Ἡ σχέση τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη μέ τούς Γέροντες Γαβριήλ Διονυσιάτη καί Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη
Ἱεροδιακόνου Παϊσίου Παρασκευᾶ
Δεῖτε τὴν εἰσήγηση
Τό πρῶτο πράγμα πού ἀβίαστα σκεπτόμαστε στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος «Θεόκλητος Διονυσιάτης» εἶναι ὅτι ὁμιλοῦμε γιά τήν «θεολογική φωνή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στόν 20ό αἰώνα». Πρόκειται γιά τόν γνήσιο Ἀθωνίτη, ἐκφραστή τῆς ἀσκητικῆς, νηπτικῆς καί πατερικῆς θεολογίας, πού ἀπό τό κελλί του στό Ἅγιον Ὄρος ἔγραφε ἐκφραστικά καί δυναμικά, βασισμένος πάντοτε στό περίφημο consensus patrum, τήν «συμφωνία, δηλαδή, τῶν Πατέρων» , κατά τό παράδειγμα τοῦ ἠγαπημένου του ἁγίου, Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ π. Θεόκλητος εὐτύχησε νά γνωρίση ὅλες τίς μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες τῆς ἐποχῆς του στό Ἅγιον Ὄρος• τόν ὅσιο Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή , τόν «μέγα Σωφρόνιο» , ὅπως ἀποκαλοῦσε τόν ὅσιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν λόγιο μοναχό Γεράσιμο Μενάγια , τόν ἐπί 30 χρόνια «φίλο του» ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τόν ἅγιο Γεράσιμο τόν Ὑμνογράφο, τόν ὁποῖον καί βιογράφησε καί πολλούς ἄλλους. Ἄν, ὅμως, θέλουμε νά κατανοήσουμε πῶς ἔγινε ὁ π. Θεόκλητος αὐτός πού γνωρίζουμε καί θαυμάζουμε σήμερα μέσα ἀπό τίς γραφές του, ὀφείλουμε νά στρέψουμε τήν προσοχή μας σέ δύο μεγάλες προσωπικότητες τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἀπό αὐτές κυρίως ἔλαβε ζωντανή καί καθαρή τήν ὑπερχιλιετῆ Ἀθωνική μοναστική Παράδοση.
Ἡ χιλιόχρονη αὐτή Ἁγιορειτική Παράδοση, μέ τίς ἰδιαιτερότητές της, δέν ἔχει διαφορετικό σκοπό ἀπό τόν σκοπό πού ἔχει ἡ ἴδια ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἱερά Παρακαταθήκη της, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν «σκοπόν τῆς ἄνω κλήσεως» κατά τόν Ἀπόστολο, «ἵνα Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπιτύχωμεν» .
Καί ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά ἀνθρώπινα, δέν ὑπάρχει τέχνη ἤ παράδοση πού νά ἐπιβιώνη, ἐάν δέν παραδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά, δέν ὑπάρχει παράδοση χωρίς τόν κατέχοντα καί παραδίδοντα καί, φυσικά, χωρίς τόν παραλαμβάνοντα. «Ὥσπερ ἐπί πασῶν τῶν τεχνῶν... οὕτω καί εἰς τό πνευματικόν», λέγει ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς . Στήν προκειμένη περίπτωση οἱ παραδίδοντες εἶναι δύο καί ὁ παραλαμβάνων ἕνας, «ἀλλά λέων». Παραδίδοντες, λοιπόν, εἶναι οἱ πνευματικοί πατέρες Γαβριήλ Διονυσιάτης (†1983) καί Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης (†1973) καί παραλαμβάνων ὁ διψασμένος καί φλεγόμενος ἀπό «ἀπαθῆ πόθον» νεαρός Θεόδωρος καί διά τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ σχήματος Θεόκλητος μοναχός, Διονυσιάτης.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τό παράδειγμα τῶν κοσμικῶν τεχνῶν καί ἐπαγγελμάτων, ὁ ὑποψήφιος τεχνίτης ὀφείλει νά μαθητεύση ἱκανόν χρόνον κοντά σέ ἕναν ἱκανόν διδάσκαλον. Ἔτσι, καί ὁ σήμερα τιμώμενος Θεόκλητος Διονυσιάτης, «τό καύχημα τῆς περιφήμου Ναυπάκτου» , διαλέγει τήν «νόμιμον ἄθλησιν» , τήν ὑποταγή, δηλαδή, καί μαθητεία σέ πνευματικούς πατέρες καί διδασκάλους, μέ σκοπό τήν παραλαβή τῆς μεθόδου τῆς καθάρσεως τοῦ νοῦ καί τῆς καρδίας καί ἐν συνεχείᾳ τῆς «νοερᾶς ἀναβάσεως πρός τόν Θεόν» ἕως τήν, κατά τό ἐφικτόν, τελείωσιν.
α΄) Ἡγούμενος Γαβριήλ Διονυσιάτης
Εἰσερχόμενος στόν μοναχικό βίο ὁ π. Θεόκλητος εὐτύχησε νά "πέση σέ καλά χέρια". Γνώρισε τόν μεγάλο Ἡγούμενο Γαβριήλ Διονυσιάτη, τόν «πρύτανη τῶν ἁγιορειτῶν ἡγουμένων καί μοναχῶν» , καί τόσο θέλχθηκε ἀπό τήν ἁγία αὐτή μορφή, ὥστε ἀποφάσισε νά παραμείνη στήν Μονή τοῦ ἁγίου Διονυσίου γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Μέ τίς σοφές, πατερικές καί πατρικές θεολογικές νουθεσίες τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, ἀλλά πολύ περισσότερο, μέ τό σαρκωμένο παράδειγμά του, ἀποφασίζει νά «ἄρη τόν σταυρόν του» καί νά ἀρνηθῆ τόν, ὁμολογουμένως, πολύν «πλοῦτον τῆς διανοίας του» , ἀφοῦ πείθεται ὅτι «ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρά τῷ Θεῷ ἐστι» .
Ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ, μέ καταγωγή ἀπό τήν Καρδίτσα, προσῆλθε στήν Μονή Διονυσίου τό 1910, ἐνῶ τό 1936 ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς αὐτῆς Μονῆς, θέση πού διατήρησε γιά 40 ὁλόκληρα χρόνια. Ὁ π. Γαβριήλ ἦταν ἡ προσωποποίηση τοῦ παραδοσιακοῦ ἁγιορείτη, «μία ἀσφάλεια γιά τούς παληούς ἁγιορεῖτες, γιατί κρατοῦσε τήν παράδοση. Καί μιά ἀνεκτίμητη δωρεά γιά τούς νέους, γιατί φρυκτωροῦσε σ' αὐτούς ζωντανά τόν πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου ἀγωγῆς» . Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ἥσυχα καί εἰρηνικά, στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1983.
Ὁ π. Θεόκλητος γνώρισε τόν Γέροντα Γαβριήλ στήν πρώτη του ἐπίσκεψη στόν Ἄθωνα καί τόσο πολύ ἐντυπωσιάστηκε, ὥστε, ὅταν ἀποφάσισε τό ἔτος 1941 νά μονάση, κατευθύνθηκε κατ’ εὐθεῖαν στήν Μονή τοῦ Διονυσίου, στόν Ἡγούμενο Γαβριήλ.
Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ π. Θεόκλητος, ὁ Γαβριήλ «κατέκτησε τήν ἐμπιστοσύνη μου καί τόν θαυμασμόν μου» . Παρά τό ὅτι οἱ ἐντυπώσεις του ἀπό τήν ζωή τῆς Μονῆς ἦταν ἀνάμικτες, ἐν τούτοις μέσα του «ἐκέρδιζεν ἔδαφος ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ» .
«Στίς Ἀκολουθίες καί τίς Ἀγρυπνίες, περιγράφει ὁ π. Θεόκλητος, πρῶτος εἰσήρχετο στόν ναό καί παρέμενε μέχρι τέλους. Ἡ ψαλμωδία του, ταπεινή, κατανυκτική, γλυκυτάτη, κυριολεκτικῶς μέ αἰχμαλώτιζε. Ἐκεῖ δέ, πού δέν εἶχε τόν ὅμοιό του, ἦταν ὁ ἀπαγγελλόμενος, μέ τόση μέθεξη ψυχῆς, μέ τόση συντριβή καί χαρά, μέ τόση χαρμολύπη, Ἑξάψαλμος... Ἦταν μιά πραγματική μυσταγωγία» .
Τόν πρῶτο καιρό τῆς δοκιμῆς του, ὁ π. Γαβριήλ καλοῦσε τακτικά στό ἡγουμενεῖο τόν δόκιμο Θεόδωρο γιά νά τόν κατηχήση στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ἐκεῖ ὁ π. Θεόκλητος θά βάλη τίς βάσεις τῆς μετέπειτα διδασκαλίας του. Ὁ π. Γαβριήλ τοῦ ὁμιλεῖ γιά τήν «ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία» , τό τριμερές τῆς ψυχῆς, τήν διάχυση τοῦ νοῦ διά τῶν σωματικῶν αἰσθητηρίων στόν κόσμο καί τήν ἀνάγκη ἐπαναφορᾶς του διά τῆς συνοπτικῆς «εὐχῆς». Καί κατά καιρούς τόν ρωτοῦσε ἐάν ἐργάζεται τήν μονολόγιστο "εὐχή" μέ τό ἁγιορείτικο: «τραβᾶς κομποσχοίνι;» .
Κάποια στιγμή τοῦ ἔδωσε νά ἀναγνώση «γιά μιά καλύτερη ἐνημέρωση» τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου «Συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο», τονίζοντάς του ὅμως ὅτι ἐκεῖνο πού θά τόν πείση πραγματικά, πάνω ἀπό τά διαβάσματα, «εἶναι ἡ πείρα». Καί ἄν κρίνουμε ἀπό τήν ὑπόλοιπη ζωή τοῦ π. Θεοκλήτου, ἡ πείρα ὄχι ἁπλῶς τόν ἔπεισε, ἀλλά τόν ἔκανε καί ἕναν φλογερό κήρυκά της.
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ ὅτι μέ τό «Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο» εἶναι καί ἡ πρώτη συνάντηση πού εἶχε ὁ π. Θεόκλητος μέ τόν μετέπειτα ἀγαπημένο του ἅγιο, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
β΄) Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης
Μετά ἀπό κάποια χρόνια ὑπακοῆς σέ διακονίες ἐντός Μονῆς, ὁ π. Θεόκλητος ἀποστέλλεται ὡς Κοναξής, ὑπεύθυνος δηλαδή, στό Ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς Διονυσίου στίς Καρυές. Στό σημεῖο αὐτό τῆς ζωῆς του, ἡ θεία Πρόνοια, βλέποντας τίς ἰδιαίτερες ἀνάγκες του, ἀφοῦ «ποικιλώτατον καί πολυτροπώτατον ζῶον ὁ ἄνθρωπος» , τοῦ ἐμφανίζει τόν σοφό ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη «τόν φίλον του καί δεύτερον Γέροντά του».
«Μετά διακονίαν τετραετῆ στήν Μετάνοιάν μου, διηγεῖται ὁ π. Θεόκλητος, ὁ Θεός ἐφώτισε τόν Γέροντά μου νά μέ ἀποστείλη ... στό ἀντιπροσωπεῖον τῶν Καρυῶν... Γράφω ὅτι ἐφώτισεν ὁ Θεός τόν Γέροντά μου, γιατί ἐκεῖ ἐγνώρισα τόν κατόπιν δεύτερον Γέροντά μου, διδάσκαλόν μου καί φίλον μου ἀδελφικόν, ἱερομόναχον Ἀθανάσιον τῆς Ἱ .Μ. τῶν Ἰβήρων, πού ὑπῆρξε γιά μένα ἀληθινός σταθμός τῆς ζωῆς μου» .
Ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος, μέ καταγωγή ἀπό τά Καλάβρυτα, προσῆλθε στήν Μονή τῶν Ἰβήρων τό ἔτος 1905. Μετά ἀπό μία δεκαετία ἀναχωρεῖ γιά διακονία στόν κόσμο. Ἐπί 35 ἔτη εἶχε μία πλούσια ποιμαντική δράση ὡς ἐφημέριος καί παπαδιδάσκαλος σέ διάφορα σχολεῖα. Τό 1939 ἐπιστρέφει πλέον μόνιμα στήν Μονή τῆς μετανοίας του. Διακόνησε ὡς βιβλιοθηκάριος καί ἔζησε ὅλη τή ζωή του μέ «ταπεινοφροσύνη κάτω τοῦ Ναδίρ» . Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στίς 26 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1973. «Οἱ τελευταῖοι του λόγοι ἦταν γιά τήν αἰώνια ζωή, τόν Χριστό καί τήν πολυφίλητή (του) Πορταΐτισσα» .
Ὁ π. Ἀθανάσιος, σέ μία ἀνάβασή του στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τίς Καρυές, μετά ἀπό ἐπίμονη προτροπή φίλου συμμοναστοῦ, ἐπισκέπτεται τό Κονάκι τῆς Μονῆς Διονυσίου, γιά νά γνωρίση τόν νέο Κοναξή, τόν π. Θεόκλητο.
«Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ 1947, θυμᾶται ὁ π. Θεόκλητος . Συνομιλήσαμε ἀρκετά [μέ τόν Ἀθανάσιο] καί τόσον ἐγοητεύτηκα, νέος ἐγώ 31 ἐτῶν, ἀπό τούς πνευματικούς λόγους του, πού διάνθιζε μέ ρητά εὐαγγελικά, πατερικά καί φιλοσοφικά, ὥστε τόν παρεκάλεσα νά τόν συνοδεύσω μέχρι τό μοναστήρι του» , διαδρομή πλέον τῆς μίας ὥρας.
«Πρέπει νά ὁμολογήσω, ὅτι εἶχα μέν διαβάσει τήν θεοφορουμένη διδασκαλία τῶν Νηπτικῶν καί γενικῶς τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ζωντανό προφορικό λόγο πρώτη φορά ἄκουσα στήν πτωχή πνευματικῶς, μέ τίς ἐξαιρέσεις της βέβαια, περίοδο πού ζοῦσα...
Ἡ γνωριμία μου μέ τόν Ἀθανάσιον, ἀναμφιβόλως ἐπηρέασε ὁλόκληρη τή μοναχική μου βιοτή στό Ἅγιον Ὄρος, σέ μία ἱστορική στιγμή τῆς ζωῆς μου, πού ἐγένοντο μέσα μου διεργασίες θεωρητικές, ὀρθώνοντο διλήμματα προσανατολισμοῦ, ἀνέκυπταν προβλήματα πνευματικά πού ζητοῦσαν λύση. ... Βέβαια, εὑρισκόμουν στήν ὑπακοή τοῦ Γέροντός μου Γαβριήλ. Ὅμως ὁ Γέροντάς μου, πού μοῦ ἦταν ἡ μόνη παρηγοριά, ὁ δάσκαλός μου καί ὁ ἀλείπτης μου, λόγω τῆς μεγάλης πείρας του στά ἁγιορειτικά θέματα, κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα διέτριβε στήν Ἀθήνα ὡς "ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν" τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος.
Ὕστερα ἀπό τήν πρώτη συνάντηση, φρόντιζα νά μοῦ δίνη ἄδεια ὁ Γέροντάς μου καί πήγαινα στήν Μονή τῶν Ἰβήρων γιά νά προσκυνήσω τήν "Πορταΐτισσα" καί νά ἰδῶ τόν Ἀθανάσιον» .
Ἔκτοτε, Θεόκλητος καί Ἀθανάσιος, θά μοιράζονται τά πάντα, ἐπικοινωνοῦντες εἴτε ἐκ τοῦ σύνεγγυς, εἴτε μέ ἐπιστολές. Ἀπό πνευματικά θέματα, θεολογικές ἐλλάμψεις, ἐνδιαφέροντα ἀναγνώσματα, προσευχητικές ἐξάρσεις, μέχρι ἁγιορειτικά καί κοινωνικά προβλήματα.
γ΄) Τά ἀποτελέσματα τῆς μαθητείας
Τήν ἐποχή ἐκείνη, δεκαετία τοῦ '50, μειωνόταν δραματικά ὁ πληθυσμός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σέ τέτοιον βαθμό, ὥστε στήν ἑορτή τῆς Ἀθωνικῆς χιλιετηρίδος νά γίνεται λόγος γιά τήν κηδεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. «Ἕνας ἀπό τούς βασικούς λόγους πού δέν προσέρχονταν νέοι στόν μοναχικό βίο ἦταν καί ἡ ἄγνοια τοῦ παραδοσιακοῦ μοναχισμοῦ καί κυρίως τῆς διδασκαλίας τῶν ἀσκητικῶν καί νηπτικῶν Ἁγίων» .
Ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ, βλέποντας πάντοτε μακρυά μέ τό διορατικό του πνεῦμα, ἀναγνωρίζει στόν εὐφυῆ νεαρό μοναχό Θεόκλητο τόν κατάλληλο ἄνθρωπο γιά προβολή τῆς πραγματικῆς νηπτικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως. Ἔτσι, τόν παροτρύνει «πατρικῷ δικαιώματι» στήν συγγραφή ἑνός ἔργου ἀπολογητικοῦ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, βασισμένο πάνω στούς νηπτικούς Πατέρες πληρώνοντας ἔτσι «τόν ὑποκάρδιον πόθον του». «Ὁ καλός ὑποτακτικός ... ἀπεδέξατο τήν σύστασιν καί ἐπελάβετο τοῦ ἔργου, λέγει ὁ Γαβριήλ. Καί μέ ἐφόδιον τήν εὐχήν μας καί ὁδηγόν τήν μελέτην τῶν Θεοφόρων Πατέρων» συνέγραψε τό πρωτόλειο ἀριστούργημά του «Μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς».
Ἀπό ἐδῶ καί πέρα γεννιέται καί ἐπίσημα πλέον ὁ μοναχός-συγγραφέας Θεόκλητος, μέ πολύ σημαντική λεπτομέρεια τό «ἐφόδιον τῆς εὐχῆς τοῦ Γέροντός του». Τό σημεῖο αὐτό στήν ζωή του εἶναι κομβικό.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, μέ ἀφορμή τήν ἐπίσημη καταχώρηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στίς «Ἁγιολογικές δέλτους», ϙγιά τήν ὁποία δούλευσαν συστηματικά οἱ Ἀθανάσιος, Γαβριήλ καί Θεόκλητος οὕτως «ὥστε τά συγγράμματά του νά διαβάζονται ὡς ἔργα Ἁγίου μέ τήν ἀνάλογη αἴσθηση» ϙ, ὁ Γέροντας Γαβριήλ «ἔστρεψε τό πατρικόν του βλέμμα καί πάλιν πρός τόν καλόν ὑποτακτικόν πατέρα Θεόκλητον», ζητώντας του τήν συγγραφή μονογραφίας γιά τόν ὅσιο Νικόδημο, «μή ἐκπέσας τῆς ποθεινῆς ἐλπίδος» .
Ἔχοντας πλέον ὁ π. Θεόκλητος πνευματικό φίλο, συζητητή καί διδάσκαλο τόν Ἀθανάσιο τόν Ἰβηρίτη, κατόρθωσε νά ἀναλύση στήν ὁλότητά τους τά ἔργα καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἀφοῦ ἀποτελεῖ κοινή ὁμολογία ὅτι τό βιβλίο του εἶναι τό κλασσικότερο ἔργο πού ἔχει γραφῆ γιά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
Στό τέλος δέ τοῦ Προλόγου του στό βιβλίο αὐτό, ὁ Γέροντας Γαβριήλ, εὐλογεῖ ἤδη καί τήν ἑπόμενη ἐργασία τοῦ π. Θεοκλήτου: «εὔχομαι, γράφει, ὅπως φέρει εἰς πέρας τήν ἀναληφθεῖσαν ἐργασίαν του, περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» .
***
Ὅλες οἱ μεγάλες συγγραφές τοῦ π. Θεοκλήτου γίνονται μετά ἀπό "εὐλογία" τοῦ Γέροντός του Γαβριήλ καί σέ "συνδιάσκεψη" μετά τοῦ πνευματικοῦ του φίλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος τόν συμβουλεύει ἐν ὄψει τῆς νέας αὐτῆς συγγραφῆς: «Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τήν Παλαμική μας παράδοση. Ἀλλά λέγοντας Παλαμική παράδοση, δέν πρέπει νά τήν περιορίσουμε μόνο στή νοερά προσευχή, ἀλλά νά ἰδοῦμε ὁλόκληρη τή διδασκαλία του, ὅλα τά ἔργα του, τά θεολογικά, τά δογματικά καί τά ἀσκητικά, πού ἀποκαλύπτουν τήν εὐρύτητα τοῦ παλαμικοῦ νοῦ» . Μέ τέτοιες συμβουλές ὁ Ἀθανάσιος κατηύθυνε τόν νεαρό συγγραφέα Θεόκλητο στά ἔργα πού τόν παρακινοῦσε ὁ Γέροντάς του Γαβριήλ.
Ὅταν δέ ὁ π. Θεόκλητος σκεπτόταν νά σταματήση τήν συγγραφή, ὁ Ἀθανάσιος τόν συμβουλεύει: «Ὄχι. Γράφε, ἄλλ΄ ὄχι διά σέ, ἀπολύτως ὄχι διά σέ. Γράφε δι' ὠφέλειαν ἄλλων, μέ τήν πρώτην στροφήν πρός τήν ἁγιωτάτην ταπείνωσιν, ἄνευ ὑπογραφῆς. Ἤ, ἄν δέχεται ὁ Γέροντάς σου, μέ τήν ὑπογραφήν σου» . Ἐνῶ ἄλλη φορά γιά νά τόν ἐπαναφέρη στήν μεσή ὁδό, τοῦ γράφει: «μή σέ τρώει τό σαράκι τῆς πέννας» , καί ἔτσι τόν κρατοῦσε στήν ἁγία ἰσορροπία.
***
Ὁ π. Θεόκλητος ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ἔτρεφε μιά ἰδιαίτερη ἀγάπη στήν «θετή Μητέρα μας», ὅπως χαρακτηριστικά ἀποκαλούσε τήν Θεοτόκο ἡ ὁποία τόν «περίμενε» στήν Μονή τοῦ Διονυσίου. Μέ τήν συνάντησή του μέ τόν Ἀθανάσιο αὐξήθηκε ἔτι περισσότερο ἡ "Θεομητροφιλία" του. Ὁ π. Ἀθανάσιος κατείχετο ἀπό ἕναν θεολογικό ἔρωτα καί ἕναν «ἀπαθή πόθον» , ὅπως γράφει ὁ Θεόκλητος, πρός τήν Θεοτόκο Μαρία. Ὁ δέ π. Θεόκλητος ποτέ δέν ἔμενε ἀσυγκίνητος στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός Της ἤ τό θέαμα τῆς μορφῆς Της, καί ὁ Ἀθανάσιος συνεχῶς τροφοδοτοῦσε τόν Θεόκλητο μέ νέα θεολογικά νοήματα καί ὕμνους γιά Αὐτήν «ὑποκαίων τόν θεῖον αὐτοῦ ζῆλον» , ἐνῶ τόν προέτρεψε νά γράψη καί βιβλίο εἰδικά γιά Αὐτήν: «Θές εἰς τόν σκοπόν τοῦτον τήν πέννα σου» , καί «ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν θά σοῦ πλατύνη τόν νοῦν καί/γιά νά γράψης μετά τήν "Μαριολογίαν"» . Καί ὁ π. Θεόκλητος ἐξ ὑπακοῆς ἐξέδωσε χρόνια ἀργότερα τό βιβλίο του, «Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ».
***
Μεταξύ τῶν θεμάτων πού οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες συζητοῦσαν ἦταν καί ἡ κοινοβιοποίηση τῶν τότε 9 ἰδιορρύθμων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καί πάλι μπροστάρης φάνηκε ὁ π. Θεόκλητος. Ἐνῶ ἀξίζει νά δεῖ κανείς τό πῶς ὁ Ἀθανάσιος βοήθησε τόν π. Θεόκλητο στόν πειρασμό πού εἶχε μέ τήν «Ζαρκαδική ἡσυχία» , ἀλλά καί πῶς στεκόταν ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἀπέναντί του ὅλο αὐτό τό διάστημα μέ πατρική στοργή, ἐλευθερία καί ἀρχοντική ἀγάπη, περιμένοντάς τον νά ἐπιστρέψη στίς πατρικές ἀγκάλες. (Λεπτομέρειες στά Πρακτικά)
***
Αὐτή εἶναι, ἐν συντομίᾳ, ἡ σχέση τοῦ π. Θεοκλήτου μέ τούς δύο αὐτούς πνευματικούς πατέρες πού τοῦ χάρισε ἡ Θεία Πρόνοια. Ὅλες οἱ μεγάλες του συγγραφές γεννήθηκαν ἀπό τήν ἐπιθυμία καί εὐλογία τοῦ Γέροντός του Γαβριήλ, συγκροτήθηκαν στίς θεολογικές συζητήσεις μέ τόν φίλο του Ἀθανάσιο, καί ἐκτελέστηκαν ἀπό τήν εὐφυῆ ἀσκητική καί πνευματική γραφίδα τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, πού προτίμησε τήν «νόμιμον ἄθλησιν» καί τό σταύρωμα τοῦ «πλούτου τῆς διανοίας του» ἀπό τούς αὐτόνομους διανοητικούς ἀκροβατισμούς πού "έπαίρουν τήν ὀφρύν", οὕτως ὥστε νά μπορεῖ νά πῆ καί αὐτός μέ κάποιον σύγχρονό του: Ὅταν ἔγινα μοναχός, «ἑκουσίως σταύρωσα τήν διάνοιά μου. Καί ὅλοι οἱ σταυροί πού ἐν συνεχείᾳ ἐπωμίσθηκα ἦταν πηγή πνευματικῆς χαρᾶς. Δέν ἔχασα τίποτα καί κέρδισα τά πάντα» , καί «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» .
Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.-
- Προβολές: 535