτροπία, ἡ ἴδια παράδοση. Οἱ πολιτικοί ἄρχοντες ζοῦσαν ὡς μοναχοί καί ποιητές, ἀλλά καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες ἐνδιαφέρονταν γιά τά πολιτικά, ὡς ἐπίθετο, νιάζονταν γιά τήν ζωή τῆς πόλης τους.
Αὐτό τό βλέπουμε ἔκδηλα σέ πολλά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στό τροπάριο: «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης• Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας• Σταυρός Βασιλέων τό κραταίωμα• Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα• Σταυρός ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα». Ὅλα τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια, τά πολιτικά καί τά ἐκκλησιαστικά, τά ἀγγελικά καί τά δαιμονικά, συνδέονται κατά διαφόρους καί ποικίλους βαθμούς, θετικά καί ἀρνητικά, μέ τόν Σταυρό, δηλαδή τήν ἔκφραση καί τόν τύπο τῆς θυσίας, τῆς προσφορᾶς, τῆς κενωτικῆς ἀγάπης.
Αὐτό φαίνεται στήν ὅλη ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν Μέγα Παρακλητικό Κανόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού εἶναι ποίημα τοῦ Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως∙ τά Ἀναστάσιμα Ἐωθινά πού εἶναι ποιήματα τοῦ Λέοντος Βασιλέως τοῦ Σοφοῦ∙ καί τά Ἐξαποστειλάρια πού εἶναι ποιήματα τοῦ υἱοῦ του Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως.
Αὐτό φαίνεται στόν «Ἐθνικό ὕμνο» τῶν Ρωμηῶν, τό «τῇ Ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια... ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου Θεοτόκε», ὅπου ἐκφράζεται καί ἡ ποίηση τοῦ τόπου, ἀλλά καί ἡ πολιτική τοῦ τρόπου.
Αὐτό φαίνεται στόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως τόν συνέταξε ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου φαίνεται ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία τόσο τοῦ πατέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ Κωνσταντίνου, πού ὡς Συγκλητικός προσευχόταν κατά τίς Συνεδριάσεις τῆς Συγκλήτου, ὅσο καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στά Ἀνάκτορα.
Αὐτό φαίνεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπου οἱ Αὐτοκράτορες θεολογοῦσαν, ἀλλά καί στίς θεολογικές συζητήσεις πού γίνονταν τόν 14ο αἰώνα στήν Κωνσταντινούπολη, στίς ὁποῖες συμμετεῖχαν οἱ Βασιλεῖς μέ ὄλα τά μέλη τῆς Συγκλήτου, στίς ὁποῖες θίγονταν θεολογικά καί ἡσυχαστικά ζητήματα.
Αὐτό φαίνεται στήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Φωτίου στόν Ἄρχοντα τῆς Βουλγαρίας Μιχαήλ, τόν ὁποῖον βάπτισε Χριστιανό καί τόν συμβουλεύει στήν ἐπιστολή του μέ τίτλο «τί ἐστιν ἔργον ἄρχοντος», πῶς νά διοικῆ τήν χώρα του, διαφυλάσσοντας τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ζώντας ὡς Ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Σέ ὅλα αὐτά φαίνεται ἡ ἑνότητα τῆς παράδοσης τῆς Ρωμηοσύνης μέ τήν βίωσή της σέ διαφορετικούς τομεῖς, δηλαδή ἑνώνεται «ἡ πολιτική τοῦ τόπου μέ τήν ποιητική τοῦ τρόπου». Βασική ἀρχή τῶν Ρωμηῶν ἦταν: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλά καί σοί μόνῳ λατρεύομεν».
Αὐτό παρατηρῶ στόν ἀναφερόμενο σήμερα Μάρκο Μπόλαρη, τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, τόν ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, τόν φιλαγιορείτη, τόν Χριστόφιλο καί Θεοτοκόφιλο, τόν οἰκογενειάρχη, τόν κοινωνικό, τόν πολιτικό, γενικά τόν Ρωμηό.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική τόν αἰσθάνομαι ὡς ἕναν ἀπόγονο τῆς ἔνδοξης Ρωμηοσύνης, ὡς ἕναν ἄνθρωπο ἄλλης ἐποχῆς καί ἄλλης κοπῆς, πού μᾶλλον κατά λάθος βρέθηκε στήν ἐποχή μας. Γι’ αὐτό καί οἱ σημερινοί ἄνθρωποι πού ζοῦν διχαστικά καί διασπαστικά, γιατί ἐκφράζουν τήν σύγχρονη δυτική νοοτροπία, πού ξεχωρίζει τό Κράτος ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν πολιτικό ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό, τόν ἁγιορείτη ἀπό τόν κοινωνικό, ὄχι μόνον δέν μποροῦν νά προσδιορίσουν τόν Μάρκο Μπόλαρη, ἀλλά καί οὔτε μποροῦν νά τόν κατανοήσουν.
Ὁ ἴδιος δέν ζῆ διασπαστικά, διχαστικά, δέν συμπεριφέρεται ἀλαζονικά καί ἀποσπασματικά, οὔτε αὐστηρά κομματικά, καίτοι συμπεριφέρεται πολιτικά, ἀλλά βλέπει τά πράγματα ἀλληλοσυμπληρωτικά καί ἀλληλοϋπόχρεα, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν νά τόν κατατάξουν πουθενά, ἀφοῦ ὅλα τά ζῆ καί ὅλα τά ὑπερβαίνει. Δέν χωράει πουθενά καί δέν μπορεῖ κανείς νά τόν διεκδικήση ἀπόλυτα.
Ὅλα αὐτά τά βλέπει κανείς στά κείμενα πού συμπεριλαμβάνονται στό παρόν βιβλίο.
Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου «πολιτική τοῦ τόπου καί ποιητική τοῦ τρόπου» ἐκφράζει ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως, εἶναι τό ἦθος τῆς Ρωμηοσύνης, στήν ὁποία ἡ ποιητική τοῦ τρόπου περνᾶ στήν πολιτική τοῦ τόπου καί γι’ αὐτό εἶναι ἀληθινή.
Ἡ σύγχρονη πολιτική ἐμπνέεται ἀπό τήν φεουδαλιστική ἀντίληψη περί ἐξουσίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τήν Φράγκικη ἑρμηνεία τῶν πραγμάτων.
Τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου κινεῖται μέσα στήν προοπτική τῆς ποιητικῆς τοῦ τρόπου καί τῆς πολιτικῆς τοῦ τόπου, τῆς διαχρονικῆς Ρωμηοσύνης. Μερικοί τίτλοι νά ἀναφερθοῦν: «Ἡ Θεσσαλονίκη τῆς Ρωμηοσύνης», «Ἀθωνική θαλασσογραφία», «Φιλοκαλία, ἔρως, μέθη, φιλοπατρία», «Μέ τό νταούλι καί μέ τόν ζουρνᾶ», «"... Αὐτοί εἶναι δικό μας αἷμα"! Στά βάθη τοῦ Πόντου», «Ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐπί τῶν τειχῶν», «Ἀπό πέλαγος θλίψεων σέ εὔδιο λιμένα», «Μονή Σινά ἐπί τοῦ Θεοβαδίστου Ὄρους» κ.ἄ.
Τό βιβλίο εἶναι συγκέντρωση ὑλικοῦ πού γράφηκε σέ ὥρα ποιητικοῦ τοκετοῦ, ἄλλοτε χαρᾶς, ἄλλοτε λύπης, συνήθως χαρμολύπης, πού κοινοποιήθηκε σέ πολλούς φίλους μέ τούς σύγχρονους τρόπους ἐπικοινωνίας καί εἶναι «πρόκληση ὡραιότητας καί εὐωδιᾶς». Εἶναι ἕνα παιχνίδι αἰσθήσεων καί λόγων, πραγματικότητας καί ὀνείρων.
Εἶναι ποίημα κατά κυριολεξία καί μεταφορικά, καί λόγος φιλοσοφικός πού ξεφεύγει ἀπό τόν ξηρό λόγο τόν πολιτικό, θυμίζει ποιήματα τοῦ Καβάφη καί ἄσματα ἐρωτικά τῆς φύσης καί τῆς κτίσης, τῆς ἀνοιξιάτικης ζωῆς, τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀντικοινωνίας, τοῦ ὀνείρου καί τοῦ ξύπνιου!
Λόγος ποιητικός και γλαφυρός, πεζός καί ὀνειρικός, ἀλλά καί παιχνιδιάρικος ρυθμός. Ὅλη ἡ διαχρονική παράδοση τοῦ Γένους κάνει θριαμβευτική παρέλαση. Ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα τοῦ Ὁμήρου μέχρι τήν νέα τήν Εὐρωπαϊκή, ὄχι ὅμως χωρίς γέφυρες, σάν νά ἔχουμε παποῦδες χωρίς πατέρες, δηλαδή χωρίς τό Ρωμαίϊκο λιβάνι.
Περνᾶνε ὅλοι οἱ πρόγονοί μας καμαρωτά, φιλόσοφοι καί ποιητές, τραγωδοί καί κωμωδοί, Ἑβραῖοι καί Ὀθωμανοί, Φράγκοι καί Ρωμηοί, Αὐτοκράτορες καί μοναχοί, κλέφτες καί ἁρματωλοί, ἅγιοι νεομάρτυρες καί ἁμαρτωλοί, Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Σοφία, καί μικροί ἐρημικοί Ναοί, μνήματα καί νοσοκομεῖα, Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καί ὁ ἀπό Κρήτης Θεοφάνης ὁ κλεινός, Σεφέρης καί Ἐλύτης, Μίκης Θεοδωράκης καί Γιάννης Μαρκόπουλος καί ἄλλοι, καί ὅλα αὐτά πλασμένα μέ Καβαφικό ρυθμό.
Πρόσεξα καί τόν δάσκαλο τόν ἐμόν, τόν λέοντα τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, τόν Χαρίλαο Ταλιαδῶρο τόν «μυσταγωγό» μέ «τό ἦθος τό ἀρχοντικό», «τόν καταγλαΐζοντα καί κατευφραίνοντα ὄχι ἁπλῶς τά ὦτα, ἀλλά τίς καρδιές καί τίς ψυχές μας», «τόν χειραγωγό τῆς Μεθέξεως».
Μέσα στό βιβλίο ζωγραφίζονται σταυρώσεις καί ἀναστάσεις, πόλεμοι καί θρίαμβοι, πλούσιοι καί φτωχοί, πόνοι βαθεῖς καί χαρές ὑψηπετεῖς.
Καταγράφεται, ὅμως, καί «τό κάλλος τοῦ προσώπου» τοῦ Χριστοῦ, «ἡ Θαβώρεια δόξα» Του, τό «Φῶς ἐκ Φωτός», «σέ μιά διαχρονικότητα πολιτισμοῦ τοῦ Φωτός», ἀλλά δέν λείπει καί ἡ «Κυρά Παναγιά», ἡ «Φωτοδόχος Λαμπάδα τοῖς ἐν σκότει φανεῖσα», ἡ «τήν πλοήγηση ἀναλαβοῦσα, τήν πηδαλιουχία ὡς Καπετάνισσα, ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων, κάλλιον εἰπεῖν ὡς Γερόντισσα, τήν διαχρονικότητα ταύτης τῆς πολυτελοῦς ἐν πνεύματι ναυσιπλοΐας ἐξασφαλίζουσα», καίτοι «ἐπί πτερύγων κυμάτων. Κυμματόεσσα γάρ ἡ θάλασσα», ὄχι μόνον τοῦ «Θρακικοῦ πελάγους», ἀλλά καί τῆς ζωῆς καί τῆς θανῆς.
Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἕνα βιβλίο γιά ἐθνική καί ἀτομική ψυχαγωγία, ὡς ἀγωγή τῆς πονεμένης ψυχῆς, γιά τήν τῶν ἀσθενῶν κυρίως θεραπεία ἀπό τούς «σταθμάρχες» κάθε ἐπαγγέλματος, γιά ἔκφραση διαχρονικῆς ἱστορίας, γιά τόνωση εὐεξίας, γιά σύμβολο ἱστορικῆς καρδιακῆς μνήμης, γιά διαχρονική ἀγρυπνία, γιά τῶν ποικιλωνύμων πληγῶν θετική ἀναισθησία μέ καρδιακή εὐαισθησία.
Θυμᾶμαι τόν «ξεπεσμένον Δερβίση» τοῦ κύρ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη μέ τό «Νάϊ, νάϊ, γλυκύ» καί «ἡ μουσική ἐκείνη δέν ἦτο τόσον βάρβαρος, ὅσον ὑποτίθεται ὅτι εἶναι τά ἀσιατικά φῦλα. Εἶχε στενήν συγγένειαν μέ τάς ἀρχαίας ἁρμονίας, τάς φρυγιστί καί λυδιστί».
Ἕνα ἄλλος «ξεπεσμένος» Ρωμηός, ὁ κύρ Μάρκος ὁ πολιτικός, μέ τό βιβλίο του ἀπό τό ὁποῖο ἀκούγεται τό «νάϊ, νάϊ, τό γλυκύ», τό τραγούδι τῆς διαχρονικῆς Ρωμηοσύνης στήν ἀτμόσφαιρα τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς Φραγκιᾶς.
Δέν θά ἀποφύγω τόν πειρασμό νά ἀντιγράψω ἕνα κομμάτι σέ ἐπίρρωση ὅλων αὐτῶν πού εἶπα προηγουμένως, πού δείχνει πῶς κυκλοφορεῖ στήν κοινωνία. Γράφει κάπου γιά τήν πόλη του, τίς Σέρρες:
«Ἀνύποπτοι κυκλοφοροῦμε πολλάκις, στούς δρόμους τῆς ἀμείλικτης καθημερινότητας! Ἀνύποπτοι κι ἀνιστόρητοι, ἄμουσοι καί μοιραῖοι περιδιαβαίνουμε στούς δρόμους, στά σοκάκια, στά καλντερίμια πού περπάτησαν Παίονες κι Ὀδόμαντες, Θράκες, Μακεδόνες, Ἕλληνες, Ρωμιοί καί Βούλγαροι, Λατίνοι καί Φράγκοι, Σταυροφόροι καί Νορμανδοί, Σέρβοι κι Ἑβραῖοι, Τοῦρκοι καί Τσερκέζηδες, Γκαγκαούζηδες καί Γύφτοι, Αὐτοκράτορες καί Τσάροι, Πατριάρχες κι Ἡγεμόνες, Μητροπολίτες καί Ραβίνοι, Σουλτάνοι καί Πασάδες, Κατῆδες καί Σούφι, Βασιλεῖς κι Ἄρχοντες, Νεομάρτυρες κι ἐξωμότες, μά πιότερο, στήν ἀξεδιάλυτη αὐτή διαχρονική πορεία στούς καιρούς καί τούς χρόνους, ἄνθρωποι καθημερινοί, πᾶσαι αἱ φυλαί, σάν καί ἐμᾶς, ζυμωμένοι στή λάσπη καί στή βιοπάλη, ἀναζητώντας μία θέση στόν ἥλιο! Προνόμιο! Τό προνόμιο μιᾶς ἱστορικῆς Πόλεως!».
Ὁ κύρ Μάρκος Μπόλαρης μᾶλλον γεννήθηκε σέ λάθος ἐποχή, ἀφοῦ εἶναι ποιητής τοῦ τρόπου καί πολιτικός τοῦ τόπου, ἤ καί τό ἀντίστροφο, δηλαδή ποιητής τοῦ τόπου καί πολιτικός τοῦ τρόπου, ἀληθινός Ρωμηός σέ μιά ἀπολίτικη κοινωνία, ἄμουση καί ἀποιητική, χωρίς ποίηση καί ρυθμικό χορό.
Δέν θά ἤθελα νά περατώσω τήν παροῦσα παρουσίαση, ἄν δέν πῶ λίγα λόγια γιά τήν Κική Μπόλαρη, τήν κινητήρια δύναμη τοῦ Μάρκου Μπόλαρη, πού κρατᾶ τό σπίτι γερά καί τόν ἄρχοντα τοῦ σπιτιοῦ ἀειθαλῆ ὡς Ρωμαίϊσσα ἀρχόντισσα, πού μᾶλλον εἰκονίζεται ἀφαιρετικά στό ἐξώφυλλο ὡς «Ἰασώ», πού γεννᾶ στήν δική της οἰκογενειακή Κλινική καί ἐμπνέει μέ τήν Μαριοφιλία της, τόσο τόν σύζυγό της, ὅσο καί ὅλη τήν οἰκογένειά της, καί φυσικά ὁ συγγραφεύς τῆς ἀφιερώνει τό ἔργο του μέ τήν φράση «τῆς Κικῆς γιά τήν συνοδοιπορία», προφανῶς στήν ρωμαίϊκη ζωή.
Μακάρι, ὡς εὐχή ἐγκαρδιακή, «ἡ πολιτική τοῦ τόπου» νά ἐμποτισθῆ ἀπό τήν «ποιητική τοῦ τρόπου», ἤ καί τό ἀντίστροφο, ἄν καί εἶναι λίγο ἀνεδαφικό στίς τρέχουσες συνθῆκες, πού μᾶλλον ἡ πολιτική ἔγινε σκληρό ἐπάγγελμα, καί ἡ ποιητική θεωρεῖται ὀνειροπαρμένο ξεφάντωμα!
- Προβολές: 592