Ἡ δόξα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἀπομαγνητοφωνημένη Ὁμιλία στό Συνοδικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου στήν ἱερά ἀγρυπνία γιά τήν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης (14-9-2024)
***
Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς, τῆς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ Βατοπαιδίου, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Θέλω νά σᾶς εὐχαριστήσω, ἅγιε Καθηγούμενε, διότι μέ προσκαλέσατε νά ἔρθω ἐδῶ στήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καί μάλιστα, ὅπως μοῦ εἴπατε, εἶναι ἡ μεγαλύτερη πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅταν ἑορτάζουμε τήν Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
1. Χριστολογία καί Θεοτοκολογία
Ὅλος ὁ Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία μας, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου μέχρι τήν 31η Αὐγούστου. Ἑορτάζουμε τό γεγονός τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀλλά συγχρόνως τόν μήνα αὐτόν ἑορτάζουμε καί τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί συνδέονται πάρα πολύ στενά τά δύο αὐτά γεγονότα. Γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη Χριστολογία χωρίς τήν Θεοτοκολογία• συνδέεται ἄρρηκτα ἡ διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ μέ τήν διδασκαλία περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Θέλω νά πῶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας βασικός κανόνας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού λέει ὅτι ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ τοῦ κανόνος τῆς πίστεως, τοῦ κανόνος τῆς προσευχῆς καί τοῦ κανόνος τῆς ζωῆς. Δηλαδή, εἶναι αὐτό πού λέμε lex credendi, lex orandi καί lex vivendi. Συνδέεται πάρα πολύ στενά ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τήν προσευχή, διότι βλέπουμε ὅτι ὅλους τούς ὅρους καί τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τούς ἔβαλαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέσα στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα ψάλλαμε σήμερα καί κάθε φορά πού πανηγυρίζουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Εἶναι ὅλα θεολογία. Καί μάλιστα, κάθε Σάββατο τό ἀπόγευμα, πού ψάλλουμε τό «Θεοτοκίο» τοῦ ἤχου, ἐκεῖ βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔβαλε ὅλη τήν θεολογία περί τοῦ Χριστοῦ συνδεδεμένη μέ τήν θεολογία περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί λέμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά εἶναι Ὀρθόδοξος καί νά ἀκολουθῆ τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐάν δέν εἶναι ταυτόχρονα καί προσευχόμενος μέ τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας καί, βέβαια, ἄν καί ἡ ζωή του δέν ἀνταποκρίνεται σέ αὐτά τά ὁποῖα ψάλλει καί σέ αὐτά τά ὁποῖα πιστεύει.
Ἔτσι, σέ ὅλες αὐτές τίς ἱερές ἀκολουθίες, καί ἀπόψε, θαυμάσαμε καί τήν ποίηση, ἡ ὁποία ἔχει μέσα της ὅλο τό δόγμα περί Χριστοῦ καί περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀλλά ἀκούσαμε καί τήν μουσική καί τίς ὡραῖες φωνές τῶν μοναχῶν πού ἀπέδωσαν αὐτά τά τροπάρια καί, πράγματι, ὅλα αὐτά ἀναφέρονται πρός τήν Παναγία μας.
Εἶναι γεγονός -καί τό ξέρουμε ὅλοι ὅσοι σπουδάσαμε τήν ὀρθόδοξη θεολογία- ὅτι ὅλη ἡ θεολογία περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι καταγεγραμμένη στά Πρακτικά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπεφάνθη ὅτι «εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ Θεόν εἶναι τόν Ἐμμανουήλ καί διά τοῦτο Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ἀνάθεμα ἔστω», ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὅτι ὁ Ἐμμανουήλ εἶναι Θεός, καί λέει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καί δέν ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἄρα γέννησε Θεό καί ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπο, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος, τότε αὐτός εἶναι ἀνάθεμα.
Κοιτάξτε, συνδέεται πάρα πολύ στενά ἡ Χριστολογία μέ τήν Θεοτοκολογία. Ὅταν διαβάζη κανείς τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, βλέπει ὅτι στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀσχολήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέ τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ• ὅτι δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, δέν ἦταν κτίσμα, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἄρειος. Ὁ Ἄρειος, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶχε τήν ἄποψη ὅτι «πᾶν ἐκ τῆς οὐσίας» -αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης- «πάντως καί ἠναγκασμένον», δηλαδή ὅ,τι προέρχεται ἀπό τήν οὐσία εἶναι ἀναγκαστικό καί ἐφ’ ὅσον ὁ Πατήρ ἐγέννησε τόν Υἱό ἀπό τήν οὐσία, ἄρα θά ἦταν ἀναγκαστικό. Καί ἐπειδή δέν γεννήθηκε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός, ἀλλά ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός, δηλαδή ἐβουλήθη ὁ Πατήρ καί ἐγέννησε τόν Υἱόν, ἄρα εἶναι κτίσμα, δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Καί, βέβαια, ξέρουμε ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπεφάνθη ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί ἐγεννήθη πρό πάντων τῶν αἰώνων.
Ἀμέσως μετά ἀνεφύησαν ἄλλες αἱρέσεις, γιά παράδειγμα ὁ Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός. Καί ἀπεφάνθη ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεός. Καί ἐμφανίζεται μετά ὁ Νεστόριος, πάλι μιλώντας μέσα ἀπό τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, γιά νά πῆ ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει φύση χωρίς τήν ὑπόσταση, ἡ φύση δέν εἶναι ἀνυπόστατη, ἑπομένως ταύτιζε τήν φύση μέ τήν ὑπόσταση• καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἔλεγε ὅτι στόν Χριστό δέν ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως, ἄρα εἶναι δύο ὑποστάσεις πού ἔχουν μιά ἐξωτερική συνάφεια, σάν νά ποῦμε ὅτι ἔχουμε δύο ξύλα τά ὁποῖα ἑνώνουμε μεταξύ τους καί μετά θά γίνη ὁ χωρισμός. Καί ὁ Νεστόριος, ἐπειδή ξεκινοῦσε ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη, ἔλεγε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι Θεοτόκος, ἀλλά εἶναι Χριστοτόκος, δέν γέννησε Θεό, γιατί δέν ἦταν ἀληθινός Θεός, ἀλλά ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέχτηκε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό, βέβαια, συνῆλθε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἀπεφάνθη ὀρθόδοξα.
Καί πρέπει νά πῶ -καί τό ξέρετε ὅλοι σας ὅσοι ἀσχοληθήκατε μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία- ὅτι ὑπέρμαχος στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἦταν ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὑπέροχα κείμενα, γιά νά παρουσιάση τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ φυσικά, καί στήν συνέχεια ὅτι ἡ Παναγία γέννησε Θεό, γι’ αὐτό καί λέγεται Ὑπεραγία Θεοτόκος. Γιά νά πῆ ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι ὁ ὅρος Θεοτόκος «ἅπαν τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας συνίστησιν», δηλαδή ὁ ὅρος Θεοτόκος συνιστᾶ ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας• καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν πιστεύει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, ἀλλά θεωρεῖ ὅτι γέννησε ἕναν ἄνθρωπο πού ἔλαβε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν πιστεύει στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί εἶπα ὅτι εἶναι πάρα πολύ σημαντικό αὐτό τό γεγονός πού ἑορτάζουμε καί ὁμιλοῦμε γιά τήν Κυρία Θεοτόκο, αὐτό πού λένε ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, «ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Κυρία Θεοτόκος». Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὡς Θεός, καί ἡ Μητέρα Του, ἡ ὁποία τόν γέννησε, τοῦ ἔδωσε τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», ὅπως ὁμολόγησε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Καί ξέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ὑποστήριζε στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν Ἔφεσο, τό 431 μ.Χ, ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Θεοτόκος καί ὄχι Χριστοτόκος. Ὅμως, ἄργησε νά ἔρθη στήν Σύνοδο ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης, ὁπότε τελείωσε ἡ Σύνοδος καί, ὅταν ἦρθε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ἀρνήθηκε τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καί ἔκανε ἀντισύνοδο, γιατί καί ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε, ὅπως ὁ Νεστόριος, ὅτι εἶναι Χριστοτόκος. Καί τότε ἄρχισε ἕνας διάλογος μεταξύ τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰωάννου καί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Καί βλέπει κανείς στόν διάλογο αὐτόν πού ἔγινε καί αὐτό ὁριστικοποιήθηκε τό 433 μ.Χ, δηλαδή δύο χρόνια μετά τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἔκανε μερικές φραστικές ἀλλαγές, ἀλλά δέν ἤθελε καμμία ἀλλαγή πάνω στόν ὅρο Θεοτόκος• τό θεώρησε τόσο πολύ σημαντικό. Ἔκανε κάποιες διαμορφώσεις καί ἀπεφάνθη ὅτι «εἷς δέ ἐξ ἀμφοῖν Χριστός καί Υἱός», ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος, ἀπό δύο φύσεις. Αὐτό τό τήρησε ἀπαρέγκλιτα καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐτήρησε ἀπαρέγκλιτα ὡς ἀπαραίτητο ὅρο εἶναι ὁ ὅρος Θεοτόκος. Τό ἀποδέχθηκε αὐτό ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης καί ἔτσι αὐτό ἐτέθη μέσα στά Πρακτικά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού λέγεται «Ἔκθεσις τῶν Διαλλαγῶν».
Γιατί τά εἶπα αὐτά; Εἶναι ἡ ὥρα λίγο προχωρημένη καί δέν εἶναι γιά τέτοιες θεολογικές συζητήσεις, ἀλλά δέν μπορεῖ κανείς νά μιλάη γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἄν δέν θεολογῆ. Ἡ Παναγία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά γυναίκα, δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, πού ἔχει πολλά χαρίσματα καί πολλά προσόντα καί πολλές ἀρετές, ἀλλά τιμοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὄχι ἁπλῶς γιά τίς ἀρετές της, καί εἶχε πάρα πολλές ἀρετές, ἀλλά τήν τιμοῦμε «διά τόν καρπόν τῆς κοιλίας της», διότι ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς θεωρητικά καί συζήτηση γιά ἕναν ὅρο. Ὅπως λέμε γιά τόν Χριστό ὅτι εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος. Πῶς τό ξέρουμε αὐτό; Τό ξέρουμε ἀπό τήν ἐμπειρία. Ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, «καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2), καί ἀργότερα τό εἶδαν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θεία φύση. Τό φῶς δέν εἶναι μιά τρίτη κεκρυμμένη φύση μέσα στόν Χριστό, ἀλλά εἶναι αὐτή ἡ δόξα τῆς Θεότητος πού φάνηκε πάνω στό ὄρος Θαβώρ. Ὁπότε, ἔβλεπαν σῶμα, ἔβλεπαν τήν κεφαλή, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἔβλεπαν καί τό φῶς τό ὁποῖο ἐκπορευόταν μέσα ἀπό τό σῶμα καί ἔτσι ἤξεραν ὅτι εἶναι δύο φύσεις στόν Χριστό, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἄρα ἔχουμε ἕναν Θεάνθρωπο, μία ὑπόσταση. Αὐτό εἶναι ἐμπειρία καί αὐτήν, βέβαια, τήν ἐμπειρία τήν ἐξέφρασαν οἱ Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέσα ἀπό τούς ὅρους καί εἶπαν ὅτι εἶναι δύο φύσεις, ἕνα πρόσωπο, πού ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως». Γιατί; Διότι τό ἔβλεπαν μέσα στήν ἐμπειρία τους, τό ἔβλεπαν μέσα στήν δόξα.
Γιατί, ὅταν κανείς ἔχη τίς προϋποθέσεις καί προχωρᾶ ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί στήν θέωση, ὅπως τό βλέπουμε καί στούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε αὐτός βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Κατά ἀνάλογο τρόπο συμβαίνει καί μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως εἶπε προηγουμένως ὁ ἅγιος Καθηγούμενος, ὅτι πολλοί βλέπουν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέσα στήν δόξα. Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «δέν ὁμολογεῖ τήν ἁγίαν Παρθένον ὡς Θεοτόκον ἐκτός ἐστιν τῆς θεότητος», δέν ὁμολογεῖ καί τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁπότε, ἔχουμε πολλούς ἁγίους μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας πού βλέπουν τόν Χριστό μέσα στήν δόξα. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Γιαχβέ, στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος Κύριος τῆς δόξης ἔγινε ἄνθρωπος καί ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση• κατά τόν ἴδιο τρόπο βλέπουν καί τήν δόξα τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἁπλῶς δική της δόξα.
2. Δύο Θεοτοκόφιλοι ἁγιορεῖτες
Γιά τεκμηρίωση αὐτοῦ πού ἔλεγα προηγουμένως, θά σᾶς ἀναφέρω δύο παραδείγματα ἁγιορειτῶν Πατέρων, πού δείχνουν πραγματικά ὅτι ἡ θεολογία μας εἶναι ἐμπειρική καί ἡ θεολογία περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι ἐμπειρική, δέν εἶναι ἁπλῶς στοχαστική.
Τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη, ὁ ὁποῖος, ὅπως ξέρετε, κοιμήθηκε τό 1938 καί κατετάγη στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἅγιος Σιλουανός γράφει γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τί λέει: «Τί ἀνταποδώσω ἐγώ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο πού δέν μέ περιφρόνησε, ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στήν ἁμαρτία -ἐννοεῖ πρίν γίνει μοναχός-, ἀλλά σπλαγχνικά μέ ἐπισκέφθηκε καί μέ συνέτισε». Κοιτάξτε λέξεις, «σπλαγχνικά μέ ἐπισκέφθηκε καί μέ συνέτισε. – εἶναι αὐτό πού εἶπε προηγουμένως ὁ ἅγιος Γέροντας-. Καί γράφει μέ πᾶσαν εἰλικρίνεια ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἐγώ δέν τήν εἶδα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νά τήν ἀναγνωρίσω ἀπό τά γεμάτα χάρη λόγια της καί τό πνεῦμα μου χαίρεται καί ἡ ἀγάπη μου ἀπό τήν ἀγάπη ἑλκύεται τόσο πρός αὐτήν, ὥστε καί μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός της γλυκαίνει τήν καρδία μου».
Ἄν διαβάση κανείς λίγο προσεκτικά καί θεολογικά αὐτά τά λόγια, βλέπει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὅτι τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, δέν τήν εἶδε, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἔδωσε νά τήν ἀναγνωρίση μέ τά λόγια. Γιατί, ὅταν διέπραξε κάποια ἁμαρτία πρίν γίνει μοναχός, ἄκουσε τήν φωνή τῆς Παναγίας πού τοῦ εἶπε: «Δέν εἶναι ἀρεστά σέ μένα τά ἔργα σου». Αὐτό, λέει, τό εἶπε τόσο γλυκά πού γλύκανε τήν καρδιά του καί στήν συνέχεια μετά ἑλκύστηκε ἡ ἀγάπη του πρός τήν ἀγάπη αὐτή.
Καί προχωρεῖ, ὅτι ὁ ἴδιος προσευχόταν, ὅταν ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος καί μάλιστα στήν ἀρχή, στίς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες «ὡς ὑποτακτικός στήν εἰκόνα της καί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἰσῆλθε στήν καρδία μου καί ἄρχισε ἀπό μόνη της νά προφέρεται ἐκεῖ». Βλέπετε ἐδῶ τόν σύνδεσμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Προσεύχεται μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί εἰσῆλθε μέσα στήν καρδιά του ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί ἐνεργεῖτο ἐκεῖ. Γιατί; Διότι πραγματικά ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός μετά ἀνοίγει στόν ἄνθρωπο τήν καρδιά του γιά νά γνωρίση τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί τῆς δόξας τῆς Παναγίας.
Καί προχωρεῖ: «Ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό ἦταν ἰσχυρότερη καί φλογερότερη ἀπό τήν ἀγάπη τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ», -τό λέμε, «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ»-, ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό μέσα της ἦταν φλογερότερη καί ἰσχυρότερη ἀπό τήν ἀγάπη τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ, «καί ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μέ αὐτήν».
Ὁ ἅγιος Σιλουανός δέν εἶχε σπουδάσει στήν Θεολογική Σχολή, ὅπως σπουδάσαμε ἐμεῖς καί διαβάσαμε τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά ὅλα αὐτά τά γράφει μέσα ἀπό τήν πείρα του. Κατάλαβε, ὅταν εἶδε τήν δόξα τῆς Θεοτόκου, καί αἰσθάνθηκε καί βίωσε καί ἄκουσε• γιατί καί ἡ ἀκοή εἶναι θεωρία, κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καί ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκοή καί ἡ ἀκοή εἶναι ὅραση καί ἡ γεύση εἶναι ὅραση καί ἀκοή καί κατά τήν διάρκεια τῆς ἐμπειρίας ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία αἴσθηση. Λοιπόν, ὅταν ἄκουσε τήν γλυκειά φωνή τῆς Παναγίας, τότε εἶδε καί τήν δόξα της.
Καί προχωρεῖ: «Ἀξιοθαύμαστο καί ἀκατανόητο πράγμα, (ἡ Θεοτόκος) ζῆ στούς οὐρανούς καί θεωρεῖ ἀδιαλείπτως τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν λησμονεῖ καί ἐμᾶς τούς φτωχούς καί ἀγκαλιάζει μέ τήν εὐσπλαγχνία της ὅλη τήν γῆ καί ὅλους τους λαούς».
Εἶναι ἐκπληκτικό αὐτό πού γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός. Γιατί λέει σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο ὅτι, ὅταν φθάνη κανείς στήν θεωρία καί δῆ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ὁ ἴδιος εἶδε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Χριστό, τότε λησμονεῖ τήν γῆ. Μέσα σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία καί τήν θεωρία δέν μπορεῖ νά ἔχη αἴσθηση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Καί ὅμως, λέει, αὐτό εἶναι τό παράδοξο μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅτι θεωρεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν λησμονεῖ καί ἐμᾶς καί προσεύχεται γιά ὅλον τόν κόσμο.
Τό δεύτερο παράδειγμα ἁγιορείτου μοναχοῦ πού ἀγαπᾶ καί ἀγαποῦσε, ὅπως καί κάθε ἁγιορείτης ἀγαπᾶ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ.
Στό βιβλίο πού ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Βατοπαιδίου, στό ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ ἐπιστολές καί τά ποιήματα τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, δημοσιεύεται καί ἕνα ποίημα, «Εἰς τήν Κυρίαν Θεοτόκον». Κοιτάξτε ὁρολογία• δέν λέει στήν Παναγία γενικά καί ἀφηρημένα, σέ μιά γυναίκα, ἀλλά στήν Κυρίαν Θεοτόκον. Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς εἶναι ὁ Χριστός καί ἐκείνη ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, διότι ἔτεκεν Θεόν. Καί ὅταν διαβάση κανείς τό ποίημα αὐτό, βλέπει ἀφ’ ἑνός μέν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀφ’ ἑτέρου τόν ποιητικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔγραφε. Εἶχε πολλά χαρίσματα καί εἶχε σαφῆ θεολογική ὁρολογία.
Τί λέει ἐδῶ; «Γλυκειά παρηγοριά μου, Θεοτόκε Μαρία». «Θεοῦ μητέρα», «Μητρόθεε Μαρία», «Θεοτόκε Μαριάμ», «Δέσποινα Παναγία», «Παντάνασσα Μαρία».
Ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἔχει σαφῆ ὁρολογία, ἔχει καί σαφῆ θεολογία, Τριαδολογία. Ὅταν λέμε Τριαδολογία, ἐννοοῦμε θεολογία περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί Χριστολογία, ἐννοοῦμε θεολογία καί λόγο περί τοῦ Χριστοῦ.
Τί γράφει;
«Ἡ τόν Θεόν κυήσασα Πατρός τοῦ Προανάρχου
καί φέρουσα δευτερεῖα Θεοῦ τρισυποστάτου,
ἐσύ γαλακτοτρόφησας τόν κτίστην τῶν ἁπάντων
καί παρρησίαν ἔλαβες ὡς ὑπέρ πάντα λόγον
νά μεσιτεύης τούς πιστούς ὡς μήτηρ οὖσα ὅλων».
Ἐδῶ, ἐάν ἀναλύση κανείς κάθε φράση, μιλάει γιά ὅτι ἐκύησε Υἱόν τοῦ Πατρός τοῦ Προανάρχου, ὁ Χριστός εἶναι Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἀναφέρεται σέ ἕνα χωρίο πού λέει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος κατέχουσα, καί γαλακτοτρόφησε τόν κτίστη τῶν ἁπάντων. Ἐδῶ εἶναι τό μέγα μυστήριο.
Τό βλέπουμε σέ κείμενα ἁγίων Πατέρων, στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως καί ἄλλων Πατέρων πού γράφουν ὅτι, ὅταν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση μέσα ἀπό τά ἁγνά αἵματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, συνελήφθη ὑπερφυσικῶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀναπτύχθηκε κατά φυσικό τρόπο, ἐννέα μῆνες ἡ Θεοτόκος μέσα της εἶχε ὁλόκληρο τόν Παράδεισο. Καί ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὑπάρχει μιά ἑνότητα μεταξύ τοῦ ἐμβρύου καί τῆς μητέρας καί τρέφεται τό ἔμβρυο ἀπό τήν μητέρα καί προσφέρει στήν μητέρα ἀπό αὐτό πού ἔχει, ἄρα ὅσο ὁ Χριστός ἦταν μέσα στήν κοιλία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶχε στενή ἑνότητα μέ τήν μητέρα Του. Ὁπότε, ἦταν μιά ἀδιάλειπτη καί συνεχής θεία Λειτουργία, ἐννέα μῆνες, καί μιά ἀδιάλειπτη καί συνεχής θεία Κοινωνία, ἐννέα μῆνες.
Μπορεῖτε νά τό σκεφθῆτε αὐτό; Ἐμεῖς θά καθίσουμε στήν ἀγρυπνία 16-17 ὧρες καί θά κουραστοῦμε, κάνουμε μιά ἀκολουθία, μιά Λειτουργία 3,4,5 ὧρες, πόσο μπορεῖ νά κρατήση μιά Λειτουργία. Φαντάζεστε μιά λειτουργία ἐννέα μῆνες; Φαντάζεστε μιά θεία Κοινωνία ἐννέα μῆνες; Πηγαίνουμε κοινωνοῦμε καί παίρνουμε τόν Χριστό μέσα μας. Μπορεῖτε νά σκεφθῆτε ὅτι κάποιος συνεχῶς κοινωνεῖ ἐννέα μῆνες; Τί δόξα εἶχε αὐτή ἡ ἁγία Μητέρα; Καί στήν συνέχεια μετά νά δίνη τό γάλα της στόν Χριστό, αὐτό πού λέει γαλακτοτρόφησας. Καί ὁ Βασίλειος Σελευκείας παρουσιάζει ἕνα ὡραῖο κείμενο πού λέει ὅτι, ὅταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε στήν ἀγκαλιά της τόν Χριστό καί τοῦ ἔδινε γάλα, ἔλεγε: «Τί νά κάνω, εἶμαι τώρα σέ μεγάλη δυσκολία, γάλα νά σοῦ δώσω ἤ νά σέ θυμιατίσω ὡς Θεό; Νά σοῦ δώσω αὐτό πού ἔχω ἤ νά ζητήσω νά μοῦ δώσης ἐσύ;». Φοβερό μυστήριο! Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής -καί, φυσικά, αὐτήν τήν παράδοση τήν μετέδωσε καί στούς ὑποτακτικούς του- καί τῆς προσφέρει λόγους θεολογικούς. Ἔχουμε, λοιπόν, ὁρολογία θεολογική, ἔχουμε μετά σαφῆ θεολογία, Τριαδολογία, Χριστολογία καί Θεοτοκολογία καί μετά τῆς προσφέρει καί λόγους θεολογικούς. Τί λέει:
«Θεοτόκε Μαριάμ, ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου,
ἡ μόνη μου παράκλησις, ἡ καθαρά ἐλπίς μου».
Δέν ξεχωρίζει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἀπό τόν Χριστό. Ξέρουμε, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Τιμόθεο ἐπιστολή του, «εἷς γάρ Θεός, εἷς καί μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς» (Α΄ Τιμ. ε΄, 2), γιατί αὐτός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι μεσίτρια μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μεσίτρια πρός τόν Χριστό καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ πραγματικός μεσίτης μέ τόν Θεό. Καί, ἐπιπλέον, μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέγει ἡ μόνη μου παράκλησις, δέν τήν ξεχωρίζει ἀπό τόν Χριστό, γιατί τήν ἀποκαλεῖ Κυρία Θεοτόκο, καί ἡ καθαρά ἐλπίς μου, λέει.
Καί μετά ἔχει καί σαφῆ σωτηριολογία. Εἶναι ἕνα μικρό ποίημα, ἀλλά ἀξίζει τόν κόπο νά τό ἀναλύση κανείς πιό πολύ θεολογικά. Τί λέει:
«Ἐπάκουσον τήν δέησιν, μητρόθεε Παναγία».
Βλέπετε ἐδῶ ζητάει νά ὑπακούση τήν δέηση ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητρόθεος Παναγία.
«Μή μέ ἀφήσης, Δέσποινα, στῶν παθῶν τό σκοτάδι,
ἀλλ’ ἐσύ με καθάρισον, ἐσύ καί φώτιζέ με»
«καί ἀπό τούς νοητούς ἐχθρούς ἐσύ ἀπάλλαξέ με»
ὡς μεσίτρια πρός τόν Χριστό, μέ αὐτήν τήν ἔννοια.
Τήν ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν Παναγία, ἀγαποῦσε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτός πού λέει τήν εὐχή, «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», λέει καί τήν εὐχή, «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον με». Τήν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά. Γι’ αὐτό καί τόν ἀξίωσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά κοιμηθῆ τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς της, τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἦταν μιά εὔνοια μεγάλη σέ αὐτόν τόν μεγάλο ἀθλητή. Δέν μπορεῖ κανείς νά καταλάβη λογικά τούς ἄθλους τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ, νά παραμένη χρόνια ὁλόκληρα μέσα τήν ἔρημο καί νά προσεύχεται μέρα-νύχτα καί νά εἶναι ὁ νοῦς του διαρκῶς μέσα στήν καρδιά.
3. Συμπέρασμα
Θέλω νά καταλήξω καί νά πῶ ὅτι ἑορτάζουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ θεολογία καί θεολογοῦμε μέ ἐμπειρία. Αὐτό εἶναι τό βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί λέμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον με», μέ τήν ἔννοια ὄχι ἁπλῶς ὅτι πρεσβεύει, ἀλλά εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό τούς ἁγίους, μέ τήν ἔννοια τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, χωρίς νά φθάνουμε, βέβαια, στίς ὑπερβολές τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Παπικῶν ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «συλλυτρώτρια», ἀλλά μεσιτεύει στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, μέ τήν μεγάλη παρρησία πού ἔχει στόν Χριστό.
Ἑπομένως, προσευχόμαστε μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον με». Εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή σας. Ζητῶ συγνώμη γιατί εἶναι καί ἡ ὥρα ἀκατάλληλη, ἀλλά προσπάθησα νά πῶ μερικές θεολογικές θέσεις, διότι δέν μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, χωρίς νά θεολογήση.
Γ. Ἐφραίμ: Πολύ καλά τά εἴπατε. Γι’ αὐτό γιορτάζουμε τήν ἡμέρα αὐτή μέ θεολογία. Αὐτό πού εἴπατε, μέ θεολογία.
- Προβολές: 7