Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Τηλέμαχος, 1 Ἰανουαρίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Τηλέμαχος καταγόταν ἀπό τήν Ἀσία, ἔζησε στά τέλη τοῦ 4ου καί τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν ἄνθρωπος ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένος στόν Θεό. Εἶχε γενναῖο φρόνημα, πνευματική λεβεντιά καί μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Εἶχε τήν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς θυσία γιά ὅλους, καί γι’ αὐτούς ἀκόμη τούς ἐχθρούς, καί γι’ αὐτό θυσιάσθηκε προκειμένου νά προφυλάξη τούς ἀνθρώπους ἀπό τό νά θανατώνονται ἄδικα στίς «μονομαχίες». Οἱ «μονομαχίες» ἦταν ἕνα βάρβαρο εἰδωλολατρικό ἔθιμο τό ὁποῖο ἄρχισε πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί συνεχιζόταν μέχρι τίς ἡμέρες τοῦ Ἁγίου. Αὐτή, λοιπόν, ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιά τούς ἀνθρώπους, καί κυρίως γιά τούς ἀδύναμους καί περιφρονημένους, τόν παρακίνησε νά ταξιδεύση μέχρι τήν Ρώμη, προκειμένου νά σταματήση τίς «μονομαχίες», πού γίνονταν στά ἀμφιθέατρα, καί κυρίως στό «Κολοσσαῖο», καί θανατώνονταν ἄδικα πολλοί ἄνθρωποι, κυρίως νέοι στήν ἡλικία.

Ταξίδευσε, λοιπόν, στήν Ρώμη, εἰσῆλθε στό «Κολοσσαῖο», τό ὁποῖο ἦταν κατάμεστο, καί ἀφοῦ κατάφερε, ἄγνωστο πῶς, νά πλησιάση τούς δύο μονομάχους, φώναξε δυνατά, παρακαλώντας τους νά σταματήσουν τήν «μονομαχία» στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό πλῆθος, πού, δυστυχῶς, εὐχαριστεῖτο στό νά βλέπη νά χύνεται αἷμα, ἄρχισε νά τόν ἀποδοκιμάζη ἔντονα. Καί τότε μέσα σέ αὐτήν τήν ἀναταραχή ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο μονομάχους τόν χτύπησε μέ τό ξίφος του στό στομάχι, καί ἐκεῖνος αἱμόφυρτος ἔπεσε στό ἔδαφος. Βρῆκε, ὅμως, τήν δύναμη νά σηκωθῆ καί νά φωνάξη καί πάλι, παρακαλώντας τους νά σταματήσουν, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τότε καί ὁ ἄλλος μονομάχος τόν κάρφωσε καί αὐτός στό στομάχι μέ τό ξίφος του, καί ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ψέλλισε γιά τελευταία φορά τόν ἴδιο λόγο, δηλαδή «στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σταματῆστε», ξεψύχησε στό δάπεδο τοῦ ἀμφιθεάτρου. Τότε τό πλῆθος ξαφνικά πάγωσε, καί ἀποχώρησαν ὅλοι σιωπηλοί ἀπό τό «Κολοσσαῖο».

Τό γεγονός αὐτό, ἤτοι ἡ θαρραλέα πράξη καί ὁμολογία τοῦ ἁγίου Τηλεμάχου, πού τήν σφράγισε μέ τό αἷμα του, τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 404 μ.Χ., ἔγινε αἰτία ὥστε ἡ «μονομαχία» ἐκείνη νά εἶναι ἡ τελευταία στήν ἱστορία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπειδή μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ὁ Αὐτοκράτορας Ὀνώριος, μέ διάταγμά του, κατήργησε αὐτό τό βάρβαρο καί ἀπάνθρωπο ἔθιμο τῶν «μονομαχιῶν».

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πολλά κατάλοιπα τῆς εἰδωλολατρείας παρέμειναν στίς χριστιανικές κοινωνίες γιά πολλά χρόνια, καί κάποια παραμένουν, δυστυχῶς, μέχρι σήμερα, ὅπως εἶναι τά καρναβάλια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου. Καί αὐτά εἶναι στήν πραγματικότητα οἱ «πομπές τοῦ διαβόλου», τίς ὁποῖες ἀποτάσσονται οἱ Χριστιανοί πρίν τό Βάπτισμά τους. Καί ἡ βάρβαρη συνήθεια τῶν «μονομαχιῶν» ἐπεκράτησε μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ., παρά τό ὅτι πρίν ἀπό ἕναν περίπου αἰώνα, δηλαδή στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἀπό εἰδωλολατρική ἔγινε χριστιανική.

Οἱ πρῶτες «μονομαχίες», σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες, πραγματοποιήθηκαν τόν 3ο αἰώνα π.Χ., «ὡς μέρος τῶν τελετῶν κηδείας πολεμιστῶν καί πλουσίων εὐγενῶν. Οἱ σκλάβοι ἤ οἱ καταδικασμένοι κρατούμενοι θά πολεμοῦσαν μέχρι θανάτου ὡς φόρο τιμῆς στόν νεκρό πατρίκιο», ἀφοῦ πίστευαν ὅτι «αὐτή ἡ ἐπίδειξη γενναιότητας καί μαχητικότητας προοριζόταν νά ἀντικατοπτρίζει τίς ἀρετές πού εἶχε δείξει τό ἄτομο στήν ζωή του».

Αὐτοί πού λάμβαναν μέρος στίς «μονομαχίες» καί θανατώνονταν δέν τό ἔκαναν μέ τήν θέλησή τους, ἀλλά ὑποχρεώνονταν νά τό πράξουν, ἀφοῦ ἦταν δοῦλοι ἤ αἰχμάλωτοι πολέμου. Τούς ὑποχρέωναν νά μονομαχοῦν μέχρι θανάτου καί ὁ λαός «διασκέδαζε» μέ τόν θάνατο τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Οἱ μονομαχίες γίνονταν πολύ συχνά. Μάλιστα τό 80 μ.Χ., ὅταν ἐγκαινιάσθηκε τό «Κολοσσαῖο», οἱ ἀπάνθρωποι αὐτοί ἀγῶνες διήρκεσαν συνολικά 100 ἡμέρες.

Νομίζω ὅτι ἀξίζει νά σημειωθῆ παρενθετικά ὅτι τό «Κολοσσαῖο» -τοῦ ὁποίου ἡ κατασκευή ξεκίνησε τό 72 μ.Χ. ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Βεσπασιανό, τῆς δυναστείας τῶν Φλαβίων, καί εἶχε χωρικότητα 80.000 θεατῶν- ἦταν ὁλόκληρο ντυμένο μέ μάρμαρο, εἶχε τρεῖς καμάρες καί ἦταν τόσο ψηλό, ὅσο ἕνα σύγχρονο κτίριο δώδεκα ὀρόφων. Καί εἶχε, ὅπως ἔχουν καί τά σύγχρονα ἀθλητικά γήπεδα, καθίσματα γιά πλουσίους καί ἰσχυρούς, καθίσματα πού ἦταν «πιό κοντά στήν δράση», γιά ἐκείνους τῶν ἀνωτέρων τάξεων, καί τά ὑψηλότερα ἐπίπεδα («ρινορ¬¬ραγίες») πού προορίζονταν γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους.

Διατυπώθηκε, βέβαια, καί ἡ ἄποψη ὅτι δέν ὁδηγοῦσαν ὅλες οἱ μονομαχίες στόν θάνατο, ἀλλά μία στίς ὀκτώ, ὡστόσο αὐτό δέν ἐπιβεβαιώνεται. Ἀντίθετα μάλιστα, ὅλα δείχνουν ὅτι σέ ὅλες τίς μονομαχίες ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο θανατωνὀταν. Ἄλλωστε, ἄν δέν γίνονταν οἱ ἀγῶνες μέχρι «τελικῆς πτώσεως», τότε πολλοί ἀπό τούς «διασκεδαστές» πού πήγαιναν στό «Κολοσσαῖο», δέν θά «στοιχημάτιζαν» καί δέν θά σύχναζαν ἐκεῖ, καί αὐτό θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν μείωση τῶν ἐσόδων τοῦ Κράτους, ἀλλά καί τῶν κερδῶν τῶν ἐπιχειρηματιῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπενδύσει σέ αὐτήν τήν «ἐπιχείρηση». Ἐπειδή, «οἱ μονομαχίες, ἐκτός ἀπό "διασκέδαση" ἦταν καί μιά καλοστημένη ἐπιχείρηση καί οἱ ἐπιχειρηματίες πού ἐπένδυαν στήν ἀγορά αὐτῶν τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων, τῶν "μονομάχων" (Lanistae), τό ἔκαναν, ἀσφαλῶς, γιά νά κερδίζουν χρήματα». Καί σίγουρα δέν θά τό ἔκαναν «ἄν δέν ἦταν ἀπολύτως ἀπαραίτητο οἱ μονομάχοι νά ἦταν ἐκπαιδευμένοι στό νά τραυματίζουν καί νά θανατώνουν». Ἐπίσης, καί οἱ «μονομάχοι», κάθε φορά πού νικοῦσαν, δηλαδή θανάτωναν τόν ἀντίπαλον, κέρδιζαν χρήματα. Καί τελικά «ὅσοι ἀπό τούς μονομάχους κατόρθωναν νά ἐπιζήσουν ἄνω τῶν τριῶν ἕως πέντε ἐτῶν ἀφήνονταν ἐλεύθεροι».

Ἄν λάβη κανείς ὑπ’ ὄψη του ὅλα τά παραπάνω μπορεῖ εὔκολα νά ἀντιληφθῆ τό πόσο δύσκολο καί ἐπικίνδυνο ἦταν νά ἐπιχειρήση κάποιος νά σταματήση τίς «μονομαχίες», αὐτήν τήν βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη συνήθεια, ἀφοῦ θά ἐρχόταν ἀντιμέτωπος μέ τό ἴδιο τό Κράτος, μέ μιά μεγάλη μερίδα τοῦ λαοῦ πού «διασκέδαζε» μέ τίς «μονομαχίες», καί κυρίως μέ τά «μεγάλα οἰκονομικά συμφέροντα», πού θά ἀντιδροῦσαν μέ κάθε τρόπο, χωρίς διλήμματα καί ἠθικούς φραγμούς. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἀποφάσιζε νά πραγματοποιήση αὐτό τό παράτολμο ἐγχείρημα ἔπρεπε νά διαθέτη αὐταπάρνηση, μεγάλη ἀνδρεία πού νά ἀγγίζη τά ὅρια τῆς παραφροσύνης, κυρίως, ὅμως, ἀκράδαντη πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί στήν αἰώνια θεία ζωή, ἀφοῦ καταλάβαινε ὅτι αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε στόν θάνατο.

Ἑπομένως, αὐτό θά μποροῦσε νά τό τολμήση μόνον ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος κατέχεται ἀπό τήν «λογική τρέλλα», ἤτοι τήν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον», καί ὁ ὁποῖος ἔχει ὑπερβῆ τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, διά τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Χριστό, τόν νικητή τοῦ θανάτου.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 254