Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, 5 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Πλούταρχος ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου καί ἔζησε στά τέλη τοῦ 6ου καί τίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα μ.Χ. Συνυπολογίζεται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρχιεπισκόπων τῆς Κύπρου, ἀφοῦ τότε ἡ Κωνσταντία ἦταν ἡ «Μητρόπολη» τῆς Μεγαλονήσου. Εἶναι ὁ ὑπ’ ἀριθμόν 13 στόν κατάλογο τῶν Ἀρχιεπισκόπων, καί καταριθμεῖται μεταξύ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου. Ἀγνοεῖται ἀπό τούς Συναξαριστές, ἀναφέρεται, ὅμως, στό «Χρονικό» τοῦ μεσαιωνικοῦ χρονογράφου Λεόντιου Μαχαιρᾶ, καθώς, ἐπίσης, καί στούς καταλόγους πού παραδίδουν ὁ Strambaldi καί ὁ Φλώριος Βουστρώνιος.

Ὁ ἅγιος Πλούταρχος κατεῖχε τήν ἕδρα τῆς Κωνσταντίας ἀπό τό 590 μέχρι τό 625/6 μ.Χ. καί εἶναι γνωστός καί ἀπό τίς ἐπιγραφικές μαρτυρίες πού ἔχουν διασωθῆ, τίς σχετικές μέ τήν κατασκευή τμημάτων τοῦ ὑδραγωγείου τῆς Κωνσταντίας, πού τόν μνημονεύουν ὡς κατασκευαστή. Συγκεκριμένα, ἀναφέρεται ὡς κατασκευαστής τριῶν ἀψίδων τοῦ ὑδραγωγείου τό 620 μ.Χ., ἄλλων ἀψίδων, ἀκαθορίστου ἀριθμοῦ, τό 621 καί δεκαπέντε ἀψίδων τό 625. Τό γεγονός αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, δείχνει ὅτι ὁ Ἅγιος ἐνδιαφερόταν ὄχι μόνον γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του, ἀλλά καί γιά τίς ὑλικές, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὕπαρξη.

Ἡ δραστηριότητα τοῦ ἁγίου Πλουτάρχου, ὅπως καί ἄλλων προκατόχων καί διαδόχων του γύρω ἀπό διάφορες κατασκευές οἰκοδομικῶν ἔργων κοινῆς ὠφελείας, ἀποτελεῖ, ὅπως ἔχει σημειωθῆ ἀπό ἱστορικούς, «ἔκφραση τῆς κοσμικῆς λειτουργίας τῆς ἐν Κύπρῳ Ἐκκλησίας, κατά τά Πρωτοβυζαντινά χρόνια, σέ συνεργασία μέ τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία ἤ, ἀκόμη, ἐκπροσωπώντας τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία στό νησί». Δηλαδή, ὁ ἅγιος Πλούταρχος, ὅπως καί ἄλλοι Ἀρχιεπίσκοποι τῆς Κύπρου πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, παρουσιάζονται νά εἶναι ἀναμεμειγμένοι στήν κατασκευή ἔργων καί γενικότερα σέ δραστηριότητες πέρα ἀπό τίς αὐστηρά ἐκκλησιαστικές. Καί αὐτό, σύν τοῖς ἄλλοις, καταδεικνύει τό κύρος τῶν ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπων τῆς Κύπρου, καθώς καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σέ αὐτούς.

Ὁ ἅγιος Πλούταρχος ἀγάπησε θυσιαστικά τό ποίμνιό του καί ἀγαπήθηκε ἀπό αὐτό. Τά τέλη του ἦταν εἰρηνικά.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὑπάρχουν ἅγιοι οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοί στό εὐρύ κοινό, ὑπάρχουν ἄλλοι ἅγιοι λιγότερο γνωστοί, ὅπως ὑπάρχουν καί ἅγιοι πού εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστοι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι γνωστοί στόν Θεό, ἀφοῦ «ἔγνω Κύριος, τούς ὄντας Αὐτοῦ». Ὅμως, ὅλοι οἱ ἅγιοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι, εἶναι πρεσβευτές, βοηθοί καί συναντιλήπτορες ὅλων ἐκείνων πού τούς ἐπικαλοῦνται, ἐπειδή, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ἅγιοι εἶναι «ἀγαθοί συμμέτοχοι εἰς τάς φροντίδας, συνεργοί εἰς τήν προσευχήν, πρεσβευταί δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν», διότι «δέν τούς ἐκάλυψε τό χῶμα, ἀλλά ὁ οὐρανός τούς ὑπεδέχθη. Ἠνοίχθησαν εἰς αὐτούς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου». Γι’ αὐτό καί εὑρίσκονται πάντοτε δίπλα σέ ἐκείνους πού τούς ἐπικαλοῦνται καί «δίδουν στόν καθένα αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται». Δηλαδή, «στόν θλιμμένο δίδουν παρηγοριά καί εὐφροσύνη, σέ ἄλλον δίδουν λύση στίς δυσκολίες καί σέ ἄλλον τήν δύναμη νά διαφυλάξῃ στόν ἑαυτόν του τά ἀγαθά».

Πολλῶν ἀγνώστων ἁγίων ἡ παρουσία γίνεται κάποιες φορές αἰσθητή καί φανερή ἀπό τήν εὐωδία πού ἀναδίδουν τά ἱερά λείψανά τους. Στό Ἅγιον Ὄρος, ἀρκετοί προσκυνητές ὁμολογοῦν ὅτι τήν ὥρα πού περιπατοῦσαν ἀμέριμνοι, καί ἴσως προσεύχονταν, ὀσφράνθηκαν ἄρρητη εὐωδία, ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού ἀναδίδουν τά ἄνθη, καί κατάλαβαν, καί ἀπό τήν πνευματική εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση πού αἰσθάνθηκαν, ὅτι προερχόταν ἀπό λείψανα ἀγνώστων ἁγίων μοναχῶν, πού ἔζησαν καί ἀσκήθηκαν ἐκεῖ, ἀλλά γιά λόγους πού μόνον ὁ Θεός γνωρίζει, παραμένουν ἄγνωστοι. Ἐπιτρέπει, ὅμως, ὁ Θεός κάποιες φορές νά γίνεται αἰσθητή ἡ παρουσία τους μέ τήν εὐωδία τῶν ἱερῶν λειψάνων τους, γιά εὐλογία καί πνευματική ἐνίσχυση τῶν πιστῶν. Σέ δημοσιευμένο κείμενο ἑνός προσκυνητή, διαβάζουμε: «Ἀνεβαίναμε μέ τόν ἀδελφό μου μοναχό Παντελεήμονα στά Κελλιά της Κερασιᾶς. Σέ μιά στροφή τοῦ δρόμου, αἰσθανθήκαμε ἔντονη οὐράνια εὐωδία. Σταθήκαμε γιά λίγο, δέν μπορέσαμε νά προχωρήσουμε ἐπί δέκα λεπτά τῆς ὥρας, μέ ἕνα λεπτό ἀεράκι ἡ εὐωδία ἀπό πάνω, σάν νά κατέβαινε ἀπό τόν Ἄθωνα. Πῶς νά καταλάβει ὅμως κανείς, ἀπό ποῦ ἐρχότανε αὐτό τό θεῖο ἄρωμα; Μετά ἀπό αὐτό πολλές φορές περάσαμε ἀπό τό μέρος ἐκεῖνο, ἀλλά ἄλλη φορά δέν αἰσθανθήκαμε τίποτε καί θέλουμε νά πιστεύουμε πώς τό εὐλογημένο ἐκεῖνο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τή θάλασσα μέχρι τήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, εἶναι γεμάτο ἀπό ἅγια Λείψανα ὁσίων Πατέρων».

Οἱ ἅγιοι πού εἶναι ἄγνωστοι στούς πολλούς φαίνεται ὅτι εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς γνωστούς ἁγίους. Ὅμως, ὅλοι οἱ ἅγιοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι, ἀγαποῦν τούς ἀνθρώπους καί πρεσβεύουν γι’ αὐτούς στόν Θεό. Ἰδιαιτέρως δέ σέ ἐκείνους πού τούς ἐπικαλοῦνται καί ζητοῦν τήν βοήθειά τους ἔρχονται πάντοτε ἀρωγοί καί προστάτες. Μετά τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἀμέσως ἑπόμενη Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά τιμῶνται πάντες οἱ ἅγιοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι. Καί αὐτό ἔγινε ἐπειδή οἱ ἅγιοι εἶναι καρπός τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά μεταξύ τῶν ἄλλων δίνεται ἡ δυνατότητα σέ ἐκείνους τούς πιστούς πού δέν γνωρίζουν ἄν τό ὄνομά τους ἀντιστοιχεῖ σέ κάποιον ἅγιο, νά ἑορτάζουν καί αὐτοί τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων.

Δεύτερον. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ καλοῦ ποιμένος» ἐνδιαφέρονται γιά τόν ὅλο ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ὕπαρξη, καί φροντίζουν καί γιά τίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους. Ὅμως, τό κύριο ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία της, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι τό «πτερῶσαι ψυχήν, ἁρπάσαι κόσμου καί δοῦναι Θεῷ, καί τό κατ’ εἰκόνα εἰ μένον τηρῆσαι ἤ διαρρυέν ἀνασώσασθαι, εἰσοικῆσαι δέ τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις διά τῆς πίστεως, καί τό κεφάλαιον Θεόν ποιῆσαι καί τῆς ἄνω μακαριότητος, τόν τῆς ἄνω συντάξεως». Αὐτό σημαίνει ὅτι κύριο ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στήν θέωση, ἤτοι στήν ἕνωση καί κοινωνία τους μέ τόν Θεό καί νά τούς καταστήσουν πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Καί αὐτό μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ μέ τήν μετάνοια, τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν προσευχή. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρῆ τόν Θεό, Αὐτόν τόν «πολύτιμον μαργαρίτην», τότε ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται μόνα τους, κατά τόν λόγο τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».

Νά ἐπικαλούμαστε τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά μιμηθοῦμε, κατά τό δυνατόν, τόν θεοτερπῆ βίο τους.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 703