Skip to main content

Ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ὁ εὐαγγελικός ἄνθρωπος

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Καλλινίκου στήν Ναύπακτο, κατά τήν θεία Λειτουργία τῆς 8ης Αὐγούστου 2021

Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε περιέγραψε ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θεράπευσε δύο τυφλούς, οἱ ὁποῖοι τόν ἀκολουθοῦσαν καί ἔκραζαν πίσω του: «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ». Ὁ Χριστός ὅταν μπῆκε σέ κάποιο σπίτι καί αὐτοί ἐκεῖ τόν πλησίασαν, τούς ρώτησε: «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νά κάνω αὐτό πού ζητᾶτε;». Αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: «Ναί, Κύριε», πιστεύουμε. Τότε ὁ Χριστός ἀκούμπησε τά μάτια τους καί εἶπε: κατά τήν πίστη σας νά γίνη αὐτό πού θέλετε. Καί ἀμέσως ἀνοίχθηκαν τά μάτια τους.

Ἡ πίστη αὐτῶν τῶν τυφλῶν τούς ἔδωσε τό φῶς, τούς ὁδήγησε στή θεραπεία τους ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἄνοιξε τά μάτια τους. Ὁ Χριστός ὅμως ἀνοίγει καί τά δικά μας μάτια. Ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας διαρκῶς μέ τόν λόγο Του. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τόν διετύπωσαν μέ ἀνθρώπινες λέξεις οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Εὐαγγελιστές, ὅπως μᾶς τόν διασώζει ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτός ὁ λόγος εἶναι φωτιστικός. Ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ἀναβλέπει ἡ ψυχή καί κατανοεῖ τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, φθάνει στό νά βλέπη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα αὐτό τό φῶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καθαριζόμαστε μέ τό νά ἀκοῦμε καί νά μελετοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι κάτι τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του πρίν ἀπό τό Πάθος Του, ὅταν τούς ἔλεγε πολύ σημαντικές διδασκαλίες καί λίγο πρίν ἀπό τήν ἀρχιερατική Του προσευχή, μιλώντας στούς Μαθητές Του τούς εἶπε: «Ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν». Εἶστε καθαροί γιά τό λόγο πού σᾶς εἶπα καί πού ἀκούσατε. Αὐτός ὁ λόγος σᾶς καθάρισε, εἶστε καθαροί γι’ αὐτόν τόν λόγο. Ἐπειδή προσέλαβαν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ διδασκαλία Του μπῆκε μέσα στό νοῦ τους, μπῆκε μέσα στήν ψυχή τους καί κυριάρχησε στόν ἐσωτερικό τους κόσμο, αὐτή ἡ εἴσοδος τοῦ λόγου πραγματοποίησε τήν κάθαρσή τους. Γιατί ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς εἶναι νά ἔχη φωτεινούς λογισμούς, νά ἔχη ὑγιῆ νοήματα, νά ἔχη μέσα της τόν λόγο τῆς ἀληθείας.

Αὐτά ὅλα πού λέμε εἶναι εἰσαγωγικά, γιατί σήμερα, ὅπως εἶναι γνωστό, γιορτάζει τό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, Μητροπολίτου Ἐδέσσης, ἑνός νέου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἴχαμε τήν εὐλογία πάρα πολλοί ἀπό ἐμᾶς νά τόν γνωρίσουμε προσωπικά. Καί ὅσα σήμερα ποῦμε, λίγα ἀπό τά πολλά καί σύντομα, θά ἐπιτραπῆ νά ἔχουν μέσα τους καί τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς μαρτυρίας καί ἐπιβεβαίωσης.

Ὁ ἅγιος Καλλίνικος ξεκινώντας ἀπό τό χωριό του, τά Σιταράλωνα τῆς περιοχῆς τοῦ Θέρμου, μέ βαθύτερη καταγωγή ἀπό τόν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας, ἦταν πραγματικά ἕνας εὐαγγελικός ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφομοιώσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶχε ἀφομοιώσει τήν εὐαγγελική διδασκαλία, εἶχε τρυφή καί τροφή του τήν μελέτη τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Ἐπιστολῶν τῶν Ἀποστόλων, τῶν Γραφῶν γενικῶς καί αὐτή ἡ τροφή ἡ πνευματική, αὐτός ὁ εὐαγγελικός λόγος ἦταν ἡ δύναμη τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦσε. Καί αὐτό ξεκινάει ἀπό τήν ρίζα του, ἀπό τήν παράδοση πού προσέλαβε ἀπό τόν παππού του, πατέρα Ἀθανάσιο, εὐλαβέστατο Κληρικό μέ ἁγιορείτικη παράδοση. Ἀπό αὐτήν τή ρίζα ξεκινώντας διατήρησε τήν αὐθεντικότητά του, τήν ἁπλότητα καί καθαρότητα τοῦ συνειδητοῦ Χριστιανοῦ σέ σημεῖο πού, ὅταν ἦταν φοιτητής, ὁ γνωστός καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας τόν χαρακτήρισε «ἀγριολούλουδο», δηλαδή ἕνα λουλούδι τό ὁποῖο δέν μεγαλώνει μέ τεχνικούς τρόπους, μέ ἰδιαίτερη μέριμνα, ἀλλά μέ μιά φυσικότητα. Καί ὁ ἅγιος Καλλίνικος ἦταν ἕνας φυσικός ἄνθρωπος, ἀφτιασίδωτος, χωρίς νά ὑπάρχει τίποτα τό τεχνητό ἐπάνω του, ὑπῆρχε μία φυσική καλοσύνη καί ἀποφασιστικότητα, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος αὐθεντικός.

Καί αὐτό πού θά ἤθελα νά τονίσω σήμερα στήν ἀγάπη σας, μέ ἀφορμή τήν γιορτή του, εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι κατάφερε νά διασώση αὐτήν τήν αὐθεντικότητα, αὐτήν τήν φυσικότητα τοῦ ἁπλοῦ καί ταυτόχρονα σοφοῦ ἀνθρώπου, τοῦ τυπικοῦ, ἀλλά καί ἐλεύθερου, τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν αὐστηρός ὅπου καί ὅσο ἔπρεπε, ἀλλά ταυτόχρονα ἐπιεικής ὅπου χρειαζόταν, ἐπειδή τρεφόταν διαρκῶς, μετ’ ἐπιθυμίας, μέ τόν εὐαγγελικό λόγο. Μέ τόν εὐαγγελικό λόγο διέσωσε τήν φυσικότητα τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἀνέβηκε στήν δόξα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ.

Προσπαθώντας νά χαρακτηρίσουμε αὐτόν τόν εὐαγγελικό ἄνθρωπο, τόν ἅγιο Καλλίνικο, ἐρχόταν στόν νοῦ μας μιά διατύπωση τοῦ Φώτη Κόντογλου γιά τήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία. Στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, λέει ὁ Κόντογλου, διαπιστώνουμε «τό αὐστηρόν μετ’ ἐπιεικείας», δηλαδή βλέπουμε τούς Ἁγίους στίς εἰκόνες τους νά εἶναι ταυτόχρονα αὐστηροί καί ἐπιεικεῖς· ἕνας συνδυασμός πολύ σημαντικός.

Αὐτό βλέπουμε καί στή ζωή τοῦ ἁγίου Καλλινίκου. Τυπικός καί ἐλεύθερος. Ἄνθρωπος αὐστηρός σέ μερικά πράγματα, ἀλλά καί ἐπιεικέστατος σέ ὅσα θεράπευε ἡ οἰκονομία.

Διάβαζε, λοιπόν, διαρκῶς τήν Ἁγία Γραφή, εἶχε ἀφομοιώσει τόν λόγο Της καί, ὅπως μᾶς διασώζει στά βιβλία πού ἔγραψε γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο ὁ Μητροπολίτης μας, πού ἦταν πολύ κοντά του, πνευματικό του παιδί, καί τόν ἔζησε σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ὥριμης ἐπισκοπικῆς του διακονίας, κάποτε, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε μιά ὁμάδα φοιτητῶν ἀπό γειτονική βαλκανική χώρα, ἐκεῖ στή Μητρόπολή του στήν Ἔδεσσα καί τούς μιλοῦσε, τότε ἕνας ἀπό αὐτούς καθηγητής ἱερωμένος, ὁ γνωστός καί πρόσφατα κοιμηθείς, πατήρ Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, μετέφραζε αὐτά πού ἔλεγε στούς φοιτητές ὁ ἅγιος Καλλίνικος. Ἀλλά αὐτά πού αὐτός ἀπό στήθους, τελείως φυσικά, ἔλεγε, εἶχαν πληθώρα ἁγιογραφικῶν χωρίων. Μιλοῦσε διαρκῶς μέ ἁγιογραφικά χωρία, ἔχοντας ἀπέναντί του φοιτητές Θεολογικῆς Σχολῆς καί μεταφραστή ἕναν καθηγητή τῆς θεολογίας. Ὁπότε, σέ κάποια στιγμή ὁ μεταφραστής σταμάτησε, δέν μποροῦσε νά συνεχίση τήν μετάφραση ἀπό τά ἀπανωτά ἁγιογραφικά χωρία πού ἄκουγε.

Ὁ λόγος ὁ εὐαγγελικός, ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἦταν γι’ αὐτόν μιά καθημερινή ὁμιλία –συναναστροφή καί τροφή. Ὁ λόγος του τελείως φυσικά διανθιζόταν ἀπό τά εὐαγγελικά μηνύματα καί χωρία.

Ὅμως, αὐτός ὁ λόγος, ὅπως γίνεται φανερό, δέν ἦταν γι’ αὐτόν μιά διανοητική ἀπασχόληση. Δέν διάβαζε γιά νά μαθαίνη, διάβαζε γιά νά ζῆ. Διάβαζε τόν λόγο τῶν Εὐαγγελιστῶν καί τῶν Ἀποστόλων ὡς λόγο ζωῆς, ὄχι σάν μιά διανοητική ἀπασχόληση, ὄχι δηλαδή γιά νά μορφωθῆ ἁπλῶς καί μόνο θεολογικά, ἀλλά γιά νά ζήση. Γι’ αὐτό καί προσέλαβε δυό πολύ χαρακτηριστικά εὐαγγελικά γνωρίσματα, τά ὁποῖα ἤδη ἐπιγραμματικά ἀναφέραμε.

Τό πρῶτο: Μέσα στόν εὐαγγελικό λόγο, γνώρισε ὅτι ὑπάρχει ἡ τελειότητα. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε καί ἔζησε ἀνάμεσά μας. Οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ περιγράφουν τόν Χριστό, τό πῶς ἔζησε ἐν σαρκί ἀνάμεσά μας. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μάθετε ἀπό ἐμένα ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, «καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Δηλαδή, ὁ Χριστός δίνοντας τίς ἐντολές στόν κόσμο καί στούς Μαθητές Του οὐσιαστικά περιέγραφε τόν ἑαυτό Του, πῶς εἶναι ὁ ἴδιος. Ἤξερε, λοιπόν, ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ὅτι αὐτός ὁ λόγος περιγράφει τόν Χριστό καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά φτάση σέ αὐτήν τήν τελειότητα. Γνώριζε τό πόσο ἀπέχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν τελειότητα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γνώριζε ὅτι εἶναι πράγμα ἀδύνατο στήν ἀνθρώπινη πεπτωκυῖα φύση, ἄν δέν μπῆ ὁ Θεός μέσα μας, ἄν δέν ἐνεργῆ ὁ Θεός «ἐν ἡμῖν». Καί, ὡς ἐκ τούτου, γνώριζε ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά μιλάη μέ ὑπερηφάνεια γι’ αὐτόν τόν λόγο. Γνώριζε ὅτι πρέπει νά εἴμαστε πολύ συνετοί καί ταπεινοί, ὅταν ἀναφερόμαστε στόν εὐαγγελικό λόγο καί τόν ἀναλύουμε.

Κάποτε, (ἐγώ δέν ἤμουν κληρικός ὅταν ἐκοιμήθη Ἐκεῖνος), πήγαμε στήν Ἔδεσσα μέ τήν σύζυγό μου, διότι ξέραμε ὅτι θά μιλήση σέ ἐκδήλωση τῶν ἁγιογραφικῶν συνάξεων πού γινόταν ἐκεῖ (ἐμεῖς εἴμασταν ἀπό τά Γιαννιτσά). Πήγαμε, λοιπόν, στήν Ἔδεσσα καί παρακολουθήσαμε τήν ὁμιλία. Ἀνέλυσε ἕνα χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς». Μίλησε μέ πολύ συνετό καί συνεσταλμένο, θά λέγαμε, λόγο, καί μάλιστα σύντομο. Δέν ἔκανε μεγάλη ὁμιλία.

Μετά ἀπό τήν ὁμιλία του τόν ἐπισκεφθήκαμε στό γραφεῖο του. Καί μᾶς λέει: «Ὁ πατήρ Ἱερόθεος», ὁ Μητροπολίτης μας πού ἦταν ἱεροκήρυκας τότε, «μοῦ εἶπε: “Λίγα εἴπατε. Ἔπρεπε νά πῆτε περισσότερα”. Πῶς νά μιλήσης καί νά πῆς “τά ἄνω φρονεῖτε”; Τί σημαίνει “τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γης;”. “Τά ἄνω φρονεῖτε” σημαίνει, νά σοῦ ποῦν: “Ἔχεις καρκίνο”, καί νά πῆς: “Δόξα τῷ Θεῷ”· νά μείνης ἀτάραχος καί νά μή σκεφτῆς τίποτε, διότι τά ἄνω φρονεῖς, ὄχι “τά ἐπί τῆς γῆς”. Νά σοῦ ποῦν ὅτι συμβαίνει τό χειρότερο πράγμα στή ζωή σου καί αὐτό νά μή σέ ἀγγίξη, γιατί ἐσύ “τά ἄνω φρονεῖς”. Εἶναι εὔκολο αὐτό; Πῶς νά μιλήσω καί νά πῶ πολλά πράγματα;».

Αὐτό σήμαινε ὅτι γι’ αὐτόν ὁ εὐαγγελικός λόγος, ὁ ἀποστολικός λόγος ἦταν λόγος πρακτικός, λόγος δηλαδή πού ἀφοροῦσε τήν ζωή μας, τήν καθημερινή μας πράξη καί ἐπειδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι νά φτάσουμε σέ αὐτό τό ὕψος, στήν τελειότητα τῆς ἐφαρμογῆς του, χωρίς νά ἐνεργῆ ὁ Θεός μέσα μας, γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε εὔκολα καί μετά παρρησίας, ἐξαγγέλλοντας στόν λαό αὐτές τίς διδασκαλίες. Χρειάζεται πιστότητα στά ἱερά κείμενα καί ταπεινό πνεῦμα, μετά συνέσεως, κατά τήν μετάδοσή τους στό λαό.

Στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρουμε ἐπίσης κάτι παρεμφερές. Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Καλλίνικος στούς ἐγγάμους ἱερεῖς, μέ οἰκογένειες, ἔλεγε: «Ἐσεῖς οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς μή μιλᾶτε πολύ καί λέτε ἐπικριτικά λόγια στόν κόσμο γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν. Ἔχετε καί ἐσεῖς παιδιά, πού σημαίνει ὅτι καί ἐσεῖς μπορεῖ νά ἀποτύχετε ὡς γονεῖς, ὁπότε μή μιλᾶτε αὐστηρά. Αὐστηρά ἀφῆστε νά τά λέμε ἐμεῖς οἱ ἄγαμοι πού δέν ἔχουμε παιδιά καί δέν ἔχουμε αὐτόν τόν κίνδυνο». Γιατί τό ἔλεγε αὐτό; Γιατί θά πρέπει ὁ λόγος μας νά εἶναι σύμφωνος μέ τήν ζωή μας καί νά μή λέμε πράγματα τά ὁποῖα δέν ἰσχύουν σέ μᾶς καί τά λέμε μόνο γιά τούς ἄλλους. Πρέπει νά εἶναι λόγος ζωντανός· ὁ εὐαγγελικός λόγος πού κηρύττεται στίς ἐκκλησίες πρέπει νά εἶναι ζωντανός λόγος, ὥστε νά βρίσκη ἀνταπόκριση στίς καρδιές τοῦ κόσμου, ἀλλά γιά νά ἔχη ἀνταπόκριση καί στίς καρδιές τοῦ κόσμου, θά πρέπει νά εἶναι βιωμένος ἀπό μᾶς. Καί ἐμεῖς δύσκολα μποροῦμε νά ἀφομοιώσουμε τόν εὐαγγελικό καί ἀποστολικό λόγο, λόγῳ τῆς δικῆς μας καταστάσεως, τῶν περιπλοκῶν μας στίς μέριμνες τοῦ κόσμου, τῆς φθαρτότητάς μας, τῆς θνητότητάς μας, τῶν πεπερασμένων δυνατοτήτων μας.

Τό δεύτερο εὐαγγελικό χαρακτηριστικό τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, συναφές μέ ὅσα προηγουμένως εἴπαμε, ἦταν ἡ ἐπιείκεια.

Ἡ ἐντρύφησή του στόν εὐαγγελικό λόγο, ἡ ἐπίγνωσή του γιά τό πόσο ὑψηλός εἶναι αὐτός καί πόσο θά πρέπει μετά συνέσεως νά τόν προσλαμβάνουμε καί μέ ταπεινό φρόνημα (οἱ διάκονοι τοῦ λόγου) νά τόν ἐξαγγέλλουμε, καθώς ἐπίσης τό πόσο ταπεινά (ἀκενόδοξα) πρέπει νά γίνεται ἡ μελέτη του, ὅπως λέει ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή νά μή τόν διαβάζουμε καί συλλαμβάνοντας μέσα μας ὑψηλά νοήματα νά ὑπερηφανευόμαστε, γιατί ἡ γνῶσις, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «φυσιεῖ». Ὅταν, λοιπόν, προσελάμβανε αὐτόν τόν λόγο μέ αὐτήν τήν σύνεση, ταυτόχρονα δημιουργοῦσε μέσα του μεγάλη ἐπιθυμία γιά τήν τελειότητα. Ἄκουγε δυνατά μέσα του τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τήν προτροπή Του: «ἔσεσθε τέλειοι» ἤ «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος ἅγιός ἐστι». Ἄκουγε αὐτούς τούς λόγους, ἤθελε αὐτήν τήν τελειότητα γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους, ἀλλά ταυτόχρονα γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τίς πεπερασμένες ἱκανότητές μας καί ὄντας ἄνθρωπος ἀληθινός, ἀτόφιος, αὐθεντικός εἶχε μέσα του ζωντανό τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «τό ἐπιεικές ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσι». Ἦταν ἐπιεικέστατος. Ἤθελε τήν ἀκρίβεια, ἀλλά ἦταν ταυτόχρονα καί ἐπιεικής γνωρίζοντας τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες.

Κάποτε πάλι στό γραφεῖο του τόν ἐπισκεφθήκαμε καί ἦταν στενοχωρημένος ἀπό τήν συμπεριφορά καί τήν τακτική κάποιων Κληρικῶν. Μᾶς λέει ἕναν πολύ χαρακτηριστικό λόγο (ἔχω τήν εἰκόνα του, τῆς στιγμῆς ἐκείνης, ζωντανή στό νοῦ μου): «Ἄν ἤμουν 38 ἐτῶν, οἱ μισοί Κληρικοί θά ἦταν τιμωρημένοι». Ἀλλά, ἔπιασε τά ἄσπρα γένια του, καί λέει: «αὐτά ὅμως δέν μέ ἀφήνουν», πού σημαίνει: ἡ πείρα τῆς ζωῆς δέν μέ ἀφήνει νά εἶμαι ἀπόλυτος καί νά εἶμαι τιμωρητικός. Ἡ εὐαγγελική πείρα, ἡ αὐθεντική πείρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἡ αὐθεντική πείρα τῆς βιώσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου τόν ἔκανε ἐπιεικέστατο. Ἤξερε ὅτι μέ τήν ἐπιείκεια, τήν ὑπόδειξη, τήν ἀγάπη, μπορεῖ τόν ἄλλον νά τόν ἑλκύση, ὥστε νά ποθήση τό τέλειο, νά ἀγαπήση τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, νά ἀγαπήση τήν εὐταξία τοῦ ναοῦ, νά ἀγαπήση τήν τήρηση ὅλων τῶν διατάξεων τῶν νόμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους, διότι ἔβλεπε παντοῦ, κάτι πού ὁ ἴδιος τό εἶχε πεῖ, ὅτι ἡ εὐταξία ἀπαιτεῖ μιά τήρηση κανόνων. Ἀλλά ταυτόχρονα, ἐπαναλαμβάνω, αὐτό τό ζοῦσε μέσα στήν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

Πιστός στά ἱερά κείμενα, μέ συνετό καί διεισδυτικό κηρυκτικό λόγο· ἀγάπη γιά τήν τελειότητα καί τήν εὐταξία σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλά μέ πνεῦμα ἐπιεικείας ἀπέναντι στόν λαό καί τούς συνεργάτες του, πνεῦμα ἐπιεικείας προωθητικό πρός τήν ἀγάπη τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητας, ὅλος αὐτός ὁ βίος ἐμποτιζόταν ἀπό τήν προσευχή. Ὅλη του ἡ ζωή ἔμοιαζε μέ δυνατή, ἀλλά εὔτακτη ροή ποταμοῦ, πού ἐκβάλλει στή θάλασσα, καί ἡ θάλασσα στήν ὁποία ἔφθανε, αὐτό τό ἀπέραντο στό ὁποῖο τόν ὁδηγοῦσε μέ φυσικότητα ἡ ζωή του, ἦταν προσευχή. Ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐαγγελικός, αὐτός πού ἔβαζε μέσα στό νοῦ του τόν εὐαγγελικό λόγο, τήν διδαχή τῶν Ἀποστόλων, αὐτός μέσα του φωτιζόταν, ἀλλοιωνόταν καί πεινοῦσε τήν προσευχή. Πεινοῦσε ἡ ψυχή του γιά ἀκρόαση περισσότερου λόγου, ἀλλά εἶχε καί πείνα προσευχῆς. Καί ἤξερε ὅτι ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ἡ κύρια ἀπασχόληση τοῦ Χριστιανοῦ.

Καί θά τελειώσω αὐτήν τήν ὁμιλία μέ ἕναν λόγο δικό του, μέ μιά συμβουλή δική του, πού εἶναι πολύ χαρακτηριστική καί δείχνει τόν καρπό τῆς ζωῆς του, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐμπειρίας, τήν γνώση του γιά τό τί εἶναι αὐτό πού πρέπει νά χαρακτηρίζη κάποιον Χριστιανό.

Ἔλεγε πολύ χαρακτηριστικά –διαβάζω τά δικά του λόγια: «Πῶς ἀξιοποιοῦμε τό χρόνο μας; Σκάβοντας τήν γῆ, φτιάχνοντας ἐργοστάσια, δρόμους, σπίτια; Καλά καί αὐτά, πρέπει νά γίνουν. Ὅμως ἔρχεται μία μέρα πού ὅλα ἀφανίζονται. Μέ τήν προσευχή ἀξιοποιοῦμε τό χρόνο μας. Μποροῦμε νά σκάβουμε καί νά προσευχόμαστε, μποροῦμε νά χτίζουμε σπίτια γιά νά προσευχόμαστε, νά μελετοῦμε καί νά προσευχόμαστε, νά κοιμούμεθα καί νά προσευχόμαστε. Μή σοῦ φαίνεται παράξενο πού λέω νά κοιμούμεθα. Ναί, παιδί μου, καί στόν ὕπνο μας νά ἔχουμε ἐπικοινωνία μέ τόν στοργικό Πατέρα μας καί Θεό. Νά μήν ἐπιτρέπουμε στό διάβολο νά μᾶς πλησιάζη. Ἡ προσευχή μᾶς δυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς γλυκαίνει τόν πόνο, μᾶς δίνει χαρά. Ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ».

Αὐτό ἦταν τό ἀποκορύφωμα τῆς ζωῆς του. Αὐτό φάνηκε καί ἀπό τό πῶς ἀντιμετώπισε τήν ἀσθένειά του. Ἦταν ἀφημένος στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό ὄχι ἀπό ἀδράνεια. Δραστηριότατος ἄνθρωπος καί στήν ποιμαντική καί στήν διοίκηση, ἀλλά ὅμως κατάλαβε ὅτι ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται, ἀναβαθμίζεται σάν ὕπαρξη, ὅταν ἀποθέτη τήν ζωή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε πάρα πολύ οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι δραστήριοι καί νά προσπαθοῦν –ἀγαποῦσε πάρα πολύ, γιά παράδειγμα, οἱ ἄνθρωποι νά μορφώνονται, οἱ ἱερεῖς νά σπουδάζουν, τούς ὠθοῦσε ὁ ἴδιος νά πηγαίνουν νά σπουδάζουν στό πανεπιστήμιο, ἀλλά ἤξερε ὅτι ἡ σπουδή πρέπει νά καταλήγη στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί στό νά ἀφήση ὁ ἄνθρωπος ὅλη τή ζωή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό ἀκριβῶς ἦταν τό ἀποκορύφωμα τῆς ζωῆς του: Τό νά ἀφεθῆ, ἔμπλεος ἀπό ζωή, δραστήριος σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του καί τῆς ποιμαντορίας του, νά ἀφεθῆ στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ δραστηριότητά του ὁδηγοῦσε στήν ἀπόθεση τῆς ζωῆς του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ Θεός μέσα ἀπό αὐτόν, μέσα ἀπό τήν δράση του, μέσα ἀπό ὅ,τι ἔκανε, νά ἐνεργῆ στόν κόσμο καί ἡ Χάρις νά διαχέεται στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος εὐαγγελικός, ἦταν ἕνας ποιμένας ἀποστολικός, ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας στά βιβλία πού ἔγραψε γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο, ἦταν στήν Ἐπισκοπή του ἕνας Ἀπόστολος, ἦταν μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.

Ἄς ἔχουμε τήν πρεσβεία του καί τήν εὐλογία του. Ἀμήν!

  • Προβολές: 397