Skip to main content

Ἡ πίστη πού στηρίζει τήν Οἰκουμένη

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τό θεμέλιο καί ἡ καθημερινή τροφή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία, βέβαια, ὡς πίστη καί ζωή γιορτάζεται ἰδιαίτερα κατά τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὅμως εἶναι ἡ αἰτία (ὅταν βιώνεται) τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς τῶν πιστῶν ὅλες τίς μέρες τοῦ ἔτους. Ὁπότε, κάθε λόγος γι’ αὐτήν εἶναι ἐπίκαιρος. Τό κείμενο πού δημοσιεύουμε εἶναι κήρυγμα πού ἐκφωνήθηκε στίς 5 Μαρτίου 2023, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

***

Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἶναι γνωστό, γίνεται λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων (συνήθως στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας) κατά τήν ὁποία σέ τέσσερεις στάσεις, πού γίνονται στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, διαβάζεται τμηματικά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τμήματα ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πιό εἰδικά τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου πού ἀνεστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες.

Ὅταν, λοιπόν, τελοῦμε τήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, στήν στάση πού κάνουμε στήν δυτική πύλη τοῦ Ναοῦ, λέμε θριαμβευτικά, ἀφοῦ διακηρύξαμε προηγουμένως τήν ὀρθόδοξη πίστη μας γιά τόν Χριστό:

«Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

Στεκόμαστε στήν φράση: «αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν». Καί τήν συμπληρώνουμε λέγοντας: «καί τήν στηρίζει». Ἀπό τήν φράση αὐτή προέκυψε τό θέμα τῆς ὁμιλίας μας: «Ἡ πίστη πού στηρίζει τήν Οἰκουμένη».

Πῶς ὅμως ἡ πίστη στόν Χριστό στήριξε καί στηρίζει τήν οἰκουμένη, ἡ ὁποία εἶχε, ἀλλά καί στίς μέρες μας ἔχει δισεκατομμύρια ἀνθρώπους πού πιστεύουν ἀκόμη στά εἴδωλα, πού ἔχει δισεκατομμύρια ἑτεροθρήσκους, ἑτεροδόξους, ἀλλά καί ἀθέους; Πῶς οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἄθεοι στηρίζονται ἀπό τήν ὀρθή πίστη στόν Χριστό; Χρειάζεται νά γίνουν κάποιες διευκρινίσεις, στό ποιά εἶναι ἡ Οἰκουμένη πού στηρίζεται ἀπό τήν πίστη, ἀλλά καί ποιά εἶναι ἡ πίστη πού εἶναι ἱκανή νά στηρίξη τήν Οἰκουμένη.

Πρίν δώσουμε τίς διευκρινίσεις πού ἀπαιτεῖ ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς φράσεως, θά κάνουμε δύο ἀναφορές οἱ ὁποῖες δείχνουν τό πῶς ὅλος ὁ κόσμος σώζεται ἀπό καταστροφές καί στηρίζεται, ὥστε νά μή καταποντισθῆ καἰ ἀφανιστῆ, ἀπό τίς προσευχές καί τήν δικαιοσύνη τῶν ἁγίων, ἀπό αὐτούς δηλαδή πού ὁ Θεός δικαίωσε καί ἔχουν προφορική ἐπικοινωνία μαζί Του, πού μιλοῦν ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Θεό, ἀφοῦ προηγουμένως ἡ ψυχή καί τό σῶμα τους ἔχουν καθαρθῆ καί λαμπρυνθῆ ἀπό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ μιά ἀναφορά εἶναι στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καί ἡ ἄλλη στόν διάλογο πού εἶχε ὀ Ἀβραάμ μέ τόν Ἄσαρκο Λόγο, μετά τήν φιλοξενία πού τοῦ προσέφερε μαζί μέ δύο ἀγγέλους Του κοντά στήν δρῦ τήν Μαμβρῆ.

Στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου παρουσιάζεται ὁ Ὅσιος ὡς μιμητής τοῦ προφήτη Ἠλία καί ὡς ἀκόλουθος τοῦ Προδρόμου, ἀφοῦ ἔγινε κι αὐτός, ὅπως ἐκεῖνοι, οἰκιστής τῆς ἐρήμου καί μέ τήν προσευχή του στήριζε τήν Οἰκουμένη. Τό γνωστό ἀπολυτίκιο αὐτολεξεί λέει: «Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου· διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Ἐπειδή εἶχε προσευχή πού στήριζε τήν Οἰκουμένη, γι’ αὐτό καί ἐμεῖς ζητοῦμε νά πρεσβεύη στό Θεό γιά νά σώση τίς ψυχές μας.

Αὐτό εἶναι τό ἔργο ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἔφθασαν στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἀγαποῦν τό Ἀδάμ παγγενῆ. Ἀγαποῦν ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἀγάπη πού ὁ Χριστός ἀγαπᾶ τόν κόσμο, γι’ αὐτό ἡ προσευχή τους, ἡ πρεσβεία τους, εἶναι δραστική. Ἐδῶ δείχνεται πῶς οἱ ἄνθρωποι πού ἁγιάζονται μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, στηρίζουν μέ τήν δραστική προσευχή τους τήν Οἰκουμένη. Ἀποτρέπουν δεινά, καταπαύουν πολέμους, σώζουν ἀνθρώπους ἀπό κινδύνους, ἀφανῶς γιά τόν πολύ κόσμο, ἐμφανῶς ἴσως μόνο στούς ὅμοιους μέ αὐτούς.

Ἡ δεύτερη ἀναφορά μας εἶναι στόν Ἀβραάμ πού συνομίλησε μέ τόν Ἄσαρκο Λόγο γιά τά Σόδομα καί Γόμορρα, μετά τήν φιλοξενία πού Τοῦ προσέφερε στήν σκηνή του, πού ἦταν κοντά στήν δρῦ Μαμβρῆ

Ὁ Κύριος εἶπε: «κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. Θά κατεβῶ, λοιπόν, ἐκεῖ, γιά νά δῶ ἐάν πράγματι οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι, ὅπως οἱ κραυγές πού ἀνέρχονται πρός ἐμένα ἤ ὄχι». Ὁ Ἀβραάμ καταλαβαίνοντας ὅτι ἐπίκειται αὐστηρή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στίς ἁμαρτωλές πόλεις (αὐτό σήμαινε τό θά κατεβῶ), ἄρχισε ἕναν διάλογο μέ τόν Κύριο.

Πλησίασε ὁ Ἀβραάμ τόν Κύριο καί τοῦ εἶπε• “Θά καταστρέψης τόν δίκαιο μαζί μέ τόν ἀσεβῆ καί θά εἶναι ὁ δίκαιος στήν ἴδια θέση μέ τόν ἀσεβῆ; Ἐάν βρίσκονται πενήντα δίκαιοι στήν πόλη αὐτή, θά καταστρέψης καί αὐτούς μαζί μέ τούς πονηρούς; Δέν θά ἀφήσης ἄθικτη ὅλη τήν πόλη ἐξαιτίας τῶν πενήντα δικαίων, πού θά βρίσκονται σ’ αὐτήν»;

Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: “Ἐάν ὑπάρχουν στήν πόλη τῶν Σοδόμων πενήντα δίκαιοι, ἐγώ χάριν αὐτῶν θά ἀφήσω ἄθικτη ὅλη τήν πόλη καί τήν περιοχή της ”.

Ὁ Ἀβραάμ, σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, στόν διάλογό του μέ τόν Κύριο κατέβασε τόν ἀριθμό τῶν δικαίων ἀπό τούς πενήντα στούς δέκα. Εἶπε στόν Κύριο: «ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν [ὁ Κύριος]· οὐ μὴ ἀπολέσω [τήν πόλη]ἕνεκεν τῶν δέκα». Ἐκεῖ, βέβαια, δέν βρέθηκαν οὔτε δέκα καί ἀκολούθησε ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας.

Τό χαρακτηριστικό στοιχεῖο πού μᾶς δίνει ἡ ἱστορία αὐτή εἶναι ὅτι ἡ δικαιοσύνη, δηλαδή ἡ ἀρετή, δέκα μόνον ἀνθρώπων ἀπό τό μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας ἀπέτρεπε τήν καταστροφή τῶν ἁμαρτωλῶν πόλεων· στήριζε αὐτό τό μικρό τμῆμα τῆς Οἰκουμένης. Κοντά στούς δικαίους, καί ἐξαιτίας τους, σώζονταν ἀπό τήν καταστροφή καί οἱ ἁμαρτωλοί. Νά μήν ἀπολέση τον σίτο μαζί με τά ζιζάνια.

Στίς δύο ἀναφορές πού κάναμε οἱ ἅγιοι καί οἱ δίκαιοι, οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, τῆς ὀρθῆς πίστεως, πού ζοῦν ἐν ἀληθείᾳ καί δικαιοσύνῃ, οἱ ἐν Θεῷ δίκαιοι στηρίζουν τήν Οἰκουμένη. Ὅμως ἡ πρόταση πού λάβαμε ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μιλᾶ γιά πίστη πού στήριξε τήν Οἰκουμένη.

Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ Οἰκουμένη πού στηρίζεται ἀπό τήν πίστη;

Ἡ πίστη ἀφορᾶ τά λογικά ὄντα, τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγγέλους, ὄχι τά νερά, τίς πέτρες καί τά χώματα. Τό ἐπισημαίνουμε αὐτό γιατί ὡς Οἰκουμένη στίς μέρες μας ἐννοοῦμε ἕναν χῶρο. Εἶναι «ὁ κατοικούμενος κόσμος, ἡ ὑφήλιος» (Τεγόπουλος), ἀλλά τήν ἔννοια αὐτή τήν χρησιμοποιοῦμε γιά νά περιγράψουμε καί «τό σύνολο τῶν λαῶν καί χωρῶν τῆς Γῆς» (Μπαμπινιώτης). Ὁπότε, ὡς Οίκουμένη ἐννοοῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους πού κατοικοῦν στήν Γῆ. Δισεκατομμύρια ὅμως ἀπό αὐτούς ἀγνοοῦν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί εἶναι ἄσχετη ἡ ζωή τους μέ αὐτήν. Πῶς λοιπόν ἡ Ὀρθόδοξη πίστη τούς στηρίζει;

Ἡ σημασία τῆς λέξης Οἰκουμένη στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει ἱστορία ἀρχαιοελληνική καί Ρωμαϊκή. Σέ λεξικό τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης (Liddell, Scott) διαβάζουμε: Οἰκουμένη, ἡ κατοικούμενη, τό κατοικούμενο μέρος [τῆς γῆς], «δι’ ἧς λέξεως ἐδήλουν οἱ Ἕλληνες τό ὑπ’ αὐτῶν κατοικούμενον μέρος τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τάς βαρβαρικάς χώρας». Αὐτή ἡ σημασία τῆς λέξεως Οἰκουμένη ἐπεκτάθηκε καί στούς Ρωμαίους. Οἰκουμένη ἦταν ὁ Ρωμαϊκός κόσμος, ἡ ἐπικράτεια τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, τό ὁποῖο ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο συνδέθηκε μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Ρωμαϊκῆς Οἰκουμένης εἶναι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού ἦταν αὐτοκρατορικές Σύνοδοι, μέ τίς ὁποῖες ἡ δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ἱεροί Κανόνες της ἐνσωματώθηκαν στήν νομοθεσία τοῦ Κράτους. Ἔτσι, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἐμπότισε τήν νομοθεσία τοῦ Κράτους καί κατ’ ἐπέκταση τό ἦθος τῆς διοίκησης, ἀλλά καί τήν ζωή τῶν πολιτῶν του.

Ἡ πίστη, λοιπόν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, αὐτήν τήν Οἰκουμένη στήριξε. Στήριξε τόν Ὀρθόδοξο λαό τῆς Ρωμαϊκῆς Οἰκουμένης, τόν λαό, δηλαδή, τῆς Ἐκκλησίας.

Μένει νά δοῦμε, πολύ συνοπτικά, ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς πίστης πού στηρίζει τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς τόν στηρίζει.

Ὅλα τά στοιχεῖα πού θά ἀναφέρουμε τά ἐπιλέγουμε ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τά χαρακτηριστικά τῆς πίστης μποροῦμε νά τά γνωρίζουμε μέσα ἀπό μακαρισμούς καί τά ἀνθέματα. Στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, λοιπόν:

Πρῶτον, ἀπορρίπτεται ὡς μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἡ φιλοσοφία, τήν ὁποία ὡστόσο μπορεῖ νά μελετᾶ ὁ πιστός «διά παίδευσιν μόνον». Γι’ αὐτό ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται ὡς ἀλήθειες τίς θεωρίες τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι, γιά παράδειγμα, μέ τό νά δέχονται ὡς ἀληθεῖς τίς ἰδέες τοῦ Πλάτωνα καί τήν ὕλη ὡς αὐθυπόστη, ἡ ὁποία μάλιστα παίρνει μορφή μέ δικές της δυνάμεις, διαβάλλουν «τό αὐτεξούσιο τοῦ Δημιουργοῦ [Θεοῦ], τοῦ ἀπό τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παραγαγόντος τά πάντα». Ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ὕλης καί τοῦ Σύμπαντος Κόσμου, τῶν ἐμβίων καί ἀβίων, τῶν λογικῶν καί ἀλόγων, τῶν ὀρατῶν καί ἀοράτων κτισμάτων. Αὐτός ὁ δημιουργός Θεός τοῦ παντός (ἡ Ἁγία Τριάδα) γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού εἶναι ἱκανοί, λόγω καθαρότητος καί ἁπλότητος καρδίας, νά λάβουν τόν φωτισμό τῆς γνώσεως ἀπό τήν φωτιστική Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τῶν Ὀρθοδόξων ἀποκαλύπτεται στούς καθαρούς τῇ καρδίᾳ. Δέν ἀνακαλύπτεται ἀπό τίς δυνατές διάνοιες.

Δεύτερον, στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπογραμμίζεται ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ φανταστική καί στοχαστική, πού γεννᾶ αἱρέσεις. Μακαρίζεται, μάλιστα, ἡ ἔκφραση τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Μακαρίζονται ὅσοι ὁμολογοῦν «τήν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν», «λόγῳ, στόματι, καρδίᾳ καί νῷ, γραφῇ τε και εἰκόσιν». Δηλαδή, μακαρίζονται ὅσοι ἔχουν καρδιακή καί νοερά γνώση τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, τήν ὁποία ἡ λογική διατυπώνει μέ προφορικό καί γραπτό λόγο, ἀλλά καί μέσω τῶν εἰκόνων.

Ἀναθεματίζονται ὅσοι ἐπιχειροῦν μέ ἀποδείξεις καί λόγους σοφιστικούς νά διαβάλουν ὡς ἀδύνατα τά ἐξαίσια θαύματα τῶν Ἁγίων, τίς ἐμπειρίες τῶν θεοπτῶν ἤ «κατά τό δοκοῦν αὐτοῖς» νά τά παρερμηνεύουν καί νά τά ἀποδέχονται μέσα ἀπό μιά δική τους γνώμη καί ἄποψη· πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στήν ἐποχή μας.

Ὅσοι, πάλι, δέν ἔχουν τήν βέβαιη καί καθαρή γνώση πού ἔχουν οἱ θεόπτες ἅγιοι, μακαρίζονται κι αὐτοί, ἄν ἀποδέχονται καί πιστεύουν «ἅπερ ὁ τῶν Προφητῶν χορός ἑωρακότες διηγήσαντο», καί ἄν κρατοῦν «τήν τῶν Ἀποστόλων καί τήν εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφόν τε καί ἄγραφον παράδοσιν».

Αὐτή εἶναι ἡ πίστη, τήν ὁποία, ὅταν κανείς τήν ἔχη, μπορεῖ θριαμβευτικά νά ὁμολογήση: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν»

Αὐτά πού εἶδαν οἱ Προφῆτες καί δίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι εἶναι αὐτά πού παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τά ὁποῖα οἱ Ποιμένες καί διδάσκαλοι, ἀντιμετωπίζοντας ποικίλες αἱρέσεις, τά διετύπωσαν ὡς δόγματα, μέ τά ὁποῖα ὅλη ἡ Οἰκουμένη συμφώνησε καί ἀπέκτησε τό ἴδιο φρόνημα μέσω τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στίς ὁποῖες μέ τήν παρρησία καί τήν σοφία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν ἔλλαμψη τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποδείχθηκε ἡ ἀλήθεια καί τό ψεῦδος ἀποδιώχθηκε. Αὐτῆς τῆς πίστεως τό κέντρο καί τό περιεχόμενο εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.

Γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διατυπώθηκαν, ἀπό φιλοσοφοῦντες, διάφορες αἱρέσεις· Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Μονοθελητισμός καί τέλος ἡ Εἰκονομαχία, ἡ ὁποία εἶχε τήν θεολογική ὑποδομή της ἀπό τίς προηγούμενες χριστολογικές αἱρέσεις. Οἱ αἱρέσεις αὐτές ἀλλοίωναν τήν θεολογία τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡς τρίτο, λοιπόν, χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι ἡ ὀρθή διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Διατυπώνουμε στήν συνέχεια προτάσεις μέσα ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού καταδικάζουν αἱρέσεις, ἐκφράζοντας ταυτόχρονα τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τόν Χριστό.

Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, μέ τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση Του, προσκυνεῖται «μιᾷ προσκυνήσει». Δηλαδή, καί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, μέτοχο θείας ἀξίας καί μεγαλειότητος, προσκυνεῖται μαζί μέ τόν Θεό Λόγο πού τό προσέλαβε καί εἶναι ὁμότιμο, ὁμόδοξο, ζωοποιό, ἰσοκλεές καί ὁμόθρονο μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ὅμως καί ὁμοούσιο. Ὅσοι δέν δέχονται αὐτήν τήν πίστη, σύμφωνα μέ τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφορίζονται, ἐνῷ, ὅσοι τήν ὁμολογοῦν, μακαρίζονται. Ἰδιαιτέρως μακαρίζονται αὐτοί πού λένε ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου «ἐξ ἄκρας ἑνώσεως ὑπερυψωθεῖσα» ἔχει τιμή πού εἶναι ἀπείρως ὑψηλότερη ἀπό κάθε τιμή πού μπορεῖ νά φανταστῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ «ἐξ ἄκρας ἑνώσεως», ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, δηλαδή, τῆς Θεοτόκου, ἔγινε ὁμόθεη λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τήν θεία φύση.

Στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καταδικάζεται μιά αἵρεση πού μιλοῦσε γιά διαδοχικές καταλλαγές τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός κατηλλάγη μέ ἐμᾶς μέ τήν πρόσληψη τῆς φύσεώς μας καί κατόπιν μέ τό Πάθος καί τόν Σταυρό Του κατηλλάγη μέ τόν Πατέρα Του. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅμως δέν ὑπάρχει τέτοια χρονική διαδοχή καταλλαγῶν. Ὁ Χριστός κατήλλαξε ἐμᾶς μέ τόν ἑαυτό Του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ Του, πάλι ἐμᾶς, μέ τόν Πατέρα. Δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη καταλλαγῆς τοῦ ἴδιου μέ τόν Πατέρα.

Ἀπορρίπτεται ὁ Μονοφυσιτισμός καί ἀφορίζονται ὅσοι νοοῦν καί λένε τήν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ «μετάμειψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς θεότητα». Ἀπορρίπτεται ὅμως καί ὁ Νεστοριανισμός, ἀφοῦ ἀναθεματίζονται ὅσοι λένε ἤ φρονοῦν ὅτι προσκυνεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ τήν ἀπρόσιτη θεότητα δουλικά καί ὅτι αὐτή ἡ δουλεία εἶναι οὐσιώδης καί ἀναπόβλητη. Γι’ αὐτούς τό ἀνθρώπινο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι διαφορετικό ἀπό τό θεῖο μόνο ὡς πρός τήν φύση, ἀλλά καί ὡς πρός τήν ἀξία καί προσφέρει δουλική λατρεία στόν Θεό, ὅπως τά ἀγγελικά τάγματα.

Φρικτές αἱρέσεις πού ἀκυρώνουν τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως, ὅμως, ἤδη εἴπαμε, οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμότιμες, ζωοποιές, ἰσοκλεεῖς καί ὁμόθρονες.

Τέταρτο χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι ἡ ὀρθή θεολογία σχετικά μέ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησία καί κυρίως μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀναθεματίζονται, λοιπόν, ὅσοι θεωροῦν ὅτι ἡ «καθ’ ἑκάστην προσαγομένη θυσία», ἡ θεία Λειτουργία δηλαδή, «καινίζει φανταστικῶς καί εἰκονικῶς τήν ἐπί τοῦ τιμίου Σταυροῦ παρά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν προσαχθεῖσαν θυσίαν». Θεωροῦν, δηλαδή, τήν θεία Λειτουργία κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ἔκανε καί μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός. Ἔτσι, ὅμως, «κενοῦσι», ἀδειάζουν, τό μυστήριο τῆς θείας ἱερουργίας, στό ὁποῖο κοινωνοῦμε τό πραγματικό Σῶμα καί τό πραγματικό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ κατάλληλα προετοιμασμένοι, λαμβάνουν τόν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς, στηρίζουν, δηλαδή, τήν ζωή τους προγευόμενοι τό μέλλον πού ἐπαγγέλλεται ἡ πίστη. Ἡ αἵρεση ἀφαιρεῖ κάθε πραγματικό στηριγμό ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Μετατρέπει τήν πίστη σέ φαντασιακούς στοχασμούς καί δέν τήν ἀφήνει νά εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόσταση».

Στήν Ἐκκλησία, στόν Εἱρμό τῆς τρίτης ὡδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνα ψάλλουμε: «Στερέωσον Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντολῶν σου, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μου, ὅτι μόνος ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος».

Στήν τρίτη Καταβασία τῆς Ὑπαπαντῆς, ἐπίσης, ψάλλουμε: «Τὸ στερέωμα, τῶν ἐπὶ Σοὶ πεποιθότων, στερέωσον Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἣν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ Σου αἵματι».

Στόν Εἱρμό τῆς τρίτης ὡδῆς τῆς Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Δυνάμει τοῦ Σταυροῦ σου Χριστέ, στερέωσόν μου τὴν διάνοιαν, εἰς τὸ ὑμνεῖν καὶ δοξάζειν σου, τὴν σωτήριον Ἀνάληψιν».

Αὐτά τά τροπάρια τῆς τρίτης ὡδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνα, τῆς Ὑπαπαντῆς καί τῆς Ἀναλήψεως, ὅπως καί ἄλλα πολλά παρόμοια, ἀντλοῦν τό περιεχόμενό τους ἀπό τήν τρίτη ὠδή τοῦ Ὄρθρου πού εἶναι ἡ προσευχή τῆς Ἄννης, μητρός Σαμουήλ τοῦ Προφήτου, ἡ ὁποία λέει:

«Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ' ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίῳ σου».

Ἡ καρδιά πού σαλεύεται βρίσκει στηριγμό πάνω στήν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ διάνοια στερεώνεται μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Αὐτός πού στερεώνει τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός. Ποιούς ὅμως ἀπό τά μέλη της στερεώνει; Αὐτούς πού ἔχουν βέβαιη πίστη (τῶν Σοί πεποιθότων, τῶν πεποιθότων τῷ Χριστῷ).

Ἡ πίστη στόν Θεάνθρωπο, τόν νικητή τοῦ θανάτου, στερεώνει καρδιές, διάνοιες, ψυχές, στερεώνει τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, διότι δίνει προοπτική στήν ζωή καί ἐλπίδα πού δέν ντροπιάζει.

Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε, κάτι πού ἔπρεπε νά εἶναι φυσικό καί αὐτονόητο, ὅμως στίς μέρες μας μοιάζει μᾶλλον ὑπερβολικό. Εὐχηθεῖτε, μέ καρδιές καί διάνοιες, στερεωμένες στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, μέ τροφή τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας πού μᾶς δίνεται μέ τήν θεία ἱερουργία, νά ἀποκτήσουμε δύναμη πίστης καί προσευχῆς πού νά μπορεῖ νά στηρίζη καί νά σώζη τήν Οἰκουμένη. Ὄχι μόνο τήν Ἑλληνική ἤ Ρωμαϊκή, ἀλλά τήν ὑψήλιο, πού δέν βλέπει ἤ δέν θέλει νά βλέπη τό μέγα φῶς τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἀμήν.

  • Προβολές: 622