Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πειρασμός τοῦ σαραντισμοῦ

Πρωτοπρεσβύτερου  Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἕνα ἀνησυχητικό φαινόμενο στό ὁποῖο εἶναι μάρτυρες οἱ Ἐφημέριοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Ναῶν εἶναι ἡ προσέλευση γονέων μέ τά νεογέννητα βρέφη τους γιά τήν τελετή τοῦ σαραντισμοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τελέσει ἐκκλησιαστικό Γάμο﮲ συζοῦν μέ πολιτικό γάμο ἤ σύμφωνο συμβίωσης ἤ καί μέ τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Εἶναι συνήθως εὐγενεῖς, μέ καλή παιδεία καί καλή διάθεση, δέν ἀπορρίπτουν τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, θέλουν κάποια «ἀνώδυνη» σχέση μαζί τους, καί ὅλα αὐτά τά καλά χαρακτηριστικά κάνουν τό φαινόμενο πιό ἀνησυχητικό. Εἶναι βέβαια καί κάποιοι δέσμιοι σέ δυσειδαιμονικές ἀντιλήψεις πού ζητοῦν μέσω τῶν τελετῶν προστασία ἀπό κάποιες ἀπροσδιόριστες ἐναντίες δυνάμεις. Ἀγνοοῦν τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιατικῆς ζωῆς καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐφανερώθη..., ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου»(Α΄ Ἰωάνν. 3,8).

Ὡς ρητορικό μᾶλλον μπορεῖ νά διατυπωθῆ τό ἐρώτημα: Ποιά εἶναι ἡ ἐκκλησιατική παιδεία πού ἔλαβαν ἀπό τούς γονεῖς τους, τό σχολεῖο, τήν Ἐνορία τους, ἄν εἶχαν κάποια σχέση μέ αὐτήν;

Ἔχουμε τήν ἄποψη ὅτι τό φαινόμενο ὀφείλεται σέ διαδεδομένο «ἐκκλησιαστικό ἀναλφαβητισμό», ἀλλά καί στήν πανδημική σύγχρονη ἀσθένεια τοῦ δικαιωματισμοῦ. Συμπτώματα τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀγνόηση τῶν προϋποθέσεων πού ἀπαιτεῖ ἡ συμμετοχή στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (τό «δικαίωμα» τῆς συμμετοχῆς θεωρεῖται ἀπροϋπόθετο) καί ἡ συνακόλουθη παραθεώρηση τῆς ὑποκοῆς στίς εὐαγγελικές ἐντολές καί στούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὀποία δέν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀπελευθέρωση καί ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὡς καταπίεση καί φαλκίδευση τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος πού ταυτίζει τήν ζωή του μέ τά «ψεκτά» πάθη του, αἰσθάνεται τήν ἐκκλησιαστική ζωή ὡς ἀντίπαλο τῆς ζωῆς του καί ὁ ἴδιος, ὅταν θέλη νά ἔχη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφαιρεῖ γιά τήν ζωή του, τό πρακτικό ὑπόβαθρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ ἄσκηση στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν πειρασμικῶν περιπτώσεων ἀφήνεται συνήθως στήν «ἔμφρονα γνώμη» τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τῶν Ἐπισκόπων. Εἶναι χρήσιμο πάντως νά δοῦμε κάποια στοιχεῖα τῆς τελετῆς τοῦ σαραντισμοῦ, γιά νά γίνη ἀντιληπτό πόσο μακριά ἀπό τό πνεῦμα τῆς τελετῆς βρίσκονται πολλοί καλοπροαίρετοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού ἔχουν ἀλλοιωθῆ ἀπό τό διαλυτικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς.

Ὁ καθηγητής Ἰ. Φουντούλης γράφει: «Ἡ ἀκολουθία τοῦ σαραντισμοῦ ἔχει καθορισθῆ κατά μίμησιν τῆς προσαγωγῆς τοῦ βρέφους Ἰησοῦ στόν ναό κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεώς του, ὅτε “ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ” τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου(Λουκ. β΄, 22-39) κατά τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου (Λευϊτ. ιβ΄, 2-8). Ἔχει δέ διπλό σκοπό· τόν τελετουργικό καθαρισμό τῆς λεχοῦς, κατά τήν σχετική ἰουδαϊκή πρᾶξι πού ἐπηρέασε καί τήν χριστιανική, καί τήν προσαγωγή τοῦ βρέφους στόν ναό, τόν “ἐκκλησιασμό” του» (Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας, τόμος Α, σ.164). «Τό νόημα τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τοῦ βρέφους εἶναι ὅτι αὐτό προσάγεται στόν Θεό καί ἀφιεροῦται σ’ αὐτόν»(ὅ.π. σ. 153).

Ὁ ἀρχμ. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος στό βιβλίο του «Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα έν αὐτῷ» εἶναι πιό ἀναλυτικός. Γράφει: «...ἡ μήτηρ λελουμένη καί κεκαθαρμένη καί τό βρέφος ἡ ἰδία ἐν ἀγκάλαις βαστάζουσα, προσέρχεται πρώτην ἤδη φοράν μετά τόν τοκετόν της εἰς τήν ἐκκλησίαν... ἐπί σκοπῷ τοῦ νά ἐκφράσῃ τάς εὐχαριστίας της εἰς τόν Θεόν, εἰσέλθῃ εἰς τήν κανονικήν καί αὖθις ζωήν της καί ἀξιωθῇ τῶν θείων μυστηρίων, ὧν ἀπεῖχε διά τούς φυσικούς καί τούς μετ’ αὐτῶν συνημμένους ἠθικούς λόγους»(σ.379). Ὁ Ἱερέας συγκεκριμένα εὔχεται: «ἀξίωσον αὐτὴν μεταλαβεῖν τοῦ τιμίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σου», ἐφόσον ἐννοεῖται κρατᾶ τόν ἑαυτό της συνδεδεμένο μέ τήν Ἐκκλησία.

Στήν συνέχεια, ἀντλώντας νοήματα ἀπό τίς εὐχές τῆς ἀκολουθίας τοῦ σαραντισμοῦ, ὁ συγγραφέας περιγράφει τό πῶς πρέπει νά προσέρχονται οἱ γονεῖς στήν τελετή, ὥστε ἡ παρουσία τους νά ἀνταποκρίνεται στό νόημα καί τό πνεῦμα τῶν εὐχῶν. Ἐπιλέγουμε βασικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα σχετικά ἀναφέρει. Γράφει ὅτι τό αἴσθημα πού διαποτίζει τήν τελετή τοῦ σαραντισμοῦ εἶναι τετραπλό:

Πρῶτον, εἶναι αἴσθημα βαθύτατης ἐπιγνώσεως σωματικοῦ ρύπου καί κηλίδας ψυχικῆς πού χρειάζεται τήν ἄνωθεν, ἀπό τόν Θεό, κάθαρση. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο ἐγείρει κάποιες εὔλογες ἀντιδράσεις, γι’ αὐτό θά παραθέσουμε ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπό τό βιβλίο «Πηδάλιον», πού περιέχει ὅλους τούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς ἑρμηνεῖες τους καί διαφωτιστικά σχόλια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὥστε νά γνωρίζουμε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό.

Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τά περί καθάρσεως καί «ἠθικοῦ ἤ ψυχικοῦ σπίλου» λέγονται μέ βάση τίς διατάξεις τοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ὀνομάζεται «Λευϊτικόν», καθώς καί τόν δεύτερο Κανόνα τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας. Στόν Κανόνα αὐτόν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό «Πηδάλιο», ὑποσημειώνει: «ἡ ῥύσις αὕτη (ἐννοεῖ τοῦ αἵματος τῶν γυναικῶν κατά τήν περίοδο καί κατά τήν λοχεία) καθ’ ὅ φυσική καί παρά Θεοῦ, οὕτω γίνεσθαι συγχωρηθεῖσα μετά τήν παράβασιν, οὔτε ἁμαρτία ἐστίν, οὔτε ἀκαθαρσία. “Οὐ γάρ ἀληθῶς ἁμαρτία ταῦτα, οὐδέ ἀκαθαρσία, κατά τόν Χρυσόστομον” καί τῶν κατά φύσιν γινομένων οὐδέν ἀληθῶς ἀκάθαρτον κατά τόν Θεοδώρητον, καί κατά τόν Θεόδωρον ἤ Διόδωρον, οὐδέν ἀκάθαρτον εἰ μή πονηρά διάθεσις. Δι’ ὅ καί αἱ ἀποστολικαί διαταγαί (βιβλ. ς΄. Κεφ. κς΄) οὔτε νόμιμος μίξις, οὔτε λέχος, οὔτε αἵματος φορά μιᾶναι δύναται ἀνθρώπου φύσιν, ἤ τό ἅγιον Πνεῦμα χωρίσαι, ἤ μόνη ἀσέβεια καί παράνομος πρᾶξις»(Πηδάλιο, σ. 547-548). Τίποτε τό φυσικό δέν εἶναι ἁμαρτία ἤ ψυχική ἀκαθαρσία. Ἀκαθαρσία εἶναι ἡ ἀσέβεια καί ἡ παράνομη πράξη. Ὅπως πολύ χαρακτηριστικά ἐπισημαίνεται, ὅλα αὐτά τά φυσικά λέγονται ἀκάθαρτα «κατά τήν ὑπόληψιν τῶν ἀνθρώπων», ἔτσι τά θεωρεῖ ἡ κοινή ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ἀπό ὁρισμένους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες ὡς μέσο παίδευσης τοῦ γνωμικοῦ θελήματος· «ἄν τά φυσικά καί χωρίς τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου γινόμενα ᾖναι ἀκάθαρτα, πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἀκάθαρτα τά ἁμαρτήματα, ὁποῦ κάμει μέ τό θέλημά του [ὁ ἄνθρωπος]»(ὅ.π.).

Μετά την παρέκβαση πού κάναμε, ἄς ἐπανέλθουμε στό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Κ. Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος μέσα στίς εὐχές τοῦ σαραντισμοῦ, ὡς δεύτερο, ἐπισημαίνει τό αἴσθημα τῆς δοξολογίας γιά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἀξιοθαύμαστο γιά τούς σκεπτόμενους ἀνθρώπους· ἀπό ποιά εὐτελέστατη ἀφετηρία μορφοποιήθηκε τό ἔμβρυο καί μέ ποιόν μυστηριώδη καί ἀκατανόητο τρόπο ἡ ἀναίσθητη ὕλη συνδέθηκε μέ τόν σπινθήρα τῆς ψυχῆς καί πῶς ἡ ζωή ἀπό τό σκοτάδι τοῦ δεσμωτηρίου (τήν μήτρα) ἦλθε στό φῶς, σάν ἀπό μνῆμα, ὥστε βαθμηδόν ἐξελισσόμενη νά τεθῆ στήν κορυφή ὅλης τῆς δημιουργίας.

Τρίτο, ἀνιχνεύει τό αἴσθημα τῆς ἐγκάρδιας εὐγνωμοσύνης γιά τήν διάσωση τῆς μητέρας ἀπό προφανῆ κίνδυνο. Στίς μέρες μας, βέβαια, μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, οἱ κίνδυνοι τοῦ τοκετοῦ γιά τίς μητέρες ἔχουν ἐλαχιστοποιηθῆ, σχεδόν ἔχουν ἐκμηδενιστῆ. Ὅμως ὁ τοκετός γιά τήν μητέρα εἶναι πάντα ἕνα ὁριακό γεγονός. Ἡ γυναίκα πάντοτε «ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει», βέβαια, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γεννήσῃ τὸ παιδί της «οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον»(Ἰωάνν. 16,21).

Τέταρτο, εἶναι ἕνα βαθύ αἴσθημα ἀδυναμίας ἀπό τήν ἐπίγνωση τῶν δυσκολιῶν πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ γονεῖς στήν διάπλαση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ τους. Γι’ αὐτό ὁ Ἱερέας συμπροσευχόμενος μέ τούς γονεῖς καί τόν ἀνάδοχο τοῦ βρέφους (ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι παρών στήν τελετή τοῦ σαραντισμοῦ), ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά εὐλογήση, αὐξήση, ἁγιάση, συνετίση, σωφρονίση καί καλοφρονίση τό νεογέννητο βρέφος πού τοῦ προσφέρεται. Στήν πρώτη εὐχή τοῦ σαραντισμοῦ ὁ Ἱερέας εὔχεται γιά ὅλα αὐτά: «...τὸ ἐξ αὐτῆς τεχθὲν παιδίον, εὐλόγησον, αὔξησον, ἁγίασον, συνέτισον, σωφρόνισον, καλοφρόνησον· ὅτι σὺ παρήγαγες αὐτό, καὶ ἔδειξας αὐτῷ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν». Στήν δέ τρίτη εὐχή πάλι προσεύχεται: «τό προσαχθὲν τοῦτο βρέφος, ἐμφανισθῆναί σοι τῷ πάντων Ποιητῇ, εὐλόγησον, καὶ εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν καὶ σοὶ εὐάρεστον αὔξησον, ἀποσοβῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ πᾶσαν ἐναντίαν δύναμιν, διὰ τῆς σημειώσεως τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ σου».

Ὅλα αὐτά προϋποθέτουν πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί τήν πρόνοιά Του καί ἐπιθυμία τῶν γονέων τό βρέφος τους μεγαλώνοντας νά ἀκολουθήση τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, αὐξάνοντας διαρκῶς «εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν» καί εὐάρεστο στόν Θεό.

Τό ἐρώτημα εἶναι, οἱγονεῖς πού δέν εὐλόγησαν τήν σχέση τους μέ τό μυστήριο τοῦ Γάμου καί φέρνουν τό βρέφος τους γιά σαραντισμό, πῶς μποροῦν νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ὕπαρξη μιᾶς τέτοιας πίστεως; Βέβαια πρέπει νά ποῦμε ὅτι, δυστυχῶς, γιά ὅλους μας ἰσχύει ὁ ἔλεγχος τοῦ ἐρωτήματος τοῦ Χριστοῦ: «πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;»(Λουκ 18,8).

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 711