Skip to main content

«Ἡ οἰκογένεια στήν σύγχρονη ἐποχή»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

«Ἡ οἰκογένεια στήν σύγχρονη ἐποχή»

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου, τήν 13-4-2024

Κατ’ ἀρχάς θέλω, Σεβασμιώτατε, νά σᾶς εὐχαριστήσω θερμά γιά τήν ἀγάπη πού ἔχετε στό πρόσωπό μου, τήν ὁποία δείχνετε ἐπανειλημμένως. Γνωριζόμαστε ἀπό τά παλαιότερα χρόνια, ἀπό τότε πού καί οἱ δύο εἴμασταν Ἀρχιμανδρίτες, ἀλλά καί τά μετέπειτα χόνια, ὅταν ἐγώ ἐξελέγην Μητροπολίτης στήν Ναύπακτο. Εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν ἀγάπη σας καί γιά τά καλά λόγια πού εἴπατε καθ’ ὑπερβολή. Ἕνας σοφιστής στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅταν πέθανε τό μικρό του παιδί καί στήν κηδεία του εἶδε μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, εἶπε: «Τώρα πῶς θά βγάλω τό μικρό παιδί σέ τέτοιο μεγάλο πλῆθος;». Ἄρα, μέ τό μικρό ἔργο τό ὁποῖο ἔκανα μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ἀνοχή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς μπορῶ τώρα νά παρουσιασθῆ σέ αὐτό τό μεγάλο καί ἐκλεκτό ἀκροατήριο; Θά ἐπιχειρήσω νά διατυπώσω ἕναν λόγο καί ἐλπίζω νά μή σᾶς ἀπογοητεύσω.

Τό θέμα τό ὁποῖο μοῦ εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος νά ἀναπτύξω εἶναι: «Ἡ οἰκογένεια στήν σύγχρονη ἐποχή». Δέν εἶναι θέμα θεολογικό, μέ τήν αὐστηρά ἔννοια τοῦ ὅρου, πού ἀναφέρεται στόν Θεό, ἀλλά ὅπως καί ὁ Σεβασμιωτατος εἶπε, εἶναι μιά πραγματικότητα ὅτι δεχόμαστε μεγάλη κρίση σήμερα στήν κοινωνία. Ἄρα, ὅταν μιλᾶμε γιά τήν οἰκογένεια στήν σύγχρονη ἐποχή, πρέπει νά δοῦμε τήν οἰκογένεια, τήν σύγχρονη ἐποχή, τό πῶς ἐκφράζεται ἡ οἰκογένεια στήν σύγχρονη ἐποχή.

Δέν ἔχω μπροστά μου γραπτό κείμενο, παρά μόνο ἕνα διάγραμμα, διότι θέλω κατά τήν διάρκεια τῆς ὁμιλίας αὐτῆς νά συλλαμβάνω διάφορα μηνύματα ἀπό σᾶς καί νά προσαρμόζω ἀνάλογα τόν λόγο μου, ὅπως κάνουν καί οἱ πολιτικοί καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού ξέρουν ἀπό ἀκροατήρια. Ἡ οἰκογένεια στήν ἐποχή μας εἶναι ἕνα σοβαρό καί μεγάλο θέμα. Προερχόμαστε ὅλοι ἀπό τήν ἀγάπη δύο ἀνθρώπων, τοῦ πατέρα μας καί τῆς μητέρας μας, καί μεγαλώσαμε σέ μιά οἰκογένεια, ὁπότε γνωρίζουμε πολύ καλά τί σημαίνει οἰκογένεια, καί μάλιστα χριστιανική. Ὁ ἄνθρωπος στήν συνέχεια ἀναπτύσσει καί ἐκεῖνος τήν δική του οἰκογένεια καί περνᾶ μέσα σέ αὐτήν, συνήθως, αὐτά πού γνώρισε μέσα στήν οἰκογένεια στήν ὁποία μεγάλωσε.

1. Ὁ ἄνθρωπος ὡς θεολογικόν ὄν

Θά ὁμιλήσω στήν συνέχεια γιά τό τί εἶναι ἡ οἰκογένεια, πῶς ἡ οἰκογένεια ἑρμηνεύεται θεολογικά καί πῶς ἡ οἰκογένεια στίς ἡμέρες μας ἀντιμωτωπίζει μιά μεγάλη κρίση πού χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκοσμίκευση. Ἀλλά δέν μπορῶ νά ὁμιλήσω γιά τήν οἰκογένεια, ἄν δέν δῶ τήν βάση της πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καί, γι’ αὐτό θά ὁμιλήσω στήν ἀρχή γιά τόν ἄνθρωπο ὡς θεολογικόν ὄν. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄν, τό ὁποῖο ἦρθε μόνος του στήν ὕπαρξη, ἀλλά εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα καί συγχρόνως ἔχει καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τό σῶμα ἀπό πλευρᾶς βιολογίας διακρίνεται γιά τά ἔνστικτα. Καί, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἔνστικτα, ἐννοοῦμε τήν ὁρμή ἑνός ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ, καί εἶναι τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως ἤ ὅπως λέμε τῆς ἐπιβίωσης καί τό ἔνστικτο τῆς ἀναπαραγωγῆς. Ἀλλά αὐτά τά βλέπουμε καί στά ζῶα, διότι καί τά ζῶα ἔχουν ἕναν τέτοιο ὀργανισμό, ἔχουν τήν ἀνταγωνιστικότητα λόγῳ τοῦ ὅτι θέλουν νά ἐπιβιώσουν καί, βεβαίως, ἔχουν καί τήν ἀναπαραγωγή.

Αὐτό τελικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι μόνο ἕνα βιολογικό ὄν τό ὁποῖο προσδιορίζεται μόνο ἀπό τά λεγόμενα σεξουαλικά ἔνστικτα; Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό. Ὁ ἅνθρωπος ἔχει συγχρόνως καί ψυχή, τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ, ὅταν τόν δημιούργησε. Τοῦ ἔδωσε ψυχή καί αὐτή ἡ ψυχή ἔχει ζωτική ἐνέργεια καί δίνει ἐνέργεια στό σῶμα, ἀλλά καί ἔχει καί λογική ἐνέργεια πού κινεῖ τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπί πλέον ἔχει καί νοερά ἐνέργεια. Ὁπότε, ὅταν μιλᾶμε γιά ψυχή, ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀποτελοῦν τόν ἄνθρωπο.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πλάτων διαιροῦσε τήν ψυχή σέ τρία μέρη, δηλαδή τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό. Τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό εἶναι τό λεγόμενο παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ἄρα, εἶναι τό λογιστικό, καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, πού σημαίνει ὅτι στά ἔνστικτα πρέπει νά κυριαρχῆ τό λογιστικό, τό ὁποῖο πρέπει νά κατευθύνη τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς.

Αὐτήν τήν διαίρεση τῆς ψυχῆς πού ἔκανε ὁ Πλάτων, τήν ἀποδέχθηκαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, χωρίς, βέβαια, τήν πλατωνική ἄποψη περί τῆς κατά φύσιν ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, ἡ ψυχή βρισκόταν πρῶτα στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν καί στήν συνέχεια περικλείστηκε στό σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο θέλει νά ἀπαλλαγῆ καί νά ἐπανέλθη στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή, καί παραμένει ἀθάνατος, γιατί τό θέλει ὁ Θεός. Ἐπίσης, οἱ Πατέρες προσέθεσαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά Χάριν ἀθάνατος, εἶναι ἀθάνατος ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός καί ἑρμήνευσαν αὐτό πού γράφει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν καί συγχρόνως ἔχει καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας ὅτι, ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο -τό λέει τό πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ Γένεση- δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν.

Τί εἶναι τό κατ’ εἰκόνα; Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τό κατ’ εἰκόνα εἶναι τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν νοῦ, τήν νοερά ἐνέργεια, πού εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό τήν λογική ἐνέργεια καί συγχρόνως ἔχει τό αὐτεξούσιο, δηλαδή τήν αὐτεξουσιότητα, ὥστε νά πορεύεται αὐτεξουσίως πρός τόν Θεό, ἐνῶ τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἡ θέωση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ζῶο, ἀλλά δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἔχη ψυχή καί νά ὁδηγῆται πρός τήν ἕνωση μαζί Του. Καί αὐτό γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ.

Ἔτσι, ὅταν βλέπη κανείς τόν ἄνθρωπο, παρατηρεῖ ὅτι ἔχει μιά ὁρμή πρός τόν Θεό. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ταυτισθῆ μέ τά ζῶα καί δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθῆ στίς βιολογικές ἐνέργειες καί στά ἔνστικτα. Εἶναι κάτι ἄλλο ὁ ἄνθρωπος καί τό σῶμα του δέ μπορεῖ νά ἀνταποκριθῆ στίς ἀνάγκες καί τίς προδιογραφές τῆς ψυχῆς. Ἔχει τήν ὁρμή νά ὁδηγῆται πρός τόν Θεό.

Αὐτήν τήν ὁρμή τήν ἔχει διατυπώσει μέ εὔστοχο τρόπο ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος ἤ Λουγδούνου, ὅπως λεγόταν τότε, ἕνας μεγάλος Ἀποστολικός Πατέρας τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀκοῦστε τόν ὁρισμό πού δίνει γιά τόν ἄνθρωπο: «Ἔδει δέ τόν ἄνθρωπον πρῶτον γενέσθαι καί γενόμενον αὐξῆσαι, καί αὐξήσαντα ἀνδρωθῆναι, καί ἀνδρωθέντα πληθυνθῆναι καί πληθυνθέντα ἐνισχῦσαι καί ἐνισχυθέντα δοξασθῆναι, καί δοξασθέντα ἰδεῖν τόν ἑαυτοῦ Δεσπότην». Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν περίφημο ὁρισμό τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου.

Καί αὐτόν τόν ὁρισμό ἔχει πιθανόν ὑπ’ ὄψη του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ μεγάλος αὐτός Πατέρας της Ἐκκλησίας γιά νά δώση ἕναν ἄλλον ὁρισμό, πού θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπό τούς καλύτερους ὁρισμούς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον (δηλαδή ὄν πού ἔχει ζωή) ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον». Κοιτάξτε τί καταπληκτικός ὁρισμός! Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν πού ἔχει ζωή, ἐδῶ ὅμως ἁπλῶς οἰκονομεῖται, ἀλλά «μεθίσταται ἀλλαχοῦ» καί αὐτό γίνεται μέ τήν νεύση τοῦ Θεοῦ. Καί ποῦ μεθίσταται; Στό νά γίνη θεούμενος.

Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἕναν λόγο του παρουσιάζει αὐτήν τήν ὁρμή τήν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε κατά τόν Ἀριστοτέλη τήν ἐντελέχεια, νά φθάση στόν Θεό. Θά ἀναφέρω αὐτόν τόν λόγο μέ μετάφραση, γιά νά δεῖτε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του, κατά τόν Μέγα Βασίλειο:

«Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι νοῦς ἐνδεδυμένος μέ κατάλληλη καί ταιριαστή σάρκα. Αὐτός ἀπό τόν πάνσοφο τεχνίτη τῶν ὅλων διαπλάσσεται στούς μητρικούς κόλπους. Αὐτόν φέρει στό φῶς ἀπό τούς σκοτεινούς ἐκείνους θαλάμους ὁ καιρός τοῦ τοκετοῦ. Αὐτός ἔχει ταχθῆ νά κυβερνᾶ ὅλα τά ἐπίγεια. Γι’ αὐτόν ἡ κτίση ἔχει ἁπλωθῆ ὡς γυμναστήριο τῆς ἀρετῆς. Σέ αὐτόν ὑπάρχει ὁ νόμος, νά ὁμοιάζη ὅσο τό δυνατόν τόν πλάστη καί νά σκιαγραφῆ ἐπάνω στήν γῆ τήν οὐράνια εὐταξία. Αὐτός ὅταν καλεῖται, σηκώνεται καί ἀπέρχεται ἀπό ἐδῶ. Αὐτός παρουσιάζεται ἐμπρός στό βῆμα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόν ἀπέστειλε στήν γῆ. Αὐτός κρίνεται ἀπό τόν Θεό. Αὐτός δέχεται τήν ἀνταπόδοση γι’ αὐτά πού ἔπραξε ἐδῶ».

Τέλειος ὁρισμός γιά τόν ἄνθρωπο! Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε μόνο γιά σεξουαλικό προσανατολισμό τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα πού γίνεται ἔντονα στίς ἡμέρες μας, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε μόνο γιά μιά εὐδαιμονία καί μιά ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς, ἀλλά γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ζῶο, εἶναι κάτι ἄλλο πέρα ἀπό τά ζῶα, εἶναι θεούμενος.

2. Ἡ θεολογία τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας

Ἔρχεται ἡ στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θέλη νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί νά γίνη μοναχός καί νά ἀφιερώση ὅλη τήν ζωή του καί τήν ὕπαρξή του σέ Αὐτόν, εἰσέρχεται στόν εὐλογημένο γάμο. Καί ἐδῶ φαίνεται ὅτι καί ὁ γάμος μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει μιά πολύ μεγάλη θεολογία. Ὁ γάμος δέν εἶναι μιά συμβατική ἕνωση δύο ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι μιά θεολογική ἕνωση τῶν δύο ἀνθρώπων, τοῦ ἄνδρα καί τής γυναίκας, πού γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τοῦ γάμου.

Πρόσφατα, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάνθη ὅτι τήν θεολογία τοῦ γάμου τήν βλέπουμε μέσα στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου. Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τίς εὐχές πού λέγονται στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου καί ὅταν δῆ καί ἐκεῖνα πού τελοῦνται κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς, τότε καταλαβαίνει τί εἶναι ὁ γάμος, κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καί, φυσικά, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦν νά ἀναπτυχθοῦν ὅλα αὐτά σέ αὐτήν τήν σύντομη ὁμιλία, ἀλλά θά τονισθοῦν δύο-τρία σημεῖα, γιά νά φανῆ αὐτή ἡ θεολογία τοῦ γάμου.

Τό πρῶτο, πού ἀναφέρεται στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου εἶναι ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν Ἀδάμ καί γιά νά μή μείνη μόνος του, κυρίως μετά τήν πτώση, διότι ὁ Θεός ἔβλεπε ὅτι θά γίνη αὐτή ἡ πτώση, δημιούργησε καί τήν Εὔα. Ἔλαβε ἕνα κομμάτι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ καί ἔπλασε τήν Εὔα, ἀφοῦ προηγουμένως τόν ὁδήγησε σέ μιά ὕπνωση, σέ μιά ἔκσταση, σέ μιά, θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα, ἀναισθησία. Καί, ὅταν ἐπανῆλθε ὁ Ἀδάμ ἀπό τήν ὕπνωση, εἶδε τήν γυναίκα καί εἶπε: «Τοῦτο ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου».

Ποῦ τό ἤξερε αὐτό ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ ἦταν σέ κατάσταση ὑπνώσεως, ἀφοῦ ὁ Θεός τοῦ ἐπέβαλε ὕπνωση; Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅτι τό ἤξερε ἐπειδή ἦταν προφήτης καί τό ἔβλεπε μέ τόν καθαρό νοῦ του. Καί ὅπως γίνεται στούς Πατέρες, τούς Ἁγιορεῖτες καί τούς ἡσυχαστές πατέρες, πού ὅταν κοιμοῦνται τό βράδυ, ὁ νοῦς τους ἀγρυπνεῖ, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων «ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμ. Ἀσμ. ε΄, 2), ἔτσι καθ’ ὅλη τήν διάρκεια πού ἔπαιρνε ὁ Θεός ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ γιά νά πλάση τήν γυναίκα, ὁ Ἀδάμ τά ἔβλεπε μέ τόν νοῦ του, ὄχι ἁπλῶς μέ τήν λογική, ἀφοῦ ἦταν σέ μιά ὕπνωση. Καί, ὅταν ξύπνησε, εἶπε «αὐτό εἶναι δικό μου σῶμα» καί χάρηκε πάρα πολύ βλέποντας τήν Εὔα.

Ὅταν, ὅμως, ἁμάρτησε ἡ Εὔα καί στήν συνέχεια ἁμάρτησε καί ὁ Ἀδάμ καί τόν ρώτησε ὁ Θεός γιατί κρύφτηκε, ἐκεῖνος εἶπε ὅτι ἡ γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτή τοῦ ἔδωσε νά φάγη. Βλέπετε ἀμέσως τήν διάσπαση; Ἐνῶ ἀμέσως μετά τήν δημιουργία τῆς Εὔας εἶπε ὅτι αὐτή εἶναι «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν του», εἶναι δικό του σῶμα, προέρχεται ἀπό αὐτόν, μετά τήν πτώση εἶπε ὅτι ἡ γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτή ἔγινε αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀμέσως μετά τήν πτώση ἔρχεται ἡ διάσπαση στό πρῶτο ἐκεῖνο ἀνδρόγυνο. Ὁ Ἀδάμ πρῶτα θεωροῦσε τήν Εὔα ὡς σῶμα του, ἔπειτα, ὅμως, ἐνοχοποίησε τόν Θεό πού τήν δημιούργησε. Καί, φυσικά, ἀκολούθησαν ὅλα τά ἄλλα.

Γιά νά εὐλογήση πάλι ὁ Χριστός τό ἀνδρόγυνο μετά τήν ἐνανθρώπησή Του παρέστη στόν γάμο πού ἔγινε στήν Κανά καί ἐκεῖ ἔκανε τό πρῶτο θαῦμα. Βρέθηκε ἐκεῖ προσκεκλημένος μέ τούς Μαθητές Του καί τήν Μητέρα Του. Ἔχετε πάει ἐνδεχομένως στήν Κανά καί εἴδατε τό μέρος πού ἔγινε αὐτό τό γεγονός.

Κοιτάξτε ἐδῶ σημειολογία. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, πρῶτα δημιούργησε τά νοερά πνεύματα, τούς ἀγγέλους, μετά δημιούργησε ὅλη τήν κτίση, καί στήν συνέχεια δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὡς βασιλέα τῆς κτίσεως, ἄνδρα καί γυναῖκα, ὁ ὁποῖος ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό νοερό καί αἰσθητό, γιά νά κυριαρχῆ ἐπάνω στήν κτίση. Ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος τήν πτώση καί ἔρχεται πάλι ὁ Χριστός γιά νά τόν ἀναπλάση καί, ὅταν ἀρχίζη τό ἐπίγειο ἔργο Του, ἀρχίζει ἀπό τόν γάμο. Καί εἶναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό τό ὅτι διαβάζεται αὐτή ἡ περικοπή κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου.

Βέβαια, δέν τό προσέχουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐκείνη τήν ὥρα πού γίνεται ἡ ἀκολουθία του γάμου, ἀλλά αὐτή ἡ περικοπή εἶναι πάρα πολύ σημαντική γιά ἕνα γεγονός. Σέ κάποια στιγμή τελείωσε τό κρασί καί τό εἶπαν στήν Παναγία καί ἐκείνη εἶπε στόν Χριστό «οἶνον οὐκ ἔχουσι». Ὁ Χριστός ἀπάντησε στήν Παναγία ὅτι δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα Του νά ἀρχίση τά θαύματα, ἀλλά μέ ἐντολή τῆς Παναγίας οἱ ἄνθρωποι ἔφεραν πιθάρια γεμάτα νερό καί ὁ Χριστός τά εὐλόγησε καί μετέτρεψε τό νερό σέ κρασί. Τότε ὑπῆρχε ἡ συνήθεια στόν γάμο πρῶτα νά πίνουν τό καλό κρασί καί «ὅταν μεθυσθῶσι», ὅταν μεθήσουν, τότε νά προσφέρουν τό κατώτερο κρασί. Ὅταν ὁ νυμφίος εἶδε ὅτι ἔφεραν τελευταῖο τό καλό κρασί, φώναξε τόν ὑπεύθυνο οἰνοχόο, τόν ἀρχιτρίκλινο καί τοῦ εἶπε γιατί ἔγινε αὐτό, γιατί ἔφεραν τελευταῖο τό καλό κρασί.

Ξέρετε τί σημασία ἔχει αὐτό; Ὅτι οἱ σύζυγοι μέσα στόν γάμο συνήθως ἀρχίζουν τήν ἔγγαμη ζωή μέ τό κατώτερο κρασί, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι πρέπει νά προσαρμοστοῦν, ἀφοῦ καί οἱ δύο προέρχονται ἀπό δύο διαφορετικές παραδόσεις, ἀπό δύο διαφορετικές οἰκογένειες μέ δύο διαφορετικούς χαρακτῆρες καί μέ τά ἔνστικτα νά εἶναι σέ ἔξαρση. Στήν ἀρχή τῆς ἔγγαμης ζωῆς γίνονται πολλά, ἀναμιγνύονται πάρα πολύ τά σωματικά πάθη, γίνονται συγκρούσεις, ἀλλά τελικά ὁ Χριστός δίνει τό καλό κρασί στό τέλος, ἀφοῦ πρῶτα κάνουν μεγάλη ὑπομονή, ἀφοῦ ἡρεμήσουν οἱ ἐνέργειες τῶν παθῶν καί ἀποκτήσουν μεγαλύτερη ἑνότητα μεταξύ τους, ψυχική καί πνευματική. Οἱ Χριστιανοί σύζυγοι, ὅταν περάσουν τά χρόνια, τότε μέσα στόν γάμο πίνουν τό καλύτερο καί εὐλογημένο κρασί, τήν ἤρεμη ἀγάπη, τήν ἀπηλλαγμένη ἀπό ἐντάσεις σωματικές καί ψυχολογικές.

3. Ἡ σύλληψη καί ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ

Μετά τόν γάμο τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας ἔρχεται καί ἡ σύλληψη καί ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν. Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἡ σύλληψη ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο μυστήριο. Πῶς γίνεται αὐτο; Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Τό τεκεῖν ἄνωθεν ἔχει τήν ἀρχήν• οὔτε τῆς φύσεως οὔτε τήν συνουσίας, ἀλλά τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας». Δηλαδή, τό νά γεννήση κάποιος παιδιά δέν εἶναι φυσικό γεγονός, ἀλλά εἶναι τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μελετήση κανείς τόν τρόπο πού γίνεται ἡ σύλληψη καί τόν τρόπο πού μεγαλώνει τό ἔμβρυο μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας του, τότε αἰσθάνεται πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση.

Ξέρουμε ἀπό τήν Βιολογία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τρισεκατομμύρια κύτταρα, τά ὁποῖα χωρίζονται στά σωματικά κύτταρα καί τά γεννητικά κύτταρα. Τά σωματικά κύτταρα ἔχουν 46 χρωμοσώματα, ἐνῶ τά γεννητικά κύτταρα, μέ τήν διαδικασία τῆς μείωσης ἔχουν τῆς μέν γυναικός 23 καί τοῦ ἀνδρός 23 χρωμοσώματα καί, ὅταν συνενώνονται τά δύο, ἀπαρτίζουν τό πρῶτο κύτταρο πού ἔχει 46 χρωμοσώματα.

Καί εἶναι ἐκπληκτικό, ὅταν βλέπη κανείς τό πῶς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας. Καί, ἐπίσης, ἐπειδή εἶναι συνάρτηση καί μέ τά γεγονότα τά ὁποῖα περάσαμε στήν Πατρίδα μας, καί τήν συζήτηση γιά τά φῦλα, θέλω νά πῶ ὅτι τό φύλο τό καθορίζει τό γενετικό ὑλικό τοῦ ἀνδρός. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός περίπου 100 μέ 200 ἑκατομμύρια σπερματοζωάρια ἐξέρχονται ἀπό τόν ἄντρα, περίπου 300.000 πλησιάζουν τό ὠάριο τῆς γυναίκας καί μόνο ἕνα ἀπό αὐτά θά εἰσέλθη μέσα στό ὠάριο γιά νά τό γονιμοποιήση. Καί αὐτό εἴμαστε ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ἀπό τά 100 ἕως 200 ἑκατομμύρια σπερματοζωάρια. Ἄν ἦταν κάποιο ἄλλο, θά μποροῦσε νά γεννιόταν κάποιος ἄλλος, καί ὄχι ἐμεῖς. Ἐκεῖνο πού θέλω νά τονίσω εἶναι ὅτι ἀμέσως ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τό χρωμόσωμα πού καθορίζει τό φύλο.

Ἀπό τήν Βιολογία, ἐπίσης, γνωρίζουμε ὅτι τό πρῶτο ὠάριο τό ὁποῖο γονιμοποιεῖται εἶναι ἕνα κύτταρο. Στήν συνέχεια τά κύτταρα διπλασιάζονται τό ἕνα γίνεται δύο, τά δύο γίνεται τέσσερα κλπ. δημιουργεῖται ἡ βλαστοκύστη μέσα στήν ὁποία ὑπάρχουν τά λεγόμενα ἀρχέγονα ἐμβρυικά βλαστοκύτταρα. Μέχρι τήν 14η ἡμέρα ἀπό τήν σύλληψη, τά κύτταρα πολλαπλασιάζονται χωρίς νά διαφοροποιοῦνται, δηλαδή εἶναι ἀδιαφοροποίητα, καί τήν 14η ἡμέρα, οὔτε τήν 13η οὔτε τήν 15η ἡμέρα, ἀλλά τήν 14η ἡμέρα ἀπό τήν σύλληψη, κάποιος δίνει ἐντολή, φυσικά ὁ Θεός, καί τά κύτταρα ἀρχίζουν καί διαφοροποιοῦνται. Ἕνα μέρος τῶν κυττάρων θά γίνουν καρδιά, τό ἄλλο θά γίνουν νευρικό σύστημα καί ἐγκέφαλος, τό ἄλλο θά γίνουν αἷμα κλπ.

Ὁπότε ἕνα μέρος τῶν κυττάρων καθορίζει τό φύλο. Πότε γίνεται αὐτό; Μετά τήν 14η ἡμερα ἀπό τήν σύλληψη, τότε πού ἡ γυναίκα δέν γνωρίζει ἄν ἔχη συλλάβει ἔμβρυο. Καί, βεβαίως, ἀρχίζει καί διαμορφώνεται τό σῶμα τοῦ ἀγοριοῦ, τοῦ κοριτσιοῦ, ἀφοῦ ἀπό τά χρωμοσώματα δημιουργοῦνται τά ὄργανα, οἱ γεννητικοί ἀδένες καί ἀπό τούς ἀδένες προέρχονται οἱ ὁρμόνες, ὅπως εἶναι ἡ τεστοστερόνη γιά τούς ἄνδρες καί τά οἰστρογόνα γιά τίς γυναῖκες.

Γιατί τό λέω αὐτό; Διότι τό φύλο ἀρχίζει να δημιουργεῖται ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν 14η ἡμέρα ἀρχίζει καί πλάθεται ὁ ἄνθρωπος. Τό ἔμβρυο δυόμιση μηνῶν εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, 2,5 ἑκατοστά. Στούς δυόμιση μῆνες εἶναι 2,5 ἑκατοστά καί μποροῦν οἱ γιατροί λίγο ἀργότερα μέ τό ὑπερηχογράφημα νά δοῦν τό φύλο τοῦ ἐμβρύου, ἄν εἶναι ἀγόρι ἤ κορίτσι. Τότε διαμορφώνεται τό φύλο, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού γίνονται μεταλλαγές πού εἶναι ἕνα μικρό ποσοστό 0,001%.

Ἀργότερα στά 3-4 χρόνια ἀπό τήν γένννηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου, ἀφοῦ τό παιδί καταλαβαίνει ἀπό τά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ σώματος ὅτι εἶναι ἀγόρι ἤ κορίτσι, καί λίγο ἀργότερα ἐρχεται ἡ δυσφορία ἤ ἡ διαταραχή τοῦ φύλου, ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι ἔχει πρόβλημα μέ τό φύλο μέ τό ὁποῖο γεννήθηκε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ διαμόρφωση τοῦ φύλου εἶναι βιολογικό γεγονός καί ἡ ταυτότητα καί ἡ δυσφορία-διαταραχή τοῦ φύλου εἶναι ψυχολογικό καί κοινωνικό γεγονός, πού γίνεται κάτω ἀπό διάφορες ἐξωτερικές ἐπιδράσεις καί ἐπιρροές.

Μέ αὐτά φαίνεται τό μυστήριο τό ὁποῖο γίνεται μέσα στήν μήτρα τῆς μητέρας του καί ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο. Καί, ὅπως λένε οἱ ψυχαναλυτές, ὁ Freud καί ἄλλοι νεώτεροι ψυχαναλυτές, ὅτι ἀρχίζει σιγά-σιγά καί ὑπάρχει μιά μνήμη ἡ ὁποία εἶναι «ἄδηλη μνήμη» κατ’ ἀρχάς, δηλαδή εἶναι «μή συνειδητή μνήμη» ἡ ὁποία ἀρχίζει νά λειτουργῆ πρός τό τέλος τῆς κύησης, καί στά δύο χρόνια μετά τήν γέννηση εἶναι ἡ λεγόμενη «ἔκδηλη μνήμη» πού εἶναι «συνειδητή μνήμη». Καί οἱ δύο αὐτές μνῆμες συμβάλλουν στό νά λειτουργῆ ἕνα ἰδιαίτερο μνημονικό σύστημα πού λέγεται «συγκινησιακή μνήμη» ἡ ὁποία μᾶς ὠθεῖ νά κάνουμε κάτι ἡ νά ἀποφύγουμε κάτι.

Αὐτό σημαίνει, ὅτι τό ἔμβρυο ἐπικοινωνεῖ μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο μέ τήν μητέρα του, ἐπικοινωνεῖ μέ τό περιβάλλον, ἔχει ἐμπειρίες πού σχετίζονται μέ τήν αἰσθητηριακή καί κινητική σχέση, ἀναγνωρίζει τήν φωνή τῆς μητέρας του, ἀναγνωρίζει τήν φωνή τοῦ πατέρα του, ἐνῶ εἶναι μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας του. Καί, ὅταν μετά γεννιέται, ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἀναπτύσσεται. Καί ὑπάρχουν πολλές θεωρίες γιά τό πῶς γίνεται αὐτή ἡ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ μέσα στήν μήτρα καί στήν συνέχεια ἀφοῦ γεννηθῆ γιά τό πῶς ἀναπτύσσεται τό βρέφος.

Πάντως, τά μικρά παιδιά καί τά βρέφη ἔχουν καλή μνήμη, ἀλλά στήν ἀρχή εἶναι ἡ «παιδική ἀμνησία» πού παραπέμπει στήν ἀπουσία ἀναμνήσεων πρίν τά δύο χρόνια, καί ἔπειτα εἶναι ἡ «πενία» πού παραπέμπει σέ μερικές ἀναμνήσεις πού ἔχει μέχρι τήν ἡλικία τῶν ἐξ ἐτῶν.

῎Ετσι γίνεται ἡ σωματική ἀνάπτυξη τοῦ βρέφους, ἡ ψυχολογική του ἀνάπτυξη, καί ἀκόμη καί ἡ πνευματική ἀνάπτυξή του. Τό βρέφος ἔχει νοῦ καθαρό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης γράφει ὅτι τό ἔμβρυο καί μετά τήν γέννηση του, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχει σχηματισθῆ ἡ λογική του, ἔχει νοῦ καθαρό καί μπορεῖ νά ἔχη αἴσθηση καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι, ὅταν βλέπετε ἕνα παιδάκι, ἕνα βρέφος πού εἶναι στήν κούνια του γελάει, τότε βλέπει τούς ἀγγέλους, ἐπειδή ἔχει καθαρό νοῦ. Γι’ αὐτό βλέπει καί ἔχει ἐμπειρίες τίς ὁποῖες ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἔχουμε. Ὅταν αὐξάνεται ἡ λογική, ἡ φαντασία καί τά παθη, τότε σκοτίζεται ἡ νοερά ἐνέργεια καί, ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά ἔχη γνώση τοῦ Θεοῦ.

4. Ἡ ἀσκητική τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας

Μέχρι τώρα ἔχω πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεολογικόν ὄν, εἶναι ἕνα μυστήριο, καί ἔτσι πρέπει νά τόν ἐκλάβουμε, ἀλλά καί ὁ γάμος εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο μυστήριο καί ἔτσι τό θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καί ἡ σύλληψη ἑνός παιδιοῦ καί στήν συνέχεια ἡ ἀνάπτυξή του εἶναι ἕνα μυστήριο.

Ἀλλά ὁ γάμος πρέπει νά ἔχη τήν ἄσκησή του. Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι μόνο γιά ἐκείνους πού ἐπιλέγουν τήν ἀγαμία ἤ τήν παρθενία, ἀλλά καί γιά τόν γάμο. Τίποτε δέν γίνεται χωρίς ἄσκηση. Καί οἱ μαθητές πού μαθαίνουν τήν ἀνθρώπινη γνώση πρέπει νά ἀσκηθοῦν, καί οἱ ἀθλητές πολύ περισσότερο πρέπει νά ἀσκηθοῦν. Σέ ὅλα τά θέματα ὑπάρχει ἄσκηση. Αὐτά τά μεγάλα γεγονότα τοῦ γάμου καί τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι μυστήρια, δέν γίνονται χωρίς ἄσκηση.

Καί ὅταν λέμε ἄσκηση, ἐννοοῦμε τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄσκηση στόν γάμο, πέρα ἀπό τά ἄλλα, εἶναι μιά χαρισματική κατάσταση. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅτι μέσα στόν γάμο τό νά ἀσκῆ κανείς τήν μονογαμία, μέ τήν ἔννοια νά ἀφιερώνεται στόν ἄντρα ἤ στήν γυναίκα μέ τόν ὁποῖον παντρεύτηκε καί νά παραμένη σέ αὐτήν τήν σχέση, παρά τίς δυσκολίες καί τίς προκλήσεις, εἶναι μιά χαρισματική κατάσταση.

Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιά παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους καί στό 7ο κεφάλαιο, καταγράφει τά κεντρικά σημεῖα τῆς θεολογίας περί τοῦ γάμου. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Διά δέ τάς πορνείας ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καί ἑκάστη τόν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω» (Α’ Κορ. ζ΄, 2). Μετά γράφει: «Δέδεσαι γυναικί; μή ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπό γυναικός; Μή ζήτει γυναῖκα» (Α΄ Κορ. ζ΄, 22). Καί προχωρεῖ γιά νά πῆ ὅτι «καί οἱ ἔχοντες γυναίκας ὡς μή ἔχοντες ὦσιν» (Α΄ Κορ. ζ΄, 29). «Καί οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μή καταχρώμενοι, παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. ζ΄, 31). Καί μάλιστα γράφει: «Θέλω γάρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καί ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὅς μέν οὕτως, ὅς δέ οὕτως» (Α΄Κορ. ζ΄, 7).

Αὐτή ἡ ἀσκητική ζωή φαίνεται στό Μυστήριο τοῦ γάμου. Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, ἀφοῦ γίνεται ἡ ἕνωση μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μετά ἀκολουθεῖ ὁ χορός καί ψάλλεται τό: «Ἡσαΐα χόρευε». Τό ἑπόμενο τροπάριο ἀναφέρεται στούς Μάρτυρες: «Ἅγιοι μάρτυρες οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε πρός Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν». Γιατί ἐπικαλούμαστε τούς Μάρτυρες; Διότι θέλει νά πῆ ἡ Ἐκκλησία ὅτι ὁ γάμος εἶναι μιά μαρτυρική ζωή, δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά συνυπάρχη κανείς μέ τόν ἴδιο ἄνθρωπο τόσον καιρό. Πρέπει νά κάνουν ὑποχωρήσεις καί νά βροῦν κοινά σημεῖα συνύπαρξης. Ἀλλά γιά νά μπορέσουν νά ἀντιμετωπίσουν τά θέματα αὐτά, θά πρέπει στά βήματα τῆς ἐγγάμου ζωῆς τους νά προηγεῖται ὁ Ἱερέας καί αὐτός ὄχι ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά κρατώντας τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή νά τούς κατευθύνη μέ τό Εὐαγγέλιο, μέ τήν διδασκαλία καί τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.

Ἑπομένως, γίνεται ὁ γάμος, ἡ σύλληψη, γεννιέται ἕνα παιδί καί ἄλλα παιδιά καί σχηματίζεται ἡ οἰκογένεια. Ἔχουμε, λοιπόν, τόν εὐλογημένο θεσμό τῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία οἰκογένεια συνδέεται πολύ στενά μέ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ μεγάλη οἰκογένεια. Διότι οἱ μικρές μας οἰκογένειες εἰσέρχονται στήν μεγάλη οἰκογένεια, πού λέγεται Ἐκκλησία, καί ἔτσι λαμβάνουν δύναμη καί ἡ στενή οἰκογενειακή ζωή λαμβάνει νόημα.

Στήν Ἀμερική ἐπικρατεῖ μιά θεωρία, πού τήν συναντᾶμε καί στήν φυσική ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὀνομάζεται «θεωρία τῶν συστημάτων». Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή ὑπάρχουν τά συστήματα καί τά ὑποσυστήματα. Γιά νά ὑπάρχη καί νά λειτουργῆ καλά ἕνα σύστημα μέ τό διπλανό του σύστημα, πρέπει νά ὑπάρχουν τρεῖς παράγοντες. Πρῶτον, νά ὑπάρχη ὀργάνωση τοῦ κάθε συστήματος, δεύτερο, νά ὑπάρχουν ὅρια μεταξύ τῶν συστημάτων καί τό τρίτο, νά ὑπάρχουν γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν συστημάτων.

Γιά παράδειγμα, ἐκλαμβάνουμε τήν οἰκογένεια ὅτι εἶναι ἕνα σύστημα καί ἔχει μέσα της δύο ὑποσυστήματα, τό ὑποσύστημα τῶν συζύγων καί τό ὑποσύστημα τῶν παιδιῶν. Τί σημαίνει αὐτό; Γιά νά λειτουργήση καλά ἡ οἰκογένεια ὡς σύστημα, πρῶτον θά πρέπει νά ὑπάρχουν ὅρια μεταξύ τῶν ὑποσυστημάτων. Δέν μπορεῖ, γιά παράδειγμα, ἡ μητέρα νά λέη «ἐγώ εἶμαι φίλη μέ τό παιδί μου», ἀφοῦ εἶναι μητέρα καί εἶναι παιδί. Τό παιδί θά βρῆ στήν ζωή του φίλους καί φίλες, ἀλλά δέν θά βρῆ ἄλλους πατέρα καί μητέρα. Δεύτερον, κάθε ὑποσύστημα πρέπει νά εἶναι καλά ὀργανωμένο. Δηλαδή, τό ὑποσύστημα τῶν συζύγων δέν πρέπει νά ἀποδιοργανωθῆ, ἐπειδή γεννήθηκαν τά παιδιά, ἀλλά πρέπει νά παραμείνη καί νά ἔχη καλή ὀργάνωση. Δέν μπορεῖ ἡ γυναίκα, γιά παράδειγμα, ὅταν γίνεται μητέρα νά ἀφήνη στό περιθώριο τόν σύζυγό της. Πρέπει νά λειτουργῆ καλά τό σύστημα τό συζυγικό. Καί, φυσικά, πρέπει νά λειτουργῆ καί νά ὀργανωθῆ καλά καί τό ὑποσύστημα τῶν παιδιῶν. Καί τρίτον πρέπει νά βρεθοῦν καί οἱ γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν ὑποσυστημάτων μέσα στήν οἰκογένεια.

Αὐτό πρέπει νά γίνεται καί μεταξύ οἰκογένειας καί κοινωνίας, μεταξύ οἰκογένειας καί σχολείου. Εἶναι τό σύστημα τῆς οἰκογένειας, εἶναι τό σύστημα τῆς κοινωνίας, εἶναι τό σύστημα τοῦ σχολείου. Καί ἐδῶ πρέπει νά ἐπικρατῆ αὐτή ἡ βασική ἀρχή, τό νά λειτουργοῦν καλά αὐτοί οἱ τρεῖς παράγοντες. Δηλαδή, πρῶτον πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὑπάρχουν ὅρια μεταξύ τῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας• δεύτερον, θά πρέπει νά διοργανώνονται καλά τά ὅρια αὐτά μεταξύ τους• καί τρίτον πρέπει νά βρεθοῦν καί οἱ τρόποι ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν συστηματων, γιά νά μήν ἀπομονώνονται. Καί ἔτσι λειτουργεῖ σωστά καί ἡ οἰκογένεια μέσα στήν κοινωνία καί μέσα στό σχολεῖο. Αὐτό θά μποροῦσε νά ἀναλυθῆ ἀκόμη περισσότερο, ἐπειδή εἶναι πολύ σημαντικό γιά τήν καλή ὀργάνωση καί ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας καί τῆς κοινωνίας, ἀλλά δυστυχῶς ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος.

Πάντως, στόν γάμο καί τήν οἰκογένεια πρέπει νά ὐπάρχη καί ἡ ἀσκητική.

5. Ἡ σύγχρονη κρίση γιά τόν ἄνθρωπο, τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια

Ἔρχομαι στήν τελευταία ἑνότητα τῆς ὁμιλίας μου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν σύγχρονη κρίση. Πράγματι, ὑπάρχει κρίση στό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, στό τί εἶναι ὁ γάμος καί στό τί εἶναι ἡ οἰκογένεια.

Στά ὅσα εἶπα μέχρι τώρα φάνηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεολογικόν ὄν, ὁ γάμος εἶναι Μυστήριο καί ἡ οἰκογένεια εἶναι ἡ κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, εἶναι ὁ νάρθηκας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι μέσα ἀπό τήν οἰκογένεια ἀνεβαίνει κανείς πρός τόν Θεό καί εἰσέρχεται στόν Παράδεισο καί ὅτι πρέπει νά συνυπάρχη καί ἡ ἄσκηση. Ὅμως, δυστυχῶς, δέν λειτουργοῦν ἔτσι αὐτά σέ πολλές περιπτώσεις, καί θά ἔλεγα σέ μεγάλο ποσοστό μέσα στήν κοινωνία, φυσικά ἐξαιροῦνται οἱ παρόντες. Δυστυχῶς, σήμερα παρατηρεῖται ὅτι ὑπάρχει μεγάλη ἐκκκοσμίκευση στά θέματα αὐτά καί ἔτσι ὑπάρχει μεγάλο πρόβλημα καί κρίση στόν γάμο καί τήν οἰκογένεια.

Γιά παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνεται μόνον μέ τά ἔνστικτα καί ὄχι μέ θεολογική προοπτική, οὔτε κἄν ὅτι ἔχει ψυχή, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς ἔχει σῶμα καί πρέπει νά ἱκανοποιῆ τά ἔνστικτα καί τίς γενετήσιες ὁρμές. Ἀκόμη, ἀποβάλλεται ὁ Θεός ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῶ κέντρον τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία, τώρα κέντρον τῆς ζωῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου γίνεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Φθάνει, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος νά γίνη ἕνας ἀνθρωποθεός, κάνει ὅ,τι θέλει καί συμπεριφέρεται ὅπως θέλει, χωρίς νά ἑρμηνεύη τήν ζωή του μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι λειτουργεῖ περισσότερο ἡ φιλαυτία. Καί ὅταν μιλᾶμε γιά φιλαυτία, δέν ἑννοοῦμε τήν ἀγάπη στόν ἑαυτό μας, ἀλλά κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἡ φιλαυτία εἶναι «ἡ τοῦ σώματος ἄλογος φιλία», δηλαδή φιλαυτία εἶναι τό ἀγαπᾶ κανείς ὑπερβολικά τό σῶμα του καί νά ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τήν σωματική ἱκανοποίησή του, καί αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἡδονοκρατία καί ἡ εὐδαιμονία.

Μελετώντας τά φιλοσοφικά ρεύματα πού ὑπῆρξαν στήν ἀρχαιότητα βλέπει κανείς ὅτι ὑπῆρξε ἡ προσωκρατική φιλοσοφία, μετά ἐμφανίσθηκαν ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, στήν συνέχεια ἀκολούθησαν ἄλλα συστήματα, ὅπως ἡ ἐπικούρεια φιλοσοφία, ἡ στωϊκή φιλοσοφία, ὁ νεο-πλατωνισμός κλπ. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο παρατηρεῖ κανείς, μελετώντας διάφορες πηγές καί σχετική βιβλιογραφία, εἶναι ὅτι ἐκεῖνο πού κυριαρχοῦσε στόν ἀρχαῖο κόσμο τόν πρό Χριστοῦ, καί ἐπανῆλθε πάλι στόν νεώτερο κόσμο, εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Ἐπίκουρου, δηλαδή ἡ ἐπικούρεια φιλοσοφία, πού εἶναι μιά ἡδονοκρατία, μιά εὐδαιμονία, εἶναι τό «ἡδέως ζῆν», εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῆς ἡδονῆς, ἡ «κατά κίνησιν» ἡδονή καί ἡ «καταστατική ἡδονή».  Θά ἀναφερθῶ στό λεγόμενο ἀπό τόν στωϊκό φιλόσοφο Φιλόδημο «τετραφάρμακο», δηλαδή στά τέσσερα φάρμακα πού θεραπεύουν, κατά τήν ἐπικούρεια φιλοσοφία, τόν ἄνθρωπο.

Τό πρῶτο «φάρμακο» εἶναι τό «ἄφοβον τό θεῖον», δηλαδή μή φοβᾶσαι τόν Θεό, διότι ὁ Θεός δέν ἀναμιγνύεται στήν ζωή μας. Ὁ Ἐπίκουρος τό ἔλαβε αὐτό ἀπό τόν Δημόκριτο καί εἶναι μιά ὁλόκληρη θεωρία, τήν ὁποία δέν πρόκειται νά σᾶς τήν ἀναπτύξω ἐδῶ. Ὁ Ἐπίκουρος ἔκανε συνδυασμό μεταξύ τοῦ Δημόκριτου καί τοῦ Πλάτωνος καί εἶπε ὅτι ὑπάρχουν στό σύμπαν τά ἄτομα τῆς ὕλης, ὅπως ἔλεγε ὁ Δημόκριτος, τά ὁποῖα συγκρούονται μεταξύ τους καί ἀπό τήν σύγκρουση αὐτή δημιουργεῖται ἕνα κενό καί μέσα στό κενό παραμένει τό θεῖον, τό ἀνώτατον ὄν, στήν εὐδαιμονία του, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Πλάτων, ὁπότε ὁ θεός, κατά τόν Ἐπίκουρο δέν ἀσχολεῖται μέ τόν ἄνθρωπο. Μή φοβᾶστε, λοιπόν, τόν Θεό, «ἄφοβον τό θεῖον», ὁ Θεός δέν ἀναμιγνύεται στά ἔργα μας.

Τό δεύτερο «φάρμακο» εἶναι, τό «ἀνήμπορον ὁ θάνατος». Ὁ θάνατος δέν ἔχει καμμία δύναμη ἐπάνω σας. Γιατί; Θεωροῦσε ὁ Ἐπίκουρος ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὑλική καί ἀποτελεῖται ἀπό ἄτομα τῆς ὕλης καί εἶναι φθαρτή, πού σημαίνει ὅτι, ὅταν πεθάνη ὁ ἄνθρωπος, ἐξαφανίζεται καί ἡ ψυχή μαζί μέ τό σῶμα, ἄρα δέν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή. Ὅσο ζῆ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἱκανοποιῆ τήν ἡδονή του, ὅταν θά ἔλθη ὁ θάνατος, δέν θά ὑπάρχη ψυχή. Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἀνήμπορον ὁ θάνατος», δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται τόν θάνατο καί δέν πρέπει νά ἀπασχολεῖται μαζί του καί νά μή τόν φοβίζη ὁ θάνατος.

Τό τρίτο «φάρμακο» εἶναι «τό ἀγαθόν εἶναι εὔκτητον», εἶναι «τό ἡδέως ζῆν», ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νά ἱκανοποιῆ τήν ἡδονή του.

Τό τέταρτον «φάρμακο» εἶναι τό ὅτι ἐπειδή ὑπάρχουν καί προβλήματα στήν βιολογική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί «τό κακόν εὐεκαρτέρητον», θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπομένη τό κακό.

Ἕνας παλαιός καθηγητής τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ἔγραψε ἕνα βιβλίο στό ὁποῖο ἀνέλυσε κατά σημαντικόν τρόπο τήν θεωρία τοῦ Ἐπίκουρου. Γράφει ὅτι ἡ ἐπικούρεια φιλοσοφία εἶναι «ἡ ἀληθινή ὄψη τοῦ ἀρχαίου κόσμου» εἶναι «τό προζύμι τοῦ ἀρχαίου κόσμου», αὐτό πού κυριαρχοῦσε παντοῦ, καί συγχρόνως εἶναι «τό χελιδόνι τῆς νέας ἐποχῆς», ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί κυρίως ἀπό τόν Διαφωτισμό. Καί, ἄν προσέξετε σήμερα τήν κοινωνία μας, θά δῆτε ὅτι ἐπικρατεῖ παντοῦ αὐτή ἡ ἐπικούρεια φιλοσοφία, ὅτι ὁ Θεός δέν ἀσχολεῖται μαζί μας, μή φοβᾶστε τόν Θεό, μή φοβᾶστε τόν θάνατο, ἱκανοποιεῖστε τήν ἡδονή σας μέ ὅλους τούς τρόπους, καί κάνετε καί λίγο ὑπομονή γιά τά δυσχερῆ τοῦ βίου, δηλαδή ἰσχύει αὐτό τό ἐπικούρειο «τετραφάρμακο».

Καί μή νομίζετε ὅτι αὐτό εἶναι μιά δική μου ἑρμηνεία. Ἄν διαβάσετε τό βιβλίο τοῦ Γιάλομ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ὑπαρξιστής ψυχοθεραπευτής, μέ τίτλο «στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου» καί ὑπότιτλο «ἀφήνοντας πίσω τόν τρόμο τοῦ θανάτου», θά τό δῆτε αὐτό. Προσπαθεῖ ὡς ψυχοθεραπευτής νά ἀποβάλη ἀπό τούς ἀνθρώπους πού πήγαιναν σέ αὐτόν, τόν φόβο καί τόν τρόμο τοῦ θανάτου, καί αὐτό τό κάνει μέ βάση τήν ἐπικούρεια φιλοσοφία. Γράφει ὅτι ὁ Ἐπίκουρος εἶναι ἕνας «πρωτο-ὑπαρξιακός ψυχοθεραπευτής» καί τόν χρησιμοποιεῖ στήν «θεραπευτική του δουλειά», ὅπως καί τούς ἄλλους Ἕλληνας φιλοσόφους, παρά τούς μεγάλους ψυχολόγους καί ψυχιάτρους τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν του 20οῦ αἰῶνος, ὅπως τόν Φρόιντ, τόν Γιούνγκ κλπ.

Ἑπομένως, στήν ἐποχή πού ζοῦμε βλέπουμε διάχυτα αὐτήν τήν νοοτροπία, τήν ὁποία βλέπουμε καί στούς νόμους πού ψηφίζονται. Ὅπως ἀποφάσισε πρόσφατα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος στίς ἡμέρες μας ὁ γάμος θεωρεῖται ὡσάν μιά «κοινωνική ἐπινόηση» καί ὄχι ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καί ἐφ’ ὅσον οἱ παλαιοί ἐπινόησαν τόν γάμο, οἱ σύγχρονοι, οἱ νεώτεροι μποροῦν νά θεσπίζουν κάτι ἄλλο. Ἔπειτα, ὁ γάμος θεωρεῖται ὡς μιά ἁπλῆ «συμφωνία συμβίωσης» καί ὄχι ὡς ἕνα Μυστήριο. Ἐφ’ ὅσον εἶναι μιά ἁπλῆ «συμφωνία συμβίωσης» καί μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά τήν διαλύουν ὅποτε θέλουν. Ἀκόμη σήμερα ὑπονομεύονται τά πρότυτα καί οἱ ρόλοι τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, κυρίως τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας, καί γι’ αὐτό ἀποδέχονται τήν λεγόμενη «ὁμόφυλη γονεϊκότητα», πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἀπαράδεκτο ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς.

Καί ἔτσι ἔχουμε, λοιπόν, τήν πολυποίκιλη κρίση στήν κοινωνία, στόν ἄνθρωπο, στόν γάμο καί οἱ κρίσεις αὐτές ἐκβάλλουν καί μέσα στόν οἰκογενειακό χῶρο. Ἔτσι, βλέπουμε στίς σύγχρονες οἰκογένειες διάφορα προβλήματα. Νά ἀναφέρω μερικά.

Εἶναι ἡ λεγόμενη «πυρηνική οἰκογένεια», πού σημαίνει ὅτι ἡ οἰκογένεια περιορίζεται σέ ἕνα, δύο, τρεῖς ἀνθρώπους, ἀποξενώνεται ἀπό ὅλο τό περιβάλλον. Πολλές φορές ἀποξενώνεται καί ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Ἡ «πυρηνική οἰκογένεια» δημιουργεῖ μιά ἀπομόνωση καί, φυσικά, καταλήγει στήν ἀπογοήτευση.

Πηγαίνω στά σχολεῖα καί μιλάω μέ τά παιδιά. Μέ ρωτᾶνε διάφορα θέματα. Καί ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ἐνῶ παλαιότερα μέ ρωτοῦσαν γιά θέματα θεολογικά, «τί εἶναι ὁ Θεός, ἄν ὑπάρχη Θεός», ἀργότερα μέ ρωτοῦσαν γιά κοινωνικά ζητήματα, «γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν κοινωνία», μετά μέ ρωτοῦσαν διάφορα ἐπιστημονικά θέματα, ἐνῶ τώρα τά ἐρωτήματα πού μοῦ θέτουν εἶναι: «Γιατί εἶστε ἐναντίον τῆς αὐτοκτονίας, γιατί εἶστε ἐναντίον τῶν ἐκτρώσεων, γιατί εἶστε ἐναντίον τῆς ὁμοφυλοφιλίας, πῶς ἀντιμετωπίζετε τήν ἀπελπισία καί τήν ἐνδοοικογενειακή βία» κλπ.

Τέτοια ἐρωτήματα ἀπασχολοῦν τά παιδιά σήμερα. Ὑπάρχει ἐνδοοικογενειακή κρίση, δηλαδή ὁ προβληματισμός εἰσῆλθε μέσα στήν οἰκογένεια. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶναι «πυρηνική οἰκογένεια», εἶναι ἀποξενωμένη ἀπό τό συγγενικό περιβάλλον, ἀπό τόν παπποῦ, τήν γιαγιά, τούς θείους, τήν Ἐκκλησία, τόν πνευματικό, οἱ ὁποῖοι μεταφέρουν μιά παράδοση, πού μπορεῖ νά εἶναι ἀντιστάθμισμα στά νέα δεδομένα. Καί καθώς μεγαλώνουν τά παιδιά ἀποξενωμένα ἀπό τό παραδοσιακό αὐτό περιβάλλον, δέν ἔχουν πολιτιστικες καί πνευματικές ἀντιστάσεις.

Ἀκόμη εἶναι ἡ λεγόμενη «οἰκολογική συρρίκνωση», ὄχι τόσο πολύ στά χωριά καί στήν ὕπαιθρο, ἀλλά στίς πόλεις, ἀφοῦ τά μέλη τῆς οἰκογένειας συγκεντρώνονται μέσα σέ ἕνα διαμέρισμα, καί μάλιστα σήμερα ἔχουν τήν δυνατότητα νά παραμένουν ὧρες ὁλόκληρες μέσα στό διαμέρισμα καί νά ἐπικοινωνοῦν μέ ὅλον τόν κόσμο μέσα ἀπό τήν τεχνολογία. Αὐτό λέγεται «οἰκολογική συρρίκνωση», καί χάνουν τήν ἐπαφή μέ τήν κτίση, καί τήν κοινωνία.

Ἐπίσης, ὑπάρχει σήμερα ἡ λεγόμενη «παρεξηγημένη ἀγάπη». Μιλᾶνε ὅλοι γιά τήν ἀγάπη, ἀλλα τί εἶναι τελικά αὐτή ἡ ἀγάπη; Τό ἐρώτημα τό ὁποῖο θέτω πολλές φορές μέ τά παιδιά πού συζητῶ εἶναι: «Πῶς εἶναι δυνατόν κάποιος νά ἀγαπᾶ ὑπερβολικά κάποια κοπέλλα καί ἀπό τήν μεγάλη αὐτή ἀγάπη νά φθάνη στό ἔγκλημα; Τί ἀγάπη εἶναι αὐτή;». Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι συναισθηματική καί ἀρρωστημένη ἀγάπη, περισσότερο εἶναι φιλαυτία καί φιληδονία. Ἐπικρατεῖ τό «σέ ἀγαπῶ δός μου, ὄχι σέ ἀγαπῶ σοῦ δίνομαι». Δέν λειτουργεῖ ἡ ἀγάπη ὡς κένωση καί προσφορά, ἀλλά ὡς κτητική ἐπιθυμία.

Καί, ἐπί πλέον ἐπικρατεῖ σήμερα σέ πολλές οἰκογένειες, ὄχι μόνο τό διαζύγιο πού εἶναι γνωστό, ἀλλά καί τό λεγόμενο «συναισθηματικό διαζύγιο», τό νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι στό ἴδιο σπίτι, οἱ σύζυγοι νά κοιμοῦνται στό ἴδιο κρεβάτι καί νά εἶναι μόνοι τους καί νά αἰσθάνονται τήν ἀπόλυτη μοναξιά, ἀλλά καί τά παιδιά νά μή δέχονται τήν πατρική καί τήν μητρική στοργή καί ἀγάπη. Ἡ χειρότερη μοναξιά δέν εἶναι τό νά εἶναι κανείς μόνος του. Γιατί καί ἕνας μοναχός καί Ἁγιορείτης ἤ καί ἕνας ἔγγαμος ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι στό σπίτι, ἀλλά ὅταν ἔχη νόημα ὑπάρξεως καί νόημα ζωῆς, δέν αἰσθάνεται μόνος του. Ξερουμε ὅτι ἡ χειρότερη μοναξιά εἶναι ἡ λεγόμενη «δυαδική μοναξιά», τό νά εἶναι δύο ἄνθρωποι στό ἴδιο σπίτι καί νά μήν καταλαβαίνη ὁ ἕνας τόν ἄλλο.

Ἑπομένως, ἐκεῖ βλέπω τό πρόβλημα τῆς κρίσης. Θά μποροῦσα πολλά νά πῶ για τό σοβαρό αὐτό θέμα, ἀλλά θά σταματήσω ἐδῶ.

Τελειώνοντας, θέλω νά πῶ ὅτι χρειαζόμαστε σήμερα στέρεες βάσεις, χρειαζόμαστε οἰκογένειες πού νά στηρίζονται πάνω στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου. Χρειαζόμαστε οἰκογένειες πού νά ἔχουν ἐκκλησιαστική ζωή, νά συνδέονται μέ τήν Ἐκκλησία καί νά ἔχουν καί πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος νά τούς καθοδηγῆ.

Πολλοί ἀπό μᾶς μεγαλώσαμε μέσα σέ εὐλογημένες οἰκογένειες. Εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά μεγαλώσω σέ μιά τέτοια οἰκογένεια• ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχαν προβλήματα, ἀλλά οἱ γονεῖς μου, ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου ἤξεραν τί σημαίνει γάμος καί τί σημαίνει οἰκογένεια. Ὁ πατέρας μου μοῦ ἔλεγε: «Ἐγώ ἄν παντρεύτηκα, παντρεύτηκα πρῶτον γιά νά φέρω ἀνθρώπους στήν ζωή καί νά τούς ὑπηρετήσω. Καί δεύτερον ὅ,τι ἔκανα, τό ἔκανα μέ τίς συμβουλές τοῦ Πνευματικοῦ μου». Κοιτάξτε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ γάμου ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος δέν εἶχε σπουδάσει σέ Πανεπιστήμια, ἀλλά εἶχε τελειώσει τό τότε Σχολαρχεῖο, ὅμως ἦταν ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ μητέρα μου εἶχε ἀπόλυτη πίστη στόν Θεό καί πολύ μεγάλη ὑπομονή. Καί ὅταν πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της πονοῦσαν τά γόνατά της καί ἔπρεπε νά πάη στόν γιατρό, ὁ γιατρός πού τήν εἶδε ἔμεινε ἔκπληκτος, διότι τά γόνατά της ἦταν γεμάτα κάλους, σάν τά γόνατα τῆς καμήλας. Καί τῆς εἶπε: «Τί γόνατα εἶναι αὐτά; Τι ἔκανες;». Καί ἡ μάνα μου τοῦ ἀπάντησε: «Γιατρέ, πῶς θά μεγάλωνα τά παιδιά χωρίς γονάτισμα;».

Τέτοιους γονεῖς θέλουμε πού νά συνδέονται μέ τήν Ἐκκλησία, νά θεωροῦν τόν γάμο ὡς διακονία, καί νά προσεύχονται. Νομίζω ὅτι καί ἐδῶ μέσα ὑπάρχουν τέτοιοι γονεῖς. Θέλουμε γονεῖς καί οἰκογένειες χριστιανικές, γονεῖς πού νά ἔχουν παραδόσεις, διότι ἔτσι ἀντιμετωπίζεται καί τό δημογραφικό πρόβλημα. Βάσει τῆς ἐπιστήμης τῆς δημογραφίας, θεωρεῖται ὅτι γιά νά παραμείνη ὁ ἴδιος πληθυσμός στίς ἑπόμενες γενιές ἀντιστοιχεῖ κατά γυναίκα τό 2,1%, τῶν γεννήσεων, δηλαδή μερικές γυναῖκες νά γεννήσουν δύο παιδιά, ἄλλες τρία. Τότε δέν αὐξάνεται ὁ πληθυσμός, ἁπλῶς διατηρεῖται ὁ ἴδιος. Ὅμως, σήμερα ἔχουμε φθάσει στό 1,8 καί κατεβαίνει ἀκόμη χαμηλότερα. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ἐθνικό πρόβλημα μαζί μέ τό θέμα τῆς Παιδείας. Καί θά ἔλεγα ὅτι πάνω ἀπό ὅλα τό μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα εἶναι τό θεολογικό, δηλαδή δέν ἐξετάζονται τά θέματα μέσα ἀπό τήν θεολογική, ἐκκλησιαστική προοπτική.

  • Προβολές: 232