Skip to main content

Ἡ συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στούς Τρεῖς Ἱεράρχες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ 4ος αἰώνας μ.Χ. ἦταν πολύ σημαντικός, γιατί, ἄν καί προηγουμένως συναντήθηκαν οἱ Χριστιανοί μέ τούς Ἕλληνες, αὐτόν τόν αἰώνα, γιά διαφόρους λόγους, πού δέν ἀφορᾶ αὐτό τό μικρό κείμενο, ἔγινε συνάντηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Ἑλληνική φιλοσοφία.

Ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε σέ Ἰουδαϊκά περιβάλλοντα, ἀλλά, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τόν χῶρο τῆς Παλαιστίνης, ἀναγκαστικά συναντήθηκε μέ τόν Ἑλληνισμό, μέ θετικές καί ἀρνητικές συνέπειες. Κυρίως ὅμως τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ μελέτησαν τήν ἀρχαία ἑλληνική παιδεία, σπουδάζοντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί γενικότερα τήν ἑλληνική παράδοση, τότε γεννήθηκαν οἱ προϋποθέσεις μιᾶς συναντήσεως μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ὑπῆρχαν σοβαρά θέματα στά ὁποῖα ἔπρεπε νά δοθοῦν σοβαρές ἀπαντήσεις, ὅπως τί εἶναι τό ἀνώτατο Ὄν, ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ κόσμος, πῶς προῆλθε τό κακό στόν κόσμο, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κυρίως ὅμως τί εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός σέ σχέση μέ τόν θεό τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καί τῶν Νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων.

1. «Ἐξελληνισμός τοῦ Χριστιανισμοῦ» ἤ «ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ»

Ἡ συνάντηση αὐτή Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ χαρακτηρίσθηκε μέ δύο φράσεις. Τήν μία χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Προτεστάντης θεολόγος καί ἱστορικός Χάρνακ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε «τόν ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅπως ὀνόμαζε τόν Γνωστικισμό. Τήν ἄλλη φράση χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Ρῶσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰῶνος, πού δίδαξε στό Χάρβαρντ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε «τόν ἐκχριστιανισμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ».

Ἡ θεωρία τοῦ «ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ», κατ’ ἀρχάς συνίσταται στό ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐξελληνίσθηκε, δηλαδή ἀπέβαλε τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια καί πλησίασε περισσότερο πρός τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. Ἔπειτα, ὁ «ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνίσταται στό ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐκχριστιανίσθηκε, δηλαδή ὁ Χριστιανισμός χρησιμοποίησε τόν Ἑλληνισμό γιά νά ἐκφράση τήν ἀλήθειά του.

Ὑποστηρίχθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ «ἐξελληνισμός τοῦ Χριστιανισμοῦ» ἔγινε ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν νά θεωροῦνται αἱρετικοί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ γνωστικισμός, ὁ δοκητισμός, ὁ μοντανισμός καί ἀργότερα ἄλλοι αἱρετικοί, ἐνῶ ὁ «ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἔγινε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τούς Τρεῖς Ἱεράρχες καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης, ὅπως καί τούς μεταγενέστερους, ἤτοι ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, ἅγιο Ἰωάννη τόν ∆αμασκηνό, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ κλπ.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας βιβλική - ἑβραϊκή σκέψη, ἔπρεπε νά περάσουν τήν χριστιανική ἀποκάλυψη μέσα στήν ἑλληνική νοοτροπία. Τό θέμα κατ’ ἐξοχήν τέθηκε στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἱστορίας, καί τί θά πῆ ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός. Γιά τόν Ἑβραῖο δέν ὑπῆρχε πρόβλημα, γιατί τό ἑρμήνευε ὡς μιά ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο. Γιά τόν Ἕλληνα ὅμως ὑπῆρχε σοβαρό πρόβλημα, ἐπειδή ἔπρεπε νά ἀλλάξη ὅλη τήν νοοτροπία του. ∆ηλαδή, ἔπρεπε νά ἀλλάξη τήν κοσμολογία του, πού σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστός μέ κοσμολογικές κατηγορίες, χωρίς ὅμως νά δεχθῆ τήν ἑλληνική νοοτροπία.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη καί νά δεχθῆ τήν διδασκαλία ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό μή προϋπάρχουσα ὕλη, ἐκ μή ὄντος. Ἐπίσης, ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη περί τῆς πτώσεως ὡς τιμωρίας καί νά δεχθῆ τήν διδασκαλία περί τῆς πτώσεως ὡς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη, ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακή καί νά δεχθῆ τήν δυνατότητα ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπίσης καί τήν πίστη τῆς ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπρεπε, δηλαδή, νά ἀποβάλη τήν ἄποψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας περί φύσει θνητοῦ σώματος καί φύσει ἀθανάτου ψυχῆς.

Ἐπίσης, ἄλλο θέμα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν οἱ πρῶτοι Πατέρες ἦταν τό θέμα ποιά εἶναι ἡ μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, τό κρίσιμο σημεῖο πού δείχνει τήν διαφορά μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς λογικῆς σέ σχέση μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ὑπερύψωσαν τήν ἀνθρώπινη λογική, τήν ἔθεσαν ὡς κέντρο ἐρεύνης ἀκόμη καί τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μεγαλύτερη σημασία στόν νοῦ καί τήν καρδιά, προκειμένου νά ἀποκτήσουν γνώση ἐμπειρική τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό βλέπουμε στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, πού ἔκαναν λόγο γιά τήν νοερά ἡσυχία, τήν καρδιακή καθαρότητα, προκειμένου νά ἀποκτήση κανείς τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅταν ἀποκτήση κανείς τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, στήν συνέχεια, χρησιμοποιώντας ὡς ἐργαλεῖο τήν λογική, διατυπώνει τήν ἐμπειρία του.

Σέ αὐτό τό σημεῖο φαίνεται ἡ διαφορά τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἀπέκλιναν ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Ἐνῶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι εἶχαν μιά ἑνιαία μεθοδολογία ἐρεύνης καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν ἀναπτύξει τήν διπλῆ μεθοδολογία γιά τήν γνώση τοῦ κόσμου καί τοῦ Θεοῦ –ἀφοῦ ἡ λογική ἐρευνᾶ τόν κόσμο καί ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ– μέ ἀποτέλεσμα νά μή συγχέουν νοῦ καί λογική καί νά μή ταυτίζουν ἐπιστήμη καί θεολογία.

Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμός εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο μέγεθος, πού ξεκίνησε πολλούς αἰῶνες πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γονιμοποίησε ὅλα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα βρῆκε στήν πορεία του, ἀκόμη καί ἀνατολικές παραδόσεις, καί συνεχῶς αὐξανόταν σέ ἐμπειρία καί γνώση. Ὅσες ἐπιστημονικές καί πρακτικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης παρέλαβε ἀπό ἀνατολικούς λαούς, τίς ἔκανε φιλοσοφία.

Μελετώντας τά ζητήματα αὐτά προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μπορεῖ νά θεωρηθῆ μιά ἔκφραση τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες προσέλαβαν ὅλα τά θετικά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα συνάντησαν καί τόν ἀνέβασαν σέ μεγάλο ὕψος. Ὅπως ὁ Ἑλληνισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, ἔτσι καί ὁ Χριστιανισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού συνάντησε στήν ἐποχή του. Γιά παράδειγμα, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀξιοποίησαν κατά τόν καλύτερο τρόπο πολλές ἀπόψεις τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας (Ἐλεατικῆς Σχολῆς καί Σχολῆς Ἡρακλείτου) πολλές θεωρίες τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας (Πλάτωνος - Ἀριστοτέλους), πολλές ἐκφράσεις τῆς μυστικῆς φάσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Πυθαγόρα - Ὀρφικῶν) κλπ., χωρίς, βέβαια, νά ἀλλοιώσουν τήν ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτική ἀλήθεια.

2. Ὁ Ἡράκλειτος καί οἱ Πατέρες

Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή τήν περίπτωση τοῦ Ἡρακλείτου καί πῶς οἱ ἀπόψεις του πέρασαν δημιουργικά στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Ἡράκλειτος (535-475 π.Χ.) ὑπῆρξε ἕνα φωτεινό πνεῦμα κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παράδοσης. Βεβαίως, δέν διασώζεται τό πλῆρες ἔργο του, μόνον διασώζονται 139 ἀποσπάσματα σέ διαφόρους συγγραφεῖς. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου ἔγιναν ἀντικείμενο προσοχῆς καί ἐρεύνης ἀπό ὅλους τούς ἀρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, ὅπως τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη κλπ., παλαιούς Χριστιανούς συγγραφεῖς, ὅπως τόν Ἱππόλυτο, τόν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, καί νέους φιλοσόφους, ὅπως τόν Ἔγελο, τόν Μπέρξον, τόν Μάρξ, τόν Γκαῖτε, τόν Νίτσε.

Τά διασωθέντα ἀποσπάσματά του ἑρμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ἀκριβῶς γιατί ὁ Ἡράκλειτος χαρακτηρίσθηκε ὡς «σκοτεινός φιλόσοφος», δηλαδή εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία, εἶναι ἀποφθεγματικός καί ἐλλειπτικός καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ∆ιογένης ὁ Λαέρτιος, «∆ηλίου τινος δεῖται κολυμβητοῦ» γιά τήν κατανόησή του.

Ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου μποροῦμε νά σημειώσουμε τρεῖς βασικές του θέσεις.

Ἡ μία ἀναφέρεται στήν ἔννοια τοῦ λόγου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος πού διέπει τά πάντα, βρίσκεται μέσα στά ὄντα, στό γίγνεσθαι, στό εἶναι τοῦ κόσμου, στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀρχή ἀπό τήν ὁποία κατάγεται τό γίγνεσθαι, καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἑνωθῆ μέ τόν λόγο. Γιά νά μπορέση ὅμως νά φθάση καί νά ἑνωθῆ μέ τόν λόγο, πρέπει νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τίς αἰσθήσεις του καί τούς φραγμούς τῆς ὑποκειμενικότητάς του. Ὁ Ἡράκλειτος κάνει λόγο γιά τόν ξυνό (ξύν-νόῳ) κοινό λόγο, πού σημαίνει τήν ταύτιση τοῦ κοινοῦ λόγου μέ τήν κοινή φρόνηση. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι αἰώνιος καί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά τόν ἐννοήσουν, οὔτε πρίν τόν ἀκούσουν, ἀλλά καί οὔτε ὅταν τόν ἀκούσουν. Ὅταν εἶναι σέ ἐγρήγορση, δέν γνωρίζουν τί κάνουν καί ὅταν κοιμοῦνται, λησμονοῦν τί πράττουν. Ἐνῶ ὁ λόγος εἶναι κοινός, πολλοί ἄνθρωποι ζοῦν ὡσάν νά ἔχουν τήν δική τους ἀλήθεια. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει: «∆ιό δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τοὐτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνός γάρ ὁ κοινός».

Ἡ δεύτερη βασική ἀλήθεια τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι τά περί τοῦ γίγνεσθαι, ἀφοῦ ὑποστηρίζει τήν γνωστή ἄποψη ὅτι «τά πάντα ρεῖ». Τό γίγνεσθαι κατά τόν Ἡράκλειτο δέν γνωρίζει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος, ἀλλά ἔχει παντοῦ τήν ἀρχή του καί τό τέλος. Πρόκειται γιά μιά ἀέναη σύγκρουση τῶν ἀντιθέτων, γι’ αὐτό καί ὁμιλοῦσε γιά τό ὅτι «πόλεμος πατήρ πάντων». Μέσα στό γίγνεσθαι ὑπάρχει ὁ λόγος, γι’ αὐτό κάθε αἰών δέν μπορεῖ νά βγῆ ἀπό τά μέτρα του.

Ἔτσι, παρά τό γίγνεσθαι, τήν ἀέναη κίνηση τῶν ὄντων, ὑπάρχει μιά ἐσωτερική ἰσορροπία.

Ἡ τρίτη βασική ἀρχή εἶναι ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ταυτίζει τόν λόγο μέ τό πῦρ, ἀφοῦ τό πῦρ συμβολίζει τόν αἰώνιο λόγο. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος δέν πλάσθηκε ἀπό κάποιον θεό ἤ ἄνθρωπο, «ἀλλ’ ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καί ἀποσβεννύμενον μέτρα» (ἀπόσπ. 30).

Ἑπομένως, κατά τόν Ἡράκλειτο, ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ λόγου, τοῦ γίγνεσθαι καί τοῦ πυρός. Συνέπεια αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι ὅτι ἡ ἀλήθεια συνδέεται μέ τόν λόγο καί ὄχι μέ τήν αἴσθηση καί γι’ αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μετέχη τοῦ λόγου. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἡράκλειτος ἐξασκεῖ μιά κριτική τῆς σύγχρονής του εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ζητοῦσαν νά ἐξαγνισθοῦν μέ καθαρμούς, ἐν τούτοις μιαίνονταν μέ ἄλλο αἷμα ἀπό τίς αἱματηρές θυσίες καί ἔτσι ὁμοίαζαν σάν κάποιον πού μπῆκε στήν λάσπη καί προσπαθεῖ μετά νά ξεπλυθῆ μέ τήν λάσπη. Ἐπίσης, μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἐλέγχει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ταυτίζουν τήν εὐδαιμονία μέ τίς σωματικές ἀπολαύσεις, γιατί, ἄν συνέβαινε ἡ εὐδαιμονία νά βρίσκεται σέ τέτοιες ἀπολαύσεις, τότε τά πιό εὐτυχισμένα ὄντα θά ἦταν τά βόδια (ἀπόσπ. 4).

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν ἤ ἀπήντησαν καί σέ αὐτές τίς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου, ὅπως τό ἔκαναν καί μέ τίς ἀπόψεις ἄλλων φιλοσόφων.

Συγκεκριμένα:

Ὁ «λόγος» τοῦ Ἡρακλείτου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος τοῦ κόσμου, ὑπενθυμίζει τόν Λόγο – Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅμως εἶναι πρόσωπο καί διά τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀφοῦ «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν».

Τό «γίγνεσθαι» τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν κτίση, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄, 17) καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν «οἱ λόγοι τῶν ὄντων», δηλαδή οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Παρά τό διαρκές γίγνεσθαι, ὑπάρχει ἑνότητα, ἀφοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων δημιουργοῦν μιά ἰσορροπία. Καί γι’ αὐτό πατήρ τῶν πάντων δέν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλά ὁ Θεός τῆς εἰρήνης.

Τό «ἀείζωον πῦρ» τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τόν Λόγο – Χριστό καί ἐνεργεῖ τά χαρίσματα καί, βεβαίως, συγκροτεῖ ὅλον τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χωρίο τοῦ Ἡρακλείτου «ἀλλ’ ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον» χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά δηλωθῆ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο «ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον».

Βεβαίως, ὑπάρχουν διαφορές μεταξύ τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἡρακλείτου καί τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στό παράδειγμα πού ἀνέφερα φαίνεται πῶς μερικές ἀπό τίς βασικές διδασκαλίες τοῦ Ἡρακλείτου πέρασαν δημιουργικά μέσα στήν Χριστιανική ἀλήθεια ἤ, γιά νά ἀκριβολογήσω ἀκόμη περισσότερο, φαίνεται πῶς ἡ χριστιανική ἀποκάλυψη διατυπώθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως ἀπό τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων ἤ καί τοῦ Ἡρακλείτου.

3. Πρότυπο γιά τήν ἐποχή μας

Ἡ συνάντηση μεταξύ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως ἔγινε ἀπό τούς Πατέρες, καί Χριστιανισμοῦ τόν 4ο μ. Χ.αἰώνα ἦταν γόνιμη καί δημιουργική. Οἱ Πατέρες προσέλαβαν τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους καί ἔδωσαν ἄλλο νόημα σέ αὐτήν, προκειμένου νά διατυπώσουν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τούς ὅρους ὁμοούσιο, φύση, θέληση, ἐνέργεια κλπ., πού κατοχυρώθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Πρόκειται γιά ἕνα ἔργο μεγαλειῶδες, πού δείχνει πῶς πρέπει νά ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία καί στήν ἐποχή μας, πῶς νά διαλέγεται μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας. Δέν πρέπει νά εἴμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν κόσμο, τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνολογία κλπ., καί μάλιστα μέ φανατισμό, ἀλλά νά βρισκόμαστε σέ ἕναν δημιουργικό διάλογο, πού θά γίνεται μέ ἠρεμία, νηφαλιότητα, πρό παντός μέ γνώση, τόσο τῆς νοοτροπίας τῆς ἐποχῆς μας, ὅσο καί τῆς γνώσης τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων μας.

  • Προβολές: 450